Πριν από λίγες εβδομάδες σε ένα χωριό του Ιράν ένας ιερέας σταμάτησε στο δρόμο δύο κορίτσια και τους είπε ότι δεν είναι ντυμένες σωστά, και ότι πρέπει να καλυφθούν καλύτερα. Τα κορίτσια αντέδρασαν: Πλάκωσαν στο ξύλο τον ιερέα, ο οποίος πέρασε τις επόμενες τρεις ημέρες στο νοσοκομείο.
Έχοντας μια εικόνα στο μυαλό για το θεοκρατικό και ανελεύθερο Ιράν, με τις καταπιεσμένες γυναίκες οι οποίες στερούνται δικαιωμάτων που μέρος του αναπτυγμένου κόσμου θεωρεί δεδομένα, θα μπορούσε κανείς να θεωρήσει την πράξη τους ως επαναστατική: Δυο ανήλικα κορίτσια ξεσπούν και αντιδρούν στην καταπίεση ενός συστήματος που τα θέλει υπόδουλα. Βεβαίως, αν κανείς βγάλει τις λέξεις “του Ιράν” από την παραπάνω παράγραφο, το νόημα της είδησης αλλάζει τελείως.
Εδώ στην Ελλάδα ασχολούμαστε με ένα σωρό θέματα που σε πολλές άλλες χώρες του κόσμου είναι λυμένα εδώ και αιώνες, όπως το αν η κοινοβουλευτική δημοκρατία είναι ταυτόχρονα και χούντα, αν ο νόμος είναι ο νόμος ή/και το δίκιο του εργάτη, και αν πρέπει να υπάρχουν ιδιωτικά πανεπιστήμια, μεταξύ άλλων. Ένα από τα πράγματα με τα οποία ασχολούμαστε τις τελευταίες εβδομάδες, ωστόσο, δεν είναι καθόλου λυμένο. Ίσα ίσα.
Υπάρχει “καλή” και “κακή” βία; Η απλή και ενστικτώδης απάντηση του σκεπτόμενου και κοινωνικά ευαίσθητου ανθρώπου είναι, φυσικά, “όχι”. Κάθε είδους βία είναι καταδικαστέα. Η βία είναι κακό πράγμα. Δεν πρέπει να ασκούμε βία ποτέ, κανείς σε κανέναν. Έτσι;
Περίπου. Όταν το σκέφτεσαι λίγο παραπάνω το πράγμα, εξαιρέσεις προκύπτουν. Οι περισσότεροι απελευθερωτικοί πόλεμοι, ας πούμε, από κάποιους (τους απελευθερωμένους) θεωρούνται θεμιτή χρήση βίας. Η αυτοδικία όταν απειλείται η ζωή σου ή η ζωή των δικών σου ανθρώπων, επίσης. Ο Αλέξανδρος ο Παναγούλης θυμάσαι για ποιο πράγμα είναι περισσότερο γνωστός; Για μιαν απόπειρα δολοφονίας.
Το θέμα της βίας είναι πολύ ενδιαφέρον και θα μπορούσα εδώ να δοκιμάσω μιαν αρχή ανάλυσης παραθέτοντας κι άλλα παραδείγματα και επισημαίνοντας τις διαφορές τους, μα δε χρειάζεται, γιατί κάποιος άλλος το έχει κάνει πολύ καλύτερα, ήδη. Ο καλός συγγραφέας Γουίλιαμ Βόλμαν το 2003 εξέδωσε ένα μεγάλο βιβλίο με αυτό ακριβώς το θέμα, με τ’ όνομα “Rising Up and Rising Down”. Όταν λέω “μεγάλο” εννοώ “τεράστιο”: Επτά δερματόδετοι τόμοι, 3300 σελίδες συνολικά, που περιείχαν μια έρευνα που του πήρε περισσότερα από είκοσι χρόνια. Ευτυχώς δυο χρόνια αργότερα κυκλοφόρησε και μια συντομευμένη έκδοση 700 σελίδων, την οποία και διάβασα.
Ο Βόλμαν αναλύει τον τρόπο με τον οποίο προσέγγισαν το θέμα της βίας ιστορικές προσωπικότητες και φιλόσοφοι, και ταξιδεύει και ο ίδιος σε μέρη όπου σημαντικές πράξεις βίας έχουν συμβεί στο παρελθόν, κάνοντας μιας μορφής ρεπορτάζ που σκοπό δεν είχε τόσο την ανακάλυψη μιας αλήθειας, όσο την εξήγηση μιας αλήθειας που εν πολλοίς είναι γνωστή. Η καταγραφή είναι εξαντλητική, από την ανάλυση του τρόπου με τον οποίο αντιμετώπιζαν τη βία ο Γκάντι, ο Τρότσκι και ο Τσε Γκεβάρα μέχρι την καταγραφή σε πρώτο πρόσωπο της βίας των Τσέτνικ στο Σεράγεβο κατά τη διάρκεια του πολέμου, όπου ήταν παρών. Το βιβλίο είναι εξουθενωτικό, μια καλογραμμένη μα τρομερά πυκνή καταγραφή της ανθρώπινης βίας που, όταν δεν είναι σοκαριστική, μοιάζει φρικτά κλινική.
Νομίζω ότι είναι η πληρέστερη μελέτη που έχει γίνει πάνω σ’ αυτό το θέμα, οπότε θα ήταν εξαιρετικά χρήσιμο το δια ταύτα, το συμπέρασμα στο οποίο φτάνει ο Βόλμαν δηλαδή, μετά από δεκαετίες ανάλυσης και μελέτης.
Το συμπέρασμα είναι αποκαρδιωτικό. Όχι μόνο γιατί δεν υπάρχει σε μορφή εύκολα να αναπαραχθεί σε λίγες λέξεις, αλλά γιατί είναι θολό και δυσνόητο, μπουρδουκλωμένο και αμφίσημο, σαν την πραγματικότητα.
Ο Βόλμαν προτείνει έναν “ηθικό λογισμό” (“moral calculus”), μια συλλογή από κανόνες που σε κάθε περίπτωση ορίζουν αν η βία είναι δικαιολογημένη ή όχι. Επειδή υπάρχουν αμέτρητες μορφές βίας, ωστόσο, ο Βόλμαν ξεδιπλώνει το λογισμό του έτσι ώστε να καλύπτει όλα τα είδη. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα ο “ηθικός λογισμός” να πιάνει 77 σελίδες, από την 438 μέχρι την 515. Όχι και πολύ βολικός, δηλαδή.
Κάθε περίπτωση ο συγγραφέας τη θέτει με τη μορφή ερώτησης. Για παράδειγμα:
Πότε είναι η βίαιη υπεράσπιση ζώων δικαιολογημένη;
Πότε είναι η βίαιη υπεράσπιση προϋπάρχουσας νόμιμης Αρχής δικαιολογημένη;
Πότε είναι η βίαιη υπεράσπιση της πατρίδας δικαιολογημένη;
Πότε είναι η αμοιβαία αποδεκτή σαδομαζοχιστική βία αδικαιολόγητη; (spoiler alert: ποτέ)
Σ’ αυτά τα ερωτήματα, που είναι πολλά, ο συγγραφέας δίνει απαντήσεις αναλύοντας κάθε περίπτωση ξεχωριστά και, σε πολλές περιπτώσεις, κάθε λέξη της ερώτησης ξεχωριστά (ας πούμε, τι είναι “πατρίδα”;). Ταυτόχρονα θέτει και υπο-ερωτήσεις που ο πολίτης πρέπει να σκεφτεί πριν προβεί σε πράξεις βίας. Για παράδειγμα, να τα “Ηθικά ερωτήματα για έναν κύκλο επανάστασης”:
Το πρόβλημα με τον “ηθικό λογισμό” του Βόλμαν είναι ότι δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως μπούσουλας, γιατί είναι μια κριτική ανάλυση που, όσο πλήρης κι αν είναι, βασίζεται σε μια σταθερή και αταλάντευτη αλήθεια: Τον τρόπο με τον οποίο βλέπει τον κόσμο αυτός που τον χρησιμοποιεί. Ένας Χρυσαυγίτης, ας πούμε, μπορεί να διαβάσει τον “ηθικό λογισμό” (λέμε τώρα, υπόθεση κάνουμε, ένα λογικό άλμα, ότι ξέρει να διαβάζει) και να πιστέψει πως η βία του κατά των μεταναστών εμπίπτει στη “βίαιη υπεράσπιση της κοινωνικής του τάξης”, η οποία υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις είναι δικαιολογημένη. Μέλη της Αριστεράς οπωσδήποτε πιστεύουν πως η “βίαιη υπεράσπιση της επαναστατικής αρχής” είναι στην περίπτωσή τους δικαιολογημένη. Διαφορετικά μάτια μπορεί να διαβάζουν τις ίδιες λέξεις και να καταλαβαίνουν αλλιώτικα πράγματα. Αυτό δεν σημαίνει ότι η ανάλυση του Βόλμαν είναι ελιππής. Σημαίνει, όμως, ότι η ανθρώπινη γλώσσα ίσως δεν φτάνει για να περιγράψει μια αλήθεια που, όπως η πραγματικότητα, είναι θολή, δυσνόητη, μπουρδουκλωμένη.
Πράγμα που μας οδηγεί στο τελικό, αποκαρδιωτικό συμπέρασμα: Αν ένας ευφυής συγγραφέας μετά από είκοσι χρόνια εξαντλητικής μελέτης δεν μπορεί να καταλήξει σε ένα αταλάντευτο συμπέρασμα που να εξηγεί το φαινόμενο που μελετούσε και να το οριοθετεί σε ξεκάθαρα πλαίσια, τότε δεν αποκλείεται το φαινόμενο να μην επιδέχεται εξήγησης.
‘Η μπορεί η ανθρώπινη φύση να μην είναι έτοιμη ακόμα για έναν τέτοιο βαθμό ενδοσκόπησης.