Κυνηγώντας Πειρατές Στο Κέρας Της Αφρικής

1.

Ο ήλιος έκαιγε στο κεφάλι του. Ήταν μια ωραία μέρα, πεντακάθαρη, η θάλασσα ήταν ήρεμη κι έκανε μια γλυκιά ζέστη. Φόρεσε το πουλόβερ του σαν τουρμπάνι πάνω απ’ το κεφάλι για να προστατευτεί απ’ τον ήλιο, και βολεύτηκε στη θέση του, στην πρύμνη της βάρκας. Αυτά τα τελευταία λεπτά ήταν πάντα τα πιο αγωνιώδη.

Οι σύντροφοί του είχαν εντοπίσει το μεγάλο πλοίο και είχαν δώσει το στίγμα της πορείας τους στους άλλους, στην ξηρά, απ’ το δορυφορικό τηλέφωνο. Τώρα που πλησίαζαν, με τις μηχανές στο φουλ, το σκάφος τους να τρέχει με 25 κόμβους, και τα όπλα στα χέρια, κανείς δεν μιλούσε.

Αυτό που δεν ήξεραν ήταν ότι το μεγάλο πλοίο με τ’ όνομα FGS Spessart δεν ήταν ένα ακόμα εμπορικό. Ήταν ένα πετρελαιοφόρο του Γερμανικού Ναυτικού, με 46 πολίτες πλήρωμα και, κυρίως, μερικούς στρατιώτες των ειδικών δυνάμεων στο κατάστρωμα. Καθώς το πειρατικό σκάφος πλησίαζε, το πλήρωμα του Spessart κατάλαβε τι συμβαίνει. Οι οπλισμένοι στρατιώτες πήραν θέση και άρχισαν να πυροβολούν προς τους πειρατές, κι αυτοί απάντησαν στα πυρά. Η ανταλλαγή συνεχίστηκε για λίγη ώρα. Εν τω μεταξύ, το πλήρωμα του Spessart έστειλε το μήνυμα: «Δεχόμαστε επίθεση».

100 μίλια στα νοτιοδυτικά, κάποιος άκουγε.

pirates

2.

Ο κόλπος του Άντεν είναι το σχετικά στενό πέρασμα που συνδέει την Ερυθρά Θάλασσα με την Αραβική Θάλασσα και τον Ινδικό Ωκεανό. Δεν είναι στ’ αλήθεια κόλπος: Είναι μια διώρυγα ανάμεσα στην Υεμένη και τη Σομαλία, στρατηγικά τοποθετημένη (το 12% της παγκόσμιας εμπορικής ναυτιλίας περνά κάθε χρόνο από εδώ, σχεδόν 30.000 πλοία) αλλά και αρκετά πλατιά ώστε η φύλαξή της να είναι εξαιρετικά δύσκολη. Γι’ αυτό τα τελευταία χρόνια έχει γίνει το πιο επικίνδυνο μέρος για την παγκόσμια ναυσιπλοΐα.

Το γιατί υπάρχει πειρατεία είναι ένα ερώτημα που έχει απάντηση εύκολη (επειδή υπάρχει φτώχια). Το γιατί υπάρχει πειρατεία εκεί, είναι ένα ερώτημα που έχει απάντηση διπλή: Επειδή η κίνηση είναι μεγάλη και η φύλαξη δύσκολη, και επειδή εκεί τυχαίνει να έχει τις ακτές της μια από τις πιο άναρχες και φτωχές χώρες στη Γη. Η Σομαλία είναι μια χώρα χωρίς κεντρική κυβέρνηση, χωρισμένη σε περιοχές τις οποίες ελέγχουν αντιμαχόμενες φατρίες. Οι περισσότεροι πειρατές προέρχονται από την επαρχία Πούντλαντ και είναι πολύ διαφορετικοί από ό,τι φαντάζεσαι. Ρακένδυτοι ψαράδες που κραδαίνουν ΑΚ-47 με σαπιόβαρκες που φέρουν θηριώδεις εξωλέμβιους μηχανές, καταλαμβάνουν εμπορικά και άλλα πλοία και τα μεταφέρουν σε συγκεκριμένα αγκυροβόλια, ζητώντας εξωφρενικά λύτρα για να απελευθερώσουν πλοία και πληρώματα στην τρομαγμένη Δύση.

Το 2008 έγιναν 111 επιθέσεις, 42 από τις οποίες ήταν επιτυχημένες. Σύμφωνα με κάποιες εκτιμήσεις τα λύτρα που εισέπραξαν οι πειρατές ξεπέρασαν τα 100 εκατομμύρια δολάρια.

Ήδη τα κράτη που χάνουν από αυτή την κατάσταση έχουν αρχίσει να αντιδρούν, στέλνοντας μόνιμες δυνάμεις στην περιοχή, για να θωρακίσουν τις εμπορικές οδούς και να περιορίσουν τη δράση των πειρατών.

Στις 11 Νοεμβρίου του 2008 το Συμβούλιο της Ευρώπης επικύρωσε την πρώτη αμιγώς Ευρωπαϊκή στρατιωτική επιχείρηση για την αποτροπή και την καταπολέμηση της πειρατείας στα ανοιχτά των Σομαλικών ακτών, και την προστασία των διερχόμενων σκαφών. Ένα μήνα αργότερα η επιχείρηση «Atalanta» ξεκίνησε, με κύρια αποστολή τη συνοδεία πλοίων του Παγκόσμιου Επισιτιστικού Προγράμματος που μεταφέρουν ανθρωπιστική βοήθεια στη Σομαλία, καθώς και την προστασία άλλων εμπορικών πλοίων που περνούν από την περιοχή. Η Ευρωπαϊκή Ναυτική Δύναμη που συμμετέχει στην επιχείρηση αποτελείται από τέσσερα πλοία, και ελέγχεται από το επιχειρησιακό στρατηγείο στο Νόρθγουντ του Λονδίνου, υπό τη διοίκηση του υποναυάρχου Φίλιπ Τζόουνς του Βασιλικού Ναυτικού. Στη θάλασσα, όμως, διοικητής της δύναμης ήταν ένας Έλληνας.

3.

Ο Αρχιπλοίαρχος Αντώνης Παπαϊωάννου βρισκόταν στη φρεγάτα «Ψαρά» όταν ήρθε το πρώτο σήμα κινδύνου από το FGS Spessart. Ήταν λίγο μετά τις τρεις το μεσημέρι, 29 Μαρτίου, ο καιρός ήταν άψογος, και η απόφαση που έπρεπε να πάρει δύσκολη.

«Μόλις έλαβα το σήμα», μου λέει από το δορυφορικό τηλέφωνο, «διέταξα τη φρεγάτα «Ψαρά», που βρισκόταν περίπου 100 μίλια νοτιοδυτικά του συμβάντος, στην περιοχή έξω απ τη Μπουσάσα της Σομαλίας, να κατευθυνθεί προς τα εκεί. Ταυτόχρονα διέταξα την ισπανική φρεγάτα SPS Victoria να κατευθυνθεί προς το συμβάν και να συνδράμει με το ελικόπτερό της στην καταδίωξη του πειρατικού πλοιαρίου, ενώ ενημέρωσα και μια Γερμανική φρετάτα που βρισκόταν 250 μίλια νότια να είναι έτοιμη να βοηθήσει στο περιστατικό».

Η «Ψαρά» θα χρειαζόταν περίπου πέντε ώρες για να φτάσει στην περιοχή. Το ελικόπτερο των Ισπανών θα έπρεπε να φτάσει στο πλοιάριο και να το ακινητοποιήσει μέχρι τότε.

Εν τω μεταξύ, είχε ήδη γίνει σαφές στους πειρατές ότι είχαν μπλέξει με λάθος σκάφος. Εγκατέλειψαν την προσπάθεια γρήγορα και άρχισαν να απομακρύνονται, ενώ το FGS Spessart άρχισε να τους καταδιώκει. Η καταδίωξη δεν κράτησε πολύ, γιατί το πλοιάριο των πειρατών ήταν πολύ πιο γρήγορο. Στιγμιαία οι Σομαλοί πειρατές πίστεψαν ότι θα γλίτωναν. Ύστερα άκουσαν έλικες.

«Το Ισπανικό ελικόπτερο έριξε πάνω από 170 σφαίρες σε διάστημα μιας ώρας για να τους σταματήσει» λέει ο αρχιπλοίαρχος «οι πειρατές όμως άργησαν πάρα πολύ να σταματήσουν. Υπάρχει ένας επόμενος κανόνας εμπλοκής για χρήση μίνιμουμ θανατηφόρου βίας σ’ αυτές τις περιπτώσεις. Αν και κράτησε πολλή ώρα η καταδίωξη, δεν την επέλεξα. Για διάφορους λόγους».

Το πλοιάριο των πειρατών τελικά ακινητοποιήθηκε στις πεντέμισι το απόγευμα. Το ελικόπτερο έφυγε για γρήγορο ανεφοδιασμό σε άλλο κοντινό πλοίο, και οι επτά Σομαλοί έμειναν μόνοι στο πέλαγος, ανήμποροι να ξεφύγουν, περιμένοντας στωικά τη μοίρα.

Η οποία ήρθε με τη μορφή της φρεγάτας «Ψαρά» στις οκτώ το βράδυ.

«Μια εξωλέμβιος με οκτώ άνδρες των Ειδικών Δυνάμεων πλησίασε το πλοιάριο των πειρατών και τους ακινητοποίησε», λέει ο Αντώνης Παπαϊωάννου. Ρωτάω αν οι άντρες των Ειδικών Δυνάμεων ήταν οπλισμένοι. «Περισσότερο από ότι χρειαζόταν», μου λέει γελώντας.

Στο πλοιάριο, που είχε μήκος περί τα δέκα μέτρα, οι Έλληνες στρατιώτες βρήκαν Καλάσνικοφ κι ένα ρουκετοβόλο RPG, από αυτά που ρίχνουν βολές από τα 300 μέτρα. Το σκάφος ήταν βαμμένο λευκό, εκτός από τις μηχανές που ήταν μπλε, για να μην φαίνονται.

Εν τω μεταξύ είχε καταφτάσει και το FGS Spessart στην περιοχή, και κατέβασε μια βάρκα στην οποία μεταφέρθηκαν οι πειρατές, υπό το βλέμμα (και τις κάνες) των Ελλήνων στρατιωτών. Υπήρχε λόγος που μεταφέρθηκαν εκεί και όχι στην Ελληνική φρεγάτα. «Είχαν επιτεθεί σε Γερμανικό πλοίο», εξηγεί ο αρχιπλοίαρχος Παπαϊωάννου, «οπότε έπρεπε να παραδοθούν σε Γερμανικό σκάφος, και όχι σε σκάφος άλλης χώρας». Τελικά η Γερμανική φρεγάτα Rheinland Pfalz, που έπλεε με ταχύτητα 30 κόμβων για περισσότερες από έξι ώρες, κατέφτασε στην περιοχή για να παραλάβει τους πειρατές και να τους οδηγήσει στην Κένυα, που έχει συμφωνίες έκδοσης με την Ευρωπαϊκή Ένωση.

Ήταν πια τρεις μετά τα μεσάνυχτα, και η περιπέτεια είχε λάβει τέλος.

4.

Ο Αντώνης Παπαϊωάννου είναι 52 ετών, λεπτός και νευρώδης, με μια ενεργητικότητα προφανή αλλά όχι θορυβώδη. Μιλάει τα αγγλικά με έντονη ελληνική προφορά, και τα ελληνικά σαν σοβαρός καθηγητής φυσικής, από αυτούς που δεν μπορείς να ξεγελάσεις. Μετά από 34 χρόνια καριέρας στο Ελληνικό Ναυτικό είχε τη σπάνια τύχη να διοικήσει μια πολυεθνική δύναμη –και μάλιστα στην πρώτη εντελώς αυτόνομη στρατιωτική επιχείρηση στην ιστορία της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Μιλήσαμε στο τηλέφωνο λίγες ώρες πριν φύγει από τον κόλπο του Άντεν για να επιστρέψει στην Αθήνα.

«Είμαι πλέον εξπέρ σε θέματα πειρατείας» μου λέει, και μου εξηγεί το modus operandi των Σομαλών πειρατών, όπως το έζησε εκεί.

«Τα πειρατικά πλοία έχουν συνήθως 6-10 άτομα, που έχουν μαζί τους βαρύ οπλισμό και σύγχρονα τηλεπικοινωνιακά μέσα (GPS, δορυφορικά τηλέφωνα) καθώς και ελαφριές μεταλλικές κλίμακες ύψους τεσσάρων ως έντεκα μέτρων. Επιλέγουν τους στόχους τους προσεκτικά, προτιμώντας εμπορικά πλοία που κινούνται αργά με 10-14 κόμβους, και που έχουν κύριο κατάστρωμα με χαμηλό ύψος. Προσεγγίζουν τα πλοία από διαφορετικές κατευθύνσεις δύο-δύο ή ανά ένα, συνήθως κατά την ανατολή ή τη δύση του ηλίου. Οι πειρατές στη συνέχεια ανεβαίνουν στο πλοίο και ακινητοποιούν το πλήρωμα με την απειλή των όπλων. Μια επίθεση διαρκεί από 15 ως 45 λεπτά. Μοιάζει λίγο, αλλά αν υπάρχει ελικόπτερο στην περιοχή ίσως και να είναι αρκετός χρόνος. Σκεφτείτε ότι 15 λεπτά για ένα ελικόπτερο σημαίνουν απόσταση 30 ναυτικών μιλίων. Αν δηλαδή μια φρεγάτα με ελικόπτερο βρίσκεται 30 μίλια από πλοίο που δέχεται επίθεση, αυτό κατά πάσα πιθανότητα θα γλιτώσει. Το αν τα 15 λεπτά γίνουν περισσότερα, εξαρτάται από την αντίδραση του εμπορικού, τις κινήσεις του, το σήμα κινδύνου που εκπέμπει στα VHF. Αν περάσουν 45 λεπτά συνήθως οι πειρατές σηκώνονται και φεύγουν άπραγοι. Αν καταλάβουν το πλοίο, όμως, εμείς είμαστε αυτοί που δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι. Ο μόνος που μπορεί να αποφασίσει ανακατάληψη σκάφους είναι το κράτος της σημαίας του πλοίου. Μέχρι τώρα κάτι τέτοιο δεν έχει συμβεί».

«Στις ακτές της Σομαλίας υπάρχουν συγκεκριμένα αγκυροβόλια, και οι πειρατές εκεί οδηγούν τα πλοία που έχουν καταλάβει. Στη συνέχεια αρχίζουν οι διαπραγματεύσεις για την καταβολή των λύτρων, που διαρκούν ενάμιση με δύο μήνες, όπως έχει δείξει η εμπειρία. Όταν φτάνουν εκεί έρχεται απ’ έξω μια ομάδα 25-30 ατόμων που φυλάνε το πλοίο σε βάρδιες».

Κατά τη διάρκεια του πρώτου τετραμήνου της επιχείρησης «Atalanta», η Ευρωπαϊκή δύναμη απέτρεψε τρεις πειρατείες, ενώ στο ίδιο διάστημα συνολικά λιγότερες από μία στις έξι απόπειρες στην περιοχή ήταν επιτυχείς. Το πρόβλημα όμως εξακολουθεί να υφίσταται. Λίγες μέρες μετά το συμβάν με το Γερμανικό πετρελαιοφόρο η φρεγάτα «Ψαρά» απέτρεψε την κατάληψη ενός άλλου, Νορβηγικού πλοίου, ενώ λίγε μέρες μετά πειρατές κατέλαβαν το Αμερικανικό Maersk Alabama, μια ιστορία που κατέληξε στην περιπετειώδη απελευθέρωση του ομήρου καπετάνιου. Είναι ένα πρόβλημα που απέχει ακόμα αρκετά από τη λύση του, αν και οι άνθρωποι που το προκαλούν μοιάζουν ταπεινοί, σχεδόν ευκαταφρόνητοι.

«Οι πειρατές δεν είναι μάχιμοι», εξηγεί ο αρχιπλοίαρχος. Η εμφάνισή τους παραπέμπει σε απελπισμένους ανθρώπους. Είναι πάρα πολύ αδύνατοι, και οι ηλικίες τους είναι μικρές. Το πρωί είναι ψαράδες, το μεσημέρι πειρατές, το βράδυ οικογενειάρχες».

Στις 6 Απριλίου η τετράμηνη θητεία του Αντώνη Παπαϊωάννου στη διοίκηση της Ευρωπαϊκής Δύναμης έληξε. Παρέδωσε σε Ισπανό συνάδελφό του (στη συνέχεια τη διοίκηση θα αναλάβει ένας Ολλανδός), και επέστρεψε με τη φρεγάτα «Ψαρά» στην Αθήνα, όπου τον υποδέχτηκε ο πρωθυπουργός με τιμές. Όταν μιλήσαμε ανυπομονούσε ακόμα να δει ξανά την οικογένειά του, και να περάσουν μαζί το Πάσχα. Πριν τον αφήσω να ετοιμαστεί για το ταξίδι της επιστροφής, του ζήτησα να θυμηθεί την εμπειρία που θα του μείνει περισσότερο από αυτούς τους μήνες στη χώρα των πειρατών. Παραδόξως, αυτή που περιγράφει δεν έχει καμία σχέση με θαλάσσιες μάχες, καταδιώξεις, συλλήψεις και πυροβολισμούς.

«Όταν πήγαμε στη Μομπάσα», λέει, «επισκεφθήκαμε ένα ορφανοτροφείο παιδιών που είναι φορείς του AIDS. Ήταν παιδιά 4 ως 10 χρονών, και μερικά από αυτά είχαν εκδηλώσει την ασθένεια. Τα πρόσωπά τους έλαμπαν με μια αγκαλιά και μια καραμέλα. Δεν θα τα ξεχάσω ποτέ να κάθονται πάνω στους κάβους του πλοίου και να παίζουν, σαν να κάνουν τραμπάλα».