Υπάρχουν πολλά λόγια που μπορεί να πει κανείς για την κυβέρνηση που ορκίστηκε σήμερα. Ελάχιστοι μπορούν να βρουν λόγια καλά. Το ίδιο γίνεται πάντα. Κάθε φορά που βλέπει τη σύνθεση της κυβέρνησης γραμμένη, μια εύφλεκτη ιντελιγκέντσια εκρήγνυται, οργισμένη και έκπληκτη.
Είναι το ίδιο πράγμα ακριβώς που συνέβη και με τις περυσινές, διπλές εκλογές. Άνθρωποι που ζουν σε μια φούσκα και δεν ξέρουν ακριβώς σε τι συνίσταται το εκλογικό σώμα και το κοινωνικό δυναμικό της χώρας τους, έβλεπαν ξαφνικά την αλήθεια μπροστά τους ανάγλυφη, κρυστάλλινη, με νούμερα. Αυτοί είναι οι Έλληνες ψηφοφόροι και αυτό είναι το ελληνικό πολιτικό δυναμικό. Οι μεν επιλέγουν, στελεχώνουν, καθιερώνουν και επιβραβεύουν το δε. Σε μια δημοκρατία που τα τελευταία 40 χρόνια λειτουργεί αψεγάδιαστα, με εκλογές αληθινά ελεύθερες, χωρίς νοθείες, τρομοκρατίες και άλλα τριτοκοσμικά, το αποτέλεσμα είναι τόσο απλό.
Αλλά για πολλούς από εμάς το συμπέρασμα αυτό εξακολουθεί να είναι δυσκολοχώνευτο. Λοιπόν, εγώ θα προτείνω τώρα κάτι, ή μάλλον θα εισάγω μιαν ιδέα εξίσου δυσκολοχώνευτη από αυτούς, αλλά και από άλλους:
Η κυβέρνηση της Ελλάδας, η συγκυβέρνηση ΝΔ-ΠΑΣΟΚ, όπως και η προηγούμενη, η τρικομματική, όπως και μια επόμενη, με πρωθυπουργό το Τσίπρα και με Λαφαζάνηδες και συνιστώσες μέσα, είναι η δική μας κυβέρνηση. Ολονών. Δεν έχουμε άλλη. Είναι οι εκπρόσωποί μας, διορισμένοι από εμάς για να τακτοποιήσουν τις δουλειές των κοινών μας συμφερόντων όπως αυτά ορίζονται από το Σύνταγμα, τις οποίες δεν αδειάζουμε να τις κάνουμε ο καθένας μόνος του, καθ’ ό,τι χρονοβόρες και μπελαλίδικες.
Κάθε φορά που μια κυβέρνηση ορκίζεται σ’ αυτή τη χώρα, η πλειοψηφία του Ελληνικού λαού (καθώς ποτέ δεν εκλέγεται κανείς με την απόλυτη πλειοψηφία του εκλογικού σώματος) τη βρίζει και εύχεται να φύγει και να έρθει άλλη. Αυτό γίνεται σαράντα χρόνια τώρα. Υποστηρίζω πως αυτή η προσέγγιση είναι λανθασμένη. Όποιος εκλέγεται, εκλέγεται από όλους μας και εκπροσωπεί όλους μας (όχι μόνο αυτούς που τον ή την ψήφισαν) και κατά συνέπεια πρέπει να θέλουμε να πετύχει.
Αυτό είναι το πιο σημαντικό πράγμα που ήθελα να σας πω.
Όποια κυβέρνηση κι αν έχουμε, όσο οργισμένοι κι αν είμαστε που οι συμπολίτες μας πλημμύρισαν τη Βουλή με Κασιδιάρηδες και Κεδίκογλους, πρέπει σε ένα μέρος του μυαλού μας να κρατάμε την ελπίδα να καταφέρει το σκοπό της. Να διαμαρτυρόμαστε, ναι, να έχουμε γνώμη και να την εκφράζουμε, να κάνουμε κριτική (ουδείς αναμάρτητος), αλλά να σκεφτόμαστε και το ότι αυτή είναι η κυβέρνηση που έχουμε, και μας συμφέρει να κάνει τη δουλειά της. Το να ουρλιάζουμε “να φύγουν”, όσο κι αν το θέλουμε (που, μην κοροϊδευόμαστε, συνήθως το θέλουμε) δεν είναι παραγωγικό, σοβαρό, ή δημοκρατικό.
Προς το παρόν υπάρχει παντού μόνο χολή, θυμός και φθόνος. Αλλού για λόγους πολιτικούς (η κάθε αντιπολίτευση φωνάζει “να φύγουν” για να έρθει αυτή), αλλού για λόγους προσωπικούς, αισθητικούς, ποικίλους. Διαβάζω ανθρώπους οι οποίοι εύχονται ανοιχτά η κυβέρνηση να αποτύχει, να πέσει, να κατακρημνιστεί, να πέσει απάνω της το World Trade Center και να τη φάει ο Γκοτζίλα. Σα να μην τους νοιάζει το ότι τα συμφέροντά τους διακυβεύονται και θα κατακρημνιστούν μαζί της, αν και όταν η ευχή τους βγει. Κι αυτό γίνεται κάθε φορά που γίνεται ανασχηματισμός, από παλιά κιόλας, αλλά κυρίως τα τελευταία χρόνια της μεγάλης αγανάχτησης.
Κατά τη γνώμη μου είναι μια προσέγγιση λανθασμένη και στείρα.
Γιατί για να γίνουμε κανονική κοινωνία κάποτε θα πρέπει να αρχίσουμε να αναγνωρίζουμε ότι η κυβέρνηση της χώρας νομιμοποιείται να υπάρχει και να λειτουργεί και να δουλεύει για το καλό της χώρας ακόμα κι αν δεν συμφωνούμε με τη σύστασή της εμείς, ο καθένας προσωπικά. Γιατί η χώρα δεν είναι ο καθένας μας ξεχωριστά. Σας στεναχωρώ, το ξέρω, αλλά δυστυχώς έτσι είναι. Είμαστε όλοι μαζί. Ούτε εμένα μου αρέσει. Τι να κάνουμε τώρα. Έτσι είναι.
Αυτά είχα να πω.