Ταξιδεύοντας με τον Γιώργο Παπανδρέου στην προεκλογική του περιοδεία στη Θράκη. Αυτή είναι η μεγαλύτερη εκδοχή του κειμένου που δημοσιεύτηκε στο τεύχος Φεβρουαρίου 2004 του Esquire και το οποίο μπορείς να διαβάσεις εδώ. Το κείμενο του Esquire περιείχε και τις εντυπώσεις μου από την περιοδεία του Κώστα Καραμανλή στην Κρήτη, όπου πήγα μια εβδομάδα μετά. Μπορείς να διαβάσεις την μεγαλύτερη εκδοχή εκείνου του κειμένου, εδώ.
Αυτό είναι ένα αεροπλάνο του ΠΑΣΟΚ. Στην πραγματικότητα ανήκει στην Ολυμπιακή, αλλά σήμερα φιλοξενεί μέσα του πολιτικούς συντάκτες που καλύπτουν το ΠΑΣΟΚ, στελέχη του ΠΑΣΟΚ, τον αυριανό Πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ, και άσχετους σαν εμένα, οπότε μπορεί να πει κάποιος ότι είναι ένα αεροπλάνο του κόμματος χωρίς να πέσει πάρα πολύ έξω. Το αεροπλάνο, που εξωτερικά είναι στολισμένο με τις μασκότ των Ολυμπιακών Αγώνων, μας πηγαίνει στην Αλεξανδρούπολη, σημείο έναρξης της πρώτης προεκλογικής περιοδείας του Γιώργου Παπανδρέου. Είναι ένα σύντομο ταξίδι 45 λεπτών, το οποίο όμως αποκτά έναν πολύ σημαντικό συμβολικό χαρακτήρα, όταν μια υπάλληλος του ΠΑΣΟΚ, μια από αυτές τις τσαούσες, με το κατσαρό μαλλί και τη δυνατή φωνή, που μπορεί να είναι 40 αλλά μπορεί να είναι και 28, βγάζει ένα τσιγάρο και το ανάβει.
Ανάβει τσιγάρο μέσα στο αεροπλάνο.
Και δεν είναι η μόνη. Μέσα σε λίγα λεπτά άλλος ένας ανάβει, και μετά κι άλλη, κι άλλοι. Μέσα σε λίγα λεπτά η άτρακτος του 737-Φοίβος-Αθηνά γίνεται καφετέρια, μετά τεκές.
Εκπλήσσομαι, αλλά δεν θα έπρεπε. Στο μυαλό μου αυτή είναι η σκοτεινή πλευρά του ΠΑΣΟΚ, μια Μηχανή έχει συνηθίσει να εξουσιάζει τη χώρα εδώ και 20 χρόνια, ένας πανίσχυρος μηχανισμός εξουσίας, η αυτοκρατορία μιας πλειοψηφίας προνομιούχων, που έχει φθείρει ψυχές και συνειδήσεις, κάνοντας τα μέλη της να φέρονται αλαζονικά. Είναι φυσιολογικό, εδώ που τα λέμε: Αν διοικείς 20 χρόνια την Ολυμπιακή, εύκολα μπορεί να νομίσεις κάποια στιγμή ότι σου ανήκει, οπότε μπορείς να κάνεις ότι θέλεις στα αεροπλάνα της, και να καπνίζεις και να μην κλείνεις το κινητό (γιατί δεν είδα και κανένα να το κλείνει).
Κάποια στιγμή, ένας πολιτικός ρεπόρτερ, ένας από τους γνωστούς, προσπάθησε να περάσει καπνίζοντας στο μπροστινό μέρος του αεροσκάφους, για να πλησιάσει τον Γιώργο Παπανδρέου. «Που πας με το τσιγάρο!» του φώναξε ο Νίκος Ζιώγας, συνεργάτης του Υπουργού. «Φύγε γρήγορα μακριά! Φύγε!». Και έφυγε, γιατί ως γνωστόν ο Παπανδρέου απεχθάνεται το κάπνισμα.
Ίσως αυτό ακριβώς να περιμένει από τον Γιώργο Παπανδρέου το 65-70% των Ελλήνων που δεν πολύ-συμπαθούν αυτό το ΠΑΣΟΚ: Να σηκωθεί από τη θέση του, να έρθει στο πίσω μέρος του αεροπλάνου, και να αναγκάσει τους πάντες να σβήσουν τσιγάρα και κινητά.
Ταξιδεύω στη Θράκη μαζί του, προσπαθώντας να ανιχνεύσω αν έχει τη θέληση και τη δύναμη να το κάνει.
Η γυναίκα με τα μπλε μαλλιά
Την είδα να τον περιμένει στην Ορεστιάδα. Ήταν γύρω στα εξήντα, φορούσε ένα λουλουδάτο πανωφόρι, μια μαύρη φούστα, και κρατούσε τα χέρια της σφιγμένα στο στήθος, σαν να προσεύχεται. Είχε ένα παράξενο χαμόγελο προσμονής και συγκίνησης. Την πρόσεξα επειδή τα μαλλιά της ήταν ένα αχνογάλαζο, νεοδημοκράτικο σύννεφο.
Η γυναίκα με τα μπλε μαλλιά στεκόταν μπροστά από ολόκληρο τον συρφετό με τις σημαιούλες, το λαό της Ορεστιάδας που θα υποδεχόταν τον επόμενο Πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ σε ένα από τα προπύργια της Δεξιάς στη Θράκη. Τα δύο πούλμαν με τους δημοσιογράφους είχαν μόλις φτάσει, και οι συνάδελφοί μου είχαν σπεύσει να κατοχυρώσουν επίκαιρες θέσεις ανάλογα με την ιδιότητά τους. Οι φωτογράφοι έπαιρναν εικόνες απ’ το πλήθος, οι καμεραμεν διάλεγαν τα καλύτερα μπαλκόνια και μετά χτύπαγαν τα κουδούνια των πολυκατοικιών, οι τηλεοπτικοί συντάκτες έψαχναν το καλύτερο μέρος για να κάνουν το stand-up, και οι εφημεριδάδες έβγαζαν τα σημειωματάρια και πλησίαζαν όπου έχει ηχεία, για να ακούνε τι θα πει.
Εγώ χάζευα τον κύριο με το σκουφί που έλεγε ΠΑΣΟΚ, τον άλλο κύριο με το περιμετρικό μουστάκι, το μωρό με την πράσινη σημαία στους ώμους του μπαμπά του. Και τη γυναίκα με τα μπλε μαλλιά.
Και μετά μια βουή εξαπλώθηκε, και το γκρίζο πούλμαν που μετέφερε τον Γιώργο Παπανδρέου, ήρθε.
Ήταν ήδη μια μεγάλη και κουραστική μέρα –και είχαμε μόλις φτάσει στα μέσα της διαδρομής. Όλα ξεκίνησαν στην ηλιόλουστη Αλεξανδρούπολη στις 11 το πρωί, όταν ο Γιώργος Παπανδρέου, ο 52χρονος Υπουργός Εξωτερικών που στις 7 Φεβρουαρίου θα εκλεγεί Πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ και ένα μήνα αργότερα θα διεκδικήσει την πρωθυπουργία, είχε βγει στην κορυφή της σκάλας του αεροσκάφους και είχε χαιρετήσει το αλαλάζον πλήθος των σημαιοφόρων που είχε μπει στην πίστα του αεροδρομίου. Ο ουρανός ήταν πεντακάθαρος και εκτυφλωτικά γαλάζιος, και τα πιτσιρίκια τραγουδούσαν το νέο σύνθημα «Πάρτι, πάρτι, στις 7 του Μάρτη, νίκη, νέα, από τη νεολαία», το οποίο είναι τόσο της μόδας που το τραγουδούν και στις συγκεντρώσεις της Νέας Δημοκρατίας, και χοροπηδούσαν κρατώντας καπνογόνα, καθώς ο υποψήφιος πρωθυπουργός μιλούσε για πρώτη φορά στη Θράκη, παραθέτοντας κοινοτυπίες όπως «ξεκινάμε μια νέα πορεία» και «μαζί θα προχωρήσουμε για την ελπίδα». Η ομιλία του, ομολογουμένως, δεν ήταν ιδιαίτερα εντυπωσιακή. Είχε πολλές επαναλήψεις, κομπιάσματα και παύσεις. Ίσως είναι φυσιολογικό, καθώς δεν είχε ακόμα μεγάλη εμπειρία από το μπαλκόνι, καθώς είχε αναλάβει το ρόλο του σωτήρα του ΠΑΣΟΚ μόλις πριν από δέκα μέρες. Μερικές φορές, πάντως, όταν ανέβαζε την ένταση της φωνής, για να δώσει το σύνθημα για ζητωκραυγές και χειροκροτήματα, η ομοιότητα ήταν αναμφίβολη. Όλοι το πρόσεξαν, και αγνόησαν το μεγαλύτερο μέρος της ομιλίας, για να σχολιάσουν το γεγονός με τους διπλανούς τους: Όταν μιλά δυνατά, η φωνή του παίρνει μια λαρυγγώδη χροιά, και το τελευταίο φωνήεν κάθε λέξης ακούγεται σαν εκπνοή, σαν να είναι λαχανιασμένος, σαν να είναι ο Ανδρέας Παπανδρέου.
Στο θέατρο της πόλης, ένα παλιό κτίριο η πρόσοψη του οποίου είναι καλυμμένη από σκαλωσιές, και το εσωτερικό του μοιάζει να τις χρειάζεται εξίσου, ο Παπανδρέου ανέβηκε στο βήμα, στάθηκε κάτω από ένα πανό που έγραφε «Θράκη 2010’» και μίλησε για τη Θράκη και το πόσο έχει αναπτυχθεί τα τελευταία χρόνια, και ανέφερε τις πρώτες προεκλογικές του δεσμεύσεις: Την αμοιβαία μείωση των αμυντικών δαπανών Ελλάδας και Τουρκίας, καθώς και την προσωπική του μεσολάβηση για την έλευση επενδύσεων από το εξωτερικό. Αυτές οι δηλώσεις θα προκαλούσαν αρκετές αντιδράσεις τις επόμενες μέρες, όσον αφορά τη δυνατότητα εφαρμογής τους, αλλά και το γιατί δεν είχε επιδιώξει την υλοποίησή τους τα τελευταία 5 χρόνια που είναι Υπουργός Εξωτερικών. Μέσα στο θέατρο, ωστόσο, στο οποίο δεν βρίσκονταν μόνο ΠΑΣΟΚοι (για πρώτη και τελευταία φορά σ’ αυτό το ταξίδι), το χειροκρότημα ήταν ζεστό και παρατεταμένο. Ο Γιώργος Παπανδρέου χαιρέτησε το πλήθος, έσφιξε το χέρι όσων κατάφεραν να φτάσουν κοντά του, και έφυγε για το γκρίζο πούλμαν του και για τον επόμενο σταθμό της περιοδείας.
Έτσι είναι οι πολιτικές περιοδείες: Ένα αδιάκοπο τρεχαλητό με αστυνομική συνοδεία από το ένα μέρος στο άλλο, μια επίσκεψη από πλήθος σε πλήθος, προσπαθώντας να κάνεις το κάθε πλήθος να αισθανθεί μοναδικό, και να μην μπερδέψεις τα ονόματα των πόλεων και τις φάτσες των ανθρώπων που επισκέπτεσαι.
Σε κάποιο σημείο στο δρόμο για το Σουφλί, εκτός προγράμματος και χωρίς να έχει ενημερωθεί κανείς, ένας τροχονόμος καθοδήγησε τα πούλμαν των δημοσιογράφων προς τα αριστερά –πέντε λεπτά αργότερα, φτάσαμε στο Στρατόπεδο Δελαγραμμάτικα, το μέρος όπου απεύχονται να βρεθούν όσοι δεν έχουν υπηρετήσει τη στρατιωτική τους θητεία.
Εδώ είχε υπηρετήσει ο Γιώργος Παπανδρέου.
Η επίσκεψη στο στρατόπεδο ήταν άλλο ένα δείγμα του ότι ο Παπανδρέου δεν είναι απλή περίπτωση ανθρώπου –πόσο μάλλον δε, πολιτικού. Ο άνθρωπος αυτός είχε εμφανιστεί στο λόμπι ξενοδοχείου όπου παρέθετε δείπνο η Μαντλίν Ολμπράιτ για τους ομολόγους της (και τον ίδιο) με φόρμα και πετσέτα. “George, πώς είσαι έτσι;” τον είχε ρωτήσει εκείνη, και της είχε απαντήσει: «Πάω μισή ωρίτσα στο γυμναστήριο και θα ‘ρθω μετά». Είναι ακόμα ο άνθρωπος που, όταν ο πρωθυπουργός της χώρας ανακοίνωνε την παραίτησή του από την Προεδρία του κόμματος και τον έχριζε διάδοχο, κρατούσε μια ψηφιακή βιντεοκάμερα στο χέρι και βιντεοσκοπούσε την ομιλία του. Είναι ο άνθρωπος που, το 1978, βγήκε στην αναφορά στο Γουδί όπου υπηρετούσε τη στρατιωτική του θητεία, και ζήτησε μετάθεση στο Σουφλί. Έμεινε εκεί 8 μήνες.
Ο Παπανδρέου ξεναγήθηκε από τον γιγαντόσωμο διοικητή του στρατοπέδου στους χώρους του, είδε τα τανκς στα υπόστεγά τους, και χαιρέτησε το φαντάρο με το πιο τρομαγμένο βλέμμα στον πλανήτη. Μετά μπήκε στο πούλμαν και συνέχισε, αλλά η αποστολή του είχε επιτευχθεί: Όλοι είχαν θυμηθεί με τι άνθρωπο έχουν να κάνουν.
Μετά από λίγα λεπτά η πομπή έφτασε στο Σουφλί, όπου η υποδοχή ήταν μάλλον ήπια, με το πλήθος να περιμένει στον κεντρικό δρόμο, μπροστά στα μαγαζιά που πουλούσαν μεταξωτά είδη. Οι σημαίες ήταν λιγότερες από ότι στην Αλεξανδρούπολη, και δεν υπήρχαν πιτσιρικάδες με καπνογόνα, αλλά ο κόσμος ήταν αρκετός. Ο Παπανδρέου έκανε μια βόλτα στα σοκάκια της πόλης, κάτω από τις χελιδονοφωλιές και τα κίτρινα δορυφορικά πιάτα Televés, κι εγώ βρήκα την ευκαιρία να γνωρίσω για πρώτη φορά το πλήθος που πηγαίνει σε συγκεντρώσεις του ΠΑΣΟΚ. Ποιοι ήταν αυτοί οι άνθρωποι; Αντιτουριστικές φάτσες οι περισσότεροι, μεγάλης ηλικίας, αλλά και λιγοστοί νεότεροι με τα παιδάκια τους μαζί, και μια χούφτα πιτσιρικάδες που βρίσκουν άλλη μια καλή ευκαιρία να χοροπηδήσουν φωνάζοντας συνθήματα. Τι θέλουν όλοι αυτοί; Στην Ορεστιάδα, ο ταξιτζής Κωνσταντίνος Καρράς, απολιτικός και μπλαζέ, με διαβεβαίωνε ότι αυτοί είναι «κάποιοι τακτοποιημένοι». Το θέμα είναι ότι δεν μοιάζουν τακτοποιημένοι. Μοιάζουν άνθρωποι φτωχοί, ασουλούπωτοι, που κουνώντας τις σημαίες τους και λατρεύοντας τους ηγέτες του κόμματος, κάτι ψάχνουν. Ίσως να ψάχνουν την ελπίδα.
Στο Διδυμότειχο ο κόσμος ήταν περισσότερος και πιο θορυβώδης, και οι εκδηλώσεις λατρείας πιο θερμές. Στην «Πόλη των Κάστρων», όπως αυτοαποκαλείται, ο Παπανδρέου κατέβηκε από το πούλμαν, φίλησε τα απαραίτητα παιδάκια, και άρχισε να περπατά μαζί με το πυκνό πλήθος στον πεζόδρομο που ξεκινά από μια εκκλησία και φτάνει σε ένα τζαμί. Μπροστά στο τζαμί έβγαλε ένα μικρό λόγο, και στη συνέχεια ο τοπικός ιμάμης του διάβασε ένα ευχαριστήριο κείμενο. Καθώς επέστρεφε προς το πούλμαν, οι πιτσιρικάδες πάλευαν για να πλησιάσουν και να τον βγάλουν φωτογραφία με το κινητό, ενώ ένας κύριος δίπλα μου, γύρω στα 80, με πρόσωπο σκαμμένο από το χρόνο και απροσδιόριστες κακουχίες, είχε βουρκώσει. Τον ρώτησα γιατί κλαιει, και μου είπε «Δεν ξέρω».
Όταν το πούλμαν του Παπανδρέου έφτασε στην Ορεστιάδα, τα ηχεία άρχισαν να παίζουν δυνατά, και το τραγούδι κάλυπτε τις φωνές του πλήθους, τις κόρνες και τα καπνογόνα των πιτσιρικάδων, και το πανταχού παρόν «Πάρτι, Πάρτι στις 7 του Μάρτη». Τα ηχεία έπαιζαν το «Θα τον μεθύσουμε τον ήλιο».
Στον κεντρικό δρόμο της πόλης, σε ένα μικρό βήμα ελάχιστα ψηλότερα από το επίπεδο του κόσμου, ο Γιώργος Παπανδρέου έδωσε την πιο «κομματική» του ομιλία (ανέφερε ακόμα και το 1-1-4). Ακούγοντάς τον για 4η φορά στην ίδια μέρα, άρχισα σιγά σιγά να βγάζω κάποια συμπεράσματα. Το κυριότερο, ήταν ένας διχασμός: Ενώ επιδίωκε να συνεπάρει το λαό με συχνές αναφορές στο παρελθόν του ΠΑΣΟΚ, στον Σημίτη, στον Παπανδρέου και στον άλλο Παπανδρέου, ενώ έπαιζε το παιχνίδι του πλήθους και του προσέφερε πολυάριθμες αφορμές για να χειροκροτήσει και να ζητωκραυγάσει, ταυτόχρονα επεδίωκε να περάσει στις ομιλίες του και δικές του προτάσεις, δικές του ιδέες. «Πάμε με μπροστάρη τη νεολαία», έλεγε στην Ορεστιάδα, και το πλήθος ξεσπούσε σε φωνές και συνθήματα. Μετά έλεγε «Προτείνουμε μια μείωση των αμυντικών δαπανών, ισόρροπη με την Τουρκία, που θα μας επιτρέψει να επενδύσουμε στην κοινωνική πρόνοια», και το πλήθος χειροκροτούσε κάπως αμήχανα, ίσως γιατί δεν είχε συνηθίσει τέτοια λόγια σε παρόμοιες συγκεντρώσεις. Αυτό θα γινόταν περισσότερο εμφανές την επόμενη μέρα, όταν ο Παπανδρέου θα μιλούσε σε χωριά, σε κόσμο λιγότερο, που περίμενε περισσότερο να ακούσει, παρά να φωνάξει. Εκεί έμοιαζε να νιώθει και πιο άνετα. Αν και τα μικρο-σαρδάμ και οι παύσεις παρέμεναν, στα χωριά ο Γιώργος Παπανδρέου θα μιλούσε με περισσότερη όρεξη, χωρίς να τον διακόπτουν φωνάζοντας «πάρτι στις 7 του Μάρτη».
Τελειώνοντας την ομιλία του, περπάτησε μέσα στο παλλόμενο πλήθος, περνώντας μπροστά από ταμπέλες με αρχικά (ΑΕΚ Ορεστιάδας, Τ.Ο. ΠΑΣΟΚ, ΚΕΠ), και μπήκε στο ασφυκτικά γεμάτο καφέ Forum, όπου συζήτησε για λίγο με νεαρούς μπροστά στις κάμερες. Βγαίνοντας λίγα λεπτά αργότερα, και κατευθυνόμενος προς το πούλμαν του, συνάντησε την πιο ένθερμη οπαδό του. Ουρλιάζοντας σαν να είχε δει τον Χούλιο Ιγκλέσιας, η γυναίκα με τα μπλε μαλλιά παραμέρισε τους σαστισμένους άντρες της προσωπικής του ασφαλείας και ρίχτηκε στην αγκαλιά του, και τον φίλησε.
Πώς οργανώνεται μια πορεία προς το Μαξίμου
Η Κομοτηνή είναι μια πολύ όμορφη επαρχιακή πόλη, με μια καταπληκτική κεντρική πλατεία που περιβάλλεται από πεζοδρόμους, στην οποία κάθε ώρα της ημέρας μπορείς να δεις κόσμο να κάνει τη βόλτα του, παιδάκια να παίζουν μπάλα και έναν εντυπωσιακά μεγάλο αριθμό κοριτσιών στα πρώτα χρόνια της εφηβείας με καυτά μίνι. Στην προέκταση ενός από τους πεζοδρόμους είχε στηθεί το πανηγύρι της βραδιάς, και εκατοντάδες άνθρωποι που είχαν ενημερωθεί καλύτερα από τον καταστηματάρχη είχαν μαζευτεί από νωρίς για να υποδεχτούν τον νέο ηγέτη του ΠΑΣΟΚ. Καθώς η συγκεκριμένη συγκέντρωση είχε σαν θέμα τη νεολαία, οι αντιτουριστικές φάτσες ήταν λιγότερες, και τα καυτά μίνι περισσότερα. Δίπλα μου στεκόταν μια που έμοιαζε εκπληκτικά με την Κιμ Μπάσιντζερ, αλλά που ήταν μόνο 14 χρονών. Το κόκκινο κραγιόν της έλαμπε στα φώτα των προβολέων για τις κάμερες.
Ο Παπανδρέου έφτασε μέσα σε τρομερό ενθουσιασμό, απίστευτη κάπνα από τα καπνογόνα, και ασφυκτικό στριμωξίδι στο στενό πεζόδρομο. Μίλησε για λίγο στο συγκεντρωμένο πλήθος, και μετά μπήκε στο Κέντρο Πληροφόρησης Νέων, όπου είχαν ήδη καθίσει εκπρόσωποι της «νεολαίας».
Ένα από τα χαρακτηριστικά της ελληνικής πολιτικής σκηνής είναι ότι η «νεολαία», η «γυναίκα» και η «τρίτη ηλικία» θεωρούνται κοινωνικές μειονότητες οι οποίες χρήζουν στοργής και προστασίας από το κράτος. Αυτό μου φαινόταν πάντα ακατανόητο και περιττό, ειδικά τη στιγμή που η έννοια «νέος» χρησιμοποιείται από την ίδια σκηνή τόσο ελαστικά, που μπορεί να περιλαμβάνει τους 30άρηδες γραμματείς των κομματικών νεολαιών, αλλά ακόμα και 50άρηδες, όταν αυτοί διεκδικούν την πρωθυπουργία.
Στο Κέντρο Πληροφόρησης Νέων της Κομοτηνής συγκεντρώθηκαν νέοι από την πλευρά του κράτους (Παπανδρέου, Μιλένα Αποστολάκη), αλλά και «νεολαίοι», διαλεγμένοι προσεκτικά από τις ΠΑΣΠ των διαφόρων τμημάτων του Πανεπιστημίου Κομοτηνής. Δημοσιογράφοι απαγορεύτηκε να μπουν στην αίθουσα, έτσι έμεινα στο κρύο, να ακούω από τα ηχεία στον πεζόδρομο τους νεαρούς να παραθέτουν τα προβλήματά τους χρησιμοποιώντας τη γλώσσα της Βουλής των Εφήβων. Το Κέντρο είχε μεγάλες τζαμαρίες από όπου του πλήθος παρακολουθούσε τα τεκταινόμενα. Και η Κιμ Μπάσιντζερ είχε κολλήσει στο τζάμι, και δίπλα άλλη μία παρόμοια, και παραδίπλα κι άλλη. Μια σειρά ολόκληρη από κορίτσια, ντυμένα με τα καλά τους και βαμμένα, χάζευαν από τη βιτρίνα τον Γιώργο Παπανδρέου. Μου πήρε λίγο χρόνο να το συνειδητοποιήσω: Ήταν γκρούπις!
Το κρύο και τα ξύλινα λόγια της νεολαίας με κούρασαν γρήγορα, οπότε έσπευσα στη ζεστασιά του καφέ Αστόρια στην πλατεία, για να συζητήσω σοβαρά θέματα με κάποια πολύτιμα γρανάζια στη Μηχανή του ΠΑΣΟΚ.
«Αυτά γίνονταν και με τον πατέρα του», μου είπε ο Κώστας Τσολιάς, υπεύθυνος του τομέα κινητοποίησης του ΠΑΣΟΚ σε όλη την Ελλάδα, όταν του ανέφερα τις έφηβες με τα μίνι στον πεζόδρομο. «Διώχναμε τα κοριτσάκια σε κάθε ξενοδοχείο που πήγαινε από τις σκάλες, όπου μαζεύονταν».
Ο Τομέας Κινητοποίησης είναι αυτός που αναλαμβάνει να ενορχηστρώσει κάθε κομματική περιοδεία. Μόλις ανακοινώθηκε η απόφαση για την περιοδεία στη Θράκη, ο Τσολιάς έφυγε για Αλεξανδρούπολη, και άρχισε τα μήτινγκ με τις νομαρχιακές επιτροπές, για να συντονιστεί η δράση των τοπικών φορέων. Σε κάθε στάση της περιοδείας ειδοποιήθηκαν τα μέλη του κόμματος από τις τοπικές οργανώσεις, αρμοδιότητες και χρήματα μοιράστηκαν, σημαιούλες αγοράστηκαν, συνθήματα διαδόθηκαν. Από τη στιγμή που ο Παπανδρέου πάτησε το πόδι του στην Αλεξανδρούπολη, ο Τσολιάς και η ομάδα του ήταν πάντα μια στάση μπροστά, «προετοιμάζοντας κλίμα», και διασφαλίζοντας ότι όλα θα πάνε καλά. Από εκεί και πέρα, όλα εξαρτώνται από τον Πρόεδρο.
Οι περισσότεροι άνθρωποι του ΠΑΣΟΚ με τους οποίους μίλησα κατά τη διάρκεια της περιοδείας είχαν κι από ένα παράπονο από τον Κώστα Σημίτη. Μπορεί όλοι να συμφωνούσαν ότι η Ιστορία θα τον αναδείξει τον καλύτερο μεταπολιτευτικό πρωθυπουργό της χώρας, αλλά η Μηχανή είχε μεγάλο πρόβλημα να τον δεχτεί. «Θυμάμαι κάποτε στη Λαμία», μου είπε κάποιος, «που είχαμε δώσει σημαιάκια σε όλο τον κόσμο, και δεν τα κούνησαν ούτε μια φορά. Τα είχαν ακουμπήσει στις καρέκλες. Δεν μπορούσε να τους συνεπάρει». Όλοι αυτοί, τα μέλη της Μηχανής, θυμήθηκαν τα προβλήματα του Σημίτη τώρα, μετά την πρώτη μέρα περιοδείας του Παπανδρέου, καθώς γίνονταν ακόμα πιο εμφανή. «Αρχηγέ, ο μικρός είναι Παπανδρέου», ήταν μια ατάκα που κατόρθωσα να υποκλέψω από ενδο-ΠΑΣΟΚική τηλεφωνική επικοινωνία.
«Το χέρι είναι σπουδαίο πράγμα», μου είπε άλλο μέλος της Μηχανής. «Ο Παπανδρέου δίνει το χέρι και το σφίγγει. Τον φιλάς και σε φιλάει. Ο Σημίτης δεν ήθελε ούτε να τον αγγίξεις». Η γοητεία του Παπανδρέου έγινε αμέσως εμφανής –το είδα ακόμα κι εγώ, με τα μάτια μου. Αν και δεν είναι καλός ρήτορας (ούτε κατά διάνοια), είναι ψηλός, εντυπωσιακά αθλητικός, χαμογελαστός, με ροδαλό πρόσωπο-Πολ Νιούμαν και φωτεινό, νεανικό βλέμμα. Όταν το πλήθος τον περικυκλώνει, τσαλαπατά την προσωπική του ασφάλεια και τον αγκαλιάζει ασφυκτικά, γελά σαν παιδάκι. Ταυτόχρονα η φωνή του και οι κινήσεις του, όταν δεν φωνάζει και δεν ακούγεται σαν τον Ανδρέα, δείχνουν έναν πράο και ήρεμο άνθρωπο, άξιο εμπιστοσύνης.
Είναι πολύ δύσκολο να αντιπαθήσεις τον Γιώργο Παπανδρέου, όποια κι αν είναι η κομματική σου ταυτότητα. Και είναι πολύ εύκολο να τον λατρέψεις, αν ψηφίζεις ΠΑΣΟΚ εδώ και 30 χρόνια, όπως πολλά από τα μέλη της Μηχανής.
«Βλέπουμε σκηνές του ’81 και του ’85» μου είπε ο Κώστας Τσολιάς στο καφέ Αστόρια, τονίζοντας ότι η προσέλευση του κόσμου ήταν άκρως ικανοποιητική, και ο ενθουσιασμός τους πέρα από κάθε προσδοκία. Κι αυτό είναι έργο Παπανδρέου. Γιατί η Μηχανή μπορεί να κινητοποιήσει τον κόσμο, ή ένα μέρος, τουλάχιστο, του κόσμου που ασχολείται μ’ αυτά τα πράγματα. Το έκανε, άλλωστε, και επί Σημίτη. Αλλά δεν μπορεί να αναγκάσει κανένα να κουνήσει τη σημαία, να τρέξει να φιλήσει τον Πρόεδρο, ή να φωνάξει συνθήματα.
Μετά από λίγη ακόμα κουβεντούλα και πολιτικό κουτσομπολιό χτύπησε ένα κινητό, και η ομάδα του Τσολιά κινητοποιήθηκε αμέσως. «Ετοιμάζεται να φύγει», είπαν, και σηκωθήκαμε και περπατήσαμε μαζί προς το Κέντρο Πληροφόρησης Νέων.
Έξω από τη τζαμαρία ο κόσμος είχε μειωθεί αισθητά. Ο Παπανδρέου μιλούσε ακόμα με τους φοιτητές, η Κιμ Μπάσιντζερ και το φωτεινό κραγιόν της είχαν καταφέρει με κάποιο τρόπο να μπουν μέσα, και όσοι είχαν μείνει απ’ έξω έκαναν βόλτες για να νικήσουν το κρύο, και συζητούσαν. Μικρά συννεφάκια έβγαιναν απ’ το στόμα τους, μαζί με τα λόγια τους.
Έπιασα κουβέντα με τον Νίκο Αθανασάκη, Γραμματέα του τομέα Επικοινωνίας του κόμματος, ο οποίος έχει ένα παχύ, trademark ΠΑΣΟΚικό μουστάκι, και με τον Νομάρχη Ροδόπης Άρη Γιαννακίδη, ο οποίος δεν έχει. «Στην Ορεστιάδα είχαμε διπλάσιο κόσμο από ότι περιμέναμε», είπε ο Αθανασάκης. «Είμαστε ακόμα πολύ στην αρχή», τόνισε, «και η περιοδεία αυτή οργανώθηκε σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα. Αλλά τα πράγματα φαίνεται να πηγαίνουν μια χαρά». Ο Άρης Γιαννακίδης συμφώνησε, τόνισε πόσο καλή δουλειά έχει γίνει στο νομό του, και πρόβλεψε ότι το ΠΑΣΟΚ θα ανέβει στο 50% στη Ροδόπη αυτή τη φορά, από 49% που είχε το 2000. Μετά ένας δημοσιογράφος από το CNNTurk ζήτησε από τον Αθανασάκη 15 λεπτά με τον Παπανδρέου –κάτι που κανένας Έλληνας δεν θα κέρδιζε σ’ αυτή την περιοδεία- και η προσοχή μου στράφηκε σε δυο πιτσιρικάδες με φόρμες, που πλησίασαν τη τζαμαρία. Ο ένας έδειξε κάτι στον άλλο, και κάτι του είπε στα τούρκικα. Από αυτά, συγκράτησα μόνο μια λέξη: Simitis!
Ο Παπανδρέου χρειάστηκε περίπου μισή ώρα για να φτάσει στην πόρτα το Κέντρου Νεότητας από τη στιγμή που καληνύχτισε τους φοιτητές και σηκώθηκε από το μικρόφωνο. Όλοι είχαν απορίες, όλοι ήθελαν να του μιλήσουν, να φτάσουν κοντά του και να του σφίξουν το χέρι. Όταν τελικά βγήκε, ένα λεφούσι κόσμου τον περίμενε για να τον πάρει από πίσω και να τον ακολουθήσει μέχρι το γκρίζο πούλμαν που θα τον πήγαινε στο ξενοδοχείο του, έξω από την πόλη. Καθώς ανέβαινε τα σκαλιά και το πούλμαν ξεκινούσε, μια γριά φώναξε «Γιώργο!», και κουνούσε το χέρι της, αποχαιρετώντας τον. Ένα δωδεκάχρονο κορίτσι, που είχε έρθει με τη φίλη της για το χαβαλέ, έκανε ένα καίριο πολιτικό σχόλιο, και έδωσε στη σκηνή τη διάσταση που της έπρεπε, φωνάζοντας αμέσως μετά, κοροϊδευτικά: «Σάκη!»
Στο μυαλό του Γιώργου Παπανδρέου
Μετά την επίσκεψη στο χωριό Φιλλύρα, το πρωινό της δεύτερης μέρας, όλοι οι πολιτικοί συντάκτες φρόντισαν να μιλήσουν για ένα πράγμα: Για τα κορίτσια με τις κόκκινες στολές.
Η Φιλλύρα είναι ένα μικρό χωριό, όπου κατοικούν μόνο τουρκογενείς μουσουλμάνοι. Για την επίσκεψη του Γιώργου οι κολώνες είχαν στολιστεί με γαλανόλευκες και πράσινες σημαίες, αλλά ένας Θρακιώτης συνάδελφος με διαβεβαίωσε ότι τη στιγμή που θα φεύγαμε, η τουρκική σημαία θα υψωνόταν ξανά. Τα πρόσωπα των κατοίκων έμοιαζαν κουρασμένα και επιφυλακτικά. Υπήρχαν πολύ λίγα παιδιά. Οι γυναίκες ήταν μαζεμένες στις γωνίες, μακριά από το δρόμο, τυλιγμένες στις μαντίλες τους. Οι φωτογράφοι τις σημάδευαν με αναίδεια.
Αν και το χωριό ψηφίζει παραδοσιακά ΠΑΣΟΚ, η ατμόσφαιρα δεν έμοιαζε με καμιά από τις πόλεις της προηγούμενης μέρας. Οι κάτοικοι δεν ήταν εκεί για να φωνάξουν αλλά για να ακούσουν. Και άκουσαν: Ο Γιώργος Παπανδρέου βρήκε ήσυχο ακροατήριο, και μίλησε πολύ περισσότερο από το προβλεπόμενο, για τις επιδοτήσεις στο εισόδημα των αγροτών και όχι στην παραγωγή τους, που θα τους επέτρεπε να εξασφαλίσουν ένα αξιοπρεπές βιοτικό επίπεδο, και να επενδύσουν σε εναλλακτικές καλλιέργειες (η συντριπτική πλειοψηφία των αγροτών της περιοχής είναι καπνοπαραγωγοί). Οι κάτοικοι χειροκρότησαν τον Γιώργο, κάποιοι φώναξαν και κάποια συνθήματα. Είχα την εντύπωση ότι δεν ενθουσιάστηκαν και τόσο, όταν ο Θρακιώτης συνάδελφος με βοήθησε να δω τα πράγματα με τη σωστή προοπτική: «Βλέπεις τα κοριτσάκια με τις κόκκινες στολές, που χόρεψαν για τον Παπανδρέου;», μου είπε. «Αυτή είναι τιμή που κάνουν μόνο σε Αρχηγό κράτους. Και στον Τζεμ».
Φεύγοντας για το επόμενο χωριό, το κονβόι των πούλμαν ακολούθησε για μερικά χιλιόμετρα έναν μικρό επαρχιακό δρόμο, από αυτούς που μοιάζουν να έχουν μόνο ένα ρεύμα. Αν και τα περισσότερα ταξίδια μέχρι τώρα είχαν γίνει σε ολοκαίνουριες λεωφόρους κατασκευής ΠΑΣΟΚ (και σήμερα θα βλέπαμε και λίγη Εγνατία), για ένα μισάωρο παλέψαμε με τις λακκούβες. Κοίταξα προς τα πίσω, προς το γκρίζο πούλμαν που μετέφερε το Γιώργο Παπανδρέου. Τι να σκέφτεται άραγε, κάθε φορά που το πούλμαν του, ή το αυτοκίνητό του πέφτει σε λακκούβα; Νιώθει καθόλου υπεύθυνος; Βγάζει ένα σημειωματάριο για να γράψει «λακκούβες στο 2ο χιλιόμετρο Αμφίας –Φιλλύρας»;.
Έπιασα τον εαυτό μου να προσπαθεί να μαντέψει τις σκέψεις του ξανά λίγη ώρα αργότερα, στην Αίγειρο, ένα καμπίσιο χωριό που κατοικείται μόνο από χριστιανούς. Καθώς μιλούσε σε καμιά εκατοστή συγκεντρωμένους, από την άλλη πλευρά του δρόμου και πέρα από ένα μεγάλο χωράφι, διεξαγόταν ένας ποδοσφαιρικός αγώνας. Σε ένα καταπράσινο γήπεδο, μια ομάδα από πιτσιρίκια που φορούσαν άσπρες και πορτοκαλί στολές έπαιζαν με μια ομάδα που φορούσε μαύρες. Πρόσεξα ότι, ενώ ο Υπουργός έβγαζε λόγο, το επιτελείο του ήταν αρκετά ανάστατο. «Θέλει να πάει στο γήπεδο να δει τα παιδιά», μου είπε ο Νίκος Αθανασάκης. Οι άνθρωποι ρωτούσαν τους ντόπιους, και έψαχναν εναγωνίως να βρουν έναν τρόπο, καθώς το χωράφι δεν ήταν προσπελάσιμο. Όταν τελείωσε την ομιλία του, ο Γιώργος Παπανδρέου ήρθε στην άκρη του δρόμου, και κοίταξε για λίγο προς το καταπράσινο γήπεδο όπου έπαιζαν τα παιδιά. Έμεινε εκεί για δυο-τρία λεπτά, κοίταζε και σκεφτόταν, και μετά γύρισε στο γκρίζο πούλμαν, και έφυγε για το επόμενο χωριό.
Μετά από μια στάση και σύντομη ομιλία στον Ίασμο, ένα χωριό χτισμένο αμφιθεατρικά στους πρόποδες ενός λόφου, όπου χριστιανοί και μουσουλμάνοι ζουν μαζί, ακολούθησε μια διασκεδαστική στάση σε ένα αυθόρμητο μπλόκο στο δρόμο που οδηγούσε στην Ξάνθη, όπου οι οπαδοί του ΠΑΣΟΚ έκλεισαν την κυκλοφορία με την αυθόρμητη βοήθεια της τροχαίας, για να ζητωκραυγάσουν και να χαιρετήσουν τον Γιώργο Παπανδρέου, και να γιορτάσουν το πέρασμά του με τα αυθόρμητα πυροτεχνήματα, που έλαμψαν στο μεσημεριανό ουρανό.
Περισσότερο γλέντι είχε ετοιμαστεί στο κέντρο «Νεράιδα», όπου θα γινόταν η κοπή πίτας των Νομαρχιακών Επιτροπών ΠΑΣΟΚ της Θράκης. Στην ασφυκτικά γεμάτη αίθουσα ήταν παρούσα, ολόκληρη, από τον τελευταίο αφισοκολλητή μέχρι τον αυριανό Πρόεδρο, η Μηχανή του ΠΑΣΟΚ, οπότε είδαμε διάφορα περίεργα: Ένας κύριος καθ’ όλη τη διάρκεια των ομιλιών στεκόταν όρθιος και κρατούσε ψηλά μια κορνιζαρισμένη φωτογραφία του Ανδρέα Παπανδρέου. Μια κυρία κρατούσε μια αφίσα με τη Μελίνα Μερκούρη, ενώ μια άλλη είχε ένα πανό που έγραφε: «Ολυμπιακή Παιδεία 2004 και μετά».
Ο γραμματέας της Ν.Ε. Ξάνθης, Γιώργος Χουλιάρας, είχε κέφια και στην προσφώνηση του Υπουργού, έκανε όχι ένα, αλλά δύο λογοπαίγνια: Πρώτα παρομοίασε το Σημίτη με προπονητή και τον Παπανδρέου με το καλύτερο σέντερ-φορ, «που θα βάλει γκολ στις 7 Μαρτίου», και μετά κατάφερε να χωρέσει και τους τρεις τίτλους των βιβλίων του Νίκου Θέμελη σε μια πρόταση. Ακολουθώντας, μέσα σε εκκωφαντικά χειροκροτήματα, και διακοπτόμενος από συχνά συνθήματα (ναι, και το «πάρτι, πάρτι»), ο Παπανδρέου έκανε μια ομιλία-ανακεφαλαίωση όσων είχε πει μέχρι τώρα σε πόλεις και χωριά: Ελληνοτουρκικά, «πάμε με την νεολαία», να φέρουμε αισιοδοξία στους Έλληνες, δουλεύουμε πάνω στις βάσεις του Ανδρέα Παπανδρέου και του Κώστα Σημίτη, το όραμα του Ρήγα Φεραίου για τα Βαλκάνια, ισότητα και ισονομία, «ένα πρωτόγνωρο ποτάμι πάθους». Και μετά στάθηκε εκεί, απέναντι στη Μηχανή, και είπε ότι «δεν θέλουμε να κάνουμε την πολιτική των πλαστικών σημαιών, αλλά την πολιτική των νέων ιδεών». Στάθηκε απέναντι στη Μηχανή και της είπε ότι σκοπεύει να την αλλάξει, γιατί ο Γιώργος Παπανδρέου δεν είναι ούτε ο πατέρας του, ούτε ο παππούς του. Είναι ένας ευχάριστος, μποέμ τύπος, με εντελώς δική του ιδιοσυγκρασία και δικό του τρόπο λειτουργίας. Είναι εντελώς διαφορετικός από τους πολιτικούς παλαιάς κοπής, εντελώς διαφορετικός και από τον αντίπαλό του στις εκλογές της 7ης Μαρτίου, είναι ο τύπος που, την επόμενη της επιστροφής του από τη Θράκη, θα πήγαινε στο Yo! Sushi της Κηφισιάς μαζί με τη γυναίκα του και χωρίς κανένα παρατρεχάμενο, τη στιγμή που ο τελευταίος υφυπουργός έχει ασφάλεια. «Μπράβο Γιωργάκη πέστα» φώναξε ο κύριος Θανάσης πίσω μου, όταν ο Υπουργός μίλησε για τους αγροτικούς συνεταιρισμούς, με αποτέλεσμα να υπάρξει μια μικρή σιγή στο πλήθος. «Και θα τα λέμε και θα τα ακούμε», απάντησε ο Παπανδρέου, και ο κύριος Θανάσης, που ήταν τετράγωνος και πελώριος, και φορούσε ένα καπελάκι που δεν χωρούσε στο τεράστιο κεφάλι του, χαμογέλασε ευτυχισμένος και μου δήλωσε ότι ψηφίζει ΠΑΣΟΚ από το ’74, εκτός από τότε που ήταν ο Σημίτης. «Δεν μου άρεσε αυτός», είπε, κάνοντας μια απαξιωτική γκριμάτσα. «Ψήφισα λευκό».
Φεύγοντας από την εικόνα της Μηχανής του ΠΑΣΟΚ, μια εικόνα γνώριμη, πια, η επίσκεψη στα χωριά των Πομάκων ήταν διπλά αναζωογονητική. Μετά από μια σύντομη στάση στη Σμίνθη (το γκρίζο πούλμαν του Παπανδρέου έκανε περισσότερες στάσεις –σε διάφορες διασταυρώσεις είχαν κατέβει κάτοικοι από κοντινά χωριά και τον περίμεναν για να τον σταματήσουν), όπου οι κοπέλες ήταν όλες ξανθές, γαλανομάτες, με φακίδες, και φορούσαν πολύχρωμες παραδοσιακές φορεσιές, φτάσαμε στον Εχίνο, το μεγαλύτερο και διασημότερο Πομακοχώρι. Εκεί το τοπίο ήταν άγριο, ο χείμαρρος που περνούσε μπροστά απ’ το χωριό ορμητικός, το τζαμί πράσινο και οι κάτοικοι χαμογελαστοί. Για κάποιο λόγο, εκεί όπου ο κεντρικός δρόμος πλάταινε, και ο κόσμος είχε μαζευτεί για την ομιλία, μια τσιγγάνα πούλαγε μπαλόνια Πίκατσου. Παραδόξως, σε κάθε χωριό που επισκέφθηκε τη δεύτερη μέρα ο Παπανδρέου υπήρχε και μία τσιγγάνα (όχι η ίδια), που πουλούσε μπαλόνια Πίκατσου.
Ο δήμαρχος χαιρέτησε τον Γιώργο και στα ελληνικά και στα τουρκικά, και αυτός, κάτω από ένα μπαλκόνι όπου ξανθές πομάκες με παραδοσιακά μαντίλια χάζευαν το πλήθος, άρχισε να μιλά ξανά για την αγροτιά και τα δικαιώματα της μειονότητας. Εγώ ξέκοψα λίγο, και επισκέφθηκα το καφενείο του Γιουρούκ Σαχή, στην πόρτα του οποίου υπήρχε μια ανακοίνωση για την επικείμενη επίσκεψη κλιμακίου στρατιωτικών ιατρών στο χωριό. Εκεί γνώρισα τον δημοτικό σύμβουλο Χουσεϊν Γιατζιτζί, ο οποίος μου δήλωσε ότι επιθυμεί την «Αλλαγή». «Είστε με το Παλαιό ΠΑΣΟΚ;», ρώτησα. «Όχι, με τη Νέα Δημοκρατία». Και μετά μου είπε πολλά συγκινητικά πράγματα, όπως ότι οι Πομάκοι εξακολουθούν να μην μπορούν να προσληφθούν στο Δημόσιο μέσω ΑΣΕΠ, αντίθετα με τους Ρωσοπόντιους, για παράδειγμα, παρ’ όλο που ζουν αιώνες εκεί. Ότι 90 χρόνια φυλούν τα σύνορα τσάμπα, και τώρα που μπήκαν μισθοφόροι συνοριακοί φύλακες, οι Πομάκοι δεν μπορούσαν να προσληφθούν. Ότι στηρίζονται σε χρήματα που τους έρχονται από τους μετανάστες σε Γερμανία και Ολλανδία. Ένας άλλος όμως, ο Ιμπραήμ, μου έθεσε το πραγματικό θέμα που ταλανίζει την κοινωνία του Εχίνου: «Θέλουμε να μας φτιάξουν το γήπεδο», μου είπε. «Κάθε βδομάδα έχουμε 500 άτομα κόσμο, και το γήπεδο είναι χάλια». Ένας πιτσιρικάς, ο Αλί, υπερθεμάτισε: «Έχουμε 500 εντός έδρας, αλλά 1000 εκτός έδρας. Εδώ δεν έρχεται κανένας, φοβούνται. Πέφτει πολύ ξύλο. Τούμπα το έχουμε κάνει». Έλληνες.
Το τελευταίο χωριό ήταν το Νέο Εράσμιο. Η νύχτα είχε πέσει, και όλη η αποστολή είχε ήδη κουραστεί αρκετά. Ο Γιώργος Παπανδρέου, ακατάβλητος και δυναμικός, αγόρευε στην πλατεία με μπρίο –έδειχνε να έχει πάρει το κολάι. Εγώ ωστόσο προτίμησα να ακούσω το διάλογο μιας νεαρής κοπέλας με μια γυναίκα που θα μπορούσε να είναι η μαμά της. «Προσπαθούσα χτες όλο το απόγευμα να ανοίξω το αρχείο», έλεγε η γλυκιά κοπελίτσα, με σπαστά ελληνικά. Η γυναίκα, γύρω στα εξήντα, τυπική χωριάτισσα γιαγιά με κομοδινί μαλλί, απάντησε: «Το WinZip το έχεις;».
Ο Γιώργος Παπανδρέου συνέχισε να μιλά στους ανθρώπους του Ερασμίου. Γνώριζε ότι μιλά σε έναν λαό που έχει αλλάξει; Γνώριζε ότι η σημερινή Ελλάδα μοιάζει λιγότερο με τη Μηχανή του ΠΑΣΟΚ, και περισσότερο με αυτόν, τον ίδιο; Έμαθε σ’ αυτή την περιοδεία ότι οι Πομάκοι στον Εχίνο μιλάνε τη διάλεκτο Τσουκαλά, και ότι στα χωριά της Θράκης νεαρές μουσουλμάνες παίρνουν συμβουλές από χριστιανές χωριάτισσες που ξέρουν τι σημαίνει «ξεζιπάρω»; Καθώς ολοκλήρωνε την επίσκεψή του στο Εράσμιο συζητώντας με αγρότες, ένας από τους οποίους του ζήτησε την Κωνσταντινούπολη, και ένας άλλος τα έβαλε με τη συνθήκη RAMSAR, ανησυχούσα ότι μπορεί να έβγαλε μερικά λάθος συμπεράσματα. Από την άλλη πλευρά, είπαμε: Ο Γιώργος Παπανδρέου δεν είναι ένας συνηθισμένος πολιτικός, ούτε καν ένας συνηθισμένος άνθρωπος, και κανείς μας δεν ξέρει τι μπορεί να περνά απ’ το μυαλό του.
Καθώς επιστρέφουμε στην Αθήνα, και έρχεται προς το πίσω μέρος του αεροσκάφους, με την κλεισμένη του φωνή και ένα κουρασμένο χαμόγελο, για να μας χαιρετήσει, βλέπω με την άκρη του ματιού μου κάποιους να σβήνουν τα τσιγάρα τους. Κι αυτό μου δίνει κάποιες ελπίδες.