Το κλίμα που επικρατεί στο Σύνταγμα μπορεί κανείς να το περιγράψει κανείς ως εξής: Πώς είναι ο προαύλιος χώρος ενός γηπέδου πριν από έναν κρίσιμο αγώνα της Εθνικής Ελλάδος στο ποδόσφαιρο; Έτσι ακριβώς. Ελληνικές σημαίες, “Ελλάς Ελλάς”, παιδάκια, γέροι, γηπεδικά συνθήματα, τσίκνα από τα “βρώμικα”, σκουπίδια, αυτό το “οοοοο” με τα χεράκια πριν πέσει η “ola” (στο ποδόσφαιρο) ή η μούτζα (στη Βουλή), κι ένας κοινός εχθρός – πρωταγωνιστής των υβριστικών συνθημάτων, ο οποίος στην περίπτωση του ποδοσφαίρου είναι ο σταρ της αντίπαλης ομάδας, και στην περίπτωση της #greekrevolution είναι ο Πάγκαλος.
Υπάρχουν, βέβαια, και διαφορές ουσίας: Στο ποδόσφαιρο οι Έλληνες πάνε για δυο ώρες -στο Σύνταγμα μαζεύονται εδώ και δώδεκα μέρες. Στο Σύνταγμα βλέπεις πολύ περισσότερες γυναίκες και, κυρίως, πολύ περισσότερες γυναίκες προχωρημένης ηλικίας.
Επίσης σημαντικό: Στο Σύνταγμα δεν υποστηρίζουν όλοι την ίδια ομάδα.
Έχω καταλήξει μετά από πολλή σκέψη στο εξής: Το πρόβλημά μας δεν είναι γονιδιακό ή οικονομικό. Είναι πρόβλημα επικοινωνίας.
Το επίπεδο του διαλόγου στη χώρα δεν είναι αυτό που θα έπρεπε να είναι, δεδομένης της δημοκρατίας και της ελευθερίας που απολαμβάνουμε τις τελευταίες δεκαετίες. Έχουμε πρόβλημα στην απλή καθημερινή πράξη της ανταλλαγής απόψεων με τη χρήση της γλώσσας.
Φυσικά, δεν χρειαζόταν να κατέβω στο Σύνταγμα και να μιλήσω με τους ανθρώπους και να ακούσω τα πηγαδάκια για να το καταλάβω. Το βλέπω κάθε μέρα, σε meetings, σε συζητήσεις και σε παρέες. Υπάρχει πρόβλημα στην κουβέντα, κάθε κουβέντα, το οποίο το καταλαβαίνεις εύκολα αν κάνεις ένα βήμα πίσω και σκεφτείς «τί κουβεντιάζουμε τώρα;». Το πρόβλημα έχει πολλές αιτίες, με κυριότερες δύο: Δεν έχουμε μάθει να συζητάμε, και κουβεντιάζουμε χωρίς γνώση.
Το πρώτο είναι θέμα ανατροφής, νομίζω. Οι Έλληνες είμαστε φωνακλάδικος λαός, αυθόρμητος, και σε κάθε μας επικοινωνία το πρώτο μας μέλημα είναι εξωστρεφές: Πρώτα να πούμε αυτό που θέλουμε, μετά να ακούσουμε αυτά που μας λένε. Είμαστε εγωπαθείς ως άνθρωποι, έτσι μας έχει μάθει η μαμά μας, και δίνουμε στα δικά μας τα λεγόμενα μεγαλύτερη βαρύτητα από ότι στα λεγόμενα των άλλων. Έτσι οι κουβέντες των Ελλήνων σπάνια είναι αποτελεσματικές, σπάνια γεννάνε νέες ιδέες και σύνθεση και σπάνια είναι και πολιτισμένες. Τις περισσότερες φορές πρόκειται για διασταύρωση διακοπτώμενων μονολόγων.
Επίσης, η κουβέντα που κάνουμε είναι ελάχιστα χρήσιμη γιατί τις περισσότερες φορές και στις περισσότερες συζητήσεις σπεύδουμε να σχολιάσουμε πράγματα τα οποία δεν ξέρουμε και πολύ καλά. Άλλο ένα σύμπτωμα της εγωπάθειας αυτό: Νομίζουμε ότι τα ξέρουμε όλα. Έχουμε γνώμη χωρίς γνώση. Πιστεύουμε πως με το να καταπιαστούμε με ένα θέμα αυτομάτως μας κάνει να έχουμε δίκιο, ό,τι κι αν υποστηρίζουμε, όσο λίγο κι αν γνωρίζουμε το θέμα. Τόσο μεγάλη ιδέα για τον εαυτό μας έχουμε. Αλλά αν δεν διαθέτουμε αμφιβολία, δεν έχουμε και περιέργεια. Αν δεν αναγνωρίσουμε ότι δεν ξέρουμε, δεν θα αναπτύξουμε τη δίψα για να μάθουμε. Κι αυτά παράγωγα της Ελληνικής οικογένειας και του Ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος είναι, και τελικά οδηγούν αναπόφευκτα σε μια κοινωνία-συνονθύλευμα ανθρώπων που νομίζουν ότι τα ξέρουν όλα.
Το αποτέλεσμα είναι να βρίσκομαι εγώ στο Σύνταγμα, να παρατηρώ τα πηγαδάκια των Ελλήνων (και να ευφραίνεται η καρδιά μου στη θέα), να πλησιάζω, να ακούω και να φρίττω.
Οι δύο κυρίαρχες ιδέες που ακούγονται στο Σύνταγμα, αν μπορεί κανείς να τις ξεδιαλέξει μέσα στη χαρά και τη φασαρία και να τις απομονώσει, είναι η άμεση δημοκρατία και η άρνηση της πληρωμής του χρέους.
Είναι ασφαλώς ενδιαφέρον το ότι και οι δύο ιδέες αυτές πηγάζουν από μικροσκοπικές παραφυάδες της Αριστεράς, αλλά δεν προκαλεί έκπληξη. Το Σύνταγμα μπορεί να είναι γεμάτο με κάθε καρυδιάς καρύδι, αλλά δεν εκφράζουν όλοι πολιτική άποψη. Στη συνέλευση κανένας δεν ανέβηκε να φωνάξει «έξω οι ξένοι», αν και υπάρχουν πολλοί που τέτοιες ιδέες πρεσβεύουν. Κανένας δεν μπορεί να βγάλει συμπέρασμα για τη σύσταση του πλήθους και για όλα τα (διαφορετικά, ασύμβατα) είδη αγανάκτησης που βράζουν εκεί, αλλά όπως γινόταν και στο Πανεπιστήμιο, οι παραφυάδες είναι που έχουν την πιο βροντερή φωνή, αυτές ακούγονται.
Το πρόβλημα είναι ότι πρόκειται για ιδέες παρωχημένες και ελάχιστα χρήσιμες.
Η «άμεση δημοκρατία», που ο καθένας βεβαίως τη φαντάζεται διαφορετικά, είναι σύστημα δοκιμασμένο χιλιετίες τώρα, με διάφορες μορφές, από την βασισμένη στους δούλους έκφραση της αρχαίας Αθήνας μέχρι τη Λιβύη του Καντάφι. Η ετυμηγορία της Ιστορίας και της λογικής είναι, απ’ ό,τι φαίνεται, τελεσίδικη: Η άμεση δημοκρατία δεν λειτουργεί. Είναι σύστημα ωραίο στη θεωρία αλλά αδιανόητα δύσκολο και μπελαλίδικο στην πράξη. Ως ιδέα αγνοεί παντελώς την ατέλεια της ανθρώπινης φύσης, ζει στη σφαίρα της ουτοπίας όπου οι λαοί απαρτίζονται μόνο από ευαισθητοποιημένα και έλλογα όντα που έχουν το κοινό καλό στην καρδιά και όλες τις γνώσεις της ανθρωπότητας στο μυαλό. Στην πράξη η άμεση δημοκρατία είτε απλά αποτυγχάνει, είτε οδηγεί στον ολοκληρωτισμό.
Για τη μη αποπληρωμή του χρέους τα ‘χουμε ξαναπει, είναι μια ρομαντική ιδέα που αψηφά την οικονομική και πολιτική πραγματικότητα της χώρας και του πλανήτη και που, για να μη διαταράξει το Λαζοπουλικό μύθο του αθώου και ενάρετου λαού που δεν έφταιξε ποτέ σε τίποτα, προτείνει την απόλυτη φτώχια για δεκαετίες.
Είναι αφελείς ιδέες, κακές ιδέες (κι αυτή είναι η δικιά μου γνώμη, που μπορείς κάλλιστα να τη θεωρήσεις λανθασμένη), αλλά βεβαίως ο καθένας δικαιούται να έχει ιδέες και να τις προτείνει σε μια δημοκρατία, και ειδικά σε ένα περιβάλλον ζύμωσης όπως είναι αυτό που γίνεται στο Σύνταγμα εδώ και τόσες μέρες. Το πρόβλημα, κι αυτό που μου σκοτώνει κάθε ελπίδα και αισιοδοξία για την #greekrevolution, είναι το ότι κουβεντιάζουμε ακόμα πράγματα που για την υπόλοιπη ανθρωπότητα είναι λυμένα. Είναι σαν το επίπεδο του διαλόγου μας να βρίσκεται 300 χρόνια πίσω από του υπόλοιπου κόσμου και, επειδή ακριβώς σνομπάρουμε τη γνώση, επειδή δεν την έχουμε, δε βρίσκουμε χρήσιμο να εκμεταλλευτούμε τα συμπεράσματα που η ανθρωπότητα έχει ήδη βγάλει. Είναι σα να θέλουμε να τα ξαναβγάλουμε μόνοι μας. Πράγμα που, δεδομένης της ποιότητας του διαλόγου μας, πιθανότατα θα μας πάρει περισσότερα από 300 χρόνια.
Αυτό γίνεται παντού. Συζητάμε μεταξύ μας για το αν πρέπει να μπορούν να γίνονται απολύσεις, για το αν πρέπει να ιδιωτικοποιούνται ζημιογόνες δημοσιες επιχειρήσεις, για το αν πρέπει να καπνίζουμε σε κλειστούς δημόσιους χώρους, για το αν πρέπει να πληρώνουμε τα διόδια. Απορεί κανείς γιατί δεν έχουμε μπει στη διαδικασία να κουβεντιάσουμε και τη θεωρία της βαρύτητας.
Το επίπεδο του διαλόγου μας είναι που δεν μας επιτρέπει να εξελίξουμε ιδέες. Η εγωπάθειά μας δεν μας επιτρέπει να δούμε τί γίνεται παραέξω, να μαζέψουμε γνώση, να το κουβεντιάσουμε μεταξύ μας, να βγάλουμε συμπεράσματα και να πάμε παρακάτω.
Και, θα μου πεις (κι αυτό μου είπε ο κύριος που μου έπιασε την κουβέντα έξω από το Public για το χρέος, και απελπίστηκε), “εσύ γιατί δεν προτείνεις κάτι;” “Μόνο κριτική στις ιδέες των άλλων ξέρεις να κάνεις, κι αυτοί τουλάχιστον επιλέγουν μιαν ιδεολογία και, μέσα στην αφέλειά τους, προσπαθούν. Εσένα ποια είναι η πρότασή σου;”
Και θα σου απαντήσω όπως του απάντησα:
Η γνώμη χωρίς γνώση είναι επικίνδυνο πράγμα.
Αν είχα δικιά μου πρόταση, αν ήξερα τη λύση, έχω τα μέσα (στην εποχή μας καθένας τα έχει, αν θέλει), και θα τη μάθαινες, θα την ήξερες ήδη. Δεν την έχω. Όπως καταλαβαίνεις, πολύ εξυπνότεροι και αρμοδιότεροι από εμένα επίσης δεν την έχουν. Το πρόβλημα είναι πως ούτε κι εσύ την έχεις. Κι εγώ και όλοι που ήμασταν στο Σύνταγμα χτες, ιδέα δεν έχουμε πώς θα λυθεί το πρόβλημα της χώρας. Εγώ την άγνοιά μου την αναγνωρίζω. Πολλοί από αυτούς την αναγνωρίζουν επίσης, και δεν υπογράφουν ψηφίσματα, και δεν κολλάνε αυτοκόλλητα «δεν χρωστάμε» στα ρούχα τους. Υπερβολικά πολλοί δεν τη συνειδητοποιούν: Νομίζουν πως η δίκαιη οργή τους ισοδυναμεί με γνώση. Ότι αφού είναι αδικημένοι, εξ’ ορισμού πρέπει να ξέρουν πώς πρέπει να λειτουργεί η οικονομία και η δημοκρατία και η χώρα. Υιοθετούν την ιδέα που τους μοιάζει πιο γουστόζικη και προχωράνε, ενάρετοι και βέβαιοι, χωρίς αληθινή κουβέντα, μόνο με μονόλογους.
Στο Σύνταγμα, ανάμεσα σ’ όλα τα όμορφα πράγματα, στις γωνιές όπου ζωγράφιζαν τα παιδάκια (τι ωραία εμπειρία που θα είναι το Σύνταγμα γι’ αυτά), στους τυπάδες με τα χλαμπατσίμπαλα στις σκηνές, στις χαρούμενες κυρίες άνω των 60, στην εκκωφαντική αισθητική του ετερόκλητου πλήθους, αυτό που φαινόταν γλαφυρά, κι αυτό που μου προκαλεί τώρα την απελπισία, ήταν το επίπεδο του διαλόγου. Γνώμες παντού, γνώση πουθενά. Τους κοίταζα και το ‘βλεπα μπροστά μου, η απάντηση ήταν εκεί, γλαφυρή, ανάγλυφη:
Έτσι φτάσαμε ως εδώ.
διάβασε όλα όσα έχω γράψει για την Ελληνική Κρίση ως τώρα εδώ