Η σημασία των πραγμάτων που συμβαίνουν καθημερινά στο γενικότερο γίγνεσθαι του κόσμου και του σύμπαντος είναι σχεδόν αδύνατο να εκτιμηθεί με ακρίβεια. Πριν από λίγο μου τελείωσε το οινόπνευμα και δεν υπάρχει κατάστημα ανοιχτό εδώ γύρω (καθώς είναι 7 Μαΐου, δηλαδή Πρωτομαγιά) για να αγοράσω. Τι συνέπειες έχει αυτό το συμβάν στην παγκόσμια ιστορία ή, έστω, την ιστορία της Ελλάδας; Πιθανότατα μικρή. Αλλά κανείς δεν ξέρει.
Ενίοτε όμως συμβαίνουν πράγματα και εμφανίζονται φαινόμενα η σημασία των οποίων είναι προφανής και σπουδαία και σχετικά εύκολο να αποκωδικοποιηθεί. Όσοι έχουμε γεννηθεί στη δεκαετία του ’70 έχουμε δει δυο-τρία τέτοια γεγονότα, και πρώτο από όλα ένα:
Την κατάκτηση του Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος από την Ελλάδα το 1987.
Εγώ τότε είχα μόλις τελειώσει την έκτη δημοτικού, αλλά τα επόμενα χρόνια οι συνέπειες αυτού του συμβάντος ήταν ολοφάνερες ακόμα και στα δικά μου μάτια, η επίπτωσή του στην κοινωνία κρυστάλλινη. Δεν μιλώ μόνο για τις αλάνες που μέσα σε λίγα χρόνια μετατράπηκαν σε γήπεδα μπάσκετ -ακόμα και η συνειδησιακή μεταμόρφωση του λεγόμενου λαϊκού αισθήματος ήταν πασιφανής. Κι έγινε ακόμα πιο πασιφανής στα ιστορικά πλαίσια των περιπετειωδών δεκαετιών που ακολούθησαν.
Το καλοκαίρι του 1987 η μικρή Ελλαδίτσα για πρώτη φορά ένιωσε ότι μετράει. Για πρώτη φορά, υποσυνείδητα, οι Έλληνες -ένας λαός επιρρεπής στους ενθουσιασμούς και τις υπερβολές, το δίχως άλλο- είδαν τον εαυτό τους να ανακηρύσσεται καλύτερος από όλους τους άλλους. Σε κάτι, οτιδήποτε. Κι αυτό οδήγησε στους αναπόφευκτους συνειρμούς που πυροδότησαν, μαζί με ένα σωρό άλλα συμβάντα (την εισροή δανεικού χρήματος, τη ραγδαία εξάπλωση των ΜΜΕ και την ευκολότερη αναπαραγωγή προτύπων λαϊκισμού) μια νέα εθνική συνείδηση, την ισχυροποίηση της ιδέας ότι είμαστε κάτι το ξεχωριστό και δικαιούμαστε τα πάντα.
Μπορεί να το απλοποιώ λιγάκι. Αλλά το κάνω για να υπογραμμίσω μια άλλη σημαντική πτυχή της επιτυχίας της εποχής εκείνης: Δεν ήταν τυχαία, αλλά δεν ήταν και οργανική. Βασίστηκε σε κάτι εξωγενές, μοναδικό και σπάνιο.
Ο Νίκος Γκάλης ήταν ένας μπασκετμπολίστας αλλιώτικος από αυτούς που υπήρχαν στην Ελλάδα. Σήμερα, που ο Άρης τον τιμά με έναν αγώνα στη Θεσσαλονίκη, θα έχεις πολλές ευκαιρίες να διαβάσεις για την ιστορία του, τις επιτυχίες του και τα ταλέντα του σε άλλα μέρη του ίντερνετς. Εδώ θα περιγράψω γιατί ο Γκάλης ήταν ένα υπόδειγμα κι ένα σύμβολο που η Ελληνική κοινωνία από μία άποψη υιοθέτησε κι από μία άλλη απέρριψε.
1) Ο Νίκος Γκάλης είναι σαν το Μετρό
Η εμφάνιση ενός παίκτη παγκοσμίου βεληνεκούς, πολύ καλύτερου από τους περισσότερους συναδέλφους του στο παρκέ -σε οποιοδήποτε παρκέ- αποτέλεσε ιδανικό πρότυπο για εμάς που τότε ήμασταν παιδάκια. Έτσι γίνεται συνήθως με τους σπουδαίους παίκτες. Το σημαντικό όμως είναι ότι γύρω από αυτό το γεγονός στήθηκε ένας μηχανισμός εκμετάλλευσης (με την καλή έννοια) αυτού του πάθους, με αποτέλεσμα χιλιάδες παιδάκια να μεγαλώσουμε λιώνοντας παπούτσια στα ολόφρεσκα γήπεδα των γειτονιών της χώρας. Κι αυτό είχε συνέπειες πολλές, από την άθληση ενός μέρους του πληθυσμού που αλλιώς μπορεί να μεγάλωνε μπροστά στην (επίσης φρέσκια) ιδιωτική τηλεόραση, μέχρι την ανάδειξη πολλών άλλων καλών αθλητών, τη δημιουργία πολλών καλών ομάδων και τον πολλαπλασιασμό των επιτυχιών σε διεθνείς διοργανώσεις, πράγμα που για πολλούς έχει σημασία, και πολλών τις ζωές κάνει πιο χαρούμενες.
Το ελληνικό μπάσκετ, με αφετηρία ένα φαινομενικό πυροτέχνημα, έγινε κάτι σαν το Αθηναϊκό Μετρό: Κάτι φτιαγμένο κατά κύριο λόγο από το κράτος, ίσως με σπατάλες, προβλήματα και δυσκολίες στην πορεία, που όμως λειτουργεί και λειτουργεί καλά και εξυπηρετεί πολύ κόσμο με συγκεκριμένο τρόπο. Είναι (αν παραβλέψει κανείς τις παρατυπίες, ξαναλέω) ένα μοντέλο ανάπτυξης που λειτούργησε. Δυστυχώς όμως έχει λειτουργήσει έτσι σε πολύ λίγα πράγματα στη ζωή αυτής της χώρας, αν και έχουν υπάρξει κι άλλα πυροτεχνήματα, κι άλλοι καλοί άνθρωποι που μπορούσαν και ήθελαν να πυροδοτήσουν επαναστάσεις. Ο Νίκος Γκάλης πέτυχε, και αυτή είναι μια νίκη της χώρας, όχι μόνο δικιά του.
2) Ο Νίκος Γκάλης είναι σαν τον Σταχάνοφ
Ένα πράγμα που πάντα μου προκαλούσε εντύπωση ήταν το εξής: Ο Γκάλης ήταν κοντός, κάπως βαρελόμορφος, όχι πολύ μυώδης και όχι καταφανώς αθλητικός. Και παρ’ όλα αυτά ήταν ο καλύτερος σε γήπεδα γεμάτα με κορμιά ψηλότερα και δυνατότερα. Αναλύσεις για τον τρόπο παιχνιδιού του θα διαβάσεις αλλού, υποθέτω, αλλά εγώ θέλω να δώσω έμφαση σε κάτι άλλο: Το φανατικό work ethic (υπάρχει ελληνικός όρος; Αν όχι, δεν μου κάνει εντύπωση). Ο Γκάλης ήταν (και πιθανότατα είναι ακόμα) ένας άνθρωπος μονόχνωτος, δύσκολος, φανατικά προσηλωμένος σε ένα πράγμα: Τη δουλειά. Η δουλειά του ήταν το μπάσκετ και η προσήλωσή του στην απόλυτη εκμετάλλευση του ταλέντου του και την προσήλωση στη βελτίωση των ικανοτήτων του τον έκαναν να ξεπερνά τυχόν φυσικά εμπόδια.
Αν και η επίθυμία για μπάσκετ εξαπλώθηκε στην ελληνική κοινωνία σαν ιός μετά από εκείνο το καλοκαίρι, δεν έγινε το ίδιο με τον τρόπο που ο Γκάλης προσέγγιζε τη δουλειά. Όλα τα παιδάκια ήθελαν να γίνουν μπασκετμπολίστες, να παίζουν και να κερδίζουν και να τους χειροκροτούν, αλλά δεν θέλησαν όλα να λιώσουν με τις ώρες στα τσιμέντα και τα παρκέ μέχρι να καταφέρουν να γίνουν 0,5% καλύτεροι, και την επόμενη ημέρα πάλι το ίδιο.
Ασφαλώς αυτό δεν είναι ένα πρότυπο ούτε πολύ καθαρό και εύληπτο, ούτε και ευπρόσδεκτο από όλους. Δεν μπορούν όλοι να αφοσιωθούν σε κάτι με τέτοια φανατική προσήλωση. Αλλά εγώ πιστεύω ότι σε κάποιους από εμάς, ο Γκάλης ως πρότυπο είχε κάτι πολύ σημαντικότερο να μας διδάξει από το μπάσκετ. Αυτός ο τύπος ο αλλόκοτος, που ήρθε από αλλού, μαθημένος αλλιώς, θα μπορούσε να έχει μάθει σε μια γενιά Ελλήνων πώς να δουλεύουν φανατικά για την κατάκτηση ενός στόχου. Κι αυτό δεν συνέβη.
Δεν ξέρω πώς θα μπορούσε να συμβεί, και μέσα από ποιο μηχανισμό θα μπορούσε το πρότυπο του Γκάλη να ενσταλαχτεί στις παιδικές ψυχές, αλλά από ό,τι φαίνεται, οι μόνοι που το έμαθαν το μάθημα ήταν κάποιοι άλλοι, μεταγενέστεροι μπασκετμπολίστες.
Οι υπόλοιποι παραμείναμε λιγάκι τεμπέληδες, τυχοδιώκτες, πιστεύοντας πως οι επιτυχίες και τα λεφτά μας αξίζουν, ο μόχθος και η κούραση όχι.
Άντε να τρέχω να βρω οινόπνευμα, τώρα.