Όταν γράφεις, και ειδικά όταν γράφεις για τον εαυτό σου, νιώθεις πολύ τυχερός που ήσουν δυστυχισμένος ως παιδί. Μερικές φορές εύχομαι να ήμουν ακόμα πιο δυστυχισμένος. Θα είχα περισσότερα πράγματα να γράφω τώρα.
Συνήθως δεν εμπιστεύομαι τις πρώτες μου παρατηρήσεις από μια καινούρια χώρα. Κυρίως επειδή πιστεύω πως είναι κοινότoπες. Όσοι πηγαίνουν στη Γαλλία για πρώτη φορά, ας πούμε, πιθανότατα παρατηρούν τρία πράγματα, και είναι τα ίδια. Στην Ελλάδα, πάντως, αυτό που παρατηρώ είναι πως όλοι φωνάζουν, συνέχεια. Είναι απίθανο πόσες φορές μου έχουν φωνάξει τις τρεις μέρες που είμαι εδώ.
Μου αρέσει να ταξιδεύω κυρίως για δουλειά, γιατί τότε έχω κι έναν ντόπιο μαζί μου, να μου εξηγεί αυτά που βλέπω. Όταν πηγαίνω μόνος μου για διακοπές, μπερδεύομαι. Το Φεβρουάριο είχα πάει με τον φίλο μου και τη μάνα του στο Μόναχο, και μια μέρα στο δρόμο είδα έναν τύπο που φορούσε στολή Ρωμαίου μονομάχου. Λίγο παρακάτω είδα έναν άλλο ντυμένο πειρατή. Σύμφωνα μ’ αυτά που είδα, ήμουν έτοιμος να γράψω ότι οι Γερμανοί είναι πολύ παιχνιδιάρηδες, τους αρέσει να ντύνονται με φανταχτερά κοστούμια. Πάλι καλά που το ανάφερα στον εκδότη μου: Με ενημέρωσε ότι ήταν απόκριες.
Αυτοί που έχουν τους περισσότερους λόγους για να ντρέπονται, ντρέπονται λιγότερο απ’ όλους.
Υπέγραψα συμβόλαιο για να γράψω μυθιστόρημα, αλλά μετά διαπίστωσα πως δεν έχω ιδέα πώς γίνεται. Σκέφτηκα, λοιπόν, να πάω σε σχολή, για να μάθω. Αυτό που παθαίνω είναι το εξής: Χάνω την υπομονή μου με τις ιστορίες που γράφω. Όταν μια ξεπερνά τις δέκα σελίδες, παύει να με ενδιαφέρει. Φταίει κυρίως το ότι διαβάζω πολύ δημοσίως στην Αμερική, στο ραδιόφωνο ή σε περιοδείες, και γενικά δεν θέλω να διαβάζω πράγματα που διαρκούν περισσότερα από 20 λεπτά.
Στην Αμερική οργανώνονται αναγνώσεις του «Οδυσσέα» του Τζόις. Αυτό εγώ δεν το καταλαβαίνω. Δηλαδή η ιδέα ποια ήταν: «Ας πάρουμε το πιο βαρετό βιβλίο που γράφτηκε ποτέ, κι ας το διαβάσουμε δυνατά για 48 ώρες»;
Είμαι γεννημένος για το iPod. Γεννημένος. Όλη μου τη ζωή το περίμενα. Μου αρέσει να ακούω το ίδιο πράγμα ξανά και ξανά, κι αυτό δεν είναι κάτι που μπορείς να κάνεις με το ηχοσύστημα του σπιτιού σου –τους τρελαίνεις όλους έτσι. Λατρεύω να φοράω τα ακουστικά και να βγαίνω στον κόσμο. «Μα δεν ακούς τι γίνεται», μου λένε. Τι να ακούσω; Τις κόρνες; Τα σκυλιά που γαβγίζουν; Τίποτα δεν χάνω. Αυτό εδώ το πραγματάκι πουλιέται μόνο του. Το μόνο που χρειάζεται να κάνεις είναι να το βάλεις στα αυτιά κάποιου και πάει, το πούλησες. Είναι σαν τη μαριχουάνα. Δεν μπορείς να πεις τίποτα αρνητικό γι’ αυτό.
Πλέον ζω το μισό χρόνο στο Παρίσι και τον υπόλοιπο στο Λονδίνο. Στο Λονδίνο μου αρέσει η πολυπολιτισμικότητα. Και στο Παρίσι βλέπεις πολλούς ξένους, αλλά είναι τουρίστες, ενώ στο Λονδίνο ζουν άνθρωποι από όλο τον κόσμο. Μου αρέσει αυτό, τους βλέπω και σκέφτομαι: «Είσαι ξένος. Κι εγώ το ίδιο. Και εγώ μιλάω πολύ καλύτερα αγγλικά».
Η γαλλική τηλεόραση είναι ως εξής: Ανοίγεις το δέκτη στις 8 η ώρα και βλέπεις ανθρώπους να συζητούν για την κακοποίηση ανηλίκων. Την ανοίγεις ξανά στις 12, και είναι οι ίδιοι, κι ακόμα μιλάνε.
Όταν ήμουν μικρός ήθελα να γίνω καλλιτέχνης. Το πρόβλημα είναι ότι δεν έχω καθόλου ταλέντο. Αν σε ζωγράφιζα τώρα εδώ σε ένα χαρτί, και μετά το έδειχνα σ’ αυτούς δίπλα, πιθανότατα θα με ρωτούσαν «Τι ψάρι είναι αυτό;»
Πριν πιάσω δουλειά στο ραδιόφωνο, έκανα διάφορες δουλειές του ποδαριού για να συντηρηθώ. Αυτό που έμαθα είναι ότι υπάρχουν αυτές οι δουλειές στις οποίες το μόνο που χρειάζεται να κάνεις είναι να πας στην ώρα σου. Αν εμφανίζεσαι κάθε πρωί, δεν υπάρχει περίπτωση να μη σε κρατήσουν. Η αλήθεια είναι ότι στη ζωή μου δεν έμαθα να κάνω τίποτα χρήσιμο. Δεν οδηγώ, ακόμα πληκτρολογώ με τα δύο δάχτυλα, οπότε οι επιλογές μου περιορίστηκαν από τα πολλά πράγματα που δεν μπορώ να κάνω. Αλλά σ’ αυτές τις μικρές δουλειές που είχα, πήγαινα στην ώρα μου, οπότε με κρατούσαν για χρόνια.
Δούλεψα για δυο χρόνια σε ένα πολυκατάστημα ντυμένος ξωτικό του Άη Βασίλη. Δεν είχα ξαναδουλέψει με κοινό, γι’ αυτό μου έκαναν εντύπωση κάποια πράγματα που άλλοι άνθρωποι τα ήξεραν, αλλά εγώ δεν τα υποπτευόμουν. Για παράδειγμα, οι γονείς. Τα παιδιά τα λάτρεψα, αλλά ποτέ δεν φανταζόμουν πόσο μαλάκες μπορεί να είναι οι γονείς. Για να φανταστείς, είχε στηθεί ένα ολόκληρο σκηνικό στον 6ο όροφο του πολυκαταστήματος, με γέφυρες, ζαχαρωτά και μπαμπάκι στο πάτωμα, που έμοιαζε με χιόνι. Έβλεπες λοιπόν τη μαμά με το παιδάκι, και το παιδάκι να θέλει να πάει στην τουαλέτα, και τη μαμά να του λέει: «Κάνε τσίσα στο χιόνι». Κυρά μου, αυτό δεν είναι χιόνι. Είναι μπαμπάκι. Είσαι σε κλειστό χώρο, και λες στο παιδί σου να κατουρήσει στο μπαμπάκι.
Κάτι άλλο που πολύς κόσμος δεν ξέρει: Είναι αδιανόητο το πόσο συχνά χέζει ο κόσμος στα δοκιμαστήρια των καταστημάτων. Ο φίλος μου παλιά δούλευε στο GAP και μου το είχε πει, και δεν μπορούσα να το πιστέψω. Αν όμως το αναφέρεις σε ανθρώπους που δουλεύουν χρόνια σε καταστήματα με ρούχα, θα στο επιβεβαιώσουν. Συμβαίνει παντού. Και στις βιβλιοθήκες! Κόσμος αφοδεύει στα απομονωμένα, σκοτεινά σημεία. Είναι επιδημία.
Πήγα στο Greek School για ένα χρόνο, αλλά δεν ήταν αποτελεσματικό. Το μάθημα ήταν μια ώρα την εβδομάδα, και το μισό περνούσε με τις διαπραγματεύσεις για το ποιος θα φέρει αναψυκτικά στο επόμενο μάθημα. Επίσης, όλα τα άλλα παιδιά ήταν μελαχρινά, και ένιωθα μειονεκτικά. Οπότε δεν έμαθα και πολλά ελληνικά –κι αυτά που έμαθα, τα ξέχασα πολύ γρήγορα.
Ο φίλος μου μου χάρισε ένα λάπτοπ πριν από οκτώ χρόνια. Εγώ σε γραφομηχανή έγραφα, δεν ήθελα κομπιούτερ, αλλά μου το έδωσε με το ζόρι. Ήταν από αυτά τα Apple, τα χρωματιστά, και το άφησα σε μια άκρη και δεν του έδινα σημασία. Το έπιασα τελικά στα χέρια μου επειδή μου φαινόταν πολύ όμορφο. Και το λάτρεψα.
Μόλις έμαθα πώς να μπαίνω στο Ίντερνετ. Μέχρι πριν από δύο μήνες δεν είχα email, δεν ήξερα καν πώς είναι αυτό το πράγμα. Κι επειδή εγώ δεν έμπαινα στο Ίντερνετ, φανταζόμουν ότι και κανένας άλλος δεν μπαίνει, ότι δεν είναι και κανένα πολύ σημαντικό πράγμα. Τώρα ξαφνικά διαπιστώνω πως υπάρχει ένας ολόκληρος κόσμος εκεί πέρα, την ύπαρξη του οποίου δεν είχα πάρει μυρωδιά.
Αν είχα την αδερφή μου τη Λίσα σ’ αυτό εδώ το ταξίδι, δεν θα διασκέδαζε καθόλου μ’ όλα τα αδέσποτα που έχετε στους δρόμους της Αθήνας. Θα ανησυχούσε τόσο πολύ που δεν θα μπορούσε να σκεφτεί τίποτα άλλο. Πήγαμε χτες σε ένα εστιατόριο εδώ κοντά που είχε απίθανο φαγητό –δεν θα μπορούσε να απολαύσει το γεύμα της επειδή ένας σκύλος σουλατσάριζε εκεί, καθ’ οδόν προς την Ακρόπολη.
Απεχθάνομαι τους ανθρώπους που λατρεύουν τα σκυλιά. Από όσα μου έχει πει η αδερφή μου βλέπουν το σκυλί σαν κάτι αθώο. Οι άνθρωποι έχουν την ευθύνη των πράξεών τους, αλλά το σκυλί δεν ζητά τίποτα και είναι στο έλεος του ανθρώπου –έτσι το βλέπει εκείνη. Κάποτε οι άνθρωποι έβλεπαν έτσι τα παιδιά τους, βέβαια. Μέχρι που αποφάσισαν ότι τα παιδιά είναι μικροί μαλάκες, και παροχέτευσαν αυτά τα αισθήματα προς τα σκυλιά.
Το πρόβλημα είναι, τι γίνεται αν δεν έχεις τέτοια συναισθήματα για τα σκυλιά. Στην Αμερική σε μισούν αν δεν τα λατρεύεις. Μου έστειλαν πριν από λίγες ημέρες ένα βιβλίο, για να του γράψω μια μικρή κριτική για να μπει στο οπισθόφυλλο. Το έχει γράψει μια Αυστραλή, κι έχει ως θέμα τα δυο της σκυλιά. Μισώ τα σκυλιά. Τα απεχθάνομαι. Αυτή η Αυστραλή είναι ακριβώς ο τύπος του σκυλολάτρη που δεν αντέχω καθόλου. Γράφει για τα σκυλιά της που γαβγίζουν στο διαμέρισμά της, κι εγώ σκέφτομαι αυτούς που μένουν από κάτω. Το πρόβλημα είναι ότι μου αρέσει πολύ το γράψιμό της. Δεν έχω αποφασίσει ακόμα αν θα γράψω την κριτική.
Έχω μια φίλη στο Σαν Φρανσίσκο, και την κάλεσα να πάμε μαζί σε ένα ταξίδι στη Σκοτία. Είχε τα γενέθλιά της, και της έκανα όλο το ταξίδι δώρο. Και μετά το σκυλί της πήδηξε απ’ το παράθυρο του διαμερίσματός της, από τον τρίτο όροφο, και έσπασε το πόδι του. Οπότε με πήρε και ακύρωσε το ταξίδι, επειδή ο σκύλος ήταν στο νοσοκομείο. «Είσαι τρελή;» της είπα. «Έδωσες όλες σου τις οικονομίες για να πας το ηλίθιο σκυλί σου που πηδάει απ’ το παράθυρο και να του φτιάξεις το πόδι, και τώρα θα χάσεις και ένα τσάμπα ταξίδι στη Σκοτία;». Όταν το σκυλί της πέθανε, πολύ το χάρηκα. Την πήρα αμέσως τηλέφωνο να τη ρωτήσω πότε φεύγουμε για Σκοτία.
Όταν ήμουν παιδί, στο βραδινό τραπέζι, ο πατέρας μου είχε μια μεγάλη κουτάλα δίπλα στο πιάτο του. Αν τολμούσα να γελάσω, μου έριχνε μια με την κουτάλα στο κεφάλι. Και θυμάμαι ότι από τότε σκεφτόμουν: «Μια μέρα θα πληρώσεις γι’ αυτό. Κάποτε όλος ο κόσμος θα μάθει ότι με κοπάναγες με την κουτάλα, μέχρι να τρέξει αίμα».
Δεν πιστεύω ότι πρέπει κανείς να γράφει για τα παιδιά. Η γυναίκα του αδερφού πρόσφατα έκανε ένα κοριτσάκι, το σκέφτηκα, και αποφάσισα ότι δεν είναι σωστό να γράψω οτιδήποτε για την ανιψιά μου. Έκτοτε, κάθε φορά που πηγαίνω στο σπίτι τους προσεύχομαι να μην κάνει τίποτα ενδιαφέρον ή αστείο.
Αυτό που δεν ξέρουν πολλοί ζωόφιλοι είναι ότι αν πεθάνουν μέσα στο διαμέρισμά τους και δεν τους βρει κανείς, το πολύ σε τρεις μέρες τα σκυλιά τους θα αρχίσουν να τους τρώνε. Ξεκινώντας από τα μάγουλα. Πέρασα κάποτε μια εβδομάδα σε ένα νεκροτομείο στο Φίνιξ κάνοντας έρευνα για ένα άρθρο στο Esquire, και είδα πολλούς ζωόφιλους με φαγωμένα μούτρα από τα πολυαγαπημένα τους ζωάκια.
Τι άλλο έμαθα στο νεκροτομείο: Υπάρχει μια τρομερή επιδημία την οποία κανείς δεν έχει πάρει χαμπάρι. Πολύς κόσμος σφίγγει το λαιμό του, πιέζει δυνατά καθώς αυνανίζεται, με θηλιά ή με άλλους τρόπους, γιατί υποτίθεται πως αυτό κάνει τον οργασμό πιο έντονο. Νεαροί το κάνουν περισσότερο. Το πρόβλημα είναι ότι μερικές φορές πιέζουν ένα δευτερόλεπτο παραπάνω, και παθαίνουν ασφυξία, και πεθαίνουν. Δεν φαντάζεσαι πόσο συχνά συμβαίνει αυτό. Είδα αμέτρητα πτώματα ανδρών που είχαν κρεμαστεί κατά λάθος, αρκετοί μάλιστα φορώντας γυναικεία ρούχα. Αν δεις στις νεκρολογίες άτομο νεαρό, χωρίς να αναφέρεται η αιτία θανάτου, πιθανότατα πήγε από τέτοιο πνιγμό. Είναι επιδημία.
Ακόμα: Στο νεκροτομείο, αυτούς που έχουν αυτοκτονήσει τους κοροϊδεύουν όλοι. Πολλοί νεαροί πιστεύουν πως αυτοκτονώντας με όπλο θα ανοίξει απλά μια τρυπούλα και θα αποκοιμηθούν με θλιμμένο βλέμμα. Δεν γίνεται έτσι. Όταν βάζεις την καραμπίνα στο σαγόνι, το κεφάλι σου φεύγει. Παύει να υπάρχει. Μας έφεραν ένα νεαρό που είχα τσακωθεί με τους γονείς του και αυτοπυροβολήθηκε με καραμπίνα. Το ένα του μάτι είχε βρεθεί σφηνωμένο κάτω από μια πόρτα, στην άλλη άκρη του δωματίου.
Ο πατέρας μου είχε την κακή συνήθεια να σου λέει τι σκέφτεσαι. Έλεγα «Θέλω χταπόδι» και μου απαντούσε «Δεν θες χταπόδι. Τι να το κάνεις το χταπόδι. Καθόλου δεν το θες». Αυτό νομίζω πως είναι κάτι που έχω κληρονομήσει.
Πήγαινα συχνά διακοπές στη Γαλλία με το φίλο μου, που έχει εξοχικό στην Προβηγκία. Ήθελα να μάθω τη γλώσσα, και σκέφτηκα πως ο καλύτερος τρόπος θα ήταν να μείνουμε εκεί. Σκοπεύαμε αρχικά να μείνουμε ένα χρόνο, και ο ένας έγινε δέκα. Δεν ήμουν ποτέ ιδιαίτερα Γαλλόφιλος, ομολογώ. Δεν υπάρχει τίποτα πιο τρομακτικό από έναν Γαλλόφιλο Αμερικάνο. Μια γειτόνισσά μου, όταν της χτύπαγες το κουδούνι φώναζε από μέσα «Entrer!». Ήταν από τους ανθρώπους που είχε τραπεζομάντιλα από την Προβηγκία, και διάνθιζε τα λεγόμενά της με λεξούλες και φράσεις Γαλλικές. Τρομακτικό!
Όταν ο Άνταμ Γκόπνικ σταμάτησε να γράφει στον New Yorker, μου ζήτησαν να γράφω εγώ Γαλλικά θέματα στο περιοδικό. Αυτό είναι ίσως το καλύτερο επάγγελμα στον κόσμο: Να γράφεις για τη Γαλλία στον New Yorker. Κι εγώ είπα όχι. Γιατί όταν ο Γκόπνικ έγραφε για ένα ωραίο εστιατόριο στο 8o arrondissement του έστελναν γράμματα που έλεγαν «Γιατί δεν έγραψες γι’ αυτό το μέρος στο 15ο;» Κι εμένα όλα αυτά δεν με ενδιαφέρουν καθόλου. Ούτε αγαπημένο café δεν έχω. Η τελευταία φορά που είδα γαλλική ταινία ήταν πριν από επτά χρόνια. Πηγαίνω στο σούπερ μάρκετ, όχι στην αγορά, γιατί δεν θέλω να μιλάω με κανένα. Η Γαλλία είναι απλά ένα μέρος για μένα. Όχι κάτι παραπάνω.
Λάτρεψα το Τόκιο. Είναι μια αληθινά διαφορετική κουλτούρα. Με συνάρπασε πόσο πολύτιμη θεωρούν την προσωπική τους ζωή. Στο μετρό τα εξώφυλλα των βιβλίων που διαβάζουν είναι ντυμένα με χαρτί. Κανείς δεν μιλάει στο τηλέφωνο μέσα στο τρένο. Κι αν χρειαστεί να μιλήσει στο δρόμο, βάζει το χέρι μπροστά, και μιλά χαμηλόφωνα. Αν σηκώσεις το βλέμμα στις πολυκατοικίες που βλέπουν σε ανοιχτούς χώρους, όπως πάρκα, θα δεις στα παράθυρα τις πλάτες βιβλιοθηκών, ή βαριές κουρτίνες μόνιμα κλειστές.
Άρχισα να γράφω ημερολόγιο όταν ήμουν 20 χρονών, και γράφω κάθε πρωί που σηκώνομαι. Το τελευταίο πράγμα που σημείωσα είναι αυτά που είδα στο ζωολογικό κήπο, στο κέντρο της Αθήνας. Στο ένα κλουβί ήταν ένα κουνέλι με μουτζουρωμένη γούνα και τρεις κατσίκες. Στο άλλο ήταν δύο γάτες. Δεν ήταν πολύ εντυπωσιακός ζωολογικός κήπος, αλλά κάτι παθαίνω με τα κλουβιά, και κάθομαι και τα κοιτάζω με τις ώρες, είτε έχουν μέσα μια τίγρη, είτε δυο σπιτόγατους.
Θα πέθαινα αν διάβαζε κάποιος το ημερολόγιό μου. Δυο φορές έχει συμβεί: Τη μία διάβασε λίγο μια μεγαλύτερη αδερφή μου, και τη δεύτερη ένας πρώην μου. Ο πρώην μου θύμωσε πολύ, επειδή δεν έβρισκε πουθενά σε όσα είχα γράψει τον εαυτό του.
Συστήνω σε όλους να κρατούν ημερολόγιο. Λεπτομερές ημερολόγιο. Σε βοηθά να κερδίζεις στους τσακωμούς. «Όχι αγαπητέ μου», λέω στο φίλο μου, φυλλομετρώντας. «Αλλιώς μας τα έλεγες στις 13 Μαρτίου, το απόγευμα, πέρσι».