“Το μεράκι του ποινικολόγου. Αυτό είναι που με έχει θρέψει όλον αυτό τον καιρό. Είναι κάτι που μέσα μου δεν στεγνώνει. Ανακυκλώνεται.
Εν δυνάμει, ο καθένας μπορεί να οδηγηθεί στο εδώλιο του κατηγορουμένου. Φαντάσου ότι έχεις την κόρη σου στο σπίτι, και στραβοκαταπίνει, και κινδυνεύει να πνιγεί. Και τρέχεις να την πας σε ένα νοσοκομείο και σου λένε «δεν εφημερεύουμε κύριε, πηγαίνετε αλλού». Ε, εκείνη τη στιγμή, πάνω στην τρέλα σου, μπορείς να κάνεις τα πάντα. Εσύ, ο απόλυτα λογικός αστός, με την προβλέψιμη ζωή.
Δεν αντιμετωπίζω τη ζωή με την έννοια της σταδιακής συρρίκνωσης, της συνταξιοδότησης. Μου λένε, «τόσα χρόνια, δεν κλείνει ο κύκλος σου;». Εγώ νομίζω ότι ο κύκλος δεν κλείνει. Κλείνει μόνο όταν τελειώνει η ζωή σου.
Διεθνές Δίκαιο δεν υπάρχει. Είναι ότι επιθυμεί και ότι επιβάλλει ο ισχυρός.
Στο Μόναχο υπήρχε κάποιος που είχε ένα ιδιαίτερο πάθος με τα αυτοκίνητα. Αγαπούσε το εκάστοτε αυτοκίνητό του όπως θα αγαπούσε μια γκόμενα. Κάποτε κάποιος που ήξερε το πάθος του, του έγδαρε το αυτοκίνητο, κι αυτός πήγε να τον σκοτώσει. Η αντίδρασή του ήταν πολύ δυσανάλογη της προσβολής. Κι όμως, το δικαστήριο, αφού κατάλαβε την ιδιαίτερη ψυχοσύνθεση του ανθρώπου, τον ιδιαίτερο δεσμό που είχε με το συγκεκριμένο αντικείμενο, τον έκρινε επιεικώς.
Είναι άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου. Και μυστήριοι οι μηχανισμοί αναστολών του καθενός. Γι’ αυτό πρέπει να είναι κανείς πολύ προσεκτικός και επιεικής όταν κρίνει τους ανθρώπους.
Αγαπώ την Αθήνα, το κέντρο, την άσφαλτο. Και να μου χαρίσεις ένα σπίτι 1000 τετραγωνικών με πέντε στρέμματα κήπο στην Εκάλη, θα προτιμήσω ένα ημιυπόγειο 50 τετραγωνικών στο Κολωνάκι. Θέλω να βγαίνω το βράδυ, να περπατώ στους δρόμους, να βλέπω τους φίλους μου, να πηγαίνω στο περίπτερο να πάρω τις εφημερίδες μου και τα περιοδικά μου, να κάθομαι να πίνω τον espresso μου οποιαδήποτε ώρα της μέρας ή της νύχτας.
Σε κάποιες στιγμές της ζωής μου ήθελα να ασχοληθώ με μια δικηγορία που είναι περισσότερο λειτούργημα και λιγότερο επάγγελμα. Θα ήθελα να δουλεύω σε κάτι όπως οι Γιατροί χωρίς Σύνορα –στους Δικηγόρους χωρίς Σύνορα, ας πούμε. Όπου οι δικηγόροι είναι εκεί για να στηρίξουν αυτούς που καταπιέζονται από καθεστώτα και συστήματα, αυτούς που παγιδεύονται στους μηχανισμούς καταστολής. Δυστυχώς δεν μπόρεσα να το κάνω. Μπήκα σε ένα ρυθμό, μια διαδικασία ζωής, που δεν μου το επέτρεψαν.
Θαυμάζω το φίλο μου το Ζουράρι. Τον θαυμάζω γιατί δεν είναι αιχμάλωτος της “βιτρίνας” του. Είναι μεγάλη ελευθερία αυτή.
Δεν ξέρω να ανοίγω το κομπιούτερ. Τώρα τα Χριστούγεννα θα παρακαλέσω κάποιον να με μάθει. Φοβάμαι μόνο μήπως γοητευτώ και μετά δεν ξεκολλάω.
Υπάρχουν κάποιες υποθέσεις που δεν αναλαμβάνω, γιατί νιώθω ότι δεν θα μπορέσω να κάνω σωστά τη δουλειά μου. Υποθέσεις ανθρώπων που κατηγορούνται για βιασμό ανηλίκων, για παράδειγμα.
Δεν λέμε πια «θα επανδρώσω» μια υπηρεσία. Λέμε «θα στελεχώσω» μια υπηρεσία. Γιατί πλέον οι γυναίκες είναι συνυπάρχουν στο χώρο της παραγωγής. Και πολλές φορές στην επαγγελματική τους δράση δείχνουν μια σκληρότητα πολύ μεγαλύτερη από του άντρα.
Η θηλυκότητα είναι μια ενέργεια. Πέρα από την «κατασκευαστική» ομορφιά της γυναίκας, η θηλυκότητα είναι τα μάτια, είναι τα δάχτυλα, είναι ο λόγος, είναι η κίνηση, είναι όλα αυτά. Μια ενέργεια.
Όταν ένας άνθρωπος έχει καβούρια στην τσέπη του, έχει καβούρια και στα συναισθήματά του. Μ’ αρέσουν οι σπάταλοι άνθρωποι. Ίσως επειδή έτσι είμαι κι εγώ, έτσι είναι και η γυναίκα μου.
Να περπατάτε ξυπόλυτοι. Ο παιδίατρος που είχαμε έλεγε πάντοτε στη μάνα μου: «τα παιδιά να περπατάνε ξυπόλυτα, στα βότσαλα, στο χώμα». Είναι από τα πιο όμορφα και υγιεινά πράγματα. Έχουμε χάσει την επαφή με τη γή, από όπου προερχόμαστε. Όταν βρίσκω την ευκαιρία και είμαι έξω, παρ’ όλο που το πόδι μου δεν έχει συνηθίσει, θέλω να το κάνω. Είναι σπουδαίο.
Η θέληση, η επιμονή, και η δουλειά. Αυτά χρειάζονται για να πετύχει κάποιος. Από εκεί και πέρα, αν έχεις και φαντασία και τόλμη, μπορείς να γίνεις μεγάλος.
Ο παιδικός μου ήρωας ήταν ο Ζορό. Διάβαζα τις περιπέτειές του στη «Μάσκα». Ήταν ο προστάτης των φτωχών, των αδυνάτων, που δρούσε στη νύχτα με κρυμμένο το πρόσωπο, και γοήτευε τις όμορφες γυναίκες. Όχι, να μην κάνετε τον παραλληλισμό. Εγώ δεν έγινα Ζορό”.
-Κι άλλα Μαθήματα (τα παρακάτω δεν χώρεσαν να δημοσιευτούν στο άρθρο του Esquire)
“Ο βασικός επιχειρησιακός πυρήνας της 17Ν είναι στη φυλακή. Κάποιοι διαφεύγουν. Το πόσοι είναι αυτοί και πόσο σημαντικοί ήταν στην οργάνωση δεν το ξέρουμε. Το αν θα επιχειρήσουν να την ξαναζωντανέψουν, πάλι δεν το ξέρω. Έχω την εντύπωση πάντως ότι ο κύκλος της 17Ν έκλεισε.
Σε κάθε χώρα του κόσμου, ακόμα και οι ακρότατες μορφές τρομοκρατίας έχουν κάποιο μικρό λαϊκό στήριγμα. Δεν με εκπλήσσει. Στην Ελλάδα φάνηκε και με πορείες που έκαναν κάποιοι, εκφράζοντας καθαρά την υποστήριξή τους στη 17Ν. Είναι ένα κοινωνικό φαινόμενο που δεν με αιφνιδιάζει και δεν με ανησυχεί. Απλώς με εξοργίζει. Και με απογοητεύει, γιατί στα πλαίσια μιας αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας που έχει πολλές αδυναμίες, πολλούς λόγους να απογοητεύει ή να εξοργίζει τους πολίτες, υπάρχουν άλλοι τρόποι να αντιδράς, ακόμα και σκληροί τρόποι. Όπως η κοινωνική ανυπακοή, ή τα διάφορα κινήματα κατά της παγκοσμιοποίησης, όπως εκδηλώθηκαν σε όλο τον κόσμο, και εδώ στην Ελλάδα. Είναι αντίδραση μέσα στα πλαίσια της δημοκρατίας. Μπορεί πολλές φορές να παίρνει μεγάλες διαστάσεις, να ενοχλούν πολύ κόσμο, αλλά εγώ αντιλαμβάνομαι ότι είναι στοιχεία απαραίτητα για μια δημοκρατία.
Καμιά υπόθεση δεν είναι ίδια. Γι’ αυτό, κανένας ποινικολόγος δεν πλήττει ποτέ.
Από τη δίκη της 17Ν μου έκανε εντύπωση πόση γενναιοδωρία έδειξαν οι οικογένειες των θυμάτων. Μια συναισθηματική ευρυχωρία που δείχνει και την ποιότητά τους. Χάσαν αγαπημένους ανθρώπους, χωρίς ποτέ να καταλάβουν γιατί.
Δυστυχώς, το απόλυτο ασυμβίβαστο που δεν έχει προηγούμενο σε χώρα με κοινοβουλευτική δημοκρατία, με ανάγκασε να αποχωρήσω και να μην είμαι υποψήφιος.
Η πορεία στη Βουλή μπορεί να είναι συναρπαστική. Από τον βουλευτή εξαρτάται να την κάνει συναρπαστική. Βέβαια, όσο περνά ο χρόνος συρρικνώνεται η σημασία του βουλευτή και οι δυνατότητες παρέμβασης που έχει. Βέβαια, καμιά φορά οι συζητήσεις στη βουλή δεν είναι και πολύ ενδιαφέρουσες.
Υπάρχουν περιπτώσεις που δεν τον ξεχωρίζεις τον ένοχο. Που ο πελάτης σου δεν σου λέει την αλήθεια. Δεν εξομολογείται ο πελάτης σε σένα, όπως εξομολογείται στον πνευματικό του. Γι’ αυτό δεν μπορείς σε κάθε υπόθεση να έχεις μια πολύ καθαρή εικόνα του τι έχει συμβεί. Τελικά το μόνο που υπάρχει είναι η αλήθεια της δικογραφίας. Αυτή οδηγεί το δικαστήριο.
Το ’94, με τον πόλεμο της Βοσνίας, βοήθησα τους Σερβοβόσνιους με διάφορους τρόπους. Συγκέντρωσα χρήματα έστειλα βοήθεια, και προσπάθησα να βοηθήσω λίγο και την επικοινωνιακή τους εικόνα, που στη συντριπτική πλειοψηφία των δυτικών μέσων ήταν αρνητική. Έτσι γνώρισα τον Κάρατζιτς και τον Μλάντιτς. Μετά τους έχασα. Χρόνια έχω να τους μιλήσω τώρα, κρύβονται οι άνθρωποι.
Μετά, στους βομβαρδισμούς της Γιουγκοσλαβίας επισκέφθηκα το Βελιγράδι και τις γύρω περιοχές 6-7 φορές. Συγκέντρωνα υλικό τότε, και είμαι ίσως ο πρώτος που κατέθεσαν, μαζί με το Μίκη Θεοδωράκη που συνυπέγραψε, μήνυση στη Χάγη εναντίον της τότε πολιτικής και στρατηγικής ηγεσίας του ΝΑΤΟ.
Αφορμή ήταν όταν συνειδητοποίησα ότι σχεδόν το σύνολο του δυτικού κόσμου πυροβολούσε τους Σέρβους. Σε μια εμφύλια σύρραξη κανένας δεν είναι αθώος. Και οι Σέρβοι, όπως έμαθα εκ των υστέρων, υπερέβησαν πολλές φορές τα όρια. Ορισμένοι από αυτούς διέπραξαν και εγκλήματα που πρέπει να τιμωρηθούν –αλλά δεν το έκαναν μόνο οι Σέρβοι. Μόνο τώρα άρχισε το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης να κατηγορεί και Μουσουλμάνους και Κροάτες.
Ο Μλάντιτς ήταν ιδιαίτερα γοητευτικός, φιλικός, άμεσος. Το CNN προσπαθούσε να του πάρει συνέντευξη ένα χρόνο, και αυτός αρνείτο, γιατί οι Σέρβοι έχουν και μια περίεργη αντίληψη, επηρεασμένοι ακόμα από τη νοοτροπία την κομμουνιστική. Μεσολάβησα εγώ τότε με το CNN και το Time για να γίνει συνέντευξη στη Μπάνια Λούκα, και ήμουν και παρών. Και οι δύο αμερικανοί δημοσιογράφοι μου είπαν μετά πόσο γοητευτικός και ενδιαφέρων τους φάνηκε. Αυτό δεν σημαίνει ότι στο πεδίο της μάχης μερικές φορές μπορεί να υπερέβη τα όρια και μπορεί να ήταν ιδιαίτερα σκληρός. Δεν το ξέρω αυτό.
Ο Μιλόσεβιτς είναι τώρα στο δικαστήριο και δικάζεται. Πιστεύω ότι έπρεπε να δικαστεί από το δικαστήριο της χώρας του. Οι Σέρβοι, που τον ανέτρεψαν, αυτό ήθελαν: Οι ίδιοι να προχωρήσουν στην κάθαρση.
Αν είναι όμως αυτοί κατηγορούμενοι πόσοι άλλοι θα έπρεπε να είναι; Πόσοι Αμερικάνοι, πόσοι Άγγλοι;
Η Αθήνα γίνεται πιο θορυβώδης, αλλά πάντα βρίσκεις την ομορφιά της και τη γοητεία της.
Όταν ήμουν στο πανεπιστήμιο, δεν λέγαμε «Θα πάω στη Γαλλία». Λέγαμε «Θα πάω στην Ευρώπη». Κάποιοι το λένε ακόμα και σήμερα, κι αυτό είναι χαρακτηριστικό, αφού είμαστε κομμάτι της Ευρώπης.
Η θέση μας μεταξύ Ανατολής και Δύσης είναι που δημιουργεί τα προβλήματα, αλλά μας δίνει και τη γοητεία μας.
Όταν ήμουν μικρός ήθελα να γίνω αρχιτέκτων. Ακόμα παρακολουθώ την πορεία της αρχιτεκτονικής. Ένα από τα τραγικά χαρακτηριστικά της ελληνικής πραγματικότητας είναι ότι οι πολιτικοί δεν έχουν συνειδητοποιήσει πόσο σημαντική είναι η αισθητική. Γι’ αυτό και η σύγχρονη αρχιτεκτονική στην Ελλάδα είναι τόσο πίσω. Δεν είναι δυνατό να κατασκευάζεται αεροδρόμιο και να γίνεται αυτό το άθλιο κατασκεύασμα. Όταν θα ‘πρεπε να είναι γεγονός, μοναδικό, προκλητικό, να προκαλεί συζητήσεις. Το Μπιλμπάο της Ισπανίας υπάρχει στον τουριστικό χάρτη μόνο και μόνο για το μουσείο Γκούγκενχαϊμ, τη γέφυρα του Καλατράβα, και το αεροδρόμιο, τρία έργα μεγάλων αρχιτεκτόνων.
Πιστεύω ότι παρ’ όλη τη γκρίνια και το κόστος, το πιο ενδιαφέρον κατασκεύασμα για τους Ολυμπιακούς Αγώνες είναι το στέγαστρο του Καλατράβα. Κάτι που θα προκαλέσει συζητήσεις και ενδιαφέρον.
Επειδή ήμουν οκνηρός στα μαθηματικά πήγα στην εύκολη λύση: Τη Νομική. Δεν με συνάρπαζε στην αρχή. Δούλευα, ασχολήθηκα και με το θέατρο, όπου ήθελα να γίνω σκηνοθέτης, και κάποια στιγμή μου αποκαλύφθηκε η μανία του ποινικού. Και από τότε έπεσα με τα μούτρα. Φυσικά έχω σκεφτεί πώς θα ήταν αν συνέχιζα στο θέατρο. Αυτό είναι, ίσως, ένα από τα πολλά απωθημένα που έχω.
Ήμουν πολύ τυχερός γιατί στα πρώτα μου φοιτητικά χρόνια γνώρισα τους πιο αξιόλογους Έλληνες της εποχής. Το Μάνο Χατζιδάκι, το Νίκο Γκάτσο, το Γιάννη Τσαρούχη. Όλη μου την εφηβεία και τα πρώτα χρόνια της δικηγορίας τα πέρασα στου Φλόκα κοντά τους. Παρ’ όλο που δεν ακολούθησα δρόμο στο χώρο της τέχνης, κέρδισα έναν πλούτο εσωτερικό που διατηρώ ακόμα.
Οι πρώτοι μου πελάτες όταν τελείωσα το Πανεπιστήμιο το ’61 ήταν οι φίλοι μου: Ο Μάνος Χατζιδάκης, η Μελίνα, ο Τάκης Χορν, η Τζένη Καρέζη.
Επειδή εγώ δεν πίνω καθόλου αλκοόλ, μεθώ μ’ αυτά που ακούω και αυτά που βλέπω. Είναι μια νηφάλια μέθη. Αυτές είναι στιγμές ευτυχίας.
Ότι πολυτιμότερο έχω, είναι η οικογένειά μου. Η γυναίκα μου, με την οποία τον Ιούνιο θα κλείσουμε 28 χρόνια παντρεμένοι, η κόρη μου η Μαρία Ελένη, και τα δυο μου παιδιά από τον πρώτο μου γάμο, η Μαρίνα και ο Ιάσων. Προσπαθώ να ανταποκρίνομαι σ’ αυτό. Ίσως δεν τα έχω καταφέρει πάντοτε καλά. Καμιά φορά εγκλωβιζόμαστε απ’ τον εγωισμό μας και αυτό μας εμποδίζει σε μια προσωπική επικοινωνία. Πιστεύω ότι ακόμα και προς το τέλος της ζωής σου έχεις τα περιθώρια να το βελτιώσεις αυτό.
Όσο περνούν τα χρόνια αυξάνεται η επιθυμία μου να βρίσκομαι με την οικογένειά μου, αλλά ταυτόχρονα δεν μειώνεται καθόλου η επιθυμία μου να αφιερώνω ώρες στη δουλειά μου ή στα πράγματα που με ενδιαφέρουν. Πρέπει να βρίσκω μια ισορροπία σ’ αυτά. Άλλοτε τα καταφέρνω, άλλοτε όχι.
Όταν ήμουν νέος, στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του ’50, ήμουν πανελληνιονίκης στην ξιφασκία. Τότε δεν ήταν και τόσο δύσκολο, όμως. Υπήρχαν περίπου τριάντα αθλητές σε όλη τη χώρα.
Η υποκρισία, η κολακεία, η δειλία και η φιλαργυρία. Αυτά με απομακρύνουν από έναν άνθρωπο.
Το χειρότερο πράγμα είναι η τυπολατρική ασφυκτική γραφειοκρατία. Είναι κάτι που με σκοτώνει όπου κι αν τη βρίσκω, όπου κι αν τη συναντώ. Όλα όσα λέμε σε επίπεδο πολιτικής, για επανίδρυση του κράτους, αναμόρφωση, ανάπτυξη, όλα έχουν μία κακή ρίζα: την στραγγαλιστική γραφειοκρατία. Χρειάζεται μια φοβερή τομή, και δεν ξέρω ποια παράταξη, ποια πολιτική δύναμη μπορεί να τη χτυπήσει στη ρίζα του. Είναι πολύ δύσκολη. Είναι η πηγή όλων των δεινών της ελληνικής δημόσιας ζωής.
Πρέπει να είσαι καλά μέσα από την ευτυχία των ανθρώπων που αγαπάς.