Όσα βουνά κι αν ανεβείτε
Απ’ τις κορφές τους θα αγναντεύετε άλλες κορφές, ψηλότερες
Μιαν άλλη πλάση ξελογιάστρα
Και στην κορφή σαν φτάσετε την κατάψηλη
Πάλε θα καταλάβετε πως βρίσκεστε
Σαν πρώτα κάτου απ’ όλα τα αστέρια.
Όλα ξεκίνησαν πριν από 140 εκατομμύρια χρόνια, όταν μια μεγάλη νησιωτική ήπειρος, η Godwanaland, που έμελλε να γίνει η σημερινή Ινδία, άρχισε να κινείται βόρεια, και η τεκτονική πλάκα στην οποία βρισκόταν έπεσε με κοσμογονικό πάταγο πάνω στην πλάκα της Ευρασίας, και ένας ολόκληρος ωκεανός εξαφανίστηκε από την σφοδρότητα της σύγκρουσης και την ορμή της πέτρας, του συνθλιβόμενου φλοιού που συμπιέστηκε βίαια και δημιούργησε τις γιγάντιες μάζες που θα γίνονταν τα Ιμαλάια.
Μετά ακολούθησε η Μεγάλη Τριγωνομετρική Εξερεύνηση των Ινδιών το 1852, που διαπίστωσε ότι η κορυφή XV των Ιμαλαΐων είναι το ψηλότερο σημείο του κόσμου, στα 29002 πόδια (το ύψος υπολογίστηκε με μεγαλύτερη ακρίβεια 103 χρόνια αργότερα -ήταν 29028 πόδια, ή 8848 μέτρα). Η Κορυφή XV ονομαζόταν Τσομολούνγκμα (Θεά Μητέρα του Κόσμου) στα Θιβετιανά, και Σαγκαμάρθα (Μητέρα Θεά του Ουρανού) στα Νεπαλέζικα, αλλά οι αποικιοκράτες την ονόμασαν προς τιμήν του Διευθύνοντος Τοπογράφου της Βρετανικής Αυτοκρατορίας στις Ινδίες από το 1830 ως το 1843, Σερ Τζορτζ Έβερεστ. Και μόλις οι δυτικοί έμαθαν την ύπαρξή του, άρχισε ο αγώνας δρόμου για την κατάκτηση του επειδή, όπως είπε ο πρωτοπόρος Τζορτζ Μάλορι «είναι εκεί».
Ο Νεοζηλανδός Έντμουντ Χίλαρι και ο σέρπα Τένζινγκ Νοργκάι έφτασαν πρώτοι στις 29 Μαίου του 1953 –και ακολούθησαν ορδές ορειβατών, πάνω από 1700 άτομα μέχρι σήμερα. Το 1975 ανέβηκε η πρώτη γυναίκα, η γιαπωνέζα Τζούνκο Ταμπέι. Το 2001 182 άνθρωποι έκαναν κορυφή, αριθμός ρεκόρ. Την ίδια χρονιά ο αμερικανός Έρικ Βάιενμάιερ έγινε ο πρώτος τυφλός που ανεβαίνει. Το 2002 ο 70χρονος ιάπωνας Γιουτσιχίρο Μιούρα έγινε ο γηραιότερος, και η 15χρονη σέρπα Μινγκ Κίπα η νεότερη. Την ίδια χρονιά, ο θρυλικός Άπα Σέρπα ανέβηκε στην κορυφή για 13η φορά.
Πια, η μόνη κατηγορία ανθρώπων που δεν είχε κατακτήσει το Έβερεστ ήταν οι Έλληνες.
Μέχρι τώρα.
Σε υψόμετρο 5200 μέτρων είσαι αναγκασμένος να λαχανιάσεις. Ο αέρας εκεί περιέχει το μισό οξυγόνο από αυτό που έχουμε στην επιφάνεια της θάλασσας, έτσι πρέπει να παίρνεις περισσότερες και βαθύτερες ανάσες. Αλλά δεν είναι μόνο αυτό: Στην αρχή νιώθεις ζαλάδες, κούραση, ανορεξία, δυσκολία στον ύπνο. Αυτά είναι τα συμπτώματα που σου θυμίζουν ότι αυτό δεν είναι μέρος για ανθρώπους.
Η Κατασκήνωση Βάσης της Νότιας Ομάδας της Hellas Everest 2004 βρισκόταν στα 5200 μέτρα.
Ήταν ένα μεγάλο πλάτωμα γεμάτο σκηνές, τα πολύχρωμα πλαστικά αντίσκηνα των 17 ομάδων που προσπαθούσαν να ανεβούν στο Έβερεστ από τη νότια πλευρά. Το βουνό μπορείς να το προσεγγίσεις μόνο την άνοιξη και το φθινόπωρο, και τις λίγες μέρες καλοκαιρίας ο συνωστισμός των ορειβατών είναι αναπόφευκτος. Η Ελληνική ομάδα είχε φτάσει αρκετά νωρίς, και έτσι είχε στήσει στις σκηνές της στο καλύτερο σημείο, με απίθανη θέα στον παγετώνα Khumbu.
Στις 4 Απριλίου η ομάδα συμμετείχε στην παραδοσιακή τελετή που προηγείται κάθε ανάβασης. Μοναχοί από το μοναστήρι του Πάνγκμποτσε ήρθαν στην Κατασκήνωση βάσης, και σε έναν μικρό πέτρινο βωμό έκαψαν μυρωδικά φύλλα αγριοκυπαρισιού για να εξευμενίσουν τους Θεούς. Αφού οι Θεοί εξευμενίστηκαν, τα μέλη της ελληνικής αποστολής, Παναγιώτης Κοτρωνάρος (ο αρχηγός), Μιχάλης Στύλλας, Αντώνης Αντωνόπουλος, Γιώργος Βουτυρόπουλος (ο επονομαζόμενος «Βούτυρος») και Σπύρος Σούλης (ο μάνατζερ βάσης) απόλαυσαν ποταμούς της τοπικής μπίρας Chang.
Ήταν μια ομάδα ορειβατών, αλλά ταυτόχρονα και μια ομάδα φίλων, που έκαναν το χόμπι τους. Όμως η παρέα δεν ήταν πλήρης –κάποιος έλειπε. Τις στιγμές ξεκούρασης, όταν ο καθένας είχε αποσυρθεί στο αντίσκηνό του και προσπαθούσε να κρυφτεί από το μανιασμένο αέρα και να κοιμηθεί, η σκέψη όλων έτρεχε στον Χρήστο.
Η ιδέα για μια Εθνική Ομάδα ορειβασίας που θα προσπαθούσε να ανέβει στο Έβερεστ ανήκει σε έναν νεαρό Ελληνοκαναδό εκδότη, τον Παύλο Αγγελάτο, ο οποίος, απομακρυσμένος από την ελληνική ορειβατική κοινότητα (όπου, όπως σε όλες τις κοινότητες των Ελλήνων, ελλοχεύουν έριδες και αντιπαλότητες), οραματίστηκε μια ενιαία αποστολή των καλύτερων Ελλήνων ορειβατών. Είχε τα λεφτά –σημαντικός περιοριστικός παράγοντας στο παρελθόν-, είχε και το όραμα, έτσι κάποια στιγμή στο 2003 η «Hellas Everest 2004» απέκτησε σάρκα και οστά.
Στην αρχή υπήρχε μόνο η (μετέπειτα) Νότια ομάδα. Με αρχηγό τον έμπειρο και ταλαντούχο Χρήστο Μπαρούχα, η ομάδα ταξίδεψε τον Σεπτέμβρη του 2003 στο Τσο Ογιού των Ιμαλαΐων (υψόμετρο 8201), μια κορυφή εύκολη τεχνικά, μα 8άρα, ιδανική για προετοιμασία. Στις 27 Σεπτεμβρίου ο Παναγιώτης Κοτρωνάρος και ο Μιχάλης Στύλλας έκαναν κορυφή. Στις 5 Οκτωβρίου το ίδιο έκαναν ο Χρήστος Μπαρούχας με τον Παύλο Τσιαντό. Την επόμενη μέρα, ο Χρήστος Μπαρούχας πέθανε από πνευμονικό οίδημα, κατά την κάθοδό του από το βουνό.
Η ομάδα έχασε έναν αρχηγό και ένα φίλο, και η Hellas Everest 2004 του Παύλου Αγγελάτου δέχτηκε ένα ισχυρό πλήγμα. Μετά το αρχικό σοκ, όμως, η συνέχεια ήταν προδιαγεγραμμένη. Θα ανέβαιναν στο Έβερεστ, και τώρα θα ανέβαιναν και για έναν επιπλέον λόγο. Γι’ αυτό όλα τα μέλη της Νότιας ομάδας είχαν μαζί τους από μία φωτογραφία του Χρήστου.
Ο Κώστας Τζιβελέκας είναι 55 χρονών, λεπτός, νευρώδης και ηλιοκαμένος. Είναι ο πιο έμπειρος Έλληνας ορειβάτης –έχει συμμετάσχει σε 37 αποστολές, αλλά δεν είναι αυτός ο λόγος που τον προσέγγισε ο Παύλος Αγγελάτος. Τον προσέγγισε επειδή στις 37 αποστολές του ο Τζιβελέκας δεν έχει χάσει ποτέ κανέναν ορειβάτη.
Για να εξασφαλιστεί η ασφάλεια και παράλληλα να αυξηθούν οι πιθανότητες επιτυχίας, αλλά και για να επισημοποιηθεί ο χαρακτήρας της «Εθνικής Ομάδας Ορειβασίας» στην Hellas Everest 2004, προστέθηκε άλλη μια ομάδα ορειβατών, υπό την ηγεσία του Τζιβελέκα, που θα ανέβαινε το βουνό από το βορρά.
Ο Τζιβελέκας είχε προσπαθήσει άλλες δύο φορές το βουνό. Το 1993 έφτασε μέχρι τα 7000 μέτρα, αλλά αντιμετώπισε άσχημο καιρό και επέστρεψε. Το 1996, σε μια πιο φιλόδοξη προσπάθεια, έφτασε στα 8100 μέτρα, αλλά τότε ξέσπασε η μεγάλη χιονοθύελλα που στοίχισε τη ζωή σε 14 ξένους ορειβάτες –ήταν η μεγαλύτερη τραγωδία στην ιστορία της κατάκτησης του βουνού.
Και οι δύο προσπάθειές του είχαν γίνει από τη βόρεια πλευρά του βουνού –επειδή η προσέγγιση γίνεται από το Θιβέτ, που βρίσκεται υπό κινεζική κατοχή, και εκεί οι άδειες είναι πιο φτηνές. Η βόρεια πλευρά είναι πιο δύσκολη τεχνικά, και ο καιρός είναι συνήθως χειρότερος εκεί. Όμως αυτή είναι η πλευρά που ήξερε καλύτερα, έτσι η επιλογή ήταν εύκολη. Στις 3 Απριλίου του 2004, η Βόρεια ομάδα της Hellas Everest 2004 έφτασε στο Κατμαντού του Νεπάλ, και ξεκίνησε με τζιπ για τα σύνορα.
Ο παγετώνας Khumbu είναι το πιο δύσκολο αλλά και το πιο εντυπωσιακό κομμάτι της Νότιας διαδρομής. «Παγετώνας» δεν είναι σωστή λέξη –στα αγγλικά ονομάζεται icefall, που σημαίνει κυριολεκτικά «παγοκαταρράκτης». Είναι ένα ποτάμι πάγου, που κυλάει με ταχύτητα που κυμαίνεται από 40 μέχρι 400 μέτρα το χρόνο. Η κλίση του είναι ασυνήθιστα απότομη, και η μορφολογία του αλλάζει σχεδόν καθημερινά. Κομμάτια πάγου κακακρημνίζονται, ρωγμές εμφανίζονται, διαπλατύνονται ή εξαφανίζονται από τη μια μέρα στην άλλη. Οι θερμοκρασιακές μεταβολές μέσα στον παγετώνα είναι μεγάλες, και η κλίση του από τα 5500 μέχρι τα 6000 είναι εντυπωσιακά απότομη. Αλλά το πιο εντυπωσιακό πράγμα είναι το χρώμα του. Ο παγετώνας Khumbu είναι ένα ποτάμι μπλε πάγου, αυτή η αιώνια, σκληρή μορφή που δεν έχει σχέση με τον πάγο που ξέρουμε. Αυτός ο πάγος είναι πάγος από τότε που δεν υπήρχαν άνθρωποι.
Να πώς περνάς τον παγετώνα Khumbu: Πρώτα στέλνεις κάποιους εξειδικευμένους σέρπα (οι ντόπιοι οδηγοί –σημαίνει «άνθρωποι της Ανατολής») για να στήσουν σκοινιά στον παγετώνα. Αυτοί είναι οι επονομαζόμενοι icefall doctors, και είναι απαραίτητοι, γιατί η μορφολογία του παγετώνα αλλάζει διαρκώς, με αποτέλεσμα τα παλιά σκοινιά να χάνονται. Οι Icefall doctors ξέρουν τα μονοπάτια και τα περάσματα, και εκτός από σκοινιά στήνουν και αλουμινένιες σκάλες πάνω από τις ρωγμές και τα χάσματα. Μετά ντύνεσαι καλά, φοράς τον εξοπλισμό σου, και ξεκινάς ακολουθώντας τους σέρπα, και κρατώντας τα μάτια ανοιχτά, για να απολαύσεις το μεγαλείο του τοπίου.
Η Νότια ομάδα ανέβηκε τον παγετώνα Khumbu στις 5 Απριλίου, ξεκινώντας την διαδικασία εγκλιματισμού της σε μεγαλύτερα ύψη. Με τη βοήθεια των σέρπα κουβάλησαν υλικά και εξοπλισμό στα 5950 μέτρα, όπου έστησαν την πρώτη τους κατασκήνωση. Συνολικά θα υπήρχαν 4 κατασκηνώσεις ψηλότερα από την κατασκήνωση βάσης. Η ομάδα θα πηγαινοερχόταν από τη μία στην άλλη μέχρι να στηθούν όλες, για να εγκλιματιστούν τα μέλη στο υψόμετρο. Μέχρι το τέλος της αποστολής, θα ανεβοκατέβαιναν τον παγετώνα Khumbu τέσσερις φορές.
Την ίδια ώρα, η Βόρεια ομάδα αντιμετώπιζε ένα εμπόδιο πιο απάνθρωπο από τον παγετώνα Khumbu: την κινεζική γραφειοκρατία. Στο χωριό Κοντάρι, πάνω στα σύνορα Νεπάλ-Θιβέτ, οι Κινέζοι συνοριακοί φρουροί ταλαιπώρησαν τους Έλληνες με ανεξάντλητες διατυπώσεις και διαδικασίες. Τα πνεύματα άναψαν όταν οι φρουροί ξήλωσαν βίαια ένα σύμβολο του Θιβέτ από το μπουφάν του Γιάννη Τήλιου, του επονομαζόμενου «Τσέχου», αλλά τελικά όλοι πέρασαν χωρίς προβλήματα. Μετά από πολλά στρατιωτικά μπλόκα, πέρασαν από το χωριό Νιαλάμ, την επίσημη είσοδο του οροπεδίου του Θιβέτ, και μετά από την κωμόπολη Τίγκρι στην καρδιά του υψιπέδου, στα 4200 μέτρα. Εκεί συνεχίστηκε η ατυχία του Τσέχου, όταν πάτησε ένα σκύλο κι αυτός, φυσιολογικά, του χάρισε μια μεγαλοπρεπή δαγκωματιά στο πίσω μέρος του μηρού. Ήταν ένα μικρό τραύμα, αλλά ο Κιμ Κρίστι, ο άγγλος γιατρός που είχε ενσωματωθεί στην αποστολή, επέμενε να γίνει αντιλυσσικό εμβόλιο. Το εμβόλιο ήρθε με ελικόπτερο στα σύνορα από το Κατμαντού, και από εκεί έφτασε στο Τίγκρι με τζιπ.
Στις 15 Απριλίου η Βόρεια ομάδα, που αποτελείτο από τον Κώστα Τζιβελέκα, τον Γιάννη «Τσέχο» Τήλιο, τον υπαρχηγό Γιώργο Αργύρη, τον Κώστα Αποστολόπουλο, τον Πέτρο Καψομενάκη, τον Γιώργο Τσιάνο, τον Κυριάκο Ονησιφόρου και την Τασία Ηλιοπούλου, έφτασε στην δική της Κατασκήνωση Βάσης, σε ύψος 5200 μέτρων.
Στο Νότιο Διάσελο (South Col), σε υψόμετρο 7950 μέτρων, όπου βρισκόταν η Κατασκήνωση 4, ξεκινούσε η νότια κορυφογραμμή, που οδηγούσε κατευθείαν στην κορυφή, με τη μεσολάβηση του Hillary Step (κατακόρυφος βράχος τον οποίο οι ορειβάτες σκαρφαλώνουν με σκοινιά). Η διαδρομή από την Κατασκήνωση 4 μέχρι την κορυφή θα γινόταν μέσα σε μία μόνο μέρα –τη μέρα κορυφής. Για να γίνει μέρα κορυφής, πρέπει το timing να είναι σωστό όταν οι καιρικές συνθήκες είναι ιδανικές, όταν δηλαδή οι απάνθρωπες συνθήκες του Έβερεστ μαλάκωναν για λίγο, και δημιουργούσαν το λεγόμενο «παράθυρο».
Προς το παρόν η νότια ομάδα εγκλιματιζόταν ακόμα στο βουνό, ανεβάζοντας υλικά στις ψηλότερες κατασκηνώσεις, και επιστρέφοντας χαμηλότερα. Στις 20 Απριλίου ανέβηκαν για πρώτη φορά στα 7300 μέτρα, στην κατασκήνωση 3.
Σύμφωνα με τους ειδικούς, μία βραδιά χωρίς προβλήματα στην Κατασκήνωση 3 αποτελεί ασφαλή ένδειξη ότι μπορείς να προχωρήσεις παραπάνω. Η Νότια ομάδα έμεινε δύο. «Την πρώτη ένιωθα μια ζαλάδα, είχα αϋπνία και λαχάνιαζα λίγο», θυμάται ο αρχηγός Παναγιώτης Κοτρωνάρος. «Τη δεύτερη όμως ήμασταν όλοι καλύτερα».
Η Κατασκήνωση 3 είναι μια στενή εσοχή σε μια πλαγιά που έχει τρομερή κλίση, και εκεί μαζεύονται όλες οι σκηνές, πολύ κοντά η μια στην άλλη. Η θέα είναι απίστευτη, αλλά ο αέρας είναι μανιασμένος, και οι σκηνές πρέπει να δεθούν πολύ καλά με τις παγόβιδες για να μην φύγουν στην πλαγιά. Ο άνεμος εκεί δεν σφυρίζει –δεν υπάρχουν εσοχές ή σχισμές για να περάσει, το μέρος είναι ανοιχτό. Ο θόρυβος προέρχεται κυρίως από το ύφασμα των σκηνών που δέρνεται βίαια από τις ριπές του, και συχνά τα κορδονέτα που το συγκρατούν χαλαρώνουν, και η φασαρία είναι εκκωφαντική.
Η Νότια ομάδα προσπάθησε να ξεχάσει τον αέρα λιώνοντας χιόνι και βράζοντας λίγο τραχανά, που είχαν φέρει μαζί τους από την Ελλάδα.
Στη Βόρεια πλευρά του βουνού, υπάρχει ένα άλλο διάσελο, το (μαντέψτε) Βόρειο Διάσελο (North Col). Αυτό βρίσκεται στα 7050 μέτρα, και είναι η αρχή της Βόρειας κορυφογραμμής, μιας στενής παγωμένης γλώσσας που απλώνεται προς τα πάνω. Είναι ο δρόμος για την κορυφή.
Εκεί υπάρχει η Κατασκήνωση 3 της Βόρειας διαδρομής, ένα μικρό πλάτωμα όπου συνωστίζονται οι σκηνές. Για να φτάσεις εκεί πρέπει να περάσεις ένα κομμάτι όρθιου πάγου –το τέλος του κομματιού βρίσκεται 500 μέτρα ψηλότερα από την αρχή του. Οι ορειβάτες αναρριχώνται στα σταθερά σκοινιά πάνω στον παγωμένο γκρεμό, η κλίση του οποίου φτάνει στη μέση του τις 90 μοίρες. Η ομάδα κορυφής των βορείων (Τζιβελέκας, Τσιάνος, Αργύρης, Τσέχος, Αποστολόπουλος) χρειάστηκε γύρω στις 6 ώρες για να ανέβει αυτό το κομμάτι, και να φτάσει στην Κατασκήνωση 3 στις 22 Απριλίου. Μετέφεραν μαζί τους υλικά για να την στήσουν, και την ίδια μέρα επέστρεψαν στην Κατασκήνωση 2, στα 6300 μέτρα, που θα ήταν και η προωθημένη τους βάση.
Είχε μεσολαβήσει το στήσιμο των πρώτων κατασκηνώσεων, αρκετή κακοκαιρία με χιόνια και κρύο, και η πρώτη –και τελευταία- απώλεια: Ο γιατρός Κιμ Κρίστι εμφάνισε συμπτώματα της νόσου του βουνού στα 6300 μέτρα, και επέστρεψε εσπευσμένα στο Κατμαντού για να νοσηλευτεί στο νοσοκομείο.
Στις 25 Απριλίου οι πέντε έκαναν μια απόπειρα να φτάσουν στα 7900 μέτρα όπου οι θα στηνόταν η Κατασκήνωση 4, αλλά έφτασαν μέχρι τα 7500 γιατί εκεί τελείωνε η παγωμένη γλώσσα, και μέχρι εκεί υπήρχαν σταθερά σκοινιά. Ταυτόχρονα η κακοκαιρία συνεχιζόταν, με τους ανέμους ψηλά να φτάνουν τα 140 χιλιόμετρα την ώρα. Η ομάδα έχασε ένα αντίσκηνο στο North Col, και μαζί και το βαρέλι με τα πράγματα του Καψομενάκη, που έφυγε σε μια χαράδρα, και δεν βρέθηκε ποτέ. Οι 14 αποστολές που ανεβοκατέβαιναν το Έβερεστ από το βορά εκείνη τη στιγμή εμφάνιζαν τα πρώτα συμπτώματα εκνευρισμού. Οι δικοί μας δεν βιάζονταν ωστόσο. Υποχώρησαν στις χαμηλότερες βάσεις, και στις 29 Απριλίου επέστρεψαν στην Κατασκήνωση Βάσης, έχοντας ολοκληρώσει τον εγκλιματισμό, και περιμένοντας τώρα το παράθυρο καλοκαιρίας, που τα μετεωρολογικά δελτία τοποθετούσαν στα μέσα του Μάη.
Η ημέρα κορυφής είναι στην πραγματικότητα νύχτα: Οι ορειβάτες της Νότιας ομάδας ξεκίνησαν την τελική ανάβαση στις 8:30 το βράδυ της 15ης Μαΐου. Έπρεπε να φτάσουν στην κορυφή το αργότερο μέχρι τις 11 το πρωί, για να προλάβουν να επιστρέψουν πριν το επόμενο απόγευμα, πριν οι υγρές αέριες μάζες από τα χαμηλότερα υψίπεδα έφταναν ψηλά, και γίνονταν σύννεφα που θα σκοτείνιαζαν τον ουρανό του Έβερεστ.
Η άνοδος στην κορυφή είναι μια μοναχική διαδικασία. Μέσα στη νύχτα, με ένα φακό στο κράνος, οι ορειβάτες ανεβαίνουν αργά στην πλαγιά κρατώντας ένα σταθερό σκοινί, ο ένας πίσω από τον άλλο, όλοι μαζί, από όλες τις αποστολές. Το μόνο που βλέπουν είναι το σκοινί, το χιόνι και ο μπροστινός τους. Το μόνο που ακούν είναι το βουητό του αέρα, και η δική τους αναπνοή στη μάσκα οξυγόνου.
Στην ανάβαση υπάρχουν πολλοί αστάθμητοι παράγοντες –στο balcony, μια προεξοχή στα 8380 μέτρα, έσπασε το λουρί απ’ το κραμπόν του Παναγιώτη Κοτρωνάρου, και χρειάστηκε ο ίδιος να καθυστερήσει για να φτιάξει μια αυτοσχέδια πατέντα με κορδονέτο. Αυτός είναι ο λόγος που δεν ανεβαίνουν όλα τα μέλη της αποστολής ταυτόχρονα. Ανεβαίνουν όλοι μαζί, σε μια σειρά, αλλά ο καθένας είναι μόνος του.
Οι περισσότεροι επιστρέφουν στη ζωή τους, στην Ελλάδα, στο παρελθόν τους, την οικογένειά τους. Ο Παναγιώτης Κοτρωνάρος προσπαθούσε να διακρίνει τους υπόλοιπους της ομάδας και σκεφτόταν διαρκώς τι μπορεί να πάει στραβά, και πώς θα τους κατεβάσει όλους κάτω ασφαλείς. Ο Μιχάλης Στύλλας σκεφτόταν το Γιάννη Κινατίδη, τον κολλητό του, που πριν από τρεις μέρες είχε σκοτωθεί σε μια άλλη κορυφή των Ιμαλαΐων, την Kussum Kanguru. Η ομάδα είχε αποκτήσει άλλον ένα λόγο να φτάσει στην κορυφή, αλλά ο Μιχάλης πια δεν μπορούσε να χαρεί την ανάβαση.
Και έτσι προχωρούσαν μέσα στη νύχτα, ατέλειωτες ώρες, με κάθε βήμα να ισοδυναμεί με δέκα ανάσες, με τον άνεμο να δυσχεραίνει την ανάβαση και να τους εξαντλεί. Μετά η νύχτα υποχώρησε, και ο ουρανός άρχισε να ανοίγει στην ανατολή. Στις 6 το πρωί, ο Γιώργος Βουτυρόπουλος, ο «Βούτυρος», που είχε προπορευθεί, έγινε ο πρώτος Έλληνας που είδε την αυγή από την κορυφή του Έβερεστ, από το ψηλότερο σημείο του κόσμου.
Μέσα στις επόμενες ώρες, όλοι οι Νότιοι έφτασαν στην κορυφή. Ο Αντωνόπουλος, ο Στύλλας και ο Κοτρωνάρος έφτασαν σχεδόν ταυτόχρονα, και ο Τσιαντός λίγο αργότερα. Ο ήλιος είχε πια βγει, ο καιρός ήταν υπέροχος, και η θέα της Γης χαμηλά ήταν μεγαλειώδης, αλλά η κορυφή ήταν απίστευτα συνωστισμένη από όλα τα μέλη των αποστολών, που κατέφταναν κατά ορδές και έβγαζαν φωτογραφίες και ύψωναν τις σημαίες τους. Ο σέρπα που ακολουθούσε τον Κοτρωνάρο σήκωσε την κάμερα και τον έβγαλε μια φωτογραφία. «Πώς νιώθεις;» τον ρώτησε. «Σαν να είμαι στον Όλυμπο», απάντησε αυτός.
Ήταν γύρω στις 4:30 τη νύχτα, λίγο πριν το ξημέρωμα της 18ης Μαΐου, και ο Γιώργος Αργύρης της Βόρειας ομάδας προχωρούσε στο σκοινί του, πίσω από τον σέρπα. Είχαν μόλις περάσει το πρώτο στεπ, και είχαν ακόμα 3-4 ώρες δρόμο μέχρι την κορυφή. Κάποια στιγμή, o φακός κεφαλής του Αργύρη φώτισε μια εσοχή στα πλάγια, κι εκεί πρόσεξε το κουλουριασμένο σώμα ενός ανθρώπου, που έμοιαζε να έχει σταματήσει για να ξεκουραστεί.
«Α, μη δίνεις σημασία», είπε αυτός. «Είναι πεθαμένος εδώ και μερικά χρόνια».
Ένα πράγμα που έχουν όλοι οι ορειβάτες στο μυαλό τους: Από όσους προσπαθούν να ανέβουν το Έβερεστ από το βορά, το 82% επιστρέφει. Ξεκινάς με 1 στις 5 πιθανότητα να πεθάνεις. Ωστόσο, η θέα ενός πτώματος υπογραμμίζει αυτή την πραγματικότητα με ενοχλητικά παραστατικό τρόπο.
Το σχέδιο ήταν το εξής: Η Βόρεια ομάδα θα χωριζόταν σε δύο υποομάδες –Τζιβελέκας, Αργύρης και Αποστολόπουλος θα ξεκινούσαν τη μέρα κορυφής από την κατασκήνωση 5 στα 8300 μέτρα, ενώ ο Τσιάνος με τον Τσέχο θα ξεκινούσαν κατευθείαν από την Κατασκήνωση 4 στα 7900. Στις 15 ο Τζιβελέκας ένιωσε έναν πονοκέφαλο, και αποφάσισε να μην προσπαθήσει την κορυφή, και επέστρεψε στην προωθημένη βάση των 6300 μέτρων.
Ο Αργύρης και ο Αποστολόπουλος είχαν ξεκίνησαν πρώτοι για τα 7900 μέτρα, όπου φόρεσαν τις φιάλες οξυγόνου, και βρέθηκαν στα 8300 στις 17 του μηνός. Εκεί έμειναν λίγες ώρες, και μετά ξεκίνησαν την άνοδο. Ο καιρός, επιτέλους, είχε γλυκάνει λίγο.
Στα 7900 η ατυχία χτύπησε για τρίτη φορά τον Γιάννη Τήλιο, τον Τσέχο –η βαλβίδα του οξυγόνου του χάλασε, και δεν μπορούσε να συνεχίσει. Ο Τσέχος ωστόσο έφτασε μέχρι τα 8300 χωρίς οξυγόνο –σημαντικό ρεκόρ κι αυτό- και μετά επέστρεψε στα 7900 για να αποτελέσει ομάδα υποστήριξης για τους τρεις που εξακολουθούσαν να ανεβαίνουν.
Πρώτος έφτασε ο Γιώργος Τσιάνος, και λίγο αργότερα έφτασε ο Αργύρης και μετά ο Αποστολόπουλος. Δεν μπορείς να μείνεις πολύ στην κορυφή –το μάξιμουμ είναι 30 λεπτά, όταν ο καιρός είναι πολύ καλός. Έχει προηγηθεί δύσκολη ανάβαση 12 ωρών, και απομένει μια κατάβαση 4-5 ωρών, οπότε δεν ωφελεί να καθυστερήσεις –και το οξυγόνο, άλλωστε, τελειώνει.
Ο Τσιάνος κατέβαινε πρώτος. Στα 8500 έβγαλε τα γυαλιά του, και ξαφνικά έπαψε να βλέπει.
Η τύφλωση του χιονιού οφείλεται στην υπεριώδη ακτινοβολία, που σ’ αυτό το ύψος, είναι πολύ πιο έντονη, και καίει τον κερατοειδή χιτώνα του ματιού. Ο Τσιάνος βρέθηκε στη «ζώνη θανάτου», πάνω από τα 8000, εντελώς τυφλός από το ένα μάτι, και βλέποντας αμυδρά από το άλλο. Με τη βοήθεια του σέρπα κατέβηκε στα 7900, όπου τον περίμενε ο Τσέχος. Ταυτόχρονα, η ομάδα χαμηλότερα ενεργοποιήθηκε. Ο Τζιβελέκας έστειλε άλλους δύο σέρπα στο διάσελο, όπου ο Τσιάνος κατέβηκε μαζί με τον Τσέχο. Όλοι μαζί κατέβηκαν στα 6300, στην προωθημένη βάση, όπου του παρείχαν τις πρώτες βοήθειες. Η κατάστασή του όμως χειροτέρευε, έτσι μέσα στη νύχτα, στις 21 Μαΐου πια, ο Τζιβελέκας και ο Καψομενάκης ξεκίνησαν για να τον κατεβάσουν στη βάση. Ήταν μια δύσκολη, 12άωρη προσπάθεια –ο παγετώνας Ρόμπουκ είχε ξεχειλίσει, η κάθοδος ήταν δύσκολη, και ο Τσιάνος δεν έβλεπε για να περπατήσει. Στην Κατασκήνωση Βάσης ο Παύλος Αγγελάτος περίμενε με ένα τζιπ, που τον πήρε αμέσως στο Κατμαντού, όπου η όρασή του επανήλθε. Μετά, ο Τζιβελέκας και ο Καψομενάκης ανέβηκαν πάλι στα 6300 μέτρα, για να βοηθήσουν τους άλλους στη συλλογή υλικού για την επιστροφή.
«Είναι τρέλα το βουνό», λέει ο Κώστας Τζιβελέκας. «Είναι έρωτας διαρκής». Μια ντουζίνα Έλληνες που ανέβηκαν στο Έβερεστ την περασμένη άνοιξη μοιράζονται αυτή την τρέλα. Οκτώ από αυτούς πάτησαν στην κορυφή, αλλά αυτό δεν έχει καμία σημασία –η ίδια η ανάβαση ήταν ο δικός τους αυτοσκοπός, και η κορυφή ήταν μόνο το κερασάκι στη μεγάλη, παγωμένη τούρτα.
Κάποιοι από αυτούς τώρα θα εγκαταλείψουν, όπως ο Κώστας Αποστολόπουλος, που αφιέρωσε την επιτυχία στην ελληνική αγροτιά, και τώρα θέλει να επιστρέψει στη Λαμία και το βαμβάκι του. Ή όπως ο Γιώργος Αργύρης, που το 2000 είχε χάσει δάχτυλα των ποδιών του, και πια δεν θέλει να ξανακάνει 8άρα κορυφή, «επειδή δεν θέλω να πεθάνω στα βουνά».
«Έχω μια εκκρεμότητα στα Δυτικά Ιμαλάια», λέει ο Τζιβελέκας, «στο Broad Peak. Το έχω δοκιμάσει 3 φορές και απέτυχα. Φέτος θα δοκιμάσω πάλι».
Ο καθένας είχε τους δικούς του λόγους για να δοκιμάσει το Έβερεστ φέτος. Αλλά όλοι είχαν και κάτι κοινό. Ο Παναγιώτης Κοτρωνάρος το εξηγεί:
«Δεν είμαστε extreme άτομα που πάμε εκεί για να ρισκάρουμε τις ζωές μας. Είμαστε φυσιολογικοί άνθρωποι, που ψάχνουμε στα βουνά κάτι που δεν περιγράφεται, και που πάντως δεν μπορούμε να βρούμε στην καθημερινή ζωή. Πάμε εκεί για να κοιμηθούμε κάτω από τα αστέρια».