Το τελευταίο βιβλίο του Χαρούκι Μουρακάμι είναι ένα πράγμα πολύ περίεργο και λίγο δύσκολο να το περιγράψει κανείς. Είναι μια fantasy ιστορία αγάπης, κατά μία έννοια, καθώς λέει την ιστορία δυο ανθρώπων πρακτικά άγνωστων μεταξύ τους που συνδέονται με μια περίεργη υπόθεση η οποία περιλαμβάνει φανταστικούς κόσμους βιβλίων που γίνονται πραγματικοί, περίεργα ανθρωπάκια, σκοτεινές θρησκευτικές οργανώσεις, διπλά φεγγάρια, τέτοια πράγματα.
Το μυστικιστικό στοιχείο είναι πολύ έντονο, χωρίς όμως να υπάρχει κάποιο εμφανές αλληγορικό υπόβαθρο, ή έστω κάποια συνέπεια στο φαντασιακό του θέματος, ή κάποια διάθεση για απαντήσεις και εξηγήσεις σ’ αυτά που γίνονται στη σελίδα. Δεν θα στο εξηγήσω αναλυτικά για να αποφύγω τυχόν spoilers, αλλά η καλύτερη αναλογία που βρήκα για το ύφος του βιβλίου είναι η εξής:
Είναι σαν εξάωρη ταινία του Χαγιάο Μιγιαζάκι για μεγάλους.
“…she is neither a concept nor a symbol nor a metaphor. She actually exists: she has warm flesh and a spirit that moves. I never should have lost sight of that warmth and that movement. It took me twenty years to understand something so obvious. It always takes me a while to think of things, but this is a little too much. It may already be too late. But one way or another, I want to find her.”
Μπορώ εξ’ αρχής να σου αποκαλύψω ότι αυτό δεν είναι ένα βιβλίο που προτείνω σε οποιονδήποτε. Παρ’ όλο που στην αρχή παρασύρθηκα από τον ενθουσιασμό και τους διθυράμβους στα Ίντερνετς, και παρά την πολύ θετική μου διάθεση που κράτησε (κλονισμένη) μέχρι το τέλος του 2ου μέρους, στη συνέχεια η υπομονή μου εξαντλήθηκε, και τα προβλήματα έγιναν πιο προφανή (και, νομίζω, περισσότερα). Το βιβλίο πωλείται στο Kindle σε δύο μέρη για τους Ευρωπαίους (υπήρξε κι ένα πρόβλημα διαδικαστικό με το θέμα, θυμίζω, το οποίο ο Μουρακάμι έλυσε), και για να καταλάβεις τη φύση της κλιμακούμενης δυσαρέσκειάς μου, έβαλα στο πρώτο (που περιλαμβάνει το 1ο και το 2ο μέρος του βιβλίου) 4 αστεράκια, ενώ στο δεύτερο (που περιλαμβάνει το 3ο μέρος) έβαλα μόλις δύο.
Ας μιλήσουμε ειδικότερα:
Η πλοκή του βιβλίου είναι απλή και γραμμική και η μόνη πολυπλοκότητα στην αφήγηση είναι το ότι αυτή γίνεται από τρείς χαρακτήρες παράλληλα.
Ένα πράγμα που μπορεί να πει κανείς για τους χαρακτήρες είναι το ότι είναι όλοι τους ολομόναχοι και δεν έχουνε σχεδόν κανένα στον κόσμο. Και οι δύο πρωταγωνιστές και ο κύριος αντίπαλός τους περνούν τις περισσότερες μέρες τους στο βιβλίο χωρίς να μιλάνε σε κανέναν. Ο τέταρτος σημαντικότερος χαρακτήρας είναι ένα κορίτσι σχεδόν αυτιστικό στα επικοινωνιακά θέματα. Αυτό μοιάζει προβληματικό όταν θες να γράψεις ένα βιβλίο με πλοκή, αλλά ο Μουρακάμι δεν πτοείται, αδιαφορεί εντελώς ακόμα και για τις στιγμές των ζωών των χαρακτήρων τους στις οποίες αναγκάζονται να μιλήσουν με άλλους (ο πρωταγωνιστής είναι δάσκαλος αλλά δεν τον βλέπουμε σχεδόν καθόλου στην τάξη, η πρωταγωνίστρια είναι γυμνάστρια αλλά δεν τη βλέπουμε σχεδόν καθόλου στο γυμναστήριο) και επικεντρώνει στις στιγμές που κάθονται μοναχοί τους στο σπίτι τους μαγειρεύοντας, τρώγωντας και διαβάζοντας. Θα πρέπει ένας συγγραφέας να είναι τεράστιος μαέστρος και τεχνίτης για να στήσει ένα βιβλίο φαντασίας 900 σελίδων με χαρακτήρες που την περισσότερη ώρα κάθονται μονάχοι τους με τις σκέψεις τους.
Κατά τη γνώμη μου ο Μουρακάμι αποτυγχάνει παταγωδώς και αναπάντεχα. Να πώς:
Η γλώσσα. Η γλώσσα του βιβλίου είναι τόσο περίεργη και στεγνή που σχεδόν θες να σιγουρευτείς ότι κατέβασες το σωστό και όχι fan fiction ενός Μουρακαμοπαδού. Ξεπερνά κάθε μινιμαλισμό: Είναι άτεχνη. Δεν ξέρω αν φταίει η μετάφραση. Δεν ξέρω ας πούμε αν η παρακάτω παράγραφος (έσβησα ονόματα και ιδιότητες για την αποφυγή spoilers) είναι όμορφη στα Γιαπωνέζικα:
Aomame thought again of ***. She remembered her smooth, beautifully shaped breasts. So different from my own underdeveloped chest, she thought. But those beautiful breasts are now gone forever. She thought of ***, the lonely *** who, one August night, wound up in a hotel room in Shibuya, handcuffed, strangled with a bathrobe belt. A troubled young woman walking toward the abyss of destruction. She had had beautiful breasts as well. Aomame mourned the deaths of these two friends deeply. It saddened her to think that these women were forever gone from the world. And she mourned their lovely breasts – breasts that had vanished without a trace.
Και δεν είναι η μόνη. Αν και ξεκίνησα το βιβλίο με ανοιχτό μυαλό, τα δείγματα αυτά τα ενοχλητικά άτεχνα είναι πάρα πολλά. Φαντάσου, το βιβλίο ήταν υποψήφιο για τη χειρότερη περιγραφή σκηνής σεξ της χρονιάς.
Πέρα από τη γλώσσα αυτή καθ’ αυτή, ο Μουρακάμι κάνει και ένα άλλο παραδοσιακό λάθος, το οποίο πολλοί (κι εγώ) δεν το θεωρούν απαραίτητα λάθος, αλλά έτσι που το κάνει, είναι: Περιγράφει διαρκώς τις σκέψεις των χαρακτήρων του. Αυτό είναι προφανώς αναπόφευκτο, καθώς έχει τους χαρακτήρες του να βρίσκονται τον περισσότερο καιρό κλεισμένοι σε αδιάφορα δωμάτια, αλλά επίσης είναι και πολύ πολύ πολύ κουραστικό για τον αναγνώστη. Η πλοκή, όπως είπαμε, δεν είναι περίπλοκη. Δεν υπάρχουν πολλοί χαρακτήρες (για βιβλίο 900 σελίδων, τουλάχιστον). Οπότε τα πράγματα που γίνονται είναι σχετικά λίγα, και εμείς περνάμε τις σελίδες διαβάζοντας πώς σκέφτονται γι’ αυτά ένας-ένας οι μοναχικοί χαρακτήρες.
Ακόμα:
Τα πάντα επαναλαμβάνονται δύο και τρεις φορές, όπως γίνεται στις σαπουνόπερες. Οι τραγικές ειρωνίες είναι κραυγαλέες και τονίζονται υπερβολικά. Οι περιγραφές είναι ανέμπνευστες με πολύ λίγες εξαιρέσεις.
Her skin exuded a marvelous fragrance. It was the special smell of life that could only be exuded by flesh still in the process of formation, like the smell of dew-laden flowers in midsummer.
Οι αναφορές του βιβλίου μοιάζουν αφελείς και βεβιασμένες, με αποκορύφωμα τον τίτλο του βιβλίου (που αναφέρεται πολλάκις εντός) και πιο παλαβό παράδειγμα αυτό:
If Aomame isn’t found, it could be bad for both of us. You are, after all, one of the few who know an important secret.” “With great knowledge comes great responsibility.
(ναι, είναι αναφορά στο Spiderman)
Το βιβλίο μου άφησε μια γεύση στιφή και ένα αίσθημα απογοήτευσης και δεν ξέρω το γιατί. Μια εικασία βρήκα εδώ: Το 1Q84 είναι το πρώτο του μυθιστόρημα που δεν έχει καθόλου μέσα το πρώτο πρόσωπο. Ίσως δεν τον βολεύει το τρίτο καθόλου, ή ίσως του επιβάλλει μια απόσταση από το περιεχόμενο που τον μπουρδουκλώνει, του απορρυθμίζει την πυξίδα, και χάνει τον έλεγχο.
Η απογοήτευση, τέλος πάντων, είναι μεγάλη. Γιατί ο Χαρούκι Μουρακάμι είναι ένας πολύ καλός συγγραφέας. Δε χρειάζεται να στο πώ εγώ αυτό. Δεν ξέρω πού κολλάει το 1Q84 (και ειδικά το τρίτο μέρος του) στο έργο του και στην πορεία του, αλλά εγώ δεν σου προτείνω να το δοκιμάσεις. Προτείνω να προτιμήσεις κάποιο παλιότερο και πιο καλογραμμένο, όπως το Kafka on the Shore ή το Norwegian Wood. Πρόσφατα μου ήρθε από την Ωκεανίδα η ελληνική μετάφραση του “What Ι talk about when Ι talk about running” (από τα αγγλικά), ενώ ο Ψυχογιός θα αρχίσει να βγάζει μεταφράσεις των έργων του κατευθείαν από τα Ιαπωνικά για πρώτη φορά. Και, για να πάρεις μια γεύση του κανονικού, απλού Μουρακάμι, να μερικά πολύτιμα links από αυτόν και για αυτόν, για δωρεάν διάβασμα:
“On seeing the 100% perfect girl one beautiful April morning” (πολύ ωραίο διηγηματάκι)
Ένα μικρό του κείμενο για το γράψιμο (άρχισε να γράφει στα 29)
Μια συνέντευξή του στο Paris Review
The Fierce Imagination of Haruki Murakami
I had always assumed — naively, Americanly — that Murakami was a faithful representative of modern Japanese culture, at least in his more realist moods. It became clear to me down there, however, that he is different from the writer I thought he was, and Japan is a different place — and the relationship between the two is far more complicated than I ever could have guessed from the safe distance of translation.
[field name=”code”]