Τα φονικότερα ναρκοπέδια της Ευρώπης βρίσκονται στον Έβρο –και δολοφονούν και ακρωτηριάζουν δεκάδες λαθρομετανάστες που περνούν τα σύνορα, ψάχνοντας για μια καλύτερη ζωή στην Ελλάδα. Καθώς τα ακρωτηριασμένα θύματα προσπαθούν να επιβιώσουν στην Αθήνα, ο Ελληνικός Στρατός προσπαθεί να καθαρίσει τα ναρκοπέδια –πληρώνοντας ένα βαρύ, αβάσταχτο τίμημα.
Ταξίδεψα στα ναρκοπέδια, γνώρισα τους ανθρώπους του ΤΕΝΞ και μίλησα και με ακρωτηριασμένους λαθρομετανάστες, καταλήγοντας σε ένα συμπέρασμα.
Η νάρκη είναι μεγάλη πουτάνα.
Είναι τρία μεταλλικά κερατάκια που εξέχουν ελάχιστα από το έδαφος. Δεν τα βλέπεις, αόρατα είναι, ανάμεσα στα πυκνά πρασινωπά βάτα και τα ξανθά ζιζάνια του εύφορου, ζωντανού εδάφους.
Δεν μοιάζουν να επιτελούν κανέναν απολύτως σκοπό, υπάρχουν μόνο για να εξέχουν απ’ το έδαφος, και να περιμένουν.
Τα κερατάκια βρίσκονται στην άκρη ενός λεπτού μεταλλικού σωλήνα. Στην άλλη άκρη του σωλήνα, που είναι βυθισμένη στο εσωτερικό ενός σκούρου κυλίνδρου, βρίσκεται ένας πυροδοτικός μηχανισμός. Ο πυροδοτικός μηχανισμός έχει τρομερές αντοχές, και πολύ μεγάλη υπομονή. Μπορεί να περάσουν ακόμα και είκοσι χρόνια, κι αυτός να είναι ακόμα εκεί, ενεργός, περιμένοντας τα τρία μεταλλικά κερατάκια να του δώσουν το σύνθημα, ότι πατήθηκαν.
Τότε, ο πυροδοτικός μηχανισμός εκρήγνυται.
Η έκρηξή του από μόνη της θα μπορούσε να σκοτώσει έναν άνθρωπο. Αλλά η νάρκη δεν αρκείται σ’ αυτό. Ο πυροδοτικός μηχανισμός της δεν αποσκοπεί να σκοτώσει, ο ρόλος του είναι άλλος. Ο ρόλος του είναι να εκτοξεύσει στον αέρα, ψηλά, ενάμιση μέτρο μακριά από το έδαφος στο οποίο κοιμόταν, τον σκούρο κύλινδρο.
Ο οποίος έχει βάρος περί τα τρία κιλά.
Και είναι γεμάτος με ΤΝΤ.
Στο ενάμιση μέτρο ύψος, αφού έχουν περάσει μερικά κλάσματα του δευτερολέπτου, το ΤΝΤ εκρήγνυται. Η ισχύς της έκρηξης δεν σκοτώνει απλά –διαλύει. Ακρωτηριάζει θανάσιμα ότι βρίσκεται κοντά της. Κι όλα αυτά ξαφνικά, χωρίς το θύμα να έχει πάρει χαμπάρι τι έγινε, χωρίς να καταλάβει ότι εκεί που περπατούσε, ανέμελο, παραμερίζοντας τα χορτάρια και τσαλαπατώντας τα ξεραμένα βάτα του εδάφους, πάτησε τρία μεταλλικά κερατάκια που εξείχαν ελάχιστα από το έδαφος, που υπήρχαν εκεί και το περίμεναν, για να το σκοτώσουν.
Η νάρκη είναι μεγάλη πουτάνα, ένα από τα πιο ύπουλα και σατανικά δημιουργήματα του ανθρώπινου νου, η ύπαρξή της ένα όνειδος, μια απόδειξη της βαθιά διεφθαρμένης ανθρώπινης φύσης.
Στον Έβρο, κατά μήκος των συνόρων με την Τουρκία, βρίσκεται σε εξέλιξη μια μεγάλη επιχείρηση του ελληνικού στρατού για την πλήρη αφαίρεση όλων των ναρκών κατά προσωπικού από τα εκεί ναρκοπέδια. Είναι μια επιχείρηση δύσκολη, αργή, και απίστευτα επικίνδυνη. Γιατί οι νάρκες, από τη φύση τους, δεν συνηθίζουν να φεύγουν εύκολα. Συνηθίζουν να παίρνουν κάποιον μαζί τους.
Το 1997 η Ελλάδα υπέγραψε τη Συνθήκη της Οττάβα, μια συνθήκη για την κατάργηση των ναρκών κατά προσωπικού (ναρκών, δηλαδή, που στοχεύουν σε πεζούς –σε αντιδιαστολή με τις αντιαρματικές που στοχεύουν σε οχήματα), μαζί με περίπου 145 χώρες. Η συνθήκη ήταν μια σημαντική κατάκτηση της International Campaign to Ban Landmines (ICBL), μιας ΜΚΟ που οργάνωσε ένα κίνημα για την καταπολέμηση της μάστιγας που, ειδικά στον Τρίτο Κόσμο, στοιχίζει τη ζωή σε χιλιάδες ανθρώπους, και αφήνει ακόμα περισσότερους ακρωτηριασμένους.
Η Ελλάδα είναι η τελευταία χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης που διαθέτει νάρκες κατά προσωπικού στο έδαφός της –και διαθέτει μπόλικες. Πάνω από 1,5 εκατομμύριο τέτοιες νάρκες είναι διάσπαρτες σε διάφορα σημεία της χώρα. Οι περισσότερες είναι πολύ παλιές, έχουν ξεμείνει από τον εμφύλιο στο Γράμμο και το Βίτσι, και η απομάκρυνσή τους είναι πολύ δύσκολη. Το μεγαλύτερο πρόβλημα, ωστόσο, παρουσιάζεται από τις νάρκες στον Έβρο. Εκεί, κατά μήκος των ελληνοτουρικών συνόρων, στρώθηκαν περίπου 25.000 νάρκες μετά το 1974, όταν ένας πόλεμος με τους γείτονες θεωρείτο πιθανός. Από τότε ούτε ένας Τούρκος δεν έχει περάσει, αλλά πολλοί Ιρακινοί, Πακιστανοί, και άλλοι εξαθλιωμένοι λαθρομετανάστες δοκίμασαν. Αν και δεν υπάρχουν επίσημα στοιχεία, 67 μετανάστες έχουν σκοτωθεί ή τραυματιστεί σοβαρά στα ναρκοπέδια του Έβρου από το 1999 και μετά.
Μετά από μεγάλη καθυστέρηση, η Ελλάδα επικύρωσε την Συνθήκη μόλις το 2003 (την ίδια μέρα με την Τουρκία), και ξεκίνησε αμέσως την αφαίρεση των ναρκών κατά προσωπικού από τα ναρκοπέδια του Έβρου (και, σε κάποιες περιπτώσεις, την αντικατάστασή τους με αντιαρματικές). Την αποστολή ανέλαβε το Τάγμα Εκκαθάρισης Ναρκοπεδίων Ξηράς (ΤΕΝΞ), ένα επίλεκτο σώμα που υπάρχει εδώ και 51 χρόνια και έχει ως αποστολή τη ναρκοθέτηση και αποναρκοθέτηση περιοχών. Στις 14 του περασμένου Ιούνη, η 122 Ομάδα Ναρκαλιείας του ΤΕΝΞ, που αποτελείτο από δέκα άντρες, πήγε σε ένα ναρκοπέδιο κοντά στο στρατόπεδο Μανίτσα του Έβρου, για να δουλέψει.
«Ακολουθήσαμε την ομάδα, που έφτασε στο ναρκοπέδιο πολύ νωρίς το πρωί», μου είπε ο Παύλος Νεράντζης, ο δημιουργός του Mixer της ΕΤ3, που ακολουθούσε την 122 ΟΜ για το ντοκιμαντέρ που ετοίμαζε. «Αποφασίσαμε μόνο να βλέπουμε και να καταγράφουμε την προετοιμασία τους, και να μην τους μιλήσουμε πριν ολοκληρώσουν τη δουλειά τους».
Το συγκεκριμένο πρωινό, μόνο δύο ομάδες θα έμπαιναν στο ναρκοπέδιο για να δουλέψουν. Κάθε ομάδα αποτελείται από δύο ναρκαλιευτές. Ο ένας, που προπορεύεται, φέρει τον ερευνητή, τον ανιχνευτή μετάλλων δηλαδή, που εντοπίζει τις νάρκες. Ο δεύτερος ακολουθεί από πίσω, είναι ο βοηθός. Όταν ο προπορευόμενος εντοπίζει μια νάρκη, κάνει σήμα στον βοηθό, ο οποίος οπισθοχωρεί στην προβλεπόμενη απόσταση και καλύπτεται, καθώς ο πρώτος την απενεργοποιεί. Ο ομαδάρχης καθόρισε ποια θα ήταν τα ζευγάρια, και οι ναρκαλιευτές πέρασαν το συρματόπλεγμα και μπήκαν στο κατάφυτο ναρκοπέδιο, που έμοιαζε με ένα τυπικό δάσος. Ακολούθησαν την ταινία χάραξης, μια λευκή λωρίδα που είχαν τοποθετήσει στο έδαφος από τις προηγούμενες μέρες, που υποδείκνυε το καθαρισμένο μονοπάτι το οποίο θα ακολουθούσαν, μέχρι να φτάσουν στο σημείο που είχαν σταματήσει την έρευνα.
«Καθίσαμε σε ένα τραπέζι έξω από το συρματόπλεγμα», θυμάται ο Παύλος Νεράντζης, «εγώ, ο καμεραμάν, ο ομαδάρχης και ο ταγματάρχης Ιγγλεζάκης από τη 12η Μεραρχία, που μας συνόδευε, και κουβεντιάζαμε τον τρόπο με τον οποίο δουλεύουν».
Τότε, λίγο πριν τις 9 το πρωί, ένας κουφός κρότος ακούστηκε.
«Εμένα μου φάνηκε ότι έγινε πολύ κοντά, αλλά η απόσταση ήταν τουλάχιστον 50 μέτρα», λέει ο Νεράντζης. «Πεταχτήκαμε όλοι όρθιοι, το τραπέζι πήγε να πέσει, η κάμερα γλίστρησε στο πλάι, την έπιασα, τη σήκωσα αμέσως να τραβήξω, ο καπνός της έκρηξης ήταν ακόμα στον αέρα. Ο Ιγγλεζάκης μου ζήτησε να μην τραβήξω, με μια φωνή που δεν σήκωνε αντιρρήσεις».
Δεν υπήρχε καμία αμφιβολία –ήταν νάρκη. Κάτι είχε συμβεί, μια νάρκη είχε σκάσει, αλλά τις πρώτες στιγμές κανείς δεν ήξερε πώς ή γιατί. Τα χορτάρια ήταν ψηλά, το έδαφος είχε κλίση, και κανείς έξω από το συρματόπλεγμα δεν έβλεπε τι είχε συμβεί στο σημείο που είχε γίνει η έκρηξη.
Μόλις καταλάγιασε ο καπνός, οι ναρκαλιευτές που ήταν μέσα στο ναρκοπέδιο, και άλλοι δύο που μπήκαν, προχώρησαν προσεκτικά προς την τοποθεσία της έκρηξης. Έγινε αμέσως σαφές ποιος έλειπε.
«Βαγγέλη απάντησέ μου» φώναζε ο ομαδάρχης. Συνέχεια.
Αλλά ο Βαγγέλης Ξενάκης από την Άρτα, 36 χρονών, πατέρας ενός παιδιού, που μόλις είχε αγοράσει σπίτι στην Αλεξανδρούπολη, που σε λίγους μήνες θα γινόταν για δεύτερη φορά μπαμπάς, δεν απαντούσε.
«Όταν τον έβγαλαν έξω ανέπνεε», θυμάται ο Νεράντζης. «Το αριστερό του χέρι δεν υπήρχε. Το αριστερό του πόδι κρεμόταν από ένα πετσάκι. Θραύσματα είχαν θρυμματίσει τη λεκάνη του. Δεν αιμορραγούσε, η θερμότητα της έκρηξης είχε καυτηριάσει τις πληγές».
Το ασθενοφόρο ήταν πολύ κοντά –ήρθε αμέσως, έβαλαν τον Βαγγέλη μέσα, και έφυγε με μεγάλη ταχύτητα για την Αλεξανδρούπολη.
«Τα πρόσωπα όλων είχαν χλομιάσει. Τα παιδιά ήταν τραγικές φιγούρες. Άλλος καθόταν οκλαδόν στο έδαφος και κρατούσε το κεφάλι του. Άλλος κοιτούσε ψηλά τα δέντρα, αμίλητος, για πολλή ώρα».
Καθώς το ασθενοφόρο απομακρυνόταν, οι άλλοι στρατιώτες φώναζαν «Κράτα Βαγγέλη!».
Αλλά ο Βαγγέλης δεν μπορούσε να τους ακούσει. Και δεν κράτησε.
Έφτασα στον Έβρο περίπου δύο εβδομάδες μετά το ατύχημα. Η 122 Ομάδα Ναρκαλιείας είχε πάρει άδεια –τα μέλη της είχαν φύγει για τα σπίτια τους, για να ηρεμήσουν και να ξεπεράσουν τον θάνατο του συναδέλφου τους. Ο Γιάννης Ιγγλεζάκης, ο ταγματάρχης της 12ης Ταξιαρχίας στην δικαιοδοσία της οποίας δουλεύουν αρκετές ΟΜ, και ο οποίος ήταν παρών στο ατύχημα που στοίχισε τη ζωή στον Βαγγέλη Ξενάκη, με πήγε με το αυτοκίνητό του σε ένα άλλο ναρκοπέδιο, περίπου 60 χιλιόμετρα από την Αλεξανδρούπολη, κοντά στο χωριό Λυκόφη.
Τα ναρκοπέδια, αν θέλετε να έχετε μια εικόνα, είναι περιφραγμένα κομμάτια του δάσους. Όταν λέμε «περιφραγμένα», εννοούμε ένα συρματόπλεγμα ύψους ενάμιση μέτρου, που σε μερικά σημεία έχει και κοτετσόσυρμα από πάνω (το οποίο, όπως λέει ο ταγματάρχης Ιγγλεζάκης, δεν προβλέπεται, αλλά έχει προστεθεί για περισσότερη ασφάλεια), και πάνω στο συρματόπλεγμα τρίγωνες μεταλλικές ή πλαστικές ταμπέλες ανά ένα μέτρο σε κόκκινο χρώμα, που οι μισές γράφουν με λευκά, φωσφοριζέ γράμματα «ΝΑΡΚΕΣ» και «MINES» και οι άλλες μισές έχουν μια λευκή νεκροκεφαλή.
Με άλλα λόγια, δεν υπάρχει περίπτωση να βρεθείς κοντά σε ναρκοπέδιο και να μην πάρεις χαμπάρι ότι εκεί μέσα, δεν μπαίνεις.
Παρ’ όλα αυτά, έξω από τα ναρκοπέδια η ζωή συνεχίζεται αναπάντεχα χαλαρά –καθώς πλησιάζαμε προς το σημείο που δούλευε σήμερα η 212 ΟΜ, είδαμε έναν αγρότη με το τρακτέρ του να ραντίζει ανέμελα τα σπαρτά σε ένα παραλληλόγραμμο χωράφι, οι δύο από τις τέσσερις πλευρές του οποίου οριοθετούνταν από το συρματόπλεγμα με τις κόκκινες ταμπέλες.
«Όταν καθαριστεί ένα ναρκοπέδιο», μου είπε ο Ιγγλεζάκης, «στη συνέχεια μπορεί να αποδοθεί στους αγρότες, και να καλλιεργηθεί».
Λίγα λεπτά αργότερα, φτάσαμε σε ένα ήσυχο λιβάδι, όπου μας περίμενε η 212 ΟΜ. Αποτελούμενη κι αυτή από δέκα άνδρες, βρισκόταν στη διαδικασία επανέρευνας στο συγκεκριμένο ναρκοπέδιο. Αυτό σημαίνει ότι όλες οι νάρκες είχαν βρεθεί και είχαν αφαιρεθεί, και τώρα η ομάδα περνούσε μια δεύτερη φορά για να αφαιρέσει οτιδήποτε μεταλλικό είχε μείνει, και να επιβεβαιώσει ότι το λιβάδι είναι καθαρό.
«Όταν μπαίνεις στο ναρκοπέδιο, δεν ψάχνεις τις νάρκες στα τυφλά», μου εξήγησε ο ταγματάρχης. «Υπάρχουν συγκεκριμένες καταγραφές με τον αριθμό και τη θέση των ναρκών του ναρκοπεδίου, που είχαν δημιουργηθεί όταν το ναρκοπέδιο στρώθηκε».
Το λιβάδι τώρα ήταν καθαρό, όλες οι νάρκες είχαν αφαιρεθεί παρ’ όλα αυτά η 212 ΟΜ δεν μας επέτρεπε να μπούμε μέσα από το συρματόπλεγμα. Σε μια γωνία, απλωμένος στο έδαφος, ήταν ο εξοπλισμός της ομάδας: Τα κράνη από Kevlar, το αλεξίσφαιρο γιλέκο, οι ερευνητές, τα ηλεκτρικά πριόνια που χρησίμευαν για τον καθαρισμό της πυκνής χαμηλής βλάστησης. Ο Χρήστος Παπαλεξανδρής, μέλος του Πολιτικού Προσωπικού του ΤΕΝΞ, με βοήθησε να φορέσω ένα κράνος και ένα γιλέκο, για να δω πόσο βαριά είναι (είναι βαριά) και μου είπε ότι με αυτό τον εξοπλισμό, χειμώνα-καλοκαίρι, οι ναρκαλιευτές περπατούν, σκύβουν, ψάχνουν, αφοπλίζουν νάρκες μέσα στα ναρκοπέδια.
Το ναρκοπέδιο στο οποίο βρισκόμασταν είχε έκταση περί τα 85 στρέμματα. Η άρση (όπως λέγεται το πρώτο στάδιο της αφαίρεσης των ναρκών) είχε διαρκέσει περί τους τρεις μήνες. «Η επανέρευνα είναι πιο χρονοβόρα», μου είπε ο Λοχαγός Βασίλης Κωτσιάντης, ο ομαδάρχης της 212 ΟΜ, ένας ψηλός, γλυκομίλητος άνδρας, με ένα παχύ μουστάκι που θυμίζει Γκράουτσο Μαρξ. «Στην άρση, ο ναρκαλιευτής πηγαίνει κατευθείαν στα σημεία που βρίσκονται οι νάρκες, ενώ στην επανέρευνα ψάχνουμε τα πάντα, ακόμα και καρφάκια, καπάκια από Coca Cola, οτιδήποτε».
Κάποια από τα μέλη της ομάδας φόρεσαν τον εξοπλισμό και μου έδειξαν πώς δουλεύουν: Περπατούν κατά μήκος της ταινίας χάραξης με τον ερευνητή μπροστά τους, σαν να ψάχνουν θησαυρό. Όταν ανιχνεύσει τη μεταλλική νάρκη (στην Ελλάδα δεν έχουν τοποθετηθεί οι άλλες, οι πιο ύπουλες, οι πλαστικές), γονατίζει και την απενεργοποιεί, με μία διαδικασία λεπτή και συγκεκριμένη. «Είμαστε η μόνη χώρα στον κόσμο», μου είπε ο Βασίλης Κωτσιάντης, «που κάνει άρση ναρκοπεδίων αποκλειστικά με τα χέρια».
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι πρόκειται για ένα από τα πιο επικίνδυνα επαγγέλματα στον κόσμο. Στα 51 χρόνια από την ίδρυσή του, το ΤΕΝΞ μετρά 31 νεκρούς και 17 τραυματίες. «Η πρώτη φορά που μου συνέβη», θυμάται ο Χρήστος Παπαλεξανδρής, «ήταν το 1978, όταν η ομάδα μου απεγκλώβισε έναν αξιωματικό που είχε πέσει σε ναρκοπέδιο. Από τότε, περίπου κάθε ενάμιση χρόνο έχουμε και ένα νεκρό». Ο Παπαλεξανδρής και ο Κωτσιάντης κάνουν αυτή τη δουλειά εδώ και είκοσι χρόνια. Πλέον πλησιάζουν το όριο συνταξιοδότησης, και το σκέφτονται σοβαρά. «Από την ίδρυση του τάγματος», λέει ο Παπαλεξανδρής, «οι συνάδελφοί μου στο πολιτικό προσωπικό που έχουν συνταξιοδοτηθεί είναι τρεις. Μην με ρωτάτε για τους άλλους. Την απάντηση την ξέρετε».
Οι ναρκαλιευτές αμείβονται σχετικά καλά, αν και το «καλά» είναι μια έννοια σχετική όταν το αντικείμενο του επαγγέλματός σου είναι σχεδιασμένο για να σε σκοτώσει. Το πολιτικό προσωπικό, μάλιστα, διαμαρτύρεται επειδή δεν παίρνει το επίδομα επικινδύνου επαγγέλματος (παίρνει μόνο ανθυγιεινού), το οποίο παίρνουν οι στρατιωτικοί.
Εσείς πόσα λεφτά θα ζητούσατε για να μπείτε σε ένα ναρκοπέδιο και να βγάλετε νάρκες και διαμελισμένα πτώματα λαθρομεταναστών, ή των συντρόφων σας;
«Περνούν κυρίως τους θερινούς μήνες, που το ποτάμι πέφτει πιο χαμηλά», μου είπε ο ταγματάρχης Ιγγλεζάκης. «Παλιότερα έρχονταν πολύ περισσότεροι», μου είπε ένας ντόπιος από την κοντινή Λυκόφη. «Είναι ήσυχοι άνθρωποι, δεν έχουμε δει κακό από αυτούς. Όταν έρχονται, ζητούν τρόπο να φύγουν προς τα κάτω, ή ζητούν την αστυνομία. Τώρα περνούν πολύ λιγότεροι».
Αυτό οφείλεται στα νέα «παιχνίδια» της Συνοριοφυλακής, που επιτρέπει στις αρχές να εντοπίζουν ομάδες ατόμων κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες πριν καν περάσουν τα σύνορα, και να τους συλλαμβάνει μόλις περάσουν. Ωστόσο, δεν κανείς δεν μπορεί να ελέγξει από πού περνούν οι λαθρομετανάστες –και πολλοί από αυτούς επιλέγουν να πηδήξουν το συρματόπλεγμα, και να περάσουν μέσα από τα ναρκοπέδια.
«Κάποτε υπήρξε μια ομάδα 37 ανθρώπων που προσπάθησαν να περάσουν», θυμάται ο Παπαλεξανδρής. «Οι 16 είχαν περάσει το συρματόπλεγμα, όταν κάποιος πάτησε τη νάρκη. Και οι 16 σκοτώθηκαν –οι υπόλοιποι τραυματίστηκαν. Ανάμεσα στους επιζώντες υπήρχαν και δύο 20χρονες μανάδες, που είχαν δύο παιδάκια, γύρω στα 4. Μπήκαμε και τους βγάλαμε. Θυμάμαι τα μάτια των παιδιών. Όταν αγκάλιασα το ένα για να το βγάλω έξω, γαντζώθηκε πάνω μου, και δεν με άφηνε».
Κοίταξα τριγύρω το λιβάδι. Υπήρχαν αρκετά ψηλά δέντρα, κυπαρίσσια κυρίως, αλλά και ψηλοί θάμνοι, ενώ η χαμηλή βλάστηση κοντά στο έδαφος ήταν οργιώδης. Δεν θα μπορούσα να περπατήσω ούτε δυο μέτρα μέσα σ’ αυτή τη μικρή ζούγκλα. Αλλά οι μετανάστες από τέτοια εδάφη περνούσαν, και μάλιστα νύχτα, χωρίς φώτα, χωρίς χάρτες, χωρίς τίποτα. Πώς τα κατάφερναν;
«Όταν ένας άνθρωπος κυνηγά την ελευθερία του», είπε ο λοχαγός Κωτσιάντης, «δεν λογαριάζει τίποτα».
Ο Γκούμα Ντικουμάνα γεννήθηκε στο Μπουρούντι, μια μικρή χώρα στην καρδιά της Αφρικής, ανάμεσα στην Ρουάντα, την Τανζανία και τη Δημοκρατία του Κονγκό, πριν από 33 χρόνια. Το 2002, και καθώς ο εμφύλιος στη χώρα του μαινόταν, ο Μπιζινούντου Ντικουμάνα, ο πατέρας του, φυλακίστηκε και στη συνέχεια εκτελέστηκε από τις δυνάμεις του στρατού, καθώς ήταν ηγέτης ενός κόμματος της αντιπολίτευσης. Ο Γκούμα, που ανήκει στη φυλή των Χούτου, έφυγε από τη χώρα και κατέφυγε στο Νταρ-Ες-Σαλάμ της Τανζανίας, και στη συνέχεια στη Μοζαμβίκη. Για πολλούς μήνες περνούσε πολύ δύσκολα, κάνοντας παρέα με άλλους εξόριστους συμπατριώτες του, και άλλους άστεγους, ψάχνοντας για δουλειές του ποδαριού και ελεημοσύνη, ψάχνοντας το επόμενο γεύμα, στέγη για την επόμενη νύχτα. Κάποια στιγμή, μπάρκαρε σε ένα πλοίο μαζί με άλλους, και δούλεψε σαν μούτσος, χωρίς να έχει ιδέα για τον προορισμό του πλοίου. Ταξίδεψε κάπου –ίσως στη Νότια Αφρική-, αλλά δεν του επετράπη να κατέβει καθόλου από το πλοίο, και τελικά επέστρεψε στη Μοζαμβίκη. Την επόμενη φορά που μπάρκαρε, όμως, το καράβι τον πήγε μαζί με τους άλλους στην Κωνσταντινούπολη. «Εδώ κατεβαίνετε», τους είπε ο καπετάνιος, και έδωσε 250 δολάρια στον καθένα. «Μόλις βγείτε από το λιμάνι θα σας πιάσουν. Μην πείτε σε κανένα ότι ήρθατε από αυτό το καράβι».
Στην Κωνσταντινούπολη ο Γκούμα γνώρισε κι άλλους αφρικανούς, με τους οποίους έκανε παρέα. Ζούσαν στους δρόμους, δεν μπορούσαν να βρουν δουλειά, δεν είχαν τίποτα. Όταν ήθελαν να κάνουν μπάνιο, πήγαιναν στο τζαμί. Ο Γκούμα κρατούσε το μεγαλύτερο μέρος των χρημάτων που του είχε δώσει ο καπετάνιος, και δεν τα ξόδευε. Και έτσι ο καιρός περνούσε, και το 2002 πλησίαζε προς το τέλος του.
Κάποια στιγμή, ο Γκούμα και οι φίλοι του γνώρισαν έναν ντόπιο, ίσως Κούρδο, ο οποίος τους επισκεπτόταν συχνά, τους μιλούσε, και τους έδινε πληροφορίες για τη χώρα και για την κατάσταση. «Οι περισσότεροι δικοί σας», τους έλεγε, «μένουν για λίγο εδώ, μέχρι να μαζέψουν τα λεφτά, και μετά φεύγουν για την Ελλάδα». Λίγο αργότερα, προσφέρθηκε να τους βοηθήσει να περάσουν. Τους είπε, όμως, ότι το πέρασμα κοστίζει πολλά χρήματα. Άλλοι πληρώνουν 1000, άλλοι 2000 δολάρια. Τους έφερε σε επαφή με έναν άλλο Κούρδο. «Εσύ πόσα λεφτά έχεις;» ρώτησε εκείνος τον Γκούμα. «250 δολάρια», απάντησε αυτός. «Εντάξει», είπε ο Κούρδος. «Δώσε μου τα 100 τώρα, και όταν συγκεντρώσω αρκετούς, θα σε ειδοποιήσω. Έχε έτοιμα τα υπόλοιπα».
Τα μεσάνυχτα της 2ας Ιανουαρίου του 2003, ο Κούρδος μετέφερε τον Γκούμα, δύο φίλους του (έναν από το Μπουρούντι και έναν από την Τανζανία) και δύο άλλους, Σενεγαλέζους, με το αυτοκίνητο στα σύνορα. Μετά από μια ώρα στο αυτοκίνητο, τους έβγαλε έξω, και τους ζήτησε να τον ακολουθήσουν. Περπάτησαν 45 λεπτά μέσα στην παγωμένη νύχτα, μέχρι που έφτασαν στις γραμμές του τρένου, δίπλα στο ποτάμι, τον Έβρο. «Βλέπετε αυτό το φως;» τους είπε ο Κούρδος. «Μην πάτε από εκεί, είναι η Βουλγαρία. Θα πάτε προς εκείνο το φως, στα νότια. Εκεί είναι η Ελλάδα». Και έβγαλε μια μικρή φουσκωτή βάρκα, και τη φούσκωσε με μια τρόμπα. «Πρώτα θα περάσω εσάς τους δύο», είπε, «και μετά τους υπόλοιπους».
Αφού τους πέρασε, τους ζήτησε τα υπόλοιπα λεφτά, και τους είπε να προχωρήσουν ευθεία μέχρι να βρουν τις ράγες, και να τις ακολουθήσουν. «Όταν σας πιάσουν», είπε, «Θα σας κρατήσουν στη φυλακή και μετά από λίγο καιρό θα σας στείλουν στην Αθήνα». Και μετά, έφυγε.
Στη συνέχεια, η παρέα των πέντε χωρίστηκε. Οι δύο Σενεγαλέζοι αποφάσισαν να ακολουθήσουν δικό τους δρόμο, και ο Γκούμα με τους φίλους του αποφάσισαν να προχωρήσουν ευθεία. Πολύ γρήγορα βρήκαν ένα φράχτη από συρματόπλεγμα. Δεν ήταν πολύ ψηλός, έτσι τον πήδηξαν εύκολα, και μπήκαν σε ένα χωράφι που είχε πολύ μεγάλη κλίση, και ψηλά δέντρα. Το κρύο ήταν τσουχτερό, και οι τρεις άντρες προχωρούσαν με δυσκολία, έχοντας μικρή απόσταση μεταξύ τους. Και τότε, ο ένας από τους δύο φίλους του Γκούμα, πάτησε τη νάρκη.
Συνάντησα τον Γκούμα Ντικουμάνα στην Ομόνοια, ένα πρωινό που έβρεχε σαν να ήταν Νοέμβριος, και οι άνθρωποι είχαν μαζευτεί κάτω από τα υπόστεγα και κοιτούσαν τη βροχή και τις κοπελίτσες που έτρεχαν με τα μικροσκοπικά καλοκαιρινά τους ρούχα κολλημένα πάνω τους απ’ το νερό, χωρίς να μιλάνε. Ο Γκούμα είναι ψηλός, και έχει ένα νωχελικό περπάτημα που τον κάνει να μοιάζει με χιπ-χοπ τραγουδιστή. Μιλάει αρκετά καλά αγγλικά, αλλά σχεδόν καθόλου ελληνικά. Καθίσαμε στο Νέον και μου έδειξε τις ακτινογραφίες με τα θραύσματα που υπήρχαν ακόμα στο κεφάλι του, και εγώ αναρωτιόμουν χυδαία «αυτό είναι όλο;», και μετά σήκωσε το μπατζάκι και κατάλαβα ότι το νωχελικό του περπάτημα οφείλεται στο ότι το δεξί του πόδι είναι κομμένο από ένα σημείο ψηλά στην κνήμη.
«Άκουσα έναν ήχο, και κατάλαβα ότι κοντά μου υπάρχει καπνός», μου είπε, «αλλά δεν πήγε το μυαλό μου στις νάρκες. Ήξερα ότι υπήρχαν ναρκοπέδια στη Μοζαμβίκη, στη Ναμίμπια, στη Σομαλία, σε διάφορες χώρες που είχαν πόλεμο, είχα δει στην τηλεόραση γι’ αυτές, αλλά δεν μπορούσα να φανταστώ ότι στην Ευρώπη είχαν τέτοια πράγματα».
Ο φίλος του Γκούμα που είχε πατήσει τη νάρκη, είχε χάσει και τα δυο του πόδια, και το δεξί κομμάτι του κορμιού του είχε ανοίξει. Ο άλλος φίλος, που τον ακολουθούσε, είχε χάσει ένα πόδι, και αιμορραγούσε. Αυτός άντεξε μέχρι το πρωί. Και ο Γκούμα, πεσμένος στα χορτάρια, δεν ένιωθε τίποτα. Για μερικές στιγμές προσπάθησε να μαντέψει τι συμβαίνει, αν τους πυροβολούν, τι είχε γίνει, και μετά λιποθύμησε, και ξαναβρήκε τις αισθήσεις του όταν πια χάραζε.
Το πρωί, οι δυο τους ήταν ακόμα ζωντανοί. «Ο φίλος μου δεν μπορούσε να κουνηθεί. Τον άκουγα να φωνάζει «Σε παρακαλώ Θεέ μου, σε παρακαλώ Θεέ μου», και να προσεύχεται και να ζητά την οικογένειά μου. Μου είπε «έλα κοντά μου να πεθάνουμε μαζί».
Μετά από λίγο, ο φίλος του σταμάτησε να φωνάζει.
«Το πρωί είδα πως ήταν η κατάσταση. Τα χορτάρια γύρω από τον φίλο μου ήταν μαύρα, παντού αίμα. Και γύρω από τον άλλο φίλο μου ήταν μαύρα, από την έκρηξη. Εγώ είχα αίμα στα ρούχα μου. Ένιωθα περίεργα το αριστερό μου πόδι. Έβγαλα το παπούτσι μου, και το πέλμα άρχισε να ανοίγει. Έβγαινε πολύ πηχτό αίμα. Το άλλο πόδι, το δεξί ήταν ολόκληρο έτσι. Ήμουν μόνος μου, και είχα αίμα παντού. Κατάλαβα ότι έχω πολύ λίγο χρόνο ακόμα να ζήσω και είπα, «Παρακαλώ Θεέ, είσαι ο μόνος που μπορεί να με βοηθήσει».
Πότε πότε, από ψηλά άκουγα τον ήχο του τρένου. Κάθε φορά που πέρναγε, φώναζα και σήκωνα το χέρι μήπως και με δει κάποιος, μήπως και με ακούσουν. Αλλά πέρναγε πολύ γρήγορα.
Προσπάθησα να αλλάξω θέση στο πόδι μου, αλλά πονούσα πάρα πολύ. Περνούσαν οι ώρες, και μερικές στιγμές ένιωθα ότι έχανα το μυαλό μου, και δεν ήξερα που είμαι. Και κάποιες φορές λιποθυμούσα. Μετά από λίγες ώρες, άρχισαν να έρχονται κάτι πουλιά για να φάνε τους φίλους μου. Τους φώναζα για να φύγουν.
Κάποια στιγμή, αποφάσισα ότι πρέπει να μετακινηθώ. Άρπαζα τα χορτάρια με τα χέρια και τραβούσα το σώμα μου, αλλά πονούσα πολύ και το έδαφος είχε μεγάλη κλίση, και έτσι σταματούσα. Αλλά μετά συνέχιζα, και προχωρούσα σαν φίδι. Προχώρησα είκοσι μέτρα, που μου φάνηκε πολύ μεγάλη απόσταση, και μετά είχα κουραστεί τόσο πολύ, δεν είχα ούτε νερό ούτε τίποτα, και πονούσα, και έκανε πολύ κρύο, έτσι λιποθύμησα.
Όταν ξύπνησα, άρχισα να κλαίω. Και μετά άρχισα να τραγουδάω. Δεν ξέρω γιατί, το μυαλό μου δεν ήταν καλά. Προχώρησα κι άλλο λίγο, με πολλή δυσκολία, και έφτασα κοντά στο φράχτη, κι από την άλλη πλευρά ήταν ο στρατός».
Οι Έλληνες στρατιώτες έβγαλαν τον Γκούμα από το ναρκοπέδιο και τον μετέφεραν στο νοσοκομείο του Διδυμότειχου. Μετά από 14 ώρες στο παγωμένο ναρκοπέδιο του Βόρειου Έβρου, είχε πάθει βαριάς μορφής υποθερμία. Είχε δεκάδες θλαστικά τραύματα από τα θραύσματα της νάρκης στο δεξί χέρι, στο κεφάλι, στο θώρακα, στο αριστερό πόδι, είχε ένα πολύ βαθύ τραύμα στην αριστερή φτέρνα, και θα έχανε το δεξί του πόδι από γάγγραινα.
«Ήταν τελείως σοκαρισμένος», θυμάται η Βιβή Καλπακλή, η νοσοκόμα που τον φρόντισε στο νοσοκομείο, και τον βοήθησε με διάφορους τρόπους μέχρι σήμερα. «Προσπαθήσαμε να τον υποστηρίξουμε ψυχολογικά, έγινε ένας έρανος για να συγκεντρωθούν τα χρήματα να του πάρουμε το τεχνητό μέλος. Δεν του άξιζε αυτή η τύχη, είναι πολύ καλό παιδί, πολύ έντιμος χαρακτήρας. Το Πάσχα ήταν στο σπίτι μας, πήγαμε μαζί στην Εκκλησία, παρακολούθησε όλες τις λειτουργίες, τον Επιτάφιο».
«Η Μάμα Βίβη και οι άνθρωποι που έρχονταν να με δουν στο νοσοκομείο μου έδιναν ελπίδα», λέει ο Γκούμα. «Είναι πολύ καλοί άνθρωποι».
Μετά από 6 μήνες παραμονής στο νοσοκομείο, ο Γκούμα πήρε το εξιτήριό του. Τώρα ζει στην Αθήνα, και περνά πολύ δύσκολα. «Δεν μπορώ να βρω δουλειά», λέει. «Και το πόδι μου έχει πολλά έξοδα. Οι άνθρωποι με βοηθούν, αλλά από ένα σημείο και μετά ντρέπομαι να τους ζητάω λεφτά. Και το κράτος δεν βοηθάει. Μόνο στέλνει χαρτιά για να απελαθώ».
Το άρθρο 6, παράγραφος 3 της Συνθήκης της Οττάβα λέει: «Κάθε κράτος-μέλος που έχει τη δυνατότητα, υποχρεούται να προσφέρει βοήθεια για την φροντίδα, την αποκατάσταση και την κοινωνική και οικονομική επανένταξη των θυμάτων από νάρκες». Είναι μια δέσμευση που, μαντέψτε, αγνοείται πλήρως από την Ελλάδα.
Συνάντησα άλλο ένα θύμα των ναρκοπεδίων του Έβρου, τον 25χρονο Μαροκινό Σαμίρ Μουρίμπ, στην Καλλιθέα. Ο Σαμίρ πέρασε το ποτάμι το 2002, αφού είχε πληρώσει 1000 ευρώ στον τούρκο διακινητή, και έχασε το δεξί του πόδι όταν ένας άλλος πάτησε τη νάρκη. Εκείνος πέθανε αμέσως. Ο φίλος του, με τον οποίο περνούσαν μαζί, ο Ραντούν Χαρμπούς, έχασε και τα δύο του πόδια, καθώς και τη χρήση του ενός χεριού. Καθώς νοσηλευόταν στο νοσοκομείο, ο Ραντούν έλαβε δύο χαρτιά από την αστυνομία, που διάτασσαν την απέλασή του.
«Πώς θα φύγω;» είπε. «Αφού δεν έχω πόδια».
Αφού έμεινε μαζί με τον Σαμίρ για λίγο στην Αθήνα, όπου φυσικά δεν είχαν καμία κρατική βοήθεια, ο Ραντούν έφυγε για την Ιταλία, όπου το κράτος του παρέχει οικονομική στήριξη.
Ο Σαμίρ είναι καλύτερα ενταγμένος στην ελληνική κοινωνία από τον Γκούμα. Μιλάει αρκετά καλά ελληνικά, και δουλεύει σε ένα εργοστάσιο που κόβει λαμαρίνες. «Μου αρέσει η Ελλάδα», λέει. «Μου αρέσει το κλίμα. Και δεν είναι ρατσιστές οι Έλληνες. Ξέρω ότι στις άλλες χώρες είναι δύσκολα για τους ξένους. Αλλά η κυβέρνηση είναι πολύ κακή. Δεν μας βοηθάει καθόλου».
Και τα έξοδά τους είναι, φυσικά πολύ μεγάλα. Το πόδι που φορούν κοστίζει από 5 μέχρι 7000 ευρώ, και πρέπει να αλλάζει κάθε πέντε χρόνια. Σιλικόνες και συντήρηση, κοστίζουν πολλές εκατοντάδες ευρώ κάθε χρόνο. Οι άνθρωποι αυτοί νιώθουν μια πίκρα για το κακό που τους βρήκε –νιώθουν ότι αξίζουν μια αποζημίωση, αλλά δεν υπάρχει κανείς να τους την δώσει.
«Πάντα κλαίω», λέει ο Σαμίρ. «Και σήμερα έκλαιγα. Θυμόμουν πώς ήμουν. Το ξεπερνάς κάποια στιγμή, αλλά πάντα κάτι μένει. Έκανα συνέχεια σπορ, παλιά, έπαιζα πολύ καλά μπάλα. Τώρα, αν θέλω να κάνω σπορ πρέπει να πάρω άλλο πόδι, 6000 ευρώ. Αν θέλω να πάω στη θάλασσα, άλλο πόδι, 5000 ευρώ. Στις άλλες χώρες οι πρόσφυγες παίρνουν λεφτά. Και τα άτομα με ειδικές ανάγκες, περισσότερα. Εδώ, έχω πάρει μέχρι τώρα δύο χαρτιά που μου λένε να φύγω».
Σύμφωνα με τη συνθήκη της Οτάβα, η Ελλάδα πρέπει την 1η Μαρτίου του 2014 να μην έχει καμία νάρκη κατά προσωπικού στο έδαφός της. Σύμφωνα με τον ταγματάρχη Ιγγλεζάκη, το πλάνο του Στρατού προβλέπει την ολοκλήρωση της αποναρκοθέτησης το 2010 –και προσπαθούν στην πράξη να την ολοκληρώσουν το 2008. «Η Ελλάδα βρίσκεται σε πολύ καλό δρόμο», συμφωνεί η Λουίζα Ο’Μπράιαν, που δουλεύει για το ICBL, ελέγχοντας την τήρηση της Συνθήκης της Οτάβα στην Ελλάδα και την Κύπρο. «Θεωρούμε ότι μέχρι το 2011 θα έχει ολοκληρώσει την αποναρκοθέτηση».
Καθώς όμως οι άνδρες του ΤΕΝΞ καθαρίζουν τα ναρκοπέδια, οι ακρωτηριασμένοι επιζώντες αφήνονται στην τύχη τους από το κράτος. «Δεν είναι τόσο δύσκολη υπόθεση η βοήθειά τους», μου είπε η Λουίζα Ο’ Μπράιαν, που ζει στην Ελλάδα και ξέρει την υπόθεση των δύο άτυχων μεταναστών. «Απλά πρέπει να πειστούν οι αρμόδιες υπηρεσίες ότι το θέμα είναι σημαντικό. Δεν έχουμε χιλιάδες νεκρούς στα ναρκοπέδια, ευτυχώς, έχουμε λίγους, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν χρειάζονται βοήθεια». Πρέπει να θεσμοθετηθεί άμεσα ένας τρόπος βοήθειας αυτών των ανθρώπων, γιατί δεν θα σταματήσουν να έρχονται, και να βλέπουν τη ζωή τους να καταστρέφεται μόλις μπαίνουν στη χώρα μας, χωρίς να φταίνε σε τίποτα.
Από τότε που ο Γκούμα έσυρε τον εαυτό του από το παγωμένο ναρκοπέδιο, άλλοι 20 άνθρωποι, 19 μετανάστες και ο Βαγγέλης Ξενάκης, έχουν χάσει τη ζωή τους στα ναρκοπέδια του Έβρου. Για μερικά χρόνια ακόμα, χιλιάδες από αυτά τα καταραμένα κατασκευάσματα θα παραμένουν θαμμένα στο εύφορο έδαφος, περιμένοντας το επόμενο άτυχο θύμα να κάνει το τελευταίο του βήμα.