Το Μάη του 1968, με αφετηρία τις κινητοποιήσεις των φοιτητών του Παρισιού, συνέβη η μαζικότερη αστική εξέγερση στην πρόσφατη ιστορία. Διαδηλώσεις, πορείες, καταλήψεις και η μεγαλύτερη απεργία στην ιστορία του κόσμου έκαναν το Μάη σύμβολο της λαϊκής αντίδρασης και της αναίμακτης επανάστασης. Μερικές δεκάδες Έλληνες, κυνηγημένοι από τη χούντα, βρέθηκαν εκείνες τις μέρες στο Παρίσι, και πρωταγωνίστησαν στα γεγονότα. Ένας από αυτούς, ο σκηνοθέτης Κώστας Φέρρης, μου διηγήθηκε αυτά που έζησε εκείνους τους καιρούς με τα παρακάτω λόγια:
Η συμμορία μου αποτελείτο από πέντε άτομα. Ήταν μια αντιστασιακή πράξη «προσκοπική», όπως έλεγε και ο Μπέκετ, και η αρχή μας ήταν μία: Να μη συνεργαστούμε με καμία αντιστασιακή οργάνωση, και κανένα κόμμα. Ιδεολογικά, άλλωστε, ο καθένας μας ήταν και κάτι άλλο: Ένας ήταν Μαοϊκός, δύο ήταν απολιτικοί, εγώ ήμουν αναρχικός. Έτσι, δεν είχαμε ούτε καν όνομα. Στόχος μας, όπως και άλλων 182 ομάδων στην Αθήνα τότε, ήταν η ανατίναξη του αγάλματος του Τρούμαν. Κανείς μας δεν θα τα κατάφερνε, αλλά όλοι νομίζαμε ότι κάτι κάνουμε, κι αυτό ήταν πολύ σημαντικό.
Ήταν Νοέμβριος του 1967.
Εκείνο τον καιρό δούλευα στην ταινία που γύριζε ο φίλος μου ο Ζαν Ντανιέλ Πολέ στο Αιγαίο, έτσι όταν τα δυο αδέρφια που ήταν μέλη της σπείρας της δικιάς μου συνελήφθησαν, εγώ ήμουν στη Σκύρο για γυρίσματα. Η κατάσταση ήταν δύσκολη, γιατί είχαν βρει στο πηγάδι ενός από τα μέλη της συμμορίας δυο κιλά δυναμίτιδα. Το σπίτι μου εθεωρείτο γιάφκα, εγώ, δε, αρχηγός της συμμορίας. Ο Γιώργος Κατακουζηνός, που ήταν επίσης μέλος, ήρθε στη Σκύρο και με ειδοποίησε, και μετά πήρε το αεροπλάνο κι έφυγε για το Παρίσι. Εγώ επέστρεψα στην Αθήνα με τον Πολέ ο οποίος θα οργάνωνε τη φυγή μου. Κι εκεί με συλλάβανε.
Δεν έμεινα παραπάνω από 6-7 ώρες στην ασφάλεια. Πέσανε διάφορα μέσα, από τη Γαλλία κυρίως. Ο Μπαρμπέ Σρεντέρ, διάσημος κινηματογραφικός παραγωγός, ο οποίος ήταν τότε παντρεμένος με την Κοραλία Εμπειρίκου, ήταν παραγωγός στην ταινία στην οποία δούλευα. Και φίλος μου. Έβαλε τα δικά του μέσα αυτός απ’ τη Γαλλία και τελικά η χούντα μου έδωσε την άδεια να πάω στο Παρίσι για να δω τα rushesτης ταινίας, με τη δέσμευση να επιστρέψω μέσα σε ένα 24ωρο για να συνεχίσουν οι ανακρίσεις. Γύρισα μετά από έξι χρόνια.
Φεύγοντας στο αεροδρόμιο έβλεπα σειρά τους ασφαλίτες να με κοιτάζουν στα μάτια και με έπιανε η ψυχή μου. Άφηνα πίσω μια ζωή-κόλαση, το ήξερα, αλλά αυτό που δεν ήξερα και δεν μπορούσα ποτέ να φανταστώ ήταν αυτό που θα έβρισκα όταν το αεροπλάνο προσγειωνόταν στο Παρίσι.
Δεν μπορούσες να διανοηθείς, αν ήσουν Έλληνας και ζούσες στη χούντα, πως υπάρχει μια πόλη όπου οι άνθρωποι βγαίνουν στους δρόμους με λουλούδια και τραγούδια και διαδηλώνουν.
—
Αυτός ο μύθος, ότι εμείς γλεντάγαμε στα Παρίσια, είναι μια βλακεία άνευ προηγουμένου. Ήμασταν απένταροί όλοι μας. Υπήρχαν και εξαιρέσεις, αλλά οι εξαιρέσεις δεν έρχονταν στο Σεν Κλοντ. Έκαναν αντίσταση από τα ρετιρέ τους στο Νεϊγύ.
Το Σεν Κλοντ ήταν ένα καφενείο στο κέντρο του Καρτιέ Λατέν. Ήταν ακριβώς απέναντι απ’ το Απολινέρ, δίπλα σε ένα ξενοδοχείο. Εκεί, σε ένα άνοιγμα, βρίσκεται το άγαλμα του Ντιντερό. Ήταν ένας τόπος σημαδιακός–αλλά εμείς ήμασταν εκεί για το φλίπερ.
Τα γκαρσόνια μας ήξεραν με τα μικρά μας ονόματα. Καθόμασταν στα τραπεζάκια και κουβεντιάζαμε, ανταλλάσσαμε νέα και πληροφορίες, περιμένοντας να έρθει η σειρά μας στο φλίπερ. Ο Αντρέας Στάικος μας προμήθευε βιβλία καθ’ υπόδειξη του Στέλιου Ράμφου. Αν κάποιος είχε εφημερίδα, την ξεφυλλίζαμε ένας-ένας. Εκεί δεν ήμασταν μόνοι μας, βέβαια. Έρχονταν και Αλγερίνοι, και Σπανιόλοι, και Πορτογάλοι και είχαμε πολύ καλές σχέσεις με όλους τους. Είχαμε βγάλει πλαστές φοιτητικές ταυτότητες για να τρώμε στα φοιτητικά εστιατόρια, και το αγαπημένο μας ήταν το Αλγερίνικο, γιατί εκεί και τα φαγητά ήταν ανατολίτικα, και οι παρέες πολυεθνικές, τριτοκοσμικές της Μεσογείου. Επαναστατημένες όλες.
Εμείς οι Έλληνες κινηματογραφιστές είχαμε επαφές με τους Γάλλους συναδέλφους μας από πριν. Έτσι, τώρα που βρισκόμασταν στην πόλη τους, πένητες, αυτοί μας έβρισκαν δουλειά στις διάφορες Γαλλικές παραγωγές. Μας έπαιρναν για κομπάρσους. Μας μάζευαν εμάς, τους κινηματογραφιστές, και μας έλεγαν: «Παιδιά, αύριο χρειαζόμαστε τόσους κομπάρσους, στο τάδε μέρος, την τάδε ώρα». Πέφταν τα τηλέφωνα, μαζευόμασταν. Αποδείχτηκε δε ότι ήμασταν και καταπληκτικοί κομπάρσοι. Κάποτε δουλέψαμε σε μια ταινία του Φιλίπ Φουραστιέ. Τον ακούγαμε να δίνει οδηγίες στο βοηθό του: «θέλω τριάντα από δεξιά, οι άλλοι να περνάνε από αριστερά, θα τους τραβάω με τον 35άρη φακό». Αμέσως καταλάβαμε τι ήθελε -μέχρι να τελειώσει τη φράση του, είχαμε πάρει θέση. «Μην εκπλήσσεσαι», είπε ο βοηθός. «Αντί για κομπάρσους σου έχω φέρει σκηνοθέτες».
Ένα άλλο έσοδο που είχαμε ήταν οι συνεντεύξεις. Κάθε πρωί, συνεργεία της τηλεόρασης και του ραδιοφώνου έβγαιναν στους δρόμους για να πάρουν γνώμες του κόσμου. Όποιος έδινε δήλωση, έδινε και τα στοιχεία του στον ταμία, και του έστελναν για αποζημίωση 100 φράγκα. Εμείς βγάζαμε μισό μήνα με 100 φράγκα. Οπότε είχαμε κατάσκοπους που μας ενημέρωναν: «Αύριο το συνεργείο θα βρίσκεται στην πλατεία τάδε». Ξαφνικά, λοιπόν, στα δελτία της Γαλλικής τηλεόρασης και του ραδιοφώνου μιλούσαν κυρίως Έλληνες.
—
Φυσικά παρακολουθούσαμε πολύ στενά τη Γαλλική ζωή, και γρήγορα διαπιστώσαμε πως τα πράγματα βράζουν.
Τότε στη Γαλλία υπήρχαν δεκάδες οργανώσεις διαφόρων ειδών, Α’ Μαοϊκοί, Β’ Μαοϊκοί, Τροτσκιστές της Α’ Διεθνούς, Τροτσκιστές του Πάμπλο, Αναρχικοί, Φιλορώσοι, Φιλοκινέζοι. Της πουτάνας το κάγκελο. Εκείνο τον καιρό κυκλοφόρησαν τα δύο βιβλία των σιτουασιονιστών: «Η Κοινωνία του Θεάματος» του Γκι Ντεμπόρ και το «Η Επανάσταση Στην Καθημερινή Ζωή» του Ραούλ Βανεγκέν. Μαθητές του Καστοριάδη κι αυτοί, ήρθαν πάνω στην ώρα και είπαν: Αυτό που μας χωρίζει είναι οι ιδεολογίες. Αυτό που μας ενώνει ας είναι η πράξη. Ας κάνουμε ένα κίνημα που ξεχνά το θέμα της ιδεολογίας και δίνει βάρος στην πράξη. Και μετά την επανάσταση, βλέπουμε. Αυτοί ήταν οι υποκινητές του Μάη. Τα συνθήματά τους ήταν που γέμισαν τους τοίχους του Παρισιού.
Οι κινητοποιήσεις, ως γνωστόν, ξεκίνησαν από το Πανεπιστήμιο της Ναντέρ όπου το αίτημα ήταν να επισκέπτονται τα αγόρια τα δωμάτια των κοριτσιών και αντίστροφα. Μετά έγινε η πρώτη διαδήλωση κατά την οποία οι κόκκινες και οι μαύρες σημαίες κατέβηκαν μαζί στους δρόμους: Η πορεία διαμαρτυρίας για την απόπειρα δολοφονίας του αριστερού φοιτητή Ρούντι Ντούτσκε στη Γερμανία.
Στις 2 Μαΐου ειδοποίησαν εμένα, τον Αχιλλέα Θεοφίλου, το σκηνοθέτη Γιώργο Κατακουζηνό, και τον κινηματογραφιστή Ηλία Φραγκάκη: Ο Φιλίπ Φουραστιέ γύριζε μια ταινία για το Γάλλο αναρχικό Ζιλ Μπονό, και μας ήθελε να κάνουμε τους τέσσερις χωροφύλακες που τον εκτελούν, τυλιγμένο με την κουβέρτα του, με το σκύλο νεκρό δίπλα, στο πρότυπο της διάσημης γκραβούρας των αρχών του 20ου αιώνα. Εγώ, αν και δεν ήμουν θαυμαστής του Μπονό, την είχα αυτή τη γκραβούρα στο σπίτι μου. Και να που ξαφνικά μου πέφτει ο ρόλος να τον σκοτώσω.
Το μόνο που μας ζήτησε ο Φουραστιέ ήταν να μαζέψουμε λίγο τα μαλλιά μας, γιατί δεν θα μπορούσε μπάτσος των αρχών του αιώνα να έχει μακριά, χίπικα μαλλιά σαν τα δικά μας. Έτσι λοιπόν το ίδιο βράδυ κάθισα μπροστά στην τηλεόραση και η τότε γυναίκα μου άρχισε να μου κόβει τα μαλλιά, ενώ εγώ έβριζα: «Γαμώ το φελέκι σας, κόβω τα μαλλιά μου για ένα μεροκάματο, γαμώ τη χούντα». Και πολλά άλλα τέτοια. Τότε, βλέπω στην τηλεόραση τον πρύτανη του Πανεπιστημίου της Ναντέρ να λέει, πολύ αυστηρά: «Σήμερα αποφάσισα να κλείσω το Πανεπιστήμιο».
Μουτζώνω την τηλεόραση και φωνάζω: «Να, μαλάκα. Την πατήσατε».
Την άλλη μέρα πρωί-πρωί πήγαμε στο γύρισμα, σκοτώσαμε το Μπονό, και φύγαμε κατευθείαν στο μετρό για να γυρίσουμε στο Σεν Ζερμέν, να δούμε τι γίνεται. Με το που βγήκαμε στην πλατεία, κοντοσταθήκαμε έκπληκτοί: Όλα λίμπα.
Τα πάντα είχαν συμβεί μπροστά στο Σεν Κλοντ. Οι Έλληνες είχαν κρυφτεί πίσω από τη τζαμαρία και είχαν δει τους διαδηλωτές να συγκρούονται με την αστυνομία και, για πρώτη φορά στην ιστορία, την αστυνομία να υποχωρεί.
Ήταν μια εικόνα καταστροφής: Τζαμαρίες θρύψαλα, αμάξια αναποδογυρισμένα, ένα σκηνικό αποκάλυψης και, στη μέση, ένας κλοσάρ με ένα μπουκάλι στο χέρι να φωνάζει: «VivelaFrance! Vivelarevolution!» Από εκείνη τη μέρα έκλεισαν όλα τα πανεπιστήμια.
Πλέον, κάθε μέρα ήταν και καινούρια διαδήλωση. Μας είπαν πως στις 3 του μηνός ήταν 2-3 χιλιάδες οι διαδηλωτές. Στις 4 υπήρχε ανάπαυλα, στις 5 διαδήλωσαν 12 χιλιάδες περίπου. Στις 6, 30 χιλιάδες. Υπήρχε μια διαρκής κλιμάκωση, με πρωταρχικό αίτημα την απελευθέρωση των φοιτητών που είχαν συλληφθεί. Αλλά ταυτόχρονα το πράγμα διευρυνόταν ολοένα: Κυκλοφόρησε το περιοδικό Pavé με οδηγίες για το πώς στήνονται οδοφράγματα και πώς οργανώνεται μια διαδήλωση, κυκλοφόρησαν οι στίχοι της Διεθνούς για να τραγουδάμε όλοι τα ίδια λόγια, κάθε μέρα έβγαινε και κάτι καινούριο, κάθε μέρα μαζευόταν και περισσότερος κόσμος.
Και έτσι φτάσαμε στην Παρασκευή, 10 Μαΐου.
—
Η μεγάλη πορεία κατέληγε μπροστά στη Σορβόνη, και η διαδήλωση κάλυπτε την πλατεία Εντμον Ροστάν, τους Κήπους Λουξεμβούργου κι όλη αυτή την περιοχή του Καρτιέ, μπροστά στη Σορβόνη και στο πλάι. Ήμασταν περίπου 120 χιλιάδες άτομα. Οι αστυνομικοί ήταν παραταγμένοι μπροστά στο πανεπιστήμιο, κι εμείς απέναντι. Και τότε, έπεσε το σύνθημα: Να κάνουμε κατάληψη του οδοστρώματος. Να καταλάβουμε τους δρόμους. Δηλαδή, ουσιαστικά, να καθίσουμε κάτω.
Οι οργανωτές, βέβαια, ήταν έξυπνοι και ήξεραν την ψυχολογία της διαδήλωσης. Ήξεραν ότι αν περνούσαν μια-δυο ώρες θα διαλυόμασταν, θα πηγαίναμε σπίτια μας. Οπότε στη συνέχεια μας είπαν: Επειδή επίκειται πολύ μεγάλη σύγκρουση, πρέπει να οργανώσουμε τα οδοφράγματά μας. Έτσι ξεκίνησε ένα εργοτάξιο άνευ προηγουμένου. Από τον Κήπο Λουξεμβούργου και προς τα πίσω, μέσα σε λίγες ώρες ξηλώθηκαν οι δρόμοι, μετακινήθηκαν αυτοκίνητα, και στήθηκαν πάνω από 500 οδοφράγματα.
Και καθώς τα οδοφράγματα στήνονταν, ένα σκηνικό απίστευτο: Άλλος τραγούδαγε με την κιθάρα του και μαζεύονταν να τον ακούσουν. Άλλος στεκόταν σε ένα σημείο και διάβαζε ποιήματά του. Οι καθηγητές του πανεπιστημίου, Νομπελίστες όπως ο Ζακ Λουσιέν Μονό και ο Φρανσουά Ζακόμπ, καθισμένοι στο πεζοδρόμιο, συζητούσαν με τους φοιτητές για την έννοια της επανάστασης.
Λίγο παρακάτω, ένας αναρχικός έστησε ένα οδόφραγμα μόνος του, δεν άφηνε κανένα να τον βοηθήσει. Στο τέλος πήρε το κορίτσι του και μια μαύρη σημαία, και έβγαλε φωτογραφία πάνω στο οδόφραγμα που είχε χτίσει. Ένας άλλος βρήκε πως το οδόφραγμα που μόλις είχε φτιάξει με τους συντρόφους του δεν ήταν αρκετά καλλιτεχνικό, οπότε κάπου ξέθαψε μια ραπτομηχανή και την έβαλε επάνω, ως διακοσμητικό γλυπτό.
Είχε πέσει σύρμα στη διαδήλωση πως, αν συλληφθεί κάποιος ξένος της Μεσογείου, δεν θα τον απέλαυναν απλά: Αν ήταν Ισπανός, θα τον έστελναν σούμπιτο στη χούντα του Φράνκο. Αν ήταν Πορτογάλος, στον Σαλαζάρ. Κι αν ήταν Έλληνας, στον Πατακό. Έτσι, δεν μας άφηναν να μιλάμε άλλη γλώσσα από Γαλλικά. Οι φοιτητές έλεγαν: «Μην αφήνετε τα παιδιά της Μεσογείου στην πρώτη γραμμή». Σιγά που δεν θα πηγαίναμε, βέβαια.
Κάποια στιγμή ήμουν με τη γυναίκα μου σε μια αλυσίδα που μετέφερε χέρι με χέρι τις πέτρες που ξήλωναν απ’ το οδόστρωμα.
«Μη μου τις δίνεις τόσο γρήγορα, θα μου πέσουν απ’ τα χέρια» μου έλεγε.
«Σκάσε γαμώτο, μη μιλάς ελληνικά, θα μας διώξουν τα παιδιά».
Ο διπλανός μου από την άλλη πλευρά μ’ ακούει και μου λέει: «Κι εσείς Έλληνες είστε;». Ήταν ο Γιάννης Ευαγγελίδης. Μπορεί να τον έχεις δει στη «Μαρία την Άσχημη», παίζει το Στέφανο. Έτσι γνωριστήκαμε.
Κάποια στιγμή, η πλατεία Εντμόν Ροστάν είχε αδειάσει αρκετά από πέτρες. Κάποιος παρατήρησε πρώτος κάτι που κανείς μας δεν είχε πάρει χαμπάρι: Στο κέντρο της πλατείας, είδαμε πως υπήρχε άμμος. Τότε ήταν που κάποιος άλλος πήρε το σπρέι κι έγραψε: «Κάτω απ’ τις πέτρες είναι η παραλία». Και εμείς χειροκροτούσαμε την αμμουδιά στο κέντρο της πόλης.
Μέσα σε λίγες ώρες η καταστροφή ήταν πλήρης: Δεν υπήρχε αμάξι που να μην είχε γίνει οδόφραγμα. Το μόνο πράγμα που λειτουργούσε όπως πριν, ήταν το φανάρι.
Όλα αυτά δεν ήταν απλά οδομαχίες, συγκρούσεις και πολιτικοποίηση. Ήταν ποίηση.
Καθώς νύχτωνε, παρακολουθούσαμε από τα τρανζίστορ την πορεία των διαπραγματεύσεων για την απελευθέρωση των φοιτητών. Όταν αυτές ναυάγησαν, καταλάβαμε ότι η σύγκρουση ήταν αναπόφευκτη. Λίγο αργότερα, οι αστυνομικοί είπαν στους φοιτητές που ήταν κοντά τους να κάνουν πίσω, γιατί από στιγμή σε στιγμή θα ερχόταν η διαταγή για την επίθεση. Όταν είδαμε την απόσταση μεταξύ τους να μεγαλώνει, καταλάβαμε τι πρόκειται να γίνει. Η επίθεση άρχισε στις 12:30 το βράδυ.
Η μάχη που ακολούθησε εκείνη τη νύχτα ήταν ένα θέαμα ασύλληπτο. Οι κάτοικοι έβγαιναν στα μπαλκόνια και έριχναν νερό στις φωτιές που είχαν ανάψει οι μπάτσοι με τα δακρυγόνα. Άνοιγαν πόρτες και έκρυβαν παιδιά που τα κυνηγούσαν. Κάποιος έδωσε το αυτοκίνητό του για να το κάνουν οδόφραγμα, για το χατίρι της επανάστασης.
Εγώ με δυο άλλους είδαμε ένα στενό αφύλακτο, και ξέραμε ότι θα μπορούσαν να έρθουν οι αστυνομικοί από εκεί. Πήραμε δυο σωλήνες από μία οικοδομή, τους βάλαμε στη μέση, στήσαμε ένα πρόχειρο οδόφραγμα και, μόλις το τελειώσαμε, πήγε να στρίψει για να περάσει από αυτό ακριβώς το στενό ένα αυτοκίνητο της αστυνομίας, γεμάτο. Εμείς, φυσικά, το βάλαμε στα πόδια, ικανοποιημένοι γιατί κάτι κάναμε.
Νεκροί δεν υπήρξαν, κι αυτό δεν ήταν καθόλου τυχαίο. Κανένας αστυνομικός δεν χτύπησε κατακέφαλα φοιτητή. Κανένας φοιτητής δεν χτύπησε κατακέφαλα αστυνομικό. Αυτό κράτησε πολύ καιρό. Υπήρξαν δυο νεκροί μόνο, πολύ αργότερα, σε ατυχήματα.
Την επόμενη μέρα η κυβέρνηση άνοιξε τα πανεπιστήμια –και αμέσως οι φοιτητές τα κατέλαβαν όλα. Τότε άρχισαν και οι ξεναγήσεις. Οι φοιτητές φορούσαν περιβραχιόνια και έβγαιναν στους δρόμους, έβρισκαν τους τουρίστες, και τους έκαναν ξενάγηση στα οδοφράγματα. Έβλεπες λοιπόν τον φοιτητή με ένα μπουλούκι ξένους και επαρχιώτες, να περιδιαβαίνει στα χαλάσματα και να λέει: «Εδώ κυρίες και κύριοι βλέπετε το οδόφραγμα του αναρχικού, που το έφτιαξε μόνος του. Εδώ, η ραπτομηχανή. Εδώ βλέπετε τον κύριο Ντανιέλ Κον Μπεντίτ, κι ο κύριος που συζητά μαζί του λέγεται Ζαν Πολ Σαρτρ». Κι εμείς ήμασταν όλοι μέσα σ’ αυτό το πράγμα, γυρνάγαμε στους δρόμους όλη μέρα.
—
Τη Δευτέρα 13 Μαΐου ένα εκατομμύριο άνθρωποι κατέβηκαν στους δρόμους. Στις κινητοποιήσεις έμπαιναν πια και οι εργάτες, με τις απεργίες να αρχίζουν σε διάφορα σημεία της Γαλλίας. Εκεί κατεβήκαμε οι Έλληνες ως ομάδα, με δικό μας πανό. Ακριβώς πίσω μας προχωρούσε η ομάδα των Γάλλων κινηματογραφιστών, που φυσικά μας ήξεραν και τους ξέραμε. Κάποια στιγμή αρχίζει από μπροστά το σύνθημα «Ντε Γκολ, Φράνκο, Σαλαζάρ». Ακολουθώντας κι εμείς, ως κουτάβια, τραγουδάμε «Ντε Γκολ, Φράνκο, Σαλαζάρ». Και μετά ακολουθούν οι Γάλλοι κινηματογραφιστές: «Ντε Γκολ, Φράνκο, Σαλαζάρ, ΠΑΤΑΚΟΣ». Γυρνάμε, τους κοιτάμε, και μας λένε: «Ε άντε, εμείς θα σας τα λέμε;».
Εκεί ήμασταν όταν η φίλη μου η Καρολίν Ντε Μπεντέρν, που ήταν μοντέλο, ανέβηκε στις πλάτες του Ζαν Ζακ Λεμπέλ με τη μαύρη και κόκκινη σημαία στο χέρι, και την έβγαλαν τη φωτογραφία που θα γινόταν το σύμβολο του Μάη. Ένα πολύ γλυκό και τρυφερό κορίτσι, που ανήκε στην ομάδα του Γαλλικού underground, ένα παράρτημα της ομάδας του Άντι Γουόρχολ, ουσιαστικά. Είχα βρεθεί μέσα σ’ αυτή την παρέα, κάναμε ταινίες μαζί.
Μέχρι τις 20 Μαίου, όλα τα πανεπιστήμια ήταν υπό κατάληψη, και 10 εκατομμύρια εργάτες απείχαν απ’ τις δουλειές τους, στη μεγαλύτερη απεργία που γνώρισε ποτέ ο κόσμος.
—
Όταν έμπαινες στην κατειλημμένη Σορβόνη, υπήρχε μια ταμπέλα που έγραφε: «Χαφιέ πρόσεχε το σκαλοπάτι». Στη μεγάλη αυλή μέσα –και μετά το σκαλοπάτι- ένα τεράστιο πανό έγραφε: «Εδώ η Φαντασία Κατέλαβε την Εξουσία». Εκεί υπήρχε και το ταμπλό με τις εκδηλώσεις, που αναγραφόταν τι γινόταν στο πανεπιστήμιο τη δεδομένη στιγμή. Για παράδειγμα:
«Μεγάλο Αμφιθέατρο στις 2: Θα μιλήσει ο σύντροφος Ζαν Πολ Σαρτρ»
«Αμφιθεάτρο Ένα: Ανοιχτή συζήτηση για την ψυχανάλυση, τον Φρόιντ και τον Γιουνγκ».
«Αμφιθέατρο Δύο: Η οικογένεια τάδε θα παρουσιάσει τα μεταλλικά όργανα που κατασκευάζει».
«Αμφιθέατρο Τρία: Θεατρική παράσταση του ομίλου τάδε».
«Αν δεν σε ενδιαφέρει τίποτα από όσα συμβαίνουν στα άλλα αμφιθέατρα, υπάρχουν διαθέσιμα τα πέντε, έξι και επτά. Ενημέρωσε τη συντονιστική επιτροπή για το τι θα κάνεις για να σου σταλεί κοινό».
Μπορούσες να πας, να τους πεις «Παιδιά, εγώ πάω στο αμφιθέατρο έξι, θα κάνω μια διάλεξη για τον Καρυωτάκη». Το έγραφαν στο ταμπλό, κι ερχόταν ο κόσμος.
Εν τω μεταξύ έξω ο κόσμος ήταν πια τελείως διαφορετικός. Δεν υπήρχαν συγκοινωνίες, κι όμως πήγαινες παντού τσάμπα. Δεν υπήρχε αυτοκίνητο άδειο: Σε έβλεπαν, σταματούσαν και σε ρωτούσαν που πας –και σε πήγαιναν. Δεν υπήρχε φαγητό κι όμως όλοι τρέφονταν δωρεάν, με τα σάντουιτς που έφτιαχναν οι φοιτητές για όλους. Χαμόγελα παντού. Τροχονόμοι δεν υπήρχαν: Φοιτητές ρύθμιζαν την κίνηση. Οι κλοσάρ έκαναν συνέλευση κάτω από τις γέφυρες και έβγαλαν ψήφισμα συμπαράστασης, πρόθυμοι να κάνουν όποια δουλειά χρειαζόταν.
Όσοι από εμάς μπορούσαμε, συμμετείχαμε στο πανηγύρι. Κάποιοι όχι. Ο Σαββόπουλος, ας πούμε, είπε «Εγώ όταν ακούω ‘λαϊκό κίνημα’ σκέφτομαι τα τανκς. Και προκειμένου να τα ζήσω στη Γαλλία, προτιμώ να τα ζήσω στην Ελλάδα». Και σηκώθηκε κι έφυγε. Άλλοι προσπάθησαν να μείνουν λίγο απ’ έξω, γιατί φοβόντουσαν και την απέλαση. Το θέμα είναι ότι κάποια στιγμή, και με την πρόκληση των ξένων που είχαν κάνει καταλήψεις στους ξενώνες τους στη Cité Universitaire, αναγκαστήκαμε να κάνουμε μια σύσκεψη για να δούμε τι θα κάνουμε. Και οι Ισπανοί και οι Πορτογάλοι μας είχαν πει: «Καλά, χούντα έχετε, δεν θα κάνετε τίποτα;». Να πω την αλήθεια, εγώ ήμουν ο σύνδεσμος, γιατί ήμουν ο Έλληνας της αίθουσας των αναρχικών στη Σορβόνη, και σε μένα τα έλεγαν.
Η σύσκεψη των Ελλήνων έγινε σε ένα από τα αμφιθέατρα της Σορβόνης. Μαζεύτηκε κάθε καρυδιάς καρύδι, Μαοϊκοί, Τροτσκιστές, Παπανδρεϊκοί, που όλοι τσακώνονταν μεταξύ τους. Κατά τη διάρκεια της συνέλευσης, με πλησίασαν κάπως δειλά και σκυφτά δυο Έλληνες που δεν τους γνώριζα: Ο Γιάννης Κακουλίδης και ο Χριστόδουλος Χάλαρης. Μου ζήτησαν να προτείνω να κάνουμε κατάληψη του ελληνικού ξενώνα στη Cité, του «Ελληνικού Περιπτέρου» όπως λεγόταν. Αυτοί δεν μπορούσαν να το προτείνουν γιατί έμεναν εκεί, και θα καρφώνονταν. Ανέβηκα στη σκηνή και είπα: «Σύντροφοι, κλείνουμε τις πόρτες και δεν τις ξανανοίγουμε χωρίς να έχουμε αποφασίσει: Θα καταλάβουμε το Ελληνικό Περίπτερο ή πάμε όλοι σπίτια μας».
Καθώς η κουβέντα συνεχιζόταν, την κοπανάω για λίγο και τρέχω στην αίθουσα των αναρχικών. Φωνάζω τον Ισπανό και τον Ιταλό, και λέω «παιδιά έχουμε πολλούς ρεφορμιστές, ελάτε για ενίσχυση». Μπαίνουν λοιπόν αυτοί στην αίθουσα και φωνάζουν: «Το Ισπανικό Περίπτερο κατελήφθη. Το Ιταλικό κατελήφθη. Το Νοτιοαφρικάνικο κατελήφθη. Τι περιμένετε εσείς, που έχετε και χούντα;»
Τι άλλο θα μπορούσαμε να κάνουμε; Κατάληψη!
—
Εκείνο το βράδυ μείναμε στους Ισπανούς. Μας μίλησαν για την τεχνική και τη στρατηγική της κατάληψης, ήπιαμε τα τσάγια μας, ξεκουραστήκαμε λίγο, και πριν ξημερώσει η 22α Μαΐου ξεκινήσαμε. Ήμασταν 152 άνθρωποι, μετρημένοι, παραταγμένοι σε ευθεία γραμμή. Μπροστά προχωρούσε ο Νίκος Κούνδουρος με την κόκκινη σημαία κι εγώ με τη μαύρη. Μόλις που χάραζε, η «γαλάζια ώρα» που λέμε στη γλώσσα του κινηματογράφου, και οι μόνοι ήχοι ήταν τα πρώτα κελαηδίσματα και τα βήματά μας στο χορτάρι. Ήταν μια στιγμή μοναδική. Όλοι μας από τότε ονειρευόμαστε κάποια μέρα να το σκηνοθετήσουμε αυτό το πλάνο.
Φτάνοντας στα 20 μέτρα από το κτίριο, έφυγαν από την παράταξη οι «ανιχνευτές», έξι από εμάς, οι οποίοι έκοψαν το τηλέφωνο, πήδηξαν μέσα από ένα παράθυρο, ξεκλείδωσαν, και άνοιξαν τις πόρτες. Εμείς αρχίσαμε να ρίχνουμε τις προκηρύξεις κάτω από τις πόρτες των δωματίων των φοιτητών, και μετά αμοληθήκαμε να γράφουμε συνθήματα στους τοίχους. Στην πρόσοψη του κτιρίου ανεβάσαμε την κόκκινη και τη μαύρη σημαία. Οι πιο σοβαροί, ο Κούνδουρος, ο Κανδύλης ο αρχιτέκτων και ο Δημήτρης ο Χριστοδούλου κατέβηκαν στο δωμάτιο του διευθυντή, και τον κλείδωσαν μέσα. Ήταν ένας συντηρητικός άνθρωπος, αλλά όχι φασίστας. Ήταν αστείο γιατί αυτοί που τον κλείδωσαν μέσα ήταν φίλοι του. Νομίζω ότι μέχρι τώρα δεν τους έχει συγχωρήσει.
Σιγά σιγά άρχισαν να κατεβαίνουν οι φοιτητές αγουροξυπνημένοι, και τους ανακοινώσαμε πως το κτίριο είναι υπό κατάληψη και πως καθιερώνεται επί 24ωρου βάσεως γενική συνέλευση. Υπήρχαν και αντιρρήσεις –κάποιοι ζήτησαν από τον ίδιο τον Κακουλίδη να μιλήσει εκ μέρους τους, και να διαμαρτυρηθεί επειδή δεν ρωτήθηκαν πριν την κατάληψη.
«Κανένα πρόβλημα», είπα. «Σίγουρα υπάρχουν χαφιέδες εδώ μέσα. Παρακαλώ, χαφιέδες, σημειώστε: Ο Κακουλίδης Γιάννης και οι υπόλοιποι φοιτητές είναι αντίθετοι με την κατάληψη, να μη βρουν το μπελά τους. Εγώ ονομάζομαι Κώστας Φέρρης. Εγώ να βρω το μπελά μου».
Φυσικά, ο Κακουλίδης ήταν αυτός που μου είχε προτείνει την κατάληψη λίγο νωρίτερα. Αλλά εκείνη τη στιγμή δεν είπε τίποτα.
Το 1973, πήγα να κάνω μια εκπομπή για την ΥΕΝΕΔ με το Δημήτρη Ποντίκα. Αυτός μου έφερε για δημοσιογράφο –ποιον άλλο- τον Γιάννη Κακουλίδη. Πολύ γρήγορα ήρθε ειδοποίηση από την ΥΕΝΕΔ, ότι έπρεπε να στείλουμε τα ονόματα των συνεργατών για να ελέγξουν ποιοι είναι κομμουνιστές. Εγώ είχα το πρόβλημα, φυσικά. Τέλος πάντων, αποφάσισα να δώσω το αληθινό μου όνομα. Την άλλη μέρα μας ήρθε πίσω η λίστα με τα ονόματα και, πράγματι, μόνο ένα είχε σβηστεί: Του Κακουλίδη, επειδή είχε συμμετάσχει στην κατάληψη του Ελληνικού περιπτέρου στο Παρίσι. Οι χαφιέδες είχαν μπερδέψει τα ονόματα!
Στο περίπτερο, εμείς κάναμε αυτό που πρέπει να κάνει κάθε σωστός καταληψίας: Εκδηλώσεις. Μας έστελναν οι Γάλλοι ταινίες για προβολές κάθε μέρα. Με τον Παναγιώτη Κουνάδη και τον Κώστα Βεργόπουλο οργανώσαμε διάλεξη μετ’ ακροάσεος για την ιστορία του ρεμπέτικου τραγουδιού. Μια μέρα έγινε ένα μεγάλο γλέντι γιατί οι πατατοπαραγωγοί που είχαν κάνει κατάληψη στις αποθήκες τους μας έστειλαν ένα τσουβάλι πατάτες, και οι πτηνοτρόφοι μας έστειλαν ένα τσουβάλι με κότες. Κάναμε ένα φοβερό τσιμπούσι, που κράτησε τρεις μέρες. Και, φυσικά, όλοι οι Έλληνες περνούσαν από εκεί. Ο Βασιλικός ήρθε, ο Αντρέας Στάικος, ο Νίκος Δημάδης, η Εύη Δεμίρη. Σίγουρα περνούσε και ο Γιωτόπουλος. Ήρθε κάποια στιγμή και η Μελίνα με όλη την ακολουθία για επίσκεψη. Μας είπε να βάλουμε και μια ελληνική σημαία εκτός από τη μαύρη και την κόκκινη, αλλά αυτό δεν γινόταν. Κανένας δεν έβαζε την εθνική του σημαία –το κίνημα ήταν διεθνές, και η μόνη εθνική σημαία που μπορούσε να κυματίζει ήταν η γαλλική.
Ήμασταν και η πολυπληθέστερη κατάληψη: Επειδή δεν είχαμε σπίτια να μείνουμε, είχαμε μαζευτεί και κοιμόμασταν εκεί.
Αμέσως έπεσε η απειλή ότι θα έρθουν οι μπράβοι της Ελληνικής Πρεσβείας να μας δείρουν. Ευτυχώς, απέναντί μας ήταν το Νοτιοαφρικάνικο περίπτερο, με κάτι ντερέκια που είχαν πάρει εντολή απ’ τη Σορβόνη «να τα προσέχουν τα παιδιά», δηλαδή εμάς. Πριν περάσει πολύς καιρός, λάβαμε τηλεφώνημα πως έρχονται οι μπράβοι. Ειδοποιήσαμε αμέσως το συντονιστικό στη Σορβόνη και, πριν περάσουν 20 λεπτά, κατέφτασε ένα φορτηγό γεμάτο με κάτι ντερέκια αναρχοαριστερούς, που μας είπαν ένα «γεια σύντροφοι» και μπήκαν μέσα. Δεν προλάβαμε να συνεννοηθούμε, πώς θα οργανώσουμε την άμυνα, και φτάνουν είκοσι Νοτιοαφρικάνοι με μπαστούνια, που είχαν δει τους άλλους και νόμιζαν πως μας την έπεσαν.
—
Τελικά, η κατάληψη του Ελληνικού Περιπτέρου στη Citeήταν η μακροβιότερη από όλες. Διαλύθηκε τον Ιούλιο πια, όταν όλα είχαν τελειώσει.
Το θέμα ξεφούσκωσε από τα τέλη του Μάη κιόλας. Υπήρξε και η αντι-διαδήλωση του Ντε Γκολ στις 30 Μαΐου, με ένα εκατομμύριο κόσμο στο δρόμο, μια συγκέντρωση πολύ πετυχημένη, δεν μπορούμε να το αμφισβητήσουμε. Υπήρχε κι όλος αυτός ο κόσμος που δεν ήθελε φασαρίες ή, έστω, δεν ήθελε άλλες φασαρίες. Ο Ντε Γκολ προκήρυξε εκλογές για τον Ιούλιο.
Όταν πια και η Monde χαρακτήρισε το κλειστό Πανεπιστήμιο της Σορβόννης «Μεθυσμένο καράβι», ο κύβος ερρίφθη. Την επόμενη μέρα, Κυριακή 16 Ιουνίου, η αστυνομία χτύπησε τη Σορβόνη. Βγήκαμε όλοι απ’ το πανεπιστήμιο, και η αστυνομία μας κυνηγούσε στους δρόμους. Εμάς κάποια στιγμή μας περικύκλωσαν και χωθήκαμε σε ένα κτίριο και ανεβήκαμε στην ταράτσα –βλέποντας τριγύρω, είδαμε πως όλες οι ταράτσες ήταν γεμάτες φοιτητές. Οι Γάλλοι απ’ τα μπαλκόνια έβλεπαν τα επεισόδια στις ειδήσεις, και ταυτόχρονα εμάς απέναντι στην ταράτσα. Αυτή ήταν η τελευταία βροντερή σύγκρουση.
Νομίζω ότι αυτό που μου λένε «Αμάν ρε Φέρρη, δε θα γεράσεις ποτέ; Όλο παιδί θα μείνεις;» πως το χρωστώ στο Μάη του ’68. Μέχρι το Μάη, βλέπεις, υπέφερα από 2 προβλήματα, ένα σωματικό και ένα ψυχολογικό: Είχα χρόνια σπαστική κολίτιδα, και τουλάχιστον μια φορά την εβδομάδα είχα τον εφιάλτη του σχολείου –έβλεπα ότι θα πάω σχολείο την άλλη μέρα, και ξυπνούσα με ένα τρομερό άγχος. Το Μάη μου έφυγαν και τα δύο. Ως δια μαγείας. Πολύς κόσμος έζησε αυτή τη μαζική εκτόνωση ως κάτι θεραπευτικό.
Ίσως γιατί οι καταλήψεις του Μάη ήταν δημιουργικές. Δημιουργούσαν έργο, όχι καταστροφή. Δημιούργησαν κόσμο, όχι χάος. Η μόνη δουλειά του καταληψία ήταν να αφήσει το χώρο που έχει καταλάβει να γεμίσει λουλούδια. Νομίζω ότι ήταν επανάσταση ο Μάης, επειδή δεν ζήτησε καμία εξουσία. Και επειδή έκανε κάτι πάρα πολύ απλό και πολύ σπάνιο: Έβαλε αίσθημα μέσα στις υπάρχουσες δομές.