Σύμφωνα με τον Αμερικανό κοινωνιολόγο Τσαρλς Μάρεϊ, το 80% των Αμερικανών που πηγαίνουν στο κολέγιο είναι ανίκανοι να κατανοήσουν το περιεχόμενο των μαθημάτων. Αν και το νούμερο αμφισβητήθηκε, το σκεπτικό του ήταν βασισμένο σε κάτι απτό και πραγματικό: Τα μαθήματα σε κολέγια και πανεπιστήμια αποτελούνται από πληροφορίες τις οποίες δεν μπορεί να καταλάβει οποιοσδήποτε. Όλοι οι άνθρωποι δεν είναι ίδιοι, ούτε το ίδιο έξυπνοι. Υπάρχουν κάποιοι, ας πούμε, που μπερδεύονται με την υπόθεση του «Η Ζωή της Άλλης». Ε, αυτοί δεν μπορούν να παρακολουθήσουν τη Βιοχημεία ΙΙ. Το πρόβλημα είναι ότι αυτό το πράγμα δεν το καταλαβαίνουμε εμείς οι άνθρωποι. Δεν μπορούμε να το χωνέψουμε. Ειδικά στις δυτικές δημοκρατικές κοινωνίες όπου όλοι οι άνθρωποι είναι ίσοι και που «αν όλα τα παιδιά πιάναν σφιχτά τα χέρια» κ.λπ., είναι φαινόμενο πανανθρώπινο και καθολικό, δεν ισχύει μόνο στις ΗΠΑ όπου τον έκραξαν τον κύριο, ή στην Ελλάδα, όπου μαθητές που γράφουν 6 στις Πανελλήνιες πάνε στο πανεπιστήμιο.
Απλά εδώ, όπως συνήθως, το τραβάμε λίγο το θέμα απ’ τα μαλλιά.
Τα διάβασες προφανώς: 4 στους 10 μαθητές που έλαβαν μέρος στις Πανελλήνιες εξετάσεις έγραψαν κάτω από τη βάση, οι μισοί έγραψαν κάτω από 12. Δηλαδή είχαν από κακή ως μηδενική αντίληψη του περιεχομένου των μαθημάτων στα οποία εξετάζονταν. Και όμως: πολλοί από αυτούς θα προχωρήσουν στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, σ’ αυτούς τους πυρήνες γνώσης και δημιουργίας που λέγονται ελληνικά πανεπιστήμια.
Πρώτα, ας δηλώσω ευθαρσώς το εξής: Αυτό είναι λάθος. Δεν είναι απαραίτητο το παιδί που έγραψε έξι στα είκοσι, που δηλαδή δεν έχει ούτε τη βασική αντίληψη του τι περιείχε το μάθημα που έκανε, να πάει παρακάτω. Πού να πάει δηλαδή; Στο πανεπιστήμιο τα μαθήματα είναι πιο εξειδικευμένα και δύσκολα. Τι να πάει να κάνει στις Ιχθυοκαλλιέργειες Μεσολογγίου; Να κάνει το έξι τρία; Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος κύριος Πεταλωτής, ο οποίος είναι συμπαθέστατος και υποθέτω και ικανός, είπε στην τηλεόραση: «Δεν μπορείς να αποκλείσεις αυτά τα παιδιά, γιατί μπορεί να πάνε στο πανεπιστήμιο και να δείξουν κάτι». Να δείξουν τι; Έξι πήραν. Πόσο παραπάνω να πάνε; Να το κάνουν εφτά; Να πάνε στο 9; Και τι έγινε; Η πανεπιστημιακή παιδεία είναι καλό πράγμα, χρήσιμο, σε βοηθάει να αποκτήσεις τρόπο σκέψης επιστημονικό και να επεκτείνεις το μυαλό σου, να βάλεις φρέσκα πράματα μέσα, αλλά μόνο με την προϋπόθεση ότι μπορεί να τα καταλάβεις.
Αυτό που δεν εξήγησε ο κύριος Πεταλωτής είναι πως οι μαθητές αυτοί, του έξι και του οκτώ, είναι χρήσιμοι γιατί στηρίζουν την Οικονομία του Κοτομπέικον. Η Ελλάδα βασίζεται παραδοσιακά στην Οικονομία του Κοτομπέικον, είναι κορυφαίο συστατικό της περίλαμπρης επιτυχίας μας στα φαϊνάνσιαλ πράγματα. Συνίσταται στη μετατόπιση μέρους του ελληνικού πληθυσμού περιοδικά σε πόλεις και κωμοπόλεις της επαρχίας, οι οποίες παράγουν λίγα ή τίποτα, ώστε να καταναλώνουν σουβλάκια, πίτσες και κοτομπέικον στα φαστφουντάδικα, να γεμίζουν τα Ίντερνετ καφέ και να αγοράζουν τσίχλες στα περίπτερα. Έτσι συντηρούνται οι συγκεκριμένες κωμοπόλεις της επαρχίας.
Η μετατόπιση του πληθυσμού γίνεται θεσμικά με δύο τρόπους: Το στρατό και το πανεπιστήμιο. Γι’ αυτό έχει κάθε Άρτα και στρατόπεδο, κάθε Πύργος και πανεπιστημιακή σχολή. Για το κοτομπέικον.
Είναι στρεβλός τρόπος οικονομικής ανάπτυξης; Φυσικά. Θα μπορούσε το κράτος να κερδίσει πολύ περισσότερα αν όλοι αυτοί οι εκπατρισμένοι κοτομπεϊκονοφάγοι νέοι έμεναν στις εστίες τους και έμπαιναν στην πραγματική οικονομία παράγοντας και δημιουργώντας αντί να «σπουδάζουν» στο Μεσολλόγι και να «φρουρούν» τη Σπάρτη; Οπωσδήποτε. Αλλά αυτή είναι η στρατηγική (ψηφοθηρική) επιλογή του κράτους, και μπορεί όπως όλες να είναι παταγωδώς αποτυχημένη, αλλά είναι πάγια, και χρειάζεται κόσμο. Χρειάζεται κορμιά. Χρειάζεται στρατιώτες και χρειάζεται φοιτητές. Κι όταν μόνο οι μισοί γράφουν πάνω από 12, ε, θα πάρουμε κι από τους άλλους μισούς.
Το πρόβλημα είναι ότι οι άλλοι μισοί δεν έχουν πολλά να κερδίσουν στο πανεπιστήμιο, κι αυτό επίτρεψέ μου να το γράφω χωρίς καθόλου ψόγο. Δεν είναι ντροπή ή κακό πράγμα να μην μπορείς να γράψεις 19 στη Βιολογία και 17 στα Μαθηματικά. Εδώ η παγιωμένη αντίληψη λέει πως το να μην μπορείς να γράψεις πολύ καλούς βαθμούς, δεν σημαίνει ότι δεν είσαι έξυπνος, κι αυτό ισχύει. Αλλά το σίγουρο είναι το εξής: Δεν είναι όλα τα παιδιά το ίδιο ικανά. Δεν έχουν όλοι την ίδια ευφυΐα, καπατσοσύνη, ή ευρύτητα σκέψης. Δεν μπορεί, είχες στο σχολείο έναν ή μία που έγραφε καλούς βαθμούς χωρίς να ξεσκίζεται στο διάβασμα. Ε, ήταν πιο ικανός από σένα. Τα ‘πιανε πιο εύκολα. Τα απομνημόνευε καλύτερα. Αυτό ίσως εδώ δεν μπορούμε να το χωνέψουμε, γιατί όλοι οι γονείς εδώ έχουν γεννήσει τον επόμενο Στίβεν Χόκινγκ. Όλα τα παιδιά είναι σαΐνια εδώ πέρα, περνάς από μια παιδική χαρά και τα βλέπεις, ένα λεφούσι επίδοξων θεραπευτών του καρκίνου. Κάθε ελληνικό νηπιαγωγείο είναι γεμάτο μελλοντικούς νομπελίστες. Ο γονιός που βλέπει το παιδί του να μπαίνει στο ΤΕΙ έχοντας γράψει 6 στις Πανελλήνιες εξακολουθεί να φαντάζεται το Νόμπελ στο μέλλον του, οπότε του δίνει την ευχή του και το στέλνει σε Μεσολόγγια και Τρίπολες, με λεφτά χαρτζιλίκι για κοτομπέικον. Κι αν δεν γράψει ούτε 6 το μονάκριβο; Κανένα πρόβλημα: Το στέλνει στη Βουλγαρία να γίνει γιατρός, ή στην Αγγλία για να σπουδάσει μπίζνες μάνατζμεντ. Ό,τι χρειάζεται για να φτάσει πιο κοντά στο λαμπρό του πεπρωμένο.
Βλέπεις, κανένα παιδί στην Ελλάδα δεν είναι φτιαγμένο για να φτιάχνει τραπέζια, να επιδιορθώνει ψυγεία ή να σερβίρει καφέδες. Γι’ αυτό δεν βλέπεις και πολλούς εργαζόμενους 18 ετών —όλοι σπουδάζουν τρώγοντας κοτομπέικον, περιμένοντας το Νόμπελ. Και αν η ζωή τα φέρει έτσι (που συνήθως έτσι τα φέρνει) και γίνουν σερβιτόροι, οδοκαθαριστές ή τυλιχτές σουβλακιών σε φαστφουντάδικα χωρίς ούτε ένα Νόμπελ;
Φταίει το κράτος.