Το ερώτημα είναι το εξής: Πώς καταντήσαμε έτσι; Γιατί φτάσαμε στο χείλος του γκρεμού, κρεμασμένοι, αιωρούμενοι, με ένα-ένα τα δαχτυλάκια να γλιστράνε, και την πτώση να μοιάζει αναπόφευκτη, θέμα χρόνου;
Ναι, φταίνε οι σπατάλες και οι δημόσιοι υπάλληλοι και οι συνδικαλιστές και οι πολιτικοί και η ανικανότητά μας στα θέματα τα οικονομικά και η διαφθορά και όλα αυτά, αλλά δεν μπορεί, πρέπει να υπάρχει και κάποιο βαθύτερο αίτιο, κάτι στο DNA μας, κάποιο θεμελιώδες πρόβλημα που μας έχει φέρει σ’ αυτή την κατάσταση. Δεν είμαστε ηλίθιοι. Δεν είμαστε χειρότεροι από τους άλλους. Οπότε γιατί εμείς δεν μπορούμε να διαχειριστούμε τη μικρή, ευλογημένη μας χώρα και πτωχεύουμε και εξευτελιζόμαστε και τρωγόμαστε μεταξύ μας ανώφελα κι επώδυνα, και οι άλλοι όχι; Κάτι πρέπει να φταίει.
Μετά από μήνες σκέψης και γραψίματος και κουβέντας, νομίζω ότι έχω καταλάβει τι φταίει: Είναι το μίσος.
Η θεωρία που εισηγούμαι είναι η εξής: Οι Έλληνες μισιούνται μεταξύ τους. Δεν είναι φτιαγμένοι να ζουν με άλλους Έλληνες. Δε θέλουν. Δε γουστάρουν. Σαν ομώνυμοι μαγνητικοί πόλοι, απωθούνται. Από την ίδρυση του Ελληνικού κράτους κι ύστερα (και ίσως και προηγουμένως –δηλαδή σχεδόν σίγουρα και προηγουμένως), ποτέ δεν συγκρότησαν μια συμπαγή κοινωνία ανθρώπων που ζούν μαζί και υπακούν στους ίδιους κανόνες με στόχο τη συλλογική εξέλιξη και την πρόοδο. Η «Ελληνική κοινωνία» δεν είμαι μια συμπαγής οντότητα –ποτέ δεν ήταν. Είμαστε άτομα που ζουν στον ίδιο χώρο, όχι συμπολίτες ή σύντροφοι. Γι’ αυτό βλέπεις τους συναδέλφους σου, όπου κι αν είσαι, που δε μπορούν να πουν μια καλή κουβέντα ο ένας για τον άλλον, τις συνιστώσες του ΣΥΡΙΖΑ που αλληλομισιούνται, το ΠΑΜΕ που παρελαύνει χώρια, το Κάτω Σύνταγμα που σνομπάρει το Πάνω Σύνταγμα και τον κραυγαλέο εγωισμό κάθε πολίτη ξεχωριστά που αναγνωρίζει ως συμφέρον του μόνο το αυστηρά προσωπικό.
Είναι ενδιαφέρον το πώς εκφράζεται αυτό το μίσος στις καθημερινές σχέσεις. Ο Αμερικανός δημοσιογράφος Μάικλ Λιούις, στο άρθρο που είχε γράψει για το σκάνδαλο του Βατοπεδίου στο περιοδικό Vanity Fair, είχε αποκαλέσει την κατάσταση στην οποία βρίσκεται η Ελληνική κοινωνία «ηθική κατάρρευση». Η άποψή του δεν απέχει πολύ από την αλήθεια. Παρατηρώντας τις συμπεριφορές και τις απόψεις των Ελλήνων όπως εκφράζονται σε δημόσια ή ιδιωτικά φόρα το συμπέρασμα βγαίνει εύκολα –και ακόμα πιο εύκολα τώρα που οι καιροί είναι πιο δύσκολοι και τα νεύρα τεντωμένα: Οτιδήποτε κι αν γίνει, με οτιδήποτε κι αν ασχοληθεί, για πρώτο του καταφύγιο ο Έλληνας έχει τη γκρίνια, το κράξιμο, την αντίδραση και τη χολή.
Από την επίθεση ευαισθητοποιημένων τραμπούκων στο Νομπελίστα Τζέιμς Γουότσον στην Πάτρα μέχρι τη λοιδορία προς τους Atenistas, κι από την επίθεση ακροδεξιών μέσω Facebook στον Πέτρο Τατσόπουλο για το «1821» μέχρι την επίθεση αριστερών σε όποιον τόλμησε να αμφισβητήσει το δόγμα του “Debtocracy”, τα παραδείγματα είναι άφθονα και είναι καθημερινά. Πουθενά διάλογος, παντού επιθέσεις. Οτιδήποτε συμβαίνει και γίνεται αντικείμενο κουβέντας προσελκύει χολή και μίσος, όχι απόψεις και γνώμες. Ταυτιζόμαστε μόνο με τον αρνητισμό και την καταγγελία, την ειρωνεία του Λαζόπουλου και την οργή του δελτίου ειδήσεων. Δεν είναι ταξικό το θέμα, ούτε έχει να κάνει με το μορφωτικό επίπεδο: Το ελληνικό μίσος υπάρχει παντού, μεταδίδεται σε όλους σαν ιός και συσσωρεύεται μέσα μας σαν ραδιενέργεια. Και καταλήγουμε κανένας να μη σέβεται τον άλλο σε κανένα επίπεδο (προσωπικό, επαγγελματικό), κι ο κάθε Έλληνας ξεχωριστά –καθώς είναι έτσι μεγαλωμένος από τη μαμά του- να πιστεύει ακράδαντα ότι κατέχει την απόλυτη αλήθεια.
Ίσως γι’ αυτό εμείς οι Έλληνες μιλάμε όλοι ταυτόχρονα: Μας είναι εντελώς αδύνατο να ακούσουμε οποιαδήποτε φωνή εκτός από τη δική μας. Είμαστε ένας λαός γεμάτος trolls.
Και η έκφραση του μίσους μας προς αλλήλους δεν είναι μόνο ενεργητική, δεν έρχεται στην επιφάνεια μόνο κάθε φορά που γίνεται κάτι και σπεύδουμε να κράξουμε, να καταγγείλουμε ή να βρίσουμε: Είναι και παθητική. Η ανοχή μας προς οτιδήποτε κακό συμβαίνει ενάντια στο κοινωνικό σύνολο δείχνει την περιφρόνησή μας προς το κοινωνικό σύνολο ως έννοια. Αν κάποιος επιτεθεί σε εμάς ή αυτό που πιστεύουμε γινόμαστε Έλληνες (πώς λέμε «γινόμαστε Τούρκοι;» -αλλά χειρότερο). Αν κάποιος επιτεθεί όμως σε περιουσίες ή αθώους ανθρώπους ή το κράτος, ανασηκώνουμε τους ώμους και κάνουμε «τσκ τσκ», και «κοίτα να δεις ρε παιδί μου» και μετά το ξεχνάμε, αδιαφορούμε, το αφήνουμε να επαναλαμβάνεται στο διηνεκές για δεκαετίες, γιατί στην πραγματικότητα μισούμε και τους άλλους ανθρώπους και μισούμε και το κράτος, και δε μας νοιάζει τί ζημιά τους προκαλούν οι διαρκείς επιθέσεις. Θεωρούμε ότι η κοινωνία μας δεν είναι κάτι αρκετά σημαντικό για να την υπερασπιστούμε. Ότι δεν αξίζει τον κόπο.
Όπως καταλαβαίνεις, αυτή η διάγνωση είναι πάρα πολύ ανησυχητική. Έχουμε πρόβλημα. Και το πρόβλημα που έχουμε είναι βαθύ και περίπλοκο. Δεν αρκεί να κάνουμε όλοι μαζί anger management για να μας φύγει. Γιατί δεν είναι ότι δεν μπορούμε να ζήσουμε σε μια κοινωνία: Έλληνες που πάνε στο εξωτερικό (όχι όλοι, αλλά πολλοί) μια χαρά προσαρμόζονται στις ανάγκες και υπακούν σε κανόνες και νόμους θεσπισμένους από ξένους, τους οποίους ακολουθούν στην αρχή από κόμπλεξ κατωτερότητας, και αργότερα επειδή καταλαβαίνουν πώς λειτουργεί σωστά μια κοινωνία, και γίνονται σιγά σιγά λιγουλάκι ξένοι.
Με τους άλλους Έλληνες υπάρχει το πρόβλημα. Απ’ ό,τι φαίνεται μπορούμε να ζήσουμε μαζί με άλλους ανθρώπους, φτάνει να μην είναι Έλληνες.
Μ’ αυτά και μ’ αυτά έχουμε φτάσει ως χώρα και ως σύνολο μεμονωμένων ατόμων που μισιούνται σε στάδιο τελικό, σε κατάσταση ακραία, είμαστε λίγο πριν το τέλος, κι απλά δεν μπορούμε να διανοηθούμε τί είναι αυτό το «τέλος», τί σημαίνει, πώς θα είναι. Το μόνο σίγουρο είναι ότι από τα τάρταρα στα οποία είμαστε χωμένοι δεν θα μπορέσουμε να βγούμε μόνο με οικονομική ανάπτυξη, καταπολέμηση της φοροδιαφυγής, απολύσεις δημοσίων υπαλλήλων ή ό,τι άλλο ζητάει η Τρόικα. Χρειάζεται κάτι πολύ πιο σημαντικό, βαθύ και πρωτογενές για να μπορέσουμε με κάποιον τρόπο να ορθοποδήσουμε και να γίνουμε κάποτε κι εμείς μια κοινωνία ανθρώπων.
Χρειάζεται και λίγη αγάπη.