Debtocracy

debtocracy

Το ντοκιμαντέρ μπορεί να είναι μια από τις κορυφαίες, τις πιο δύσκολες αλλά και πιο αποτελεσματικές μορφές δημοσιογραφίας. Σου δίνει τη δυνατότητα με εικόνες, λόγια, γράμματα, σκηνές και κεφάλια που μιλάνε, να πεις στα γρήγορα μια ιστορία που μπορεί να χρειαζόταν χιλιάδες λέξεις από το δημοσιογράφο και πολλές ώρες από τον αναγνώστη. Ωστόσο, όπως ισχύει και στην έντυπη δημοσιογραφία, το ντοκιμαντέρ κινδυνεύει από ένα πράγμα:

Το δάχτυλο.

Αν έχεις δει τις ταινίες του Μάικλ Μουρ, θα έχεις παρατηρήσει ότι τα καλύτερα σημεία τους είναι οι συνεντεύξεις αληθινών ανθρώπων που λένε πράγματα που μέχρι σήμερα δεν μπορούσες να φανταστείς, και μ’ αυτές ο δημιουργός σού μεταφέρει τις καλύτερες και πιο ζωντανές πτυχές του θέματός του, είτε είναι η φτώχια στο Φλιντ του Μίσιγκαν, είτε οι φονικές επιπτώσεις της οπλοφορίας. Τα χειρότερα σημεία τους είναι εξίσου ευδιάκριτα: Είναι οι σκηνές όπου ο ίδιος ο δημιουργός διατρανώνει την άποψή του γι’ αυτά που βλέπεις (συνήθως με χαλί λυπητερή μουσική), δηλαδή σου κουνάει το δάχτυλο διδακτικά, εσένα, θεατή, που δεν μπορείς να καταλάβεις από μόνος σου τι σημαίνουν τα στοιχεία που μόλις σου παρουσίασε, και πρέπει να στο υπογραμμίσει με ρητορεία.

Νομίζω ότι είναι πολύ επικίνδυνο το να ξεκινήσεις να φτιάξεις ένα ντοκιμαντέρ έχοντας στο μυαλό σου μια γνώμη. Το ντοκιμαντέρ -όπως και η έντυπη δημοσιογραφία- πρέπει να έχει ως σκοπό την αποκάλυψη ή την ανάδειξη μιας αλήθειας. Από αυτή την άποψη, το Debtocracy, το νέο πολυσυζητημένο ταινιάκι των δημοσιογράφων Άρη Χατζηστεφάνου και Κατερίνας Κιτίδη που προβλήθηκε για πρώτη φορά χθες online, δεν μπορεί να θεωρηθεί ακριβώς ντοκιμαντέρ. Έχει ως θέμα του την ελληνική κρίση χρέους, αλλά ξεκινά και τελειώνει σε μια γνώμη που υποστηρίζεται περισσότερο από την ιδεολογία και λιγότερο από την αλήθεια, και στην πορεία σού κουνάει (πολύ πολύ εμφατικά) το δάχτυλο.

[field name=”code”]

Οι ταινίες, ντοκιμαντέρ ή μη, έχουν έξοδα, χρειάζονται λεφτά για να γυριστούν, και σε γενικές γραμμές είναι πράγματα ακριβά, έχουνε κόστος καθόλου ευκαταφρόνητο. Ετούτη εδώ γυρίστηκε αποκλειστικά χρησιμοποιώντας τις δωρεές αναγνωστών και φίλων της ομάδας παραγωγής και κυρίως του δημοσιογράφου Άρη Χατζηστεφάνου, ο οποίος μέχρι πρόσφατα παρουσίαζε την εκπομπή Infowar στο ραδιόφωνο του ΣΚΑΙ. Αυτό είναι κάτι το αξιοθαύμαστο και εξαιρετικά αισιόδοξο. Σημαίνει ότι εκεί έξω υπάρχει κόσμος που είναι έτοιμος να δώσει λίγα χρήματα για να στηρίξει προσπάθειες που πιστεύει ότι έχουν νόημα. Ελπίζω τέτοιες κινήσεις να πολλαπλασιαστούν στο μέλλον.

Παράλληλα, όλη αυτή η ανεξαρτησία από ανώνυμα σκοτεινά κέντρα και τα χρήματα των mainstream media δημιούργησε μια προσμονή για αποκαλύψεις έξω από τα δόντια και αλήθειες που δεν λέγονται αλλού, πράγμα που υπογραμμίζεται και από το «προτείνει λύσεις που αποκρύπτονται από την κυβέρνηση και τα κυρίαρχα μέσα ενημέρωσης» στην περιγραφή της ταινίας στο site όπου πρωτοπροβλήθηκε χτες.

SPOILER ALERT:

Δεν υπάρχουν αποκαλύψεις ή μυστικές λύσεις σ’ αυτή την ταινία.

Αλλά αυτό είναι το λιγότερο.

Από την πρώτη σκηνή κιόλας, με έναν σαφή και πολύ άκομψο παραλληλισμό του Ντομινίκ Στρος Καν του ΔΝΤ με τον δικτάτορα Παπαδόπουλο, καταλαβαίνεις ότι αυτό δεν είναι ένα ντοκιμαντέρ για τα δελφίνια που σκοτώνονται στην Ιαπωνία ή μια αντικειμενική έρευνα τύπου BBC, αλλά ένα έργο χαρακτηρισμένο από την αρχή ως το τέλος από ένα ιδεολογικό χρώμα.

Αυτό είναι το πρώτο πράγμα που με απώθησε, και το χειρότερο απ’ όλα, γιατί δεν μου είναι καθόλου ευχάριστο να περνώ το χρόνο μου βλέποντας ανθρώπους να λένε τη γνώμη τους ντυμένη με το μανδύα της ενημέρωσης και με το στόμφο της απόλυτης αλήθειας.

Η αφήγηση είναι καθ’ όλη τη διάρκεια της ταινίας βουτηγμένη στην ειρωνεία σε βαθμό που ακούς τα αποσιωπητικά σε κάθε φράση, και περιλαμβάνει τσιτάτα βγαλμένα από τα υγρά όνειρα διαδηλωτή του ΠΑΜΕ όπως «αυτοί που προκάλεσαν την κρίση δεν είναι διατεθειμένοι να την πληρώσουν – γιατί να την πληρώσουμε εμείς;». Δεν έχω ιδέα αν αυτού του τύπου η παρουσίαση ήταν συνειδητή επιλογή των δημιουργών, ή αν έτσι μιλάνε και στην καθημερινή τους ζωή και τους βγαίνει φυσιολογικά, αλλά νομίζω ότι έλειπε από την παραγωγή κάποιος με αφτιά λίγο μαθημένα αλλιώτικα, που να τους εξηγήσει γιατί η έπαρση αυτού του είδους μπορεί να είναι πολύ απωθητική.

Πέρα από αυτό, υπάρχουν διάφορα άλλα θεματάκια σχετικά με την αδέξια σκηνοθεσία (στο τέλος πιστεύεις ότι έχεις δει όλα τα συνθήματα των τοίχων της Αθήνας – ακόμα και το «Βασανίζομαι» δείχνουν) και την επιλογή των ομιλητών (ο –κατά τα άλλα γλυκύτατος- Μανώλης Γλέζος με δηλώσεις όπως «Το πρόβλημα της χώρας είναι πρόβλημα εθνικής ανεξαρτησίας, είμαστε στην υποτέλεια» δίνει μια νότα Μίκη Θεοδωράκη στα τεκταινόμενα) αλλά δεν είναι σημαντικά και, με δεδομένους του περιορισμούς της παραγωγής, συγχωρούνται εύκολα. Η ειρωνεία και έντονη ιδεολογική χροιά της δομής και της αφήγησης είναι το σημαντικότερο πρόβλημα που σε κάποιο βαθμό σε εμποδίζει να προσεγγίσεις το περιεχόμενο.

Το οποίο, βέβαια, έχει κι αυτό τα προβλήματά του.

Η ταινία υπογραμμίζει (πολύ σύντομα) πράγματα γνωστά και καλά τεκμηριωμένα, όπως το πόσο άδικα και αναποτελεσματικά είναι τα μέτρα που επιβλήθηκαν από το μηχανισμό στήριξης (αγνοώντας πάντως το ότι ο μηχανισμός στήριξης περιλαμβάνει και την Ευρωπαϊκή Ένωση και την ΕΚΤ, και ότι το ΔΝΤ είναι μόνο ένα από τα τρία μέλη της «τρόικας» – χρωματίζει μόνο αυτό ως τον «κακό», γιατί έτσι βολεύει τη ροή και την επιχειρηματολογία), και το πώς λειτούργησε το κόλπο της Goldman Sachs που, μαζί με την ελληνική κυβέρνηση, εξαπάτησε την ΕΕ την προηγούμενη δεκαετία. Στη συνέχεια πέφτει συχνά και πολύ στην παγίδα της αφέλειας:

– Τα προβλήματα των ελληνικών τραπεζών αντιμετωπίζονται με μια «έλα μωρέ, τι ανάγκη έχουν αυτοί» ειρωνεία.

– Η εκτόξευση του ελληνικού δανεισμού παρουσιάζεται ως ένα κόλπο των ξένων που μας ανάγκασαν να δανειστούμε, ή κάτι τέτοιο, και σε καμία περίπτωση ως πολιτική βούληση των Ελλήνων και των κυβερνήσεών τους.

– Οι Ολυμπιακοί Αγώνες παρουσιάζονται ως κάτι που επιβλήθηκε στους Έλληνες από μυστικά ξένα κέντρα, για να μας βουλιάξουν στο χρέος.

– Χρησιμοποιεί σαν παράδειγμα προς μίμηση την έννοια του «απεχθούς χρέους» (odious debt), μια έννοια που αφορά σε τριτοκοσμικές δικτατορίες και δεν κολλάει με την ελληνική περίπτωση όσο κι αν την τραβήξεις από τα μαλλιά.

Το πιο ενδιαφέρον σημείο του ντοκιμαντέρ αφορά στην ιστορία του Ισημερινού, μιας χώρας που είχε βουλιάξει από τα χρέη και κατόρθωσε ύστερα από ένα λογιστικό έλεγχο και την εκλογή ενός λαοπλάνου και αποφασιστικού ηγέτη να αποφύγει την αποπληρωμή μέρους τους. Οι διαφορές: Ο Ισημερινός είχε πολύ μικρότερα χρέη από την Ελλάδα, όταν εκεί αλλάζει πρόεδρος χωρίς να υπάρξουν θύματα το θεωρούν επιτυχία (η τελευταία απόπειρα πραξικοπήματος έγινε πέρσι) και επίσης έχει και πετρέλαια. Οι ομοιότητες: Χμ, όχι και πολλές.

Πάντως, το συγκεκριμένο σκέλος της ταινίας έδωσε και το απόλυτο highlight, το διαφημιστικό κλιπ από την καμπάνια του προέδρου Ραφαέλ Κορέα με το τραγούδι-διασκευή του «We’re not going to take it» των Twisted Sister, ω, ναι (αλίμονο, δεν το ‘χω βρει στο YouTube). UPDATE: ΤΟ ΒΡΗΚΕ Η lekkoue, ΝΤΕΤΕΚΤΙΒ ΤΟΥ ΙΝΤΕΡΝΕΤΣ.

[field name=”code2″]

Πέρα από την αδυναμία του υλικού, εξάλλου, δεν μπορείς να μην παρατηρήσεις πως ολόκληρο το ντοκιμαντέρ δεν φιλοξενεί ούτε κιχ από την αντίθετη άποψη. Οι συμμετέχοντες (που ούτως ή άλλως είναι λίγοι, και από αυτούς ελάχιστοι λένε κάτι ουσιαστικό –οι περισσότεροι λένε αποφθεγματικές γνώμες) είναι όλοι στρατευμένοι στην ιδέα της μη-αποπληρωμής του χρέους. Το ντοκιμαντέρ δεν δοκιμάζει να φιλοξενήσει τη γνώμη ενός νεοφιλελεύθερου ή, τέλος πάντων, ενός οικονομολόγου που να μην θεωρεί την άρνηση της αποπληρωμής των δανείων ως ρεαλιστική λύση (παρεμπιπτόντως: Διάβασε εδώ τί σημαίνει “μη αποπληρωμή δανείων” -αν κοτάς). Από μια άποψη αυτό είναι καλό, γιατί όπως το φαντάζομαι οι αφηγητές στο «νεοφιλελεύθερος» θα έβαζαν αποσιωπητικά ειρωνείας ακόμα και ανάμεσα στα γράμματα. Από την άλλη, όμως, η έλλειψη κάθε αντίθετης γνώμης, έστω και για το γαμώτο, έστω έτσι για να τη λοιδωρήσουν (βλέπε Τσάρλτον Χέστον στο Bowling for Columbine) υπογραμμίζει το ότι αυτό το έργο δεν είναι ακριβώς “δημοσιογραφική” δουλειά.

Ο στόχος που προπαγανδίζεται (δυστυχώς καταφεύγω σ’ αυτή τη λέξη, μα είναι η καταλληλότερη) με το Debtocracy είναι διττός: Πρώτον, η σύσταση μιας ανεξάρτητης Επιτροπής Λογιστικού Ελέγχου που θα εξετάσει τη δομή του Ελληνικού χρέους, το πώς δημιουργήθηκε και από πού προήλθε, πράγμα που ακούγεται ως κάτι πολύ λογικό και επιθυμητό και καλό και υπέροχο –φτάνει να δουλέψει λίγο πιο αντικειμενικά και έγκυρα από τους δημιουργούς του ντοκιμαντέρ, εννοείται. Ο δεύτερος στόχος είναι η μη απληρωμή του Ελληνικού χρέους. Με άλλα λόγια, πριν ακόμα τελειώσει το ντοκιμαντέρ που ζητά την σύσταση μιας επιτροπής που θα εξετάσει αν το χρέος είναι νόμιμο, το ντοκιμαντέρ αποφαίνεται ότι το χρέος δεν είναι νόμιμο, και η χώρα δεν πρέπει να το πληρώσει.

Αν αυτό σου ακούγεται λάθος, είναι επειδή είναι.

Ο Γάλλος Ερίκ Τουσέν, που είναι πρόεδρος μιας οργάνωσης που ευαγγελίζεται το σβήσιμο χρεών διαφόρων χωρών, και ο οποίος δούλεψε και ως σύμβουλος του Ισημερινού στα δικά του ντράβαλα, λέει πολύ ενδιαφέροντα πράγματα όσον αφορά τη δουλειά του εκεί, αλλά και μνημειώδεις κοτσάνες όσον αφορά την Ελλάδα (πχ «εφόσον η κυβέρνηση πήρε μίζες από τη Siemens, τα δάνεια είναι παράνομα» -ζντόινγκ!) και δίνει και την ατάκα του ντοκιμαντέρ, τη φτιαγμένη για να αναπαραχθεί από αθώους Έλληνες διαδηλωτές παντού:

«Είναι ανήθικο να πληρώνεις ένα ανήθικο χρέος».

Έτσι λέει.

Και ωστόσο, το ντοκιμαντέρ αποτυγχάνει παντελώς να αποδείξει ότι το χρέος που έχει συσσωρεύσει η Ελλάδα είναι στ’ αλήθεια «ανήθικο», κι αυτό είναι απόλυτα λογικό και αναμενόμενο, καθώς αποφεύγει εντελώς να διερευνήσει για ποιο λόγο συσσωρεύτηκε (εκτός αν υπολογίζει κανείς τη φράση «το χρέος έχει βαθιές ρίζες στην ιστορία του Ελληνικού κράτους» ως αιτιολογία).

Το Ελληνικό κράτος, όπως είναι γνωστό, δανείζεται από τη δεκαετία του ’80 για να ξοδέψει περισσότερα από όσα εισπράττει, και η σημαντικότερη επένδυσή του όλα αυτά τα χρόνια δεν ήταν οι Ολυμπιακοί Αγώνες (συνολικό κόστος: 8 δις) ή οι εργολάβοι, αλλά η απευθείας χρηματοδότηση ενός τεράστιου μέρους του εκλογικού σώματος με κάθε άμεσο ή έμμεσο τρόπο, από τη διόγκωση ενός τερατώδους κράτους μέχρι την εκτεταμένη διαφθορά και την ανοχή της φοροδιαφυγής. Φυσικά και είναι ανήθικο χρέος, αλλά επειδή είναι το χρέος ενός ανήθικου λαού.

Το Debtocracy κάνει το ίδιο πράγμα που κάνουν λαϊκιστές πολιτικοί, οι συνδικαλιστές και ο Λαζόπουλος: Διαιωνίζει το μύθο του αθώου λαουτζίκου, αυτή την αφελή αποσιώπηση των ευθυνών των Ελλήνων πολιτών σε κάθε επίπεδο (ηθικό, πολιτικό, κοινωνικό) και την απόδοσή τους σε ένα σκοτεινό πολιτικό προσωπικό το οποίο με δήθεν μοχθηρούς τρόπους καταδυναστεύει το λαό (που το ψηφίζει συνειδητά) εδώ και τριάντα χρόνια.

Οπότε σην ουσία του, το Debtocracy είναι το κίνημα «Δεν Πληρώνω» σε εθνική κλίμακα.

Και, τελικά, είναι το ίδιο χρήσιμο.

 

Διάβασε ακόμα:

Όλα όσα έχω γράψει για την Ελληνική Κρίση σε μία σελίδα