Η Μάχη Του Βαγγέλη Παπακηρύκου

Υπάρχουν μερικοί άνθρωποι που τους γνωρίζεις και μετά πάει -τους θυμάσαι για πάντα. Όσα χρόνια κι αν ζήσεις, πότε πότε τους φέρνεις στη σκέψη σου, ακόμα κι αν τους είχες συναντήσει μόνο μια φορά, για λίγα λεπτά. Συνάντησα δύο φορές το Βαγγέλη Παπακηρύκο, και τις δύο στη σχολή του στη Χαλκίδα, και έγραψα για την μάχη του με τον καρκίνο και την επιτυχημένη επιστροφή του στο άθλημα που αγαπούσε, το θαλάσσιο σκι. Η πρώτη φορά ήταν περιπετειώδης. Όταν έφτασα, τον βρήκα δίπλα σε ένα μαύρο Peugeot  που είχε πέσει σε ένα χαντάκι. Ήταν της αδερφής του, που το είχε ρίξει κατά λάθος λίγο νωρίτερα. Να η φωτογραφία που έβγαλα:

papakirikos01

Τη δεύτερη φορά που πήγα στη Χαλκίδα έγινε και η φωτογράφιση για το θέμα του περιοδικού. Να μια φωτογραφία που πήρα τότε:

papakirikos02

Ήταν μια συνέντευξη που απόλαυσα -και ακόμα περισσότερο απόλαυσα το γράψιμο του κειμένου. Είχα συμπαθήσει τον Βαγγέλη Παπακηρύκο, και ήξερα ότι θα ανήκει στους ανθρώπους που πότε πότε θα σκέφτομαι στο μέλλον.
Να τι έγραψα γι’ αυτόν: 

 

Η θάλασσα της Χαλκίδας είχε ένα χλωμό πράσινο χρώμα, ήταν σαν ένας χλωμός πράσινος καθρέφτης, και πάνω της καθρεφτίζονταν οι καφετιοί λόφοι, η λευκή πόλη, και η καλωδιωτή γέφυρα απέναντι. Αέρας δεν φυσούσε, και η ησυχία ήταν απόλυτη, αν εξαιρέσει κανείς το βρυχηθμό του μικρού σκάφους που έτρεχε σε μια ευθεία με 58 χιλιόμετρα την ώρα, και το σφύριγμα του νερού καθώς το έσκιζε το πέδιλο του Βαγγέλη Παπακυρήκου. Ψηλός και ξανθός, με physique Καλιφορνέζου σέρφερ, ο Βαγγέλης «έκοβε» δεξιά-αριστερά με άνεση πάνω στο νερό, χάραζε τον χλωμό καθρέφτη που ήταν η θάλασσα της Χαλκίδας, απολαμβάνοντας τη βόλτα.
Ήταν Οκτώβριος, η σεζόν είχε τελειώσει, και ο Βαγγέλης είχε έρθει στην σχολή του στη Χαλκίδα για να κάνει λίγη προπόνηση, και μερικές δοκιμές. Πείραζε το πτερύγιο του σκι του, αύξανε και μείωνε το μήκος του, άλλαζε τη θέση του, όπως οι μηχανικοί της Formula 1 πειράζουν τις ρυθμίσεις στο αυτοκίνητο.
«Τι θες και το πειράζεις τώρα;» είχε ρωτήσει ο Ρίκος Ζερβόπουλος, φίλος του.
Αλλά αυτός το είχε πειράξει, και είχε βγει στη θάλασσα, για να κάνει αυτό που ξέρει καλύτερα απ’ όλα: Σλάλομ.
Στο σλάλομ το σκάφος πηγαίνει με σταθερή ταχύτητα σε μια ευθεία. Δεξιά και αριστερά του υπάρχουν πορτοκαλιές μπάλες, τις οποίες ο σκιέρ πρέπει να περάσει απ’ έξω, κάνοντας ζιγκ-ζαγκ, «κόβοντας» δεξιά κι αριστερά πίσω από το σκάφος. Ο Βαγγέλης είχε βγει στο νερό με το «πειραγμένο» του σκι, το σκάφος έτρεχε, το σκοινί είχε μήκος 11 μέτρα, ο στίβος με τις μπάλες πλησίαζε και ο Βαγγέλης έκοψε δεξιά για την πρώτη μπάλα. Η κάθε μπάλα απέχει από το κέντρο του σκάφους 11,35 μέτρα –μήκος μικρότερο από το σκοινί του. Έτσι ο Βαγγέλης έπρεπε να τεντώσει το σώμα του, να το ρίξει πλάγια, για να περάσει. Και πέρασε, εύκολα. Τώρα έπρεπε να κόψει αντίθετα, να πάει προς τα αριστερά για να βρει τη δεύτερη μπάλα. Τράβηξε το σκοινί και χρησιμοποίησε το βάρος του για να φύγει διαγώνια. Το σκάφος έτρεχε με 58 χιλιόμετρα, αλλά ο Βαγγέλης τώρα πήγαινε περίπου με 100, και με αυτή την ταχύτητα έσκασε στο δεύτερο απόνερο του σκάφους, και θα έπρεπε να το περάσει χωρίς πρόβλημα και να φύγει αριστερά, αλλά είχε «πειράξει» το σκι, και δεν το είχε βιδώσει καλά, και το σκι διαλύθηκε και το πίσω μέρος έφυγε, και ο Βαγγέλης πετάχτηκε με 100 χιλιόμετρα την ώρα, και έπεσε έξι μέτρα πιο μακριά στο νερό, που με τέτοια ταχύτητα είναι σκληρό σαν τσιμέντο, και πετάχτηκε άλλα τέσσερα μέτρα πιο μακριά, και επιτέλους βυθίστηκε στο ήρεμο, πράσινο, χλωμό νερό της Χαλκίδας.
Δύο μέρες μετά, πήρε τηλέφωνο το Ρίκο Ζερβόπουλο.
«Με γκαντέμιασες ρε», είπε. «Πονάω παντού και έχω αιματουρία».

Ο τρίτος γιατρός διέταξε μια αγγειογραφία. Έτσι οι νοσοκόμοι του Ιατρικού Κέντρου έβαλαν έναν καθετήρα στην αρτηρία του Βαγγέλη, κι αυτός, ξύπνιος, έβλεπε σε μια οθόνη ένα μαύρο υγρό να χύνεται στα αγγεία του και να τα διαγράφει πεντακάθαρα.
Ο τρίτος γιατρός είπε: «Είσαι πολύ τυχερός που έπεσες. Αύριο θα σου αφαιρέσω το νεφρό».
Η Εύη, η κοπέλα του, τον είχε πάει στον τρίτο γιατρό, σχεδόν με το ζόρι. Ο πρώτος και ο δεύτερος, άλλωστε, ήταν καθησυχαστικοί. «Ο νεφρός πρήστηκε από την πτώση», είχαν πει. «Θέλεις ένα μήνα ξεκούραση». Ο Βαγγέλης είχε πέσει ξανά στο παρελθόν, είχε πονέσει, οπότε δεν ανησυχούσε πολύ. Τώρα όμως ο μήνας είχε σχεδόν περάσει, και ο πόνος εξακολουθούσε, και ο Βαγγέλης είχε μόνιμα πίεση 10,5/15, τη στιγμή που το φυσιολογικό του ήταν 8/12. Ο τρίτος γιατρός, ο Βαγγέλης Χατζηγιαννάκης του Ιατρικού Κέντρου, αφαίρεσε τον δεξί νεφρό του Βαγγέλη στις 14 Νοεμβρίου του 2002, ακριβώς ένα μήνα μετά την πτώση του στη σχολή του στη Χαλκίδα. Ο νεφρός είχε μέγεθος 5 φορές μεγαλύτερο από το κανονικό.

Ήταν αθλητής, πετυχημένος αθλητής, με πανελλήνιους και ευρωπαϊκούς τίτλους, και με το πανελλήνιο ρεκόρ του σλάλομ από το 1997, περνώντας τρεις μπάλες με σκοινί μήκους 10,75 μέτρων. Του ήταν πολύ δύσκολο να μένει ακίνητος σε ένα κρεβάτι, με ένα νεφρό λιγότερο, περιμένοντας να αποθεραπευτεί από την εγχείρηση, χωρίς να κάνει τίποτα. Ευτυχώς, η οικογένεια και οι φίλοι φρόντισαν να περάσει καλά, τουλάχιστον.
Ο Βαγγέλης Παπακηρύκος έχει περισσότερους φίλους από τους απλούς γνωστούς που έχουν οι κανονικοί άνθρωποι. Έχει μία αύρα, ένα μαγνητισμό, που τραβά τους ανθρώπους κοντά του, και μετά δεν τους αφήνει να φύγουν, τους κάνει να μην θέλουν να φύγουν. Ο Ρίκος Ζερβόπουλος το εξηγεί αρκετά γλαφυρά:
«Έκτός από τη σχολή του στη Χαλκίδα, ο Βαγγέλης έχει και μια στη λίμνη του Καϊάφα, όπου κάνουν σκι πιο προχωρημένοι. Εκεί πηγαίνουν 4-5 άνθρωποι που βλέπουν το άθλημα πιο σοβαρά, αλλά πέρα από αυτούς, ο Βαγγέλης έχει μαζέψει και ένα σωρό φλώρους των βορείων προαστίων που, αντί να πάνε στη Μύκονο για το Σαββατοκύριακο, με το 60άρι σκάφος, στα ακριβά εστιατόρια και τα χλιδάτα ξενοδοχεία, πηγαίνουν σε ένα χωριό στην Ηλεία, μένουν σε ένα ξενοδοχείο του ΕΟΤ με τους γέρους, και κάνουν σκι ακόμα και το χειμώνα. Και τους αρέσει. Αυτό προκαλεί ο Βαγγέλης στους ανθρώπους –τους κάνει να δοκιμάζουν καινούρια πράγματα, να γίνονται διαρκώς καλύτεροι».
Και εκτός από τους φίλους, αυτή την ευρύτερη οικογένεια, έχει και την κανονική του οικογένεια, η οποία αν και πολυμελής είναι πιο δεμένη από τις περισσότερες οικογένειες. Μια οικονομική καταστροφή, ακολουθούμενη από το εγκεφαλικό του πατέρα τους το 1998 («του είχαν δώσει 30% πιθανότητα να ζήσει –αλλά τα κατάφερε»), είχε φέρει τα τέσσερα παιδιά πολύ κοντά, και κατά κάποιο τρόπο τα είχε προετοιμάσει να δεχτούν οποιοδήποτε χτύπημα.
Όλοι αυτοί οι φίλοι, μαζί με τα τρία αδέρφια του, την Εύη, και την αδερφή της, παρέλασαν εκείνες τις εβδομάδες από το Ιατρικό Κέντρο, είτε όλοι μαζί, είτε σε ομάδες των 50. Ήταν ο χειρότερος εφιάλτης των νοσοκόμων, και των άτυχων ασθενών που μεταφέρονταν στο ίδιο δωμάτιο μαζί του.
Οι φίλοι του είχαν φέρει στο δωμάτιο ένα Playstation, για να παίζουν όλοι μαζί τις βαρετές βραδινές ώρες. Η τηλεόραση ήταν μακριά, και ο Βαγγέλης δεν μπορούσε να σηκωθεί, αλλά το Colin McRae Rally δεν μπορούσε να περιμένει, οπότε οι φίλοι του έλυσαν το κρεβάτι και το μετέφεραν κάτω από την TV, και προσάρμοσαν το τιμόνι στο δίσκο του πρωινού, και έδεσαν τα πετάλια τη βάση του κρεβατιού, και το παιχνίδι άρχισε. Κάποια στιγμή, μια νοσοκόμα μπήκε.
«Μην τολμήσετε να ξεστομίσετε σε κανέναν ότι εγώ μπήκα και είδα αυτό το πράγμα», είπε.
Και έτσι οι εβδομάδες περνούσαν στο Ιατρικό Κέντρο. «Ήταν μια εμπειρία γλυκόξινη», θυμάται ο Ρίκος Ζερβόπουλος.
Μία μέρα, ο Χατζηγιαννάκης κάλεσε στο γραφείο του τα τρία αδέρφια του Βαγγέλη, την Εύη, την αδερφή της, και τον Ρίκο, και τους ανακοίνωσε ότι ο όγκος είναι κατά 99% κακοήθης. «Ψάχνουμε ακόμα να τον ταυτοποιήσουμε», τους είπε. «Μην του το πείτε όμως. Η ψυχολογία του πρέπει να παραμείνει σε καλό επίπεδο».
Βέβαια ήταν δύσκολο να του το κρύψουν –με τόσους φίλους να μπαινοβγαίνουν στο δωμάτιο, μετά από τόσες συζητήσεις, ο Βαγγέλης κατάλαβε ότι τα πράγματα είναι πολύ σοβαρά. Ο όγκος του ήταν πολύ σπάνιος, μεγάλωνε αθόρυβα μέσα του εδώ και δύο χρόνια, και πλέον είχε φτάσει στο σημείο να διπλασιάζεται σε μέγεθος κάθε πέντε εβδομάδες. Οπότε αποφάσισε να πάει στο καλύτερο ερευνητικό κέντρο του κόσμου, για να δει τι συμβαίνει.

Ο Χριστόφορος Λογοθέτης είναι 50άρης, με πυκνά μαύρα μαλλιά, λίγο πιο παχουλός από ότι πρέπει. Ακόμα, είναι ένας από τους καλύτερους ουρολόγους στον κόσμο, και δουλεύει στο MD Anderson Cancer Center του Χιούστον, όπου ο διασημότερος ασθενής του ήταν ο Λανς Άρμστρονγκ, ο διάσημος ποδηλάτης, του οποίου η μάχη με τον καρκίνο των όρχεων έχει γίνει παράδειγμα για χιλιάδες καρκινοπαθείς σε όλο τον πλανήτη.
Στο MD Anderson έχουν κάτι μικρά δωματιάκια, όπου υπάρχει μόνο ένα κρεβάτι, ένα μικρό γραφείο, και ένα φωτεινό μαραφέτι στον τοίχο για να δείχνουν ακτινογραφίες. Εκεί πηγαίνουν τους ασθενείς για να τους πουν κακά νέα.
Ο Βαγγέλης είχε ήδη περάσει τέσσερις μέρες στο Χιούστον. Είχε κάνει εξετάσεις στις 13 και τις 15 Δεκεμβρίου, και είχε περάσει τον υπόλοιπο χρόνο του κάνοντας βόλτες με τους φίλους που τον συνόδευαν, τον Ρίκο και τον Κυριάκο Σαράντη. Τώρα ήταν Τρίτη, 16 Δεκεμβρίου 2002, πρωί, και ο Χριστόφορος Λογοθέτης κάλεσε και τους τρεις στο μικρό δωματιάκι, για να μιλήσουν.
Στις ΗΠΑ έχουν διαφορετική προσέγγιση για τα πράγματα. Τα «μην του το πείτε για να μην του χαλάσει η ψυχολογία» δεν υπάρχουν. Τα λένε όπως είναι, όχι ψυχρά, μα απότομα, ξεκάθαρα, για να μην μείνει καμία αμφιβολία για την αλήθεια.
«Αν δεν κάνεις τίποτα», είπε ο Χριστόφορος Λογοθέτης, «έχεις 30% πιθανότητα να ζήσεις»
Πώς είναι; Πώς νιώθεις; Τι αισθάνεσαι όταν ακούς κάτι τέτοιο;
«Νιώθεις ένα κενό.
Νιώθεις ότι άνοιξε ένα κενό και πέφτεις.
Και μετά κλαις».

Ο όγκος PNET (primitive neuroectodermal tumour) είναι μια πολύ επιθετική μορφή καρκίνου, που πλήττει κυρίως παιδιά και νέους ηλικίας 10-20 χρονών. Συνήθως εμφανίζεται στα οστά, με πιο συχνά αυτά της λεκάνης, τα μηριαία, ή τα οστά της θωρακικής κοιλότητας. Ο όγκος αποτελείται από κύτταρα που διπλασιάζονται ανεξέλεγκτα –όπως όλοι οι καρκίνοι. Τα κύτταρα του PNET, ωστόσο, εμφανίζουν κάτι ασυνήθιστο: όλα τους έχουν μια αντιμετάθεση στο DNA τους, ένα κομμάτι του χρωμοσώματος 11 στον πυρήνα τους έχει κοπεί, και έχει κολλήσει στο χρωμόσωμα 22. Κανείς δεν ξέρει τι προκαλεί αυτή την αλλαγή, ή τι συνέπειες έχει. Κανείς δεν ξέρει που οφείλεται η εμφάνιση ενός PNET, αντίθετα με άλλους καρκίνους που γνωρίζουμε ότι οφείλονται στις ακτινοβολίες, για παράδειγμα, ή στο κάπνισμα, ή στην κληρονομικότητα. Κανείς δεν ξέρει γιατί κάποια στιγμή, πιθανότατα μέσα στο 2000, κάποια κύτταρα στο νεφρό (πολύ σπάνιο) ενός 30χρονου (ακόμα πιο σπάνιο) αποφάσισαν να τρελαθούν. Όμως είχε γίνει, και τώρα ο Βαγγέλης Παπακηρύκος έπρεπε να σκουπίσει τα δάκρυα και να κάνει κάτι γι’ αυτό.
Το άλλο πράγμα που είχε πει ο Χριστόφορος Λογοθέτης, είναι ότι αν ο Βαγγέλης ακολουθήσει μια επιθετική θεραπεία, έχει 85% πιθανότητες να ζήσει. Και αυτή τη θεραπεία θα μπορούσε να την ακολουθήσει στην Ελλάδα, στο Υγεία, με το πρωτόκολλο που θα του έδινε, υπό την επίβλεψη του Παρασκευά Κοσμίδη, που δούλευε εκεί. «Φύγε αμέσως», του είπε. «Φύγε σήμερα. Αύριο ξεκίνα θεραπεία».
Στις 17 Δεκεμβρίου ο Βαγγέλης και οι φίλοι του γύρισαν στην Ελλάδα, στις 21 μπήκε στο Υγεία για την πρώτη του χημειοθεραπεία, στις 24 βγήκε απ’ το νοσοκομείο και πήγε κατευθείαν στο σπίτι του Ρίκου, που είχε γενέθλια.

Τα χημικά που χρησιμοποιούνται στις χημειοθεραπείες είναι τόσο τοξικά, που αν πέσουν στο δέρμα ή έρθουν σε επαφή με τους μύες μπορούν να δημιουργήσουν μόνιμα προβλήματα. Πρέπει να μπαίνουν κατευθείαν στις φλέβες, οι οποίες έχουν τρομερές αντοχές, και από εκεί να κατευθυνθούν στο στόχο, τα τυχόν καρκινικά κύτταρα που έχουν επιβιώσει, για να τα καταστρέψουν, να τα σβήσουν, να τα εξαφανίσουν από τον οργανισμό.
Τα χημικά μπορούν να μπουν στο αίμα από μια βελόνα στο χέρι, αλλά αυτός είναι πιο επικίνδυνος τρόπος, και εμποδίζει και την κινητικότητα του ασθενή. Ο Βαγγέλης επέλεξε την τοποθέτηση ενός portacath στο στήθος του, πάνω δεξιά. Είναι ένας καθετήρας που συνδέεται με μια φλέβα κάτω από την κλείδα, και στο άνοιγμά του έχει μια μεμβράνη από όπου χύνεται κατευθείαν το φάρμακο σε κάθε θεραπεία. Ο Βαγγέλης κράτησε αυτό το πράγμα πάνω στο σώμα του για περίπου ένα χρόνο.
Υπήρχαν δύο ειδών θεραπείες: Η μικρή και η μεγάλη. Για τη μικρή έμπαινε στο Υγεία Πέμπτη και έβγαινε Παρασκευή. Για τη μεγάλη έμπαινε Πέμπτη και έβγαινε Δευτέρα. Εκτός από τα δηλητηριώδη χημικά, το σώμα του δεχόταν και 3-4 διαφορετικά φάρμακα, και τίποτα άλλο.
«Δεν μπορούσα να φάω τίποτα», θυμάται. «Είχα διαρκώς ζαλάδες και ναυτία. Υπήρξαν μέρες που έκανα 15 φορές εμετό».
Από την πρώτη στιγμή η ευρύτερη (ευρύτατη) οικογένειά του προσπάθησε να επαναλάβει τα πάρτι του Ιατρικού και στο Υγεία. Μαζευόταν πολύς κόσμος κάθε βράδυ, παράγγελναν σούσι, έκαναν φασαρία. Ένας φίλος του Βαγγέλη ήρθε να τον επισκεφτεί τις απόκριες ντυμένος αγελάδα. Η συμμορία κατάφερε να προκαλέσει τη μήνι των νοσοκόμων και σ’ αυτό το νοσοκομείο, και η διάθεση του Βαγγέλη παρέμενε εξαιρετική. Κάτι όμως είχε αλλάξει.
Μια μέρα ο Ρίκος έφερε το Playstation, και έβαλε να παίξουν FIFA. Ο ίδιος πήρε την Άρσεναλ, ο Βαγγέλης τη Ρεάλ Μαδρίτης. Έπαιξαν μόνο τρία λεπτά.
«Ρικ», είπε ο Βαγγέλης. «Ζαλίζομαι, δεν αντέχω άλλο».

Ήταν προετοιμασμένοι για τις συνέπειες της χημειοθεραπείας. Ήξεραν ότι τα μαλλιά του θα έπεφταν, για παράδειγμα, έτσι ένα απόγευμα η Εύη τον έβαλε κάτω και του τα ξύρισε, πριν τα προλάβει η αρρώστια. Ο Βαγγέλης ωστόσο δεν μπορούσε να προβλέψει το μέγεθος της εξάντλησής. Ένας αθλητής, που είχε συνηθίσει να βρίσκεται διαρκώς σε κίνηση, δεν μπορούσε να χωνέψει τώρα το πόσο τον πρόδιδε το σώμα του.
«Θυμάμαι μια φορά που είχε πάει για δουλειά στη Γλυφάδα με το αυτοκίνητο», λέει η Εύη. «Κάποια στιγμή με πήρε τηλέφωνο και μου είπε ότι δεν μπορούσε να γυρίσει, γιατί δεν έχει δύναμη ούτε να πατήσει τον συμπλέκτη».
«Κάθισα σε μια καφετέρια και έπινα χυμούς», θυμάται ο ίδιος. «Δεν ήξερα τι να κάνω. Δεν ήξερα πώς να το αντιμετωπίσω».
Μια Τρίτη, μετά τη μεγάλη θεραπεία, ο Βαγγέλης αποφάσισε να πάει στο γυμναστήριο. Έπιασε τα μικρά βαράκια των 2 κιλών, και έκανε 2-3 έλξεις, και εξαντλήθηκε. Ανέβηκε στο μπαρ για να πιει ένα χυμό, να φάει λίγο γιαούρτι με μέλι, να τονωθεί. Τελικά έμεινε τρεις ώρες ξαπλωμένος στον καναπέ, ανίκανος να σηκωθεί.
Αλλά επέμενε.
Σηκώθηκε τελικά, και έκανε λίγα βάρη, και μετά κολύμπησε για λίγο, και μετά έπαιξε σκουός. Μετά, για τρεις μέρες δεν μπορούσε να κουνηθεί από το κρεβάτι του, και αποφάσισε ότι από εδώ και πέρα θα ακούει το σώμα του λίγο πιο προσεκτικά.

Οι χημειοθεραπείες κράτησαν μέχρι το Μάιο –έξι μήνες, με συνολικά έξι μεγάλες και έξι μικρές θεραπείες. Στο τέλος ο Βαγγέλης ήταν εντελώς εξαντλημένος –αλλά είχε τελειώσει.
«Την τελευταία μέρα της χημειοθεραπείας», θυμάται, «ο αδερφός μου έστειλε ένα SMS το οποίο έγραφε ‘Πώς νιώθεις;’. Το κοιτούσα και δεν ήξερα τι να του απαντήσω. Στο μυαλό μου δεν ήμουν άρρωστος, δεν είχα περάσει καμία αρρώστια, ήμουν καλά, απλά υπήρχε κάτι που έπρεπε να κάνω για να πάμε παρακάτω. Και το είχα κάνει και πηγαίναμε. Οπότε αυτή δεν ήταν μια σημαντική ημέρα. Του απάντησα: ‘Cool’».

Οι πρώτες εξετάσεις βγήκαν καθαρές. Αλλά έπρεπε να περιμένει, να προσέχει τον ήλιο γιατί το δέρμα του ήταν πολύ ευαίσθητο. Σιγά σιγά οι δυνάμεις του άρχισαν να επανέρχονται, και άρχισε να επιστρέφει στη σχολή, να βλέπει από κοντά πώς την είχαν κρατήσει οι συνεργάτες του κατά τη διάρκεια της απουσίας του. Η ζωή του επέστρεφε στους φυσιολογικούς ρυθμούς, και πια μόνο ένα πράγμα έλειπε.
Μια μέρα του περσινού Ιουλίου, στη Χαλκίδα είχε κύμα. Οι συνθήκες δεν ήταν καλές, αλλά ο Βαγγέλης το είχε αποφασίσει, και κανείς δεν θα του άλλαζε τη γνώμη. Όταν έχει κύμα, οι δάσκαλοι πηγαίνουν τους σκιέρ στην απέναντι πλευρά του κόλπου, όπου είναι πάντα ήσυχα τα νερά. Ο Βαγγέλης δεν είχε υπομονή ούτε γι’ αυτό. Φόρεσε τη στολή του, μπήκε στο νερό και, για πρώτη φορά σε 8 μήνες (το μεγαλύτερο διάλειμμα στη ζωή του, από τότε που ήταν 5 χρονών), έκανε σκι.

papakirikos03

Είναι απόγευμα, και ο Βαγγέλης έχει αράξει σε μία από τις αναπαυτικές μπλε καρέκλες του Chalkis Water Ski Center, και μιλά αργά, σαν να μην βιάζεται.
«Τι έχει αλλάξει; Τώρα μπορώ να χαρώ από πιο απλά πράγματα. Μπορώ να χαρώ το ότι είμαστε εδώ τώρα και τα λέμε. Μπορώ να χαρώ ένα όμορφο πρωινό, ή τη μυρωδιά της βροχής, την αίσθηση του νερού στο πρόσωπό μου».
Ο αέρας που φυσούσε μέχρι το μεσημέρι έχει κοπάσει τελείως, και τώρα επικρατεί άπνοια. Το νερό είναι λείο, και η θάλασσα μοιάζει πράσινη, σαν πράσινος καθρέφτης, που καθρεφτίζει τους τριγύρω λόφους, την πόλη, και την καλωδιωτή γέφυρα απέναντι. «Ιδανικές συνθήκες για σκι», λέει ο Βαγγέλης, και σηκώνεται και φορά τη στολή του. «Πάμε μια βόλτα».
Είναι αρχές Ιουνίου, και δεν κάνει ακόμα πολλή ζέστη. Είναι η αρχή της σεζόν, και ο Βαγγέλης προετοιμάζεται για τους αγώνες που έρχονται στο εξωτερικό. Ο αυχένας του τον ταλαιπωρούσε, αλλά τώρα το έχει ξεπεράσει, και είναι έτοιμος να μπει ξανά στο νερό.
Έχει περάσει ένας χρόνος κι ένας μήνας από τότε που τελείωσε τη χημειοθεραπεία. Έχει κάνει πέντε φορές εξετάσεις –όλες καθαρές. Την τελευταία φορά που πήγε στις ΗΠΑ, ο Χριστόφορος Λογοθέτης στο MD Anderson του είπε: «Μην σε ξαναδώ μπροστά μου».
Πέρασε τρεις εβδομάδες στο Μαϊάμι, όπου έκανε προπόνηση με τον Άντι Μαπλ, τον καλύτερο αθλητή του σλάλομ στον κόσμο (έχει το παγκόσμιο ρεκόρ –μία μπάλα στα 9,75 μέτρα). Και τώρα είναι έτοιμος να σπάσει το δικό του ρεκόρ, το πανελλήνιο, σε έναν από τους επίσημους αγώνες του καλοκαιριού. Στα 34 του είναι στην καλύτερη κατάσταση που ήταν ποτέ. «Ίσως έχω ηρεμήσει λίγο», λέει. «Ίσως έχω μάθει να ελέγχω καλύτερα το άγχος».

Το σκάφος τρέχει με 58 χιλιόμετρα την ώρα, σε μια ευθεία, και σκίζει τον πράσινο καθρέφτη που είναι το νερό της Χαλκίδας. Ο Βαγγέλης Παπακηρύκος είναι 10,25 μέτρα πιο πίσω, τόσο μήκος έχει το σκοινί του. Τρέχει πίσω από το σκάφος, και ξαφνικά φεύγει δεξιά, τραβώντας το σκοινί, «κόβει» με τρομερή ταχύτητα, και μετά γέρνει το σώμα του στο πλάι όσο χρειάζεται, και περνά έξω από την πορτοκαλιά μπάλα.
«Γιατί θέλεις να κάνεις ξανά ρεκόρ;» τον ρωτάω λίγο αργότερα, καθώς ανεβαίνει στην ξύλινη προβλήτα.
Με ένα πλατύ, λαμπερό χαμόγελο, λέει: «Επειδή μπορώ».

papakirikos05

Δυστυχώς, ο καρκίνος επέστρεψε το 2005, πιο επιθετικός από πριν. Ο Βαγγέλης Παπακηρύκος πέθανε στις 11 Μαΐου του 2006, σε ηλικία 36 ετών.
Διάβασε περισσότερα γι’ αυτόν εδώ.

UPDATE: Οι φίλοι και οι συγγενείς του Βαγγέλη έβγαλαν ένα λεύκωμα με την ιστορία του, πολλές φωτογραφίες, κι ένα DVD. Διάβασε περισσότερα.