1.
Έξω ήταν ακόμα σκοτάδι, και ο Τσέστερ Μπένιγκτον κοιμόταν βαθιά δίπλα στη γυναίκα του, Ταλίντα. Ήταν τέσσερις το πρωί, και η ησυχία μέσα και έξω από το σπίτι ήταν απόλυτη.
Ο Τσέστερ ψηλάφισε στο κομοδίνο για να πιάσει το κινητό του, το απάντησε, αλλά κανείς δεν μιλούσε στην άλλη άκρη της γραμμής. Πάτησε το κόκκινο κουμπί εκνευρισμένος, γύρισε το πλευρό, και προσπάθησε να ξανακοιμηθεί.
Το σήκωσε ξανά –πάλι σιωπή στην άλλη άκρη. Το έκλεισε, αλλά τώρα η υπνηλία είχε αρχίσει να του φεύγει, και η γυναίκα του είχε ξυπνήσει κι αυτή, και τον ρωτούσε τι συμβαίνει.
Μία ώρα αργότερα, και οι δυο τους ήταν στο πόδι. Είχαν προσπαθήσει να πάρουν τον αριθμό που εμφανιζόταν στην οθόνη του κινητού, αλλά τους έβγαινε ένα τηλεφωνικό κέντρο στο Νέο Μεξικό, και μια υπάλληλος που δεν καταλάβαινε τι της έλεγαν.
Μέσα σε διάστημα μισής ώρας, από τις 4 μέχρι τις 4:30, το τηλέφωνο είχε χτυπήσει 15 φορές, και τώρα οι Μπένιγκτον είχαν αρχίσει να φοβούνται.
Οι περισσότεροι άνθρωποι δεν τρομάζουν όταν κάποιος τους παίρνει τηλέφωνο και δεν μιλάει. Αλλά οι περισσότεροι άνθρωποι δεν είναι μέλη ενός συγκροτήματος που έχει πουλήσει 40 εκατομμύρια δίσκους, διάσημοι σε πέντε ηπείρους, με φανατικούς οπαδούς ικανούς να φτάσουν στα άκρα. Ο Τσέστερ Μπενινγκτον είναι ο τραγουδιστής των Linkin Park, του δημοφιλούς nu-metal συγκροτήματος που έκανε μεγάλη επιτυχία και στην Ελλάδα πριν από λίγα χρόνια. Μαζί με τη γυναίκα του Ταλίντα είχαν αρχίσει να φοβούνται, γιατί τα μεταμεσονύκτια τηλεφωνήματα δεν ήταν το μόνο ανησυχητικό φαινόμενο που ζούσαν εκείνους του πρώτους μήνες του 2006.
Όταν ο Τσέστερ έλειπε σε περιοδεία, η Ταλίντα είχε λάβει ένα περίεργο email από κάποιον [email protected], που έγραφε «Ξέρω πως περνάς δύσκολα τώρα που είσαι μόνη σου. Οι σκέψεις και οι προσευχές μου είναι μαζί σου». Μετά έλαβε μερικά ακόμη, τα οποία αναφέρονταν σε προσωπικές στιγμές του ζευγαριού, ή πράγματα που κανένας ξένος δεν ήξερε. Μετά, φίλοι του ζευγαριού άρχισαν να αναφέρουν πως έλαβαν email από τον ίδιο άνθρωπο –καθώς και email από το ζευγάρι, που όμως οι Μπένιγκτον δεν θυμόνταν να έχουν στείλει. Κάποια στιγμή η Ταλίντα διαπίστωσε πως κάποιος είχε αλλάξει το password της στο eBay, και δεν μπορούσε να ανοίξει το λογαριασμό της. Μετά έλαβε ένα μήνυμα από την PayPal, που έλεγε πως κάποιος προσπαθεί να αλλάξει το password και εκείνου του λογαριασμού. Τον Αύγουστο του 2006, ο Τσέστερ έλαβε ένα SMS από την εταιρία κινητής τηλεφωνίας του, με τον κωδικό του online λογαριασμού του, μέσω του οποίου μπορούσε να βλέπει το ιστορικό των κλήσεών του. Αλλά ο Τσέστερ δεν είχε ανοίξει ποτέ online λογαριασμό.
Ένα βράδυ, μόλις η Ταλίντα είχε βάλει για ύπνο το μωρό τους, χτύπησε το τηλέφωνο του Τσέστερ –ήταν από αριθμό με απόκρυψη. Η Ταλίντα το σήκωσε, αλλά αυτή τη φορά στην άλλη άκρη της γραμμής δεν υπήρχε σιωπή.
2.
«Δεν μου αρέσει καθόλου να δουλεύω με celebrities» λέει ο Κωνσταντίνος Δημητρέλος. «Πιστεύουν ότι όλοι τους παρακολουθούν, τους κλέβουν τη μουσική ή δεν ξέρω τι άλλο. Υπάρχει πολλή παράνοια, πολλά ναρκωτικά. Είναι μπελάς. Στην αρχή βλέπω κάθε υπόθεση με ανοιχτό μυαλό, αλλά κάποιες περιπτώσεις είναι πραγματικά γελοίες. Στην αρχή το ίδιο σκέφτηκα και για την υπόθεση των Linkin Park. Αλλά δεν ήταν καθόλου έτσι».
Ο Δημητρέλος είναι 40 χρονών αλλά δεν μοιάζει ούτε μέρα μεγαλύτερος από 30. Τον πετυχαίνω στο σπίτι του, στις ΗΠΑ, λίγες μέρες μετά την επιστροφή του από επαγγελματικό ταξίδι τριών εβδομάδων στο Πακιστάν. Κάθεται στην κουζίνα του και κλέβει μπουκιές, καθώς μιλάμε μέσω Skype.
«Δεν δουλεύω για την κυβέρνηση ή για κάποιον άλλο –έχω τη δική μου εταιρία και αναλαμβάνω υποθέσεις επί πληρωμή. Ένα από τα μεγαλύτερα δικηγορικά γραφεία στο Μπέβερλι Χιλς είναι πελάτης μου. Εκπροσωπεί μεταξύ άλλων ηθοποιούς, τραγουδιστές, ακόμα και ένα σχεδιαστή μόδας. Όταν έχουν κάποιας συγκεκριμένης φύσης τεχνολογικά προβλήματα, όπως όταν πιστεύουν ότι κάποιος έχει μπει στον υπολογιστή τους, προσλαμβάνουν εμάς», μου εξηγεί.
Η δουλειά του Δημητρέλου, αν μπορεί να χαρακτηριστεί με ένα όνομα, λέγεται «computer forensics». Forensics είναι αυτό που εμείς λέμε «ιατροδικαστική έρευνα», αλλά με ευρύτερη έννοια, καλύπτει κάθε είδους έρευνα στοιχείων για τη διαλεύκανση ενός εγκλήματος. Ο Κωνσταντίνος Δημητρέλος, ουσιαστικά, είναι διώκτης του ηλεκτρονικού εγκλήματος. Κι έχει εντυπωσιακή προϋπηρεσία.
«Ήμουν στην πρώτη δωδεκάδα που αποτέλεσε την Technical Security Division της Μυστικής Υπηρεσίας» λέει. «Γίναμε οι πρώτοι που περάσαμε την εκπαίδευση για computer forensics στην Υπηρεσία». Ο Δημητρέλος ήταν ένας από αυτούς τους τύπους με τα μαύρα κοστούμια και τα μαύρα γυαλιά, που ακολουθούν τον Πρόεδρο των ΗΠΑ σε κάθε του επίσκεψη ή ταξίδι, και φροντίζουν για την ασφάλειά του. Ήταν υπεύθυνος για τον έλεγχο χώρων και κτιρίων που θα επισκέπτονταν οι Πρόεδροι για τους οποίους δούλεψε (Κλίντον και Μπους). Έπρεπε να σιγουρέψει ότι οι χώροι είναι ασφαλείς, απροσπέλαστοι και καθαροί από «κοριούς», ενώ έπρεπε να καταστρώσει και σχέδιο διαφυγής για την περίπτωση που κάτι άσχημο συνέβαινε. Το 1996, όταν το Ίντερνετ είχε αρχίσει σιγά σιγά να εξαπλώνεται, έγινε προφανές ότι ολοκαίνουριες απειλές για την Εθνική Ασφάλεια εμφανίζονταν. Αν και η μετάθεσή του στη νέα ομάδα της Μυστικής Υπηρεσίας που θα εκπαιδευόταν για το ηλεκτρονικό έγκλημα δεν ήταν και το καλύτερο πράγμα για την καριέρα του, τη δέχτηκε, και μάλιστα με χαρά. «Ήταν κάτι που μου ταίριαζε», λέει. «Αν και όλοι ήθελαν να στέκονται δίπλα στον Πρόεδρο και να τους δείχνει το CNN, εμένα δεν ήταν αυτό που με ενδιέφερε. Μου άρεσε να κάθομαι με το λάπτοπ και να ασχολούμαι με το τεχνικό μέρος της υπόθεσης».
Κατά τη διάρκεια της καριέρας του δούλεψε για την ασφάλεια στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Σολτ Λέικ Σίτι το 2002 και της Αθήνας το 2004 («συνεργάστηκα πολύ με τον Λάτση», μου είπε, «που μας βοήθησε πολύ»), ανακάλυψε έναν τόνο εκρηκτικών στη Μπογκοτά της Κολομβίας, και ταξίδεψε σε αμέτρητες χώρες.
Το Δεκέμβριο του 2005 συνταξιοδοτήθηκε από την Υπηρεσία, και άρχισε να προσφέρει τις υπηρεσίες του ιδιωτικά. Πρώτος του πελάτης ήταν η Πολιτεία της Αλαμπάμα, που χρειαζόταν ένα εργαστήριο computer forensics. «Η επιχορήγηση ήταν πολύ γενναιόδωρη», λέει, «και ζητούσε τη σύσταση του κανονισμού λειτουργίας, των μοντέλων και των πρακτικών όλων των οργάνων της Πολιτείας. Θα εκπαιδεύαμε τους αστυνομικούς της Αλαμπάμα στα computer forensics, και θα ασχολούμασταν ενεργά και με την εξιχνίαση εγκλημάτων που λαμβάνουν χώρα εκεί».
Πολύ σύντομα, όμως, κι άλλοι πελάτες άρχισαν να ζητούν τις υπηρεσίες του.
Το πρώτο πράγμα που ζήτησε από την Ταλίντα Μπένινγκτον όταν τον πήρε τηλέφωνο, ήταν τα στοιχεία του λογαριασμού της στο Yahoo. Ψάχνοντας τα email που είχαν αποσταλεί από αυτό τον λογαριασμό χωρίς τη θέλησή της, ανακάλυψε κάτι πολύ περίεργο: Πολλά από αυτά προέρχονταν από μία συγκεκριμένη IP διεύθυνση, την οποία ο Δημητρέλος κατάφερε να ταυτοποιήσει.
Η διεύθυνση ανήκε στο Sandia National Laboratories, ένα από τα τρία Αμερικανικά Ερευνητικά Κέντρα Πυρηνικών Όπλων.
3.
«Όταν είδα ότι τα email προέρχονταν από μια πυρηνική εγκατάσταση, μου φάνηκε αρκετά περίεργο», λέει ο Δημητρέλος. «Συνήθως όταν υπάρχει πρόβλημα σε μια τέτοια εγκατάσταση, το πρόβλημα έχει να κάνει με την κλοπή πληροφοριών. Το ότι η επίθεση σε έναν σελέμπριτι προερχόταν από κάποιον που δούλευε στην πυρηνική εγκατάσταση έμοιαζε παράλογο. Τους ρωτήσαμε, λοιπόν, και μας έδωσαν την αναμενόμενη απάντηση: «Μας χάκεψαν», είπαν, «και χρησιμοποιούν τους υπολογιστές μας ως proxy για να επιτεθούν στον στόχο τους»».
Ήταν και η πιο λογική εξήγηση. Οι περισσότεροι χάκερς χρησιμοποιούν proxies, υπολογιστές-σκλάβους μέσω των οποίων κάνουν τις επιθέσεις τους, για να μην μπορεί κανείς μετά να τους εντοπίσει. Βέβαια, το να χρησιμοποιήσεις έναν υπολογιστή σε μια τόσο ευαίσθητη και καλά φυλασσόμενη εγκατάσταση είναι ασυνήθιστο –και πολύ ανησυχητικό για την ασφάλεια αυτών των εγκαταστάσεων.
Ο Δημητρέλος, πάντως, τηλεφώνησε στον Τσέστερ και την Ταλίντα και τους είπε: «Εχουμε καλά νέα και κακά νέα. Βρήκαμε από πού γίνεται η επίθεση, αλλά όχι από πού προέρχεται –μπορεί να προέρχεται από την Κίνα, ή κάποια άλλη περιοχή του κόσμου».
Και μετά, κάτι άλλο εντυπωσιακό συνέβη: «Καθώς κοίταζα τις καταστάσεις από τα αρχεία της δικτυακής κίνησης από και προς τους Μπένιγκτον διαπίστωσα πως, ανάμεσα στις χιλιάδες καταγραφές για logs από την πυρηνική εγκατάσταση, υπήρχαν και κάποιες άλλες, από οικιακό λογαριασμό».
«Αυτό ήταν πολύ περίεργο. Πήρα τα logs και έβαλα όλες τις διευθύνσεις σε ένα ημερολόγιο. Από τις 9 το πρωί μέχρι τις 5 το απόγευμα, έβρισκα έντονη δραστηριότητα από την πυρηνική εγκατάσταση, μετά υπήρχε περίπου μια ώρα «ησυχίας», και μετά ξανάρχιζε η δραστηριότητα, από τις 6 το απόγευμα μέχρι τις 2 το πρωί, από την οικιακή διεύθυνση».
Ο Δημητρέλος μαζί με έναν πράκτορα του Υπουργείου Αμύνης που συνεργαζόταν μαζί του, επέστρεψαν στο Sandia με τα στοιχεία ανά χείρας, και τα έδειξαν στους υπεύθυνους ασφαλείας.
«Δεν σας έχουν χακέψει», τους είπαν «και η επίθεση δεν προέρχεται από την Κίνα. Είναι κάποιος που ζει σε απόσταση περίπου μιας ώρας από εδώ. Και είναι υπάλληλός σας».
Αυτό ήταν ένα πολύ σοβαρό θέμα. Παρ’ όλα αυτά, η γραφειοκρατία και οι ενδο-υπηρεσιακές τριβές καθυστερούσαν τη διαδικασία.
«Χρειάστηκαν περίπου δύο εβδομάδες έντονων διαπραγματεύσεων για να μας αφήσουν να ερευνήσουμε ποιος από εκεί μέσα έκανε τις επιθέσεις», λέει ο Δημητρέλος. «Κάποια στιγμή, όμως, πείστηκαν ότι είχαμε δίκιο, μας πήραν τηλέφωνο και μας είπαν «νομίζουμε ότι ξέρουμε ποιος είναι». Από εκείνη τη στιγμή, κάθε κίνηση που γινόταν από έναν συγκεκριμένο υπολογιστή στη Sandia ήταν υπό παρακολούθηση».
Ήταν εύκολο να εντοπίσουν τον ένοχο μέσα στα γραφεία του κατά τα άλλα απροσπέλαστου ερευνητικού κέντρου: Πίσω από την οθόνη του υπολογιστή της υπήρχε ένα μεγάλο αυτοκόλλητο με το όνομα του αγαπημένου της συγκροτήματος. Το όνομά της ήταν Ντέβον Τάουνσεντ. Ήταν μια 27χρονη Ινδιάνα, μητέρα ενός μικρού αγοριού, που ζούσε μαζί του και με τη μάνα της στην Άλμπουκερκι του Νέου Μεξικού.
«Αυτή η κυρία», θυμάται ο Δημητρέλος, «είχε καταγράψει τα πάντα: Τα ταξίδια τους, τις συναντήσεις τους, τους αριθμούς Κοινωνικής Ασφάλισης του ζευγαριού, τις επισκέψεις του Τσέστερ σε κλινικές αποτοξίνωσης, τα email τους, φωτογραφίες τους, πράγματα που δεν θα έπρεπε να είναι σε ξένα χέρια».
Κάθε μέρα η δουλειά της Ντέβον της έπαιρνε μισή ώρα, και μετά δεν είχε τι να κάνει –οπότε άρχισε να εισβάλλει στη ζωή του αγαπημένου της τραγουδιστή. Κάθε μέρα.
«Ήταν εντελώς ψυχρή», λέει ο Δημητρέλος, που απέσπασε την ομολογία της. «Παγωμένη. Όταν μας ομολόγησε τα πάντα δεν είχε κανένα συναίσθημα, και δεν έδειξε καμία μετάνοια. Ήταν μια γυναίκα που θεωρούσε τον εαυτό της computer geek, σύμφωνα με όσα έγραφε στη σελίδα της στο MySpace. Είχε χιλιάδες DVD από συναυλίες των Linkin Park στο σπίτι όπου ζούσε με τη μάνα της και το μωρό της, και τα πουλούσε μέσω Ίντερνετ σε όλο τον κόσμο. Η μάνα της επίσης δούλευε στη Sandia, στο τμήμα ασφάλειας –οπότε προς το τέλος κατάλαβε ότι ψάχνουμε την κόρη της, κι εκείνη άρχισε να σβήνει πράγματα από τους υπολογιστές της, αλλά ήταν πολύ αργά –είχαμε ήδη όσα χρειαζόμασταν».
Η Ντέβον Τάουνσεντ απελύθη από τη δουλειά της και συνελήφθη, αλλά όχι πριν στείλει ένα αποχαιρετιστήριο SMS στον Τσέστερ Μπένιγκτον: «Συγνώμη για αυτό που σας έκανα, παιδιά», έγραφε. «Παρακαλώ δεχτείτε τη συγνώμη μου».
4.
Το χειμώνα του 2004 είχα μιλήσει γι’ αυτό εδώ το περιοδικό με έναν πολύ διάσημο χάκερ, τον Κέβιν Μίτνικ, που είχε κάνει φυλακή και, βγαίνοντας, είχε αλλάξει στρατόπεδο, είχε γίνει σύμβουλος εταιριών. Μου είχε πει: «Ο υπεύθυνος ασφαλείας πρέπει να βρει όλα τα ευάλωτα σημεία ενός συστήματος. Ο χάκερ αρκεί να βρει μόνο ένα».
Όσο αυξάνεται η εξάρτηση της παγκόσμιας οικονομίας από τους υπολογιστές και τα δίκτυα, τόσο θα αυξάνεται και η ανάγκη για ανθρώπους όπως ο Κωνσταντίνος Δημητρέλος (και ο Κέβιν Μίτνικ), που μπορούν να δώσουν λύση σε προβλήματα που συχνά είναι πολύ πιο περίπλοκα από αυτό του ζεύγους Μπένιγκτον. Είναι μια δουλειά που έχει τρομερή ζήτηση –και τα ανάλογα κέρδη.
«Η δουλειά μου είναι εξαιρετικά επικερδής», παραδέχεται ο Δημητρέλος. «Δεν μπορώ να σας πω πόσους πελάτες έχω αναγκαστεί να μην δεχτώ. Ένα μεγάλο δικηγορικό γραφείο θέλει να αγοράσει την εταιρία μου για να έχει ένα in-house τμήμα για το ηλεκτρονικό έγκλημα. Αυτό είναι το νέο τρεντ: Κάθε εταιρία να έχει μια ομάδα ανθρώπων που κάνουν αυτές τις έρευνες, γιατί είναι πολύ ακριβό να προσλαμβάνεις εξωτερικούς συνεργάτες όπως εγώ για κάθε υπόθεση. Η τιμή που χρεώνω ξεκινά από 250 δολάρια την ώρα –για πόλεις όπως η Νέα Υόρκη, ξεπερνά τα 400 δολάρια την ώρα. Αλλά φυσικά λειτουργώ υπεύθυνα. Βλέπω την υπόθεση την κρίνω και, αν δεν καταφέρω να βρω τα στοιχεία για να την κερδίσω, ο πελάτης δεν πληρώνει τίποτα».
Τις υπηρεσίες του δεν τις ζητούν μόνο σταρ, η Αλαμπάμα και εταιρίες –τις ζητά και η ίδια η ομοσπονδιακή κυβέρνηση.
Πρόσφατα ένας εργαζόμενος στη βιομηχανία όπλων Northorp Grumman, συνελήφθη για παιδική πορνογραφία. Ήταν μια δύσκολη υπόθεση γιατί, όπως φαινόταν, είχε κάνει μεγάλη προσπάθεια να εξαφανίσει τα στοιχεία. Η πρώτη δίκη, στην οποία οι Αρχές χρησιμοποίησαν τους ειδικούς του FBI για να αποδείξουν την ενοχή του, κατέληξε σε κακοδικία, επειδή οι ένορκοι δεν μπορούσαν να καταλήξουν σε ομόφωνη απόφαση. «Για τη δεύτερη δίκη», λέει ο Δημητρέλος, «ήρθαν σε μένα και ζήτησαν τη βοήθειά μου. Αυτή τη φορά δεν χρησιμοποιήσαμε τους ειδικούς του FBI, και κατάθεσα μόνο εγώ, και καταφέραμε να φτάσουμε στην ετυμηγορία «ένοχος». Δεν λέω ότι είμαι καλύτερος ή ιδιοφυία. Απλά μπορώ να επικοινωνήσω καλύτερα με τους ενόρκους, που είναι άνθρωποι όπως τα μέλη της οικογένειάς μου, απλοί, φυσιολογικοί. Πολλοί ειδικοί έχουν μια έπαρση η οποία απωθεί τους ενόρκους. Εγώ δεν θεωρώ τον εαυτό μου ειδικό, ποτέ δεν τον θεώρησα, πιστεύω πως είμαι μαθητής, μαθαίνω καινούρια πράγματα κάθε μέρα. Και μπορώ να επικοινωνήσω την ουσία μιας υπόθεσης εκεί που μετράει: Στο δικαστήριο».
Οι συνέπειες μιας τέτοιας δουλειάς, βέβαια, είναι λίγο-πολύ αναμενόμενες. «Μέχρι τώρα δούλευα σαν μηχανή, επτά μέρες την εβδομάδα», λέει ο Δημητρέλος. «Δεν είχα χρόνο να αφιερώσω σε μια σχέση και κάθε φορά που ερχόμουν στην Ελλάδα τα άκουγα από τη γιαγιά και την υπόλοιπη οικογένεια. Αλλά στη Μυστική Υπηρεσία δεν είναι εύκολο να έχεις προσωπική ζωή. Το έτος 2000, με την αποχώρηση των Κλίντον και Γκορ και τον ερχομό του Μπους, πέρασα 305 μέρες μακριά από το σπίτι μου. Και δεν ήμουν και ο πρώτος τη τάξει –ήμουν ο πέμπτος. Πράγμα που σημαίνει ότι τέσσερις άλλοι ήταν ακόμα περισσότερες μέρες μακριά». Τώρα, όμως, ο Δημητρέλος έχει την πολυτέλεια να ασχοληθεί και λίγο με τον εαυτό του –είναι αρραβωνιασμένος και σκοπεύει να παντρευτεί σύντομα. Οπότε η θα ησυχάσει και η γιαγιά στην Ελλάδα.
Πάντα σε τέτοια άρθρα φτάνουμε στο σημείο που ο –επιτυχημένος, εκεί στα ξένα- Έλληνας καλείται να πει πόσο αγαπά την Ελλάδα και πόσο βαθιά στην καρδιά του την έχει. Έχω μιλήσει με πολλούς πετυχημένους Ελληνικής καταγωγής ξένους, αλλά κανένας δεν ήταν πιο γλαφυρός από τον Κωνσταντίνο Δημητρέλο:
«Πρέπει να πω ότι οι Έλληνες είναι οι καλύτεροι άνθρωποι του κόσμου», λέει. «Από όλες τις χώρες που έχω επισκεφτεί, και είναι πολλές, οι Έλληνες είναι οι καλύτεροι απ’ όλους. Εγώ γεννήθηκα στο Σίδνεϊ της Αυστραλίας. Έχω πέντε θείες, δύο θείους και 21 πρώτα ξαδέρφια που όλοι ζουν στη Νότια Φλόριντα. Τα αδέρφια μου έχουν ένα μπαρ-εστιατόριο –φυσικά, Έλληνες είμαστε, εστιατόριο έχουμε-, που λέγεται Geronimo’s. Όλα τα παιδιά κάναμε πάλη στο σχολείο –ο αδερφός μου ο Ιερώνυμος, που έχει και το μπαρ, ακόμα κάνει».
«Έρχομαι στην Ελλάδα κάθε χρόνο. Πέρσι ήταν η πρώτη φορά που δεν ήρθα. Όταν είμαι στην Αθήνα μένω στο Andromeda (σ.σ. στην πλατεία Μαβίλη, δίπλα στην πρεσβεία) όπου βλέπω και τους φίλους που είχα κάνει το 2004, αλλά συνήθως στους φθινοπωρινούς μήνες λατρεύω να πηγαίνω στη Σαντορίνη. Είμαι φίλος με το Νικόλα που έχει την ομώνυμη ταβέρνα στα Φηρά, και κάποια στιγμή θα αγοράσω σπίτι στην Οία. Οι θείος μου θέλει να μου πουλήσει το εξοχικό του στη Σκάλα της Κεφαλονιάς, βέβαια, αλλά εγώ λατρεύω τη Σαντορίνη.
«Πώς αντέχω την πίεση μιας τόσο απαιτητικής δουλειάς; Έτσι: Έρχομαι στην Ελλάδα, πάω στη Σαντορίνη και πίνω κρασί».