Ο Πίτερ Σταυρόπουλος μοιάζει πολύ μικρότερος από την ηλικία του, που είναι 35. Είναι ήσυχος και πράος, μιλάει αργά, χαμηλόφωνα και συγκροτημένα, και χαμογελά συχνά με το λεπτό, συγκαταβατικό χαμόγελο που βλέπουμε μόνο σε ξένους. Ο Πίτερ, όμως, δεν είναι ξένος. Καθόμαστε να μιλήσουμε σε ένα μπαράκι, στην οδό Μακρυγιάννη, δίπλα στο σταθμό Ακρόπολη του μετρό. Τουρίστες μπαινοβγαίνουν συνέχεια, ο Bob Marley ακούγεται ανησυχητικά δυνατά από τα ηχεία. Σπρώχνω το κασετοφωνάκι μου προς το μέρος του και ακούω την ιστορία που μου διηγείται. Ξεκινά το 1986.
«Η Ελλάδα είχε μόλις γίνει πλήρες μέρος του ΝΑΤΟ, και κάποιος ήρθε και μου είπε ότι, ως διπλός υπήκοος, μπορώ να κάνω τη θητεία μου σε άλλη χώρα. Ταυτόχρονα θα έκανα και δύο χρόνια εκπαίδευσης πανεπιστημιακού επιπέδου. Πάντα λάτρευα τη θάλασσα και τα αεροπλάνα, οπότε η ιδέα του να καταταγώ στο Αμερικανικό Ναυτικό μου φάνηκε ιδανική».
Ήταν η εποχή του Ψυχρού Πολέμου, της μαζικής στρατιωτικοποίησης της αμερικανικής οικονομίας, του προ-Αλτσχάιμερ Ρόναλντ Ρήγκαν, που ήθελε να προστατεύσει την Αμερική από την Αυτοκρατορία του Κακού με πυραύλους από το διάστημα. «Βέβαια, όπως όλοι», λέει ο Πίτερ και χαμογελά, «ποτέ δεν περίμενα ότι θα γίνει πόλεμος».
Μετά από ενάμιση χρόνο βασικής εκπαίδευσης και θητείας σε διάφορες σχολές, ο Πίτερ Σταυρόπουλος έφτασε στο πλοίο που θα γινόταν σπίτι του το Μάιο του 1988: Το ολοκαίνουριο αεροπλανοφόρο USS Theodore Roosevelt. «Ήμουν στο πρώτο πλήρωμα», θυμάται. Τον πρώτο χρόνο ήμουν τεχνικός, σε εκπαιδεύσεις και μετεκπαιδεύσεις, και μετά πήρα την ειδικότητά μου, που ήταν ηλεκτρονικός μηχανικός αεροσκαφών. Στην αρχή κάναμε διάφορες ασκήσεις στον Αρκτικό κύκλο, στα φιόρδ της Νορβηγίας, και αλλού, και το 1989, ως μέλος του 6ου Στόλου, ήταν η σειρά μας να κάνουμε μια εξάμηνη περιοδεία στη Μεσόγειο».
Μετά την περιοδεία, ο Πίτερ ανέλαβε τη διεύθυνση του εργαστηρίου του. «Είχα πέντε άτομα προσωπικό, που δεν ήταν μόνιμοι στο πλοίο, αλλά έρχονταν όταν είχαμε τα αεροπλάνα. Ήμουν υπεύθυνος για το τμήμα των επισκευών αυτού του εργαστηρίου». Το πλοίο γύρισε στην Αμερική για επισκευές. Η καθημερινότητα των χιλιάδων στρατιωτών-υπαλλήλων κυλούσε ήρεμα. «Όταν το πλοίο ήταν στο λιμάνι ήταν σαν κανονική δουλειά. Έπαιρνα έναν αξιοπρεπή μισθό, είχα ένα διαμέρισμα, ένα αυτοκίνητο, απλά πράγματα. Πήγαινα 7:30 με 3:30 και μετά έφευγα».
Και μετά, το Ιράκ εισέβαλε στο Κουβέιτ.
Στις 6 Αυγούστου του 1990, τέσσερις μέρες μετά την εισβολή του Ιράκ στο γειτονικό Κουβέιτ, το Συμβούλιο Ασφάλειας του ΟΗΕ εξέδωσε ένα σκληρό ανακοινωθέν που απαιτούσε την «άμεση και άνευ όρων» αποχώρηση των Ιρακινών στρατευμάτων από τα κατεχόμενα εδάφη. Ταυτόχρονα, τα Ηνωμένα Έθνη επέβαλαν εμπορικό εμπάργκο στο Ιράκ. Ήταν η αρχή μιας ραγδαίας συσσώρευσης στρατιωτικών δυνάμεων στη Μέση Ανατολή, που θα διαρκούσε έξι μήνες. «Στην αρχή ούτε που σκέφτηκα ότι αυτό μπορεί να έχει σχέση με μας», λέει ο Πίτερ, «αλλά όσο προχωρούσε το πράγμα άρχισε να φαίνεται ότι κάτι θα γίνει. Πάντως δεν βγήκαμε από το πρόγραμμά μας –η επόμενη περιπολία μας ήταν να ξεκινήσει τον Ιανουάριο του ‘91. Φύγαμε 28 Δεκεμβρίου του ‘90, και κάναμε Πρωτοχρονιά στο πλοίο».
Καθώς το USS Roosevelt ταξίδευε προς τον Περσικό Κόλπο, οι διαπραγματεύσεις ανάμεσα στο Ιράκ και τον υπόλοιπο κόσμο ναυαγούσαν. «Το κλίμα στο πλοίο ήταν παγωμένο. Υπήρχε περισυλλογή. Ήταν όλοι λιγομίλητοι. Ασφαλώς υπάρχουν πάντα τα ακραία στοιχεία, οι τύποι που λένε «θα πάμε να τους λιώσουμε». Αλλά ήταν μικρό το ποσοστό. Σκεφτείτε ότι όλοι μας ήμασταν επαγγελματίες, όπως αυτοί που βρίσκεις σε μια πόλη. Ήμασταν υδραυλικοί, μηχανικοί, ηλεκτρολόγοι, ηλεκτρονικοί, καπετάνιοι, οτιδήποτε. Δεν είχε κάποιος ειδικότητα στο να σκοτώνει. Δεν είναι όπως το στρατό ή τις ειδικές δυνάμεις, που μαθαίνουν πώς να πυροβολούν κάποιον».
Στις 15 Ιανουαρίου το Ιράκ αγνόησε και το τελευταίο τελεσίγραφο των Ηνωμένων Εθνών. «Θυμάμαι ότι είχα ένα μικρό ραδιοφωνάκι βραχέων και άκουγα το BBC. Ξέραμε ότι στις 3 η ώρα το πρωί της 17ης θα ξεκινούσαν οι βομβαρδισμοί. Είχαμε λάβει τις διαταγές μας. Και άκουγα στο ραδιόφωνο ότι παλεύουν με τη διπλωματία, ότι γίνεται η ύστατη προσπάθεια. Όλος ο κόσμος ήλπιζε σε κάποια ομαλή κατάληξη».
Στις 3 το πρωί της 17ης Ιανουαρίου του 1991 ξεκίνησε η επιχείρηση Καταιγίδα της Ερήμου. Ο Τζορτζ Μπους δήλωσε: «Δεν θα αποτύχουμε». Ο Σαντάμ Χουσεϊν δήλωσε: «Η μητέρα όλων των μαχών ξεκίνησε». Ο Πίτερ θυμάται: «Αυτό που ένιωσα τότε ήταν ένα από τα χειρότερα συναισθήματα που έχω νιώσει ποτέ. Γιατί ξέραμε ότι θα γίνει αυτό το πράγμα, και ήμασταν αυτοί που θα το κάναμε. Συνάμα υπήρχε ο φόβος. Εκ των υστέρων φάνηκε ότι αυτός ο πόλεμος ήταν εύκολος. Όταν όμως πηγαίναμε εκεί δεν το γνωρίζαμε. Είχαμε ακούσει πολλές φήμες. Το Ιράκ θεωρούταν ένας ικανός εχθρός, και εμείς πηγαίναμε μέσα στον Κόλπο. Δεν ξέραμε τι μπορεί να μας περιμένει».
Τη δεύτερη μέρα των βομβαρδισμών, το USS Roosevelt μπήκε στον Περσικό Κόλπο, δεύτερο από τα πέντε Αμερικανικά αεροπλανοφόρα που τελικά θα συγκεντρώνονταν εκεί.
Το Βρώμικο ’91
«Αυτό που θυμάμαι κατά τη διάρκεια του πολέμου», λέει, «ήταν η τρομακτική δουλειά. Κοιμόμασταν πολύ λίγο και δουλεύαμε συνέχεια, γιατί πλέον τα αεροπλάνα πετούσαν σε 24ωρη βάση, και καταπονούνταν πολύ».
Από την πρώτη κιόλας μέρα έγινε σαφές ότι ο πόλεμος δεν ήταν πια αυτό που ήταν. «Μαθαίναμε τα νέα από το CNN», θυμάται ο Πίτερ, «αλλά με καθυστέρηση μιας ημέρας, γιατί τα βλέπαμε από κασέτες. Το θεωρούσαμε επίτευγμα, να είμαστε στην πρώτη γραμμή και να μας στέλνουν βίντεο από τις εκπομπές». Για πρώτη φορά ο πλανήτης έβλεπε τον πόλεμο live από την τηλεόραση, τις ίδιες τις βόμβες να πέφτουν και να καταστρέφουν τον εχθρό. Ήταν μια αλλιώτικη σύρραξη, και ο Πίτερ ήταν ακριβώς στη μέση αυτής της αλλαγής. «Το εργαστήριό μου είχε ειδικότητα στα συστήματα λέιζερ και FLIR (For Looking Infra-Red) των αεροπλάνων. Εμείς τα επιδιορθώναμε και τα ρυθμίζαμε. Ήταν τα συστήματα που έδιναν αυτές τις ασπρόμαυρες εικόνες, με το σταυρό και τη βόμβα που πέφτει. Χάρη σε μας είπαν μετά ότι αυτό δεν ήταν πόλεμος –ήταν videogame». Το σύστημα που επιδιόρθωνε η ομάδα του Πίτερ ανίχνευε μια ακτίνα λέιζερ που φώτιζε το στόχο, η οποία μπορεί να προερχόταν από ένα άλλο αεροπλάνο ή από κάποιον στο έδαφος, και κατεύθυνε τη βόμβα προς τα εκεί. Στη συνέχεια τις εικόνες που προέκυπταν τις μάζευε το τμήμα δημοσίων σχέσεων του πλοίου, και τις προωθούσε στο Πεντάγωνο, από όπου έφταναν στο CNN. Όπως συνήθως συμβαίνει στα τμήματα δημοσίων σχέσεων, γίνονταν και λάθη. «Στη συσκευή, όταν έπαιρνες το σήμα από το λέιζερ σου έβγαζε ένα τετραγωνάκι. Υπήρχε μία συγκεκριμένη συσκευή που είχε πρόβλημα, και το τετραγωνάκι τρεμόπαιζε. Αυτή δεν θα έπρεπε να χρησιμοποιηθεί, αλλά εκείνη τη στιγμή υπήρχε μια τρύπα σε ένα αεροπλάνο και έπρεπε κάτι να βάλουμε για να μπορέσει να πετάξει. Οπότε του κάναμε μια ρύθμιση και το βάλαμε, και έφυγε. Το συγκεκριμένο αεροπλάνο δεν έριξε βόμβες, μόνο παρακολουθούσε. Την άλλη μέρα είδαμε CNΝ, και είχαν βάλει την εικόνα με το τετραγωνάκι που τρεμόπαιζε».
Στις 13 Φεβρουαρίου του 1991, αμερικανικά βομβαρδιστικά κατέστρεψαν ένα μεγάλο καταφύγιο στην περιοχή Ameriyya της Βαγδάτης. Περίπου 300 άμαχοι που είχαν συγκεντρωθεί εκεί για να προστατευθούν σκοτώθηκαν. Ήταν η μεγαλύτερη τραγωδία του πολέμου, σύμφωνα με την έκθεση της Human Rights Watch, που περιέχει λεπτομέρειες για πολλά άλλα λάθη που κόστισαν τη ζωή σε εκατοντάδες αμάχους. Εκ των υστέρων πολλοί έκαναν κριτική στο videogame-σύστημα του Πίτερ. «Κι όμως», απαντά, «η ακρίβειά του είναι πολύ μεγαλύτερη από ότι ακούστηκε. Ξέρω το ακριβές νούμερο, το οποίο είναι απόρρητο. Άλλωστε οι συνθήκες στο Ιρακ, με ξηρή και κρύα ατμόσφαιρα τη νύχτα, ήταν ιδανικές. Αν θυμάστε, στη Γιουγκοσλαβία σταμάτησαν οι επιχειρήσεις για μία εβδομάδα επειδή είχε κακοκαιρία και το σύστημα δεν μπορούσε να δει τους στόχους. Εκεί που δεν υπήρχε εξίσου μεγάλη ακρίβεια, ήταν η συλλογή πληροφοριών για την επιλογή των στόχων. Αν αυτοί δεν κάνουν σωστά τη δουλειά τους, υπάρχουν προβλήματα. Βέβαια δεν μπορεί να μην υπάρχουν καθόλου απώλειες. Είναι πόλεμος». Και μάλιστα ήταν πόλεμος τον οποίο ο Πίτερ παρακολουθούσε από πολύ κοντά. «Είδα πολλά πράγματα που δεν έφτασαν ποτέ στο CNN. Πολύ θλιβερά πράγματα, που όμως δεν μπορώ να πω. Καταλαβαίνεις, γιατί σκοτώθηκαν άτομα. Σ’ αυτά που είδατε, φαίνονται μόνο κτίρια που ανατινάσσονται. Είναι ένα κουτί μαυρόασπρο, ένα παφ και τελείωσε. Δεν έβλεπες τον ανθρώπινο παράγοντα». Ο Πίτερ κάνει μια παύση. «Εγώ όμως έχω δει».
Ιστορίες Από το Μέτωπο
«Ένα πράγμα που θυμάμαι», μου λέει, και χαμογελά γιατί θυμάται κάτι καλό, «ήταν ο Πιο Τυχερός Ιρακινός της Χρονιάς. Έτσι τον ονομάσαμε. Βλέπαμε την εικόνα από πάνω, μια γέφυρα, και υπήρχε ένα φορτηγάκι που έτρεχε για να τη διασχίσει, ενώ η βόμβα πλησίαζε. Έτρεχε όσο μπορούσε, και μόλις πέρασε, η βόμβα έπεσε στη γέφυρα και τη διέλυσε. Το φορτηγάκι γλίτωσε».
Μετά το βλέμμα του Πίτερ σκοτεινιάζει. Μου διηγείται μια ιστορία που τον στενοχωρεί και μετά μου εξηγεί πώς νιώθει ένας άνθρωπος που συμμετέχει στη δολοφονία άλλων ανθρώπων. Για πρώτη φορά στη ζωή μου νιώθω ότι καταλαβαίνω.
«Θυμάμαι την εικόνα από μία βόμβα που λεγόταν Walleye. Αυτή είχε πάνω μια κάμερα, και ουσιαστικά ο πιλότος την πιλοτάριζε για να πάει ακριβώς εκεί που θέλει. Με τη Walleye έχεις κανονική εικόνα και φαίνονται τα πάντα. Έβλεπα μια τέτοια να κατεβαίνει, και να πλησιάζει ένα ανάχωμα με σακιά, που φαινόταν πολύ καθαρά. Πλησίαζε με πολύ μεγάλη ταχύτητα. Κλάσματα του δευτερολέπτου πριν φτάσει, είδα ένα κεφάλι να σηκώνεται πίσω από το ανάχωμα. Και μετά χιόνια». Άλλη μια παύση.
«Αυτό με σόκαρε. Δεν υπήρχε πια αμφιβολία για το τι έκανα. Μέχρι τότε, απλώς έφτιαχνα κάποια ηλεκτρονικά. Θα μπορούσα να φτιάχνω κάτι άλλο, το σύστημα πλοήγησης, να μην με ενδιέφερε τόσο πολύ. Μ’ αυτή την εικόνα κατέρρευσε η ψευδαίσθηση ότι εγώ δεν έχω σχέση, ότι εγώ είμαι μακριά από όλα αυτά. Πάντα ξέρεις, βέβαια. Απλά υπάρχουν στάδια. Πρώτα είναι αυτός στις ειδικές δυνάμεις, που μαχαιρώνει και ξεκοιλιάζει. Μετά πας πίσω, στο στρατιώτη που πυροβολεί από τα 50-100 μέτρα. Πιο πίσω το πυροβολικό. Απομακρύνεσαι, και πάντα το τελικό αποτέλεσμα είναι το ίδιο, κόσμος πεθαίνει, αλλά από μια απόσταση και μετά δεν το βλέπεις άμεσα. Κάποιος μηχανικός στο πλοίο ασφαλώς δεν μπορεί να καταλάβει άμεσα τη συσχέτιση της δικής του δράσης με το τι γίνεται έξω. Το ξέρει, αλλά δεν το νιώθει καθημερινά. Το ίδιο ίσχυε και με μένα. Εγώ έκανα τα ηλεκτρονικά, αλλά δεν σκεφτόμουν συνέχεια ότι αυτές ήταν μηχανές θανάτου. Από τότε που ξεκίνησε ο πόλεμος φυσικά αρχίσαμε να σκεφτόμαστε που είμαστε και τι κάνουμε. Εγώ δεν συμφωνούσα. Αν είχα επιλογή δεν θα ήθελα να βρίσκομαι σ’ αυτή τη θέση. Βέβαια, κάποιος μπορεί να πει ότι αν κανείς από εμάς δεν ήταν εκεί, μπορεί ο Σαντάμ Χουσεϊν να είχε τόσο μεγάλο έλεγχο στο πετρέλαιο, που ο Έλληνας θα πλήρωνε 3€ για βενζίνη, και όχι 0.70€. Άξιζε να πεθάνουν όλοι αυτοί οι άνθρωποι γι’ αυτό; Ευτυχώς πρέπει κάποιοι άλλοι να παίρνουν αυτές τις αποφάσεις. Εγώ είχα μόνο την ευθύνη της επιλογής μου. Και αναγνώρισα εκ των υστέρων ότι αν δεν ήθελα να βρεθώ εκεί, που δεν ήθελα, ας μην κατατασσόμουν. Ας ήξερα καλύτερα. Ήμουν άτομο υπεύθυνο, και οι πιλότοι βασίζονταν πάνω μου για να κάνω αυτά τα πράγματα σωστά. Ποτέ δεν διανοήθηκα να μην κάνω άψογα τη δουλειά μου. Απλά δεν μου άρεσε. Καθόλου».
Μετά Τον Πόλεμο
Στις 27 Φεβρουαρίου απελευθερώθηκε η πρωτεύουσα του Κουβέιτ. Στις 28, το Ιράκ δέχτηκε τους όρους του ΟΗΕ. Ο τότε Υπουργός Αμύνης των ΗΠΑ (και σημερινός αντιπρόεδρος) Ντικ Τσέινι, χαρακτήρισε την Καταιγίδα της Ερήμου ως την «Πιο πετυχημένη αεροπορική εκστρατεία στην ιστορία του κόσμου». Οι απώλειες του συμμαχικού στρατού ήταν μηδαμινές: περίπου 320 νεκροί.
«Αμέσως μετά τον πόλεμο», λέει ο Πίτερ, και χαμογελάει πάλι, «πήγαμε μεταξύ Κύπρου και Λιβάνου, και πετάγαμε για τρεις μήνες ανθρωπιστικές αποστολές στους Κούρδους του Βόρειου Ιράκ. Ο Σαντάμ τους είχε στριμώξει στα σύνορα με την Τουρκία, στα βουνά, όπου δεν υπήρχε τίποτα, ούτε νερό ούτε φαγητό. Πετάγαμε καθημερινά άλλες τόσες πτήσεις, και αντί για βόμβες ρίχναμε τρόφιμα. Ήταν κάτι ευχάριστο για μένα. Χρησιμοποιούσαν το σύστημά μου για να βρίσκουν που να ρίξουν τα τρόφιμα. Αυτό κράτησε δύο μήνες. Μετά, στο τέλος της αποστολής, πιάσαμε λιμάνι στη Ρόδο. Ήταν η πρώτη φορά που ερχόμουν στην Ελλάδα από τότε που κατατάχτηκα, και επέστρεψα σπίτι στην Αθήνα για μια εβδομάδα. Μετά ξαναπήγα στο πλοίο και γυρίσαμε στην Αμερική».
Ο Πίτερ Σταυρόπουλος υπηρέτησε συνολικά στον αμερικανικό στρατό 6 χρόνια, και στη συνέχεια ήταν για δύο χρόνια έφεδρος («Δεν χρειάστηκε να κάνω τίποτα»). Το 1993, αποχαιρέτησε το αεροπλανοφόρο του και επέστρεψε σε έναν κόσμο που είχε αλλάξει. Μαζί με τον κόσμο, όμως, είχε αλλάξει και ο ίδιος. Για πάντα.
Το Σύνδρομο του Κόλπου
Ο Πίτερ δεν μοιάζει με άνθρωπο που βγαίνει, γλεντάει και ξεσαλώνει. Είναι σοβαρός και συνεσταλμένος. Γι’ αυτό παραξενεύτηκα όταν μου είπε: «Κατάλαβα ότι κάτι δεν πάει καλά με την υγεία μου, όταν διαπίστωσα ότι δεν μπορώ να ξενυχτάω στα μπαρ».
Θεωρίες Συνωμοσίας
Samadhi
Ο Πίτερ Σταυρόπουλος σήμερα είναι διευθυντής μηχανογράφησης σε πολυεθνική εταιρία. Δεν σκέφτεται πολύ τον πόλεμο. Πολύ σπάνια μιλάει γι’ αυτόν. Εξακολουθεί να αγαπά τη θάλασσα. Όποτε προλαβαίνει, πηγαίνει βόλτες στο Αιγαίο. Το σκάφος του το λένε Samadhi II. Στα σανσκριτικά σημαίνει «Υπέρτατη Ευτυχία».
Πριν ανέβει στη Vespa του για να επιστρέψει στη θάλασσα, μου έδωσε τον καλύτερο, πιο ειλικρινή, και πιο πρωτόγονο ορισμό του πολέμου που έχω ακούσει ποτέ. Τον ορισμό ενός ανθρώπου που έχει πολεμήσει:
«Έχω σκεφτεί πολλές φορές τι σημαίνει ο πόλεμος, για ποιο λόγο τόσο πολλοί βετεράνοι καταλήγουν να έχουν τόσα ψυχολογικά προβλήματα. Αυτό στο οποίο έχω καταλήξει τελικά είναι ότι όταν πας στον πόλεμο, παίρνεις στην πλάτη σου κάτι που ποτέ δεν μπορείς να ζητήσεις από κάποιον άλλο: Να σκοτώσει κάποιον για σένα. Δηλαδή όλη η κοινωνία σου ζητάει να κάνεις κάτι που για έναν φυσιολογικό άνθρωπο είναι αδιανόητο. Και εσύ το κάνεις. Αυτό είναι βαρύ και δεν μπορεί να φύγει ποτέ. Νομίζω ότι αυτό είναι το βάρος που φέρνει ο στρατιώτης πίσω του όταν γυρνάει. Κανένας δεν μιλάει ποτέ γι’ αυτό. Λένε μπράβο, είσαι ήρωας, έκανες τόσα πολλά, πήρες παράσημα. Ναι, αλλά τι έκανα τελικά; Αυτό είναι το πράγμα που δεν καταλαβαίνουν οι άνθρωποι. Ότι σε οποιαδήποτε σύρραξη, ζητάς από τους ανθρώπους που πάνε εκεί να σκοτώσουν, για να ζήσεις εσύ όπως ζεις πάντα, ασφαλής».