“Πέτυχαν Το Νίκο!”: Έλληνες Ειρηνοποιοί στο Κόσοβο

Στα μέσα του Μαρτίου του 2004, το Κόσοβο παραδόθηκε στην τυφλή εθνικιστική βία. 28 άνθρωποι δολοφονήθηκαν και πάνω από 600 τραυματίστηκαν στα χειρότερα επεισόδια από τη λήξη του πολέμου του 1998. Στο κέντρο των βιαιοπραξιών, παγιδευμένοι σε μια σερβική εκκλησία, περικυκλωμένοι από εκατοντάδες εξαγριωμένους Αλβανούς, βρέθηκαν οι 15 Έλληνες που φρουρούσαν μια ορθόδοξη εκκλησία σε μια πόλη χωρίς ορθόδοξους. Αυτή είναι η ιστορία τους.
kfor01

Για τον 12χρονο Έζγκον Ντέλιου, το πρωινό εκείνης της Τρίτης έμοιαζε με κάθε άλλο. Ήταν 16 Μαρτίου, είχε συννεφιά, και έπρεπε να τρέξει για να προλάβει το κουδούνι, στις 8:30, στο σχολείο του χωριού Κάμπρα. Και έτρεξε. Στη μία είχε επιστρέψει στο σπίτι, όπου βοήθησε τη μαμά του να ετοιμάσει το μεσημεριανό, και μετά το φαί, έφυγε για να συναντήσει τους φίλους του, τους αδερφούς Βέζελι.

Οι τρεις Βέζελι, ο Φιτίμ, 13 χρονών, ο Άβνι, 11 και ο Φλορέντ, 9, ήταν η παρέα του Έζγκον, και μαζί τριγυρνούσαν στους δρόμους του χωριού εξερευνώντας και παίζοντας. Εκείνη την Τρίτη, όμως, είχαν μια άλλη ιδέα: Ήθελαν να περάσουν το ποτάμι.

Το ποτάμι λέγεται Ίμπαρ, και χωρίζει το Κόσοβο στα δύο, τόσο γεωγραφικά, όσο και εθνολογικά. Στο νότο η συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού είναι Αλβανοί, όπως οι 1400 κάτοικοι της Κάμπρα, όπως ο Έζγκον Ντέλιου και οι φίλοι του. Στο βορρά είναι συγκεντρωμένοι οι περισσότεροι Σέρβοι που έχουν απομείνει στο Κόσοβο, 100.000 άνθρωποι όλοι κι όλοι, μια ισχνή μειοψηφία ανάμεσα στα δύο εκατομμύρια αλβανών. Λίγες δεκάδες μέτρα από τη βόρεια όχθη του Ίμπαρ, εκεί που βρέθηκαν τα παιδιά αφού πέρασαν τη γέφυρα, βρισκόταν το σέρβικο χωριό Ζούπτσε. «Είδαμε τα παιδιά να περνούν το ποτάμι, και να πηγαίνουν στη βόρεια όχθη για να παίξουν» θυμάται ο πατέρας του Έζγκον, Ζαίμ Ντέλιου, και δακρύζει.

Μια ώρα αργότερα, η πόρτα χτύπησε στο σπίτι των Βέζελι. Ήταν ο Φιτίμ, ο μεγαλύτερος γιος της οικογένειας, μούσκεμα, με τα νερά να στάζουν από τα ρούχα και τα μαλλιά του, και έτρεμε από το κρύο. Χρειάστηκε αρκετή ώρα για να συνέλθει και να μπορέσει να τους πει τι είχε συμβεί.

Μόλις οι Σέρβοι από το Ζούπτσε είδαν τα τέσσερα Αλβανάκια να παίζουν κοντά στο ποτάμι, άρχισαν να τους φωνάζουν, να τους διώχνουν. Τα παιδιά υποχώρησαν προς τη γέφυρα, αλλά οι Σέρβοι βρέθηκαν πολύ γρήγορα κοντά τους. Τα παιδιά άρχισαν να τρέχουν, αλλά οι Σέρβοι είχαν άγρια σκυλιά μαζί τους, και τα αμόλησαν στο κατόπι των μικρών. Δεν προλάβαιναν να φτάσουν στη γέφυρα. Τα παιδιά ήταν παγιδευμένα, και έτσι έκαναν το μόνο που μπορούσαν: Έπεσαν στο ποτάμι.

Ο Ίμπαρ είναι ορμητικός, χειμαρρώδης και παγωμένος, ειδικά στα μέσα του Μάρτη. Ο Έζγκον και ο Άβνι παρασύρθηκαν αμέσως. Ο Φιτίμ κατάφερε να συγκρατήσει το μικρό του αδερφό, τον 9χρονο Φλορέντ, αλλά το νερό ήταν υπερβολικά δυνατό, και δεν μπορούσε να τον τραβήξει προς τα έξω, και ο μικρός του γλίστρησε και χάθηκε κάτω από τα αφρισμένα νερά.

Το πτώμα του δεν βρέθηκε ποτέ.

«Οι Σέρβοι δεν έχουν ανθρώπινο αίμα στις φλέβες τους», δήλωσε αμέσως μετά ο ξάδερφος του Έζγκον Ντέλιου. «Αλλά θα πληρώσουν σαν άνθρωποι, γι’ αυτό που έκαναν». Οι Αλβανοί της Κάμπρα βγήκαν από τα σπίτια τους για να διαδηλώσουν την οργή τους, και η οργή μεταδόθηκε στη διπλανή Μιτρόβιτσα, και στις άλλες γειτονικές πόλεις, και το μίσος ξεχύθηκε στους δρόμους με τη μορφή ενός οργισμένου όχλου που πετροβολούσε ότι έβρισκε μπροστά του, και πολύ σύντομα είχε απλωθεί σε ολόκληρο το Κόσοβο.

Το απόγευμα της επόμενης μέρας, ο Κυριάκος Κοντογιάννης, ο διοικητής του 525 Μηχανοκίνητου Τάγματος Πεζικού, άνδρες του οποίου προστάτευαν την εκκλησία του Αγίου Ούρου επέστρεφε από μία συνάντηση των διοικητών της KFOR για το θέμα της ασφάλειας, μετά τις αναταραχές των τελευταίων ωρών. Ήταν πολύ προβληματισμένος. Οι αλβανοί διαδηλωτές είχαν ξεχυθεί στους δρόμους, και κανείς δεν μπορούσε να προβλέψει τι θα γινόταν τις επόμενες ώρες. Ο Κοντογιάννης είχε μετατεθεί στο Ουρόσεβατς από την Ελλάδα μόλις πριν από τέσσερις μέρες –και είχε πετύχει την πρώτη μαζική εξέγερση των τελευταίων πέντε χρόνων.

Βρισκόταν κοντά στην εκκλησία τώρα -διέσχιζε το Ουρόσεβατς με το τζιπ του, μαζί με τον οδηγό του, δυο στρατιώτες και έναν Αμερικανό, ενώ ένα θωρακισμένο VBL ακολουθούσε. Είχαν πάρει το δρόμο για το στρατόπεδο που βρισκόταν έξω από την πόλη, όταν μια αγωνιώδης φωνή στον ασύρματο διέκοψε τις σκέψεις του. Ήταν ένας από τους 10 Έλληνες που φρουρούσαν τον Άγιο Ούρο και επαναλάμβανε το συνθηματικό που σήμαινε: “Έριξαν χειροβομβίδα στην Εκκλησία”. Η ώρα ήταν 18:30.

 —

Η κατασκευή του Άγιου Ούρου (πλήρες όνομα: Καθεδρικός Ναός του Αγίου Βασιλέα Ούρου), ολοκληρώθηκε το 1933 από τον Σκοπιανό αρχιτέκτονα Γιόζεφ Μιχαήλοβιτς. Ήταν η μεγαλύτερη εκκλησία του Ουρόσεβατς, και χτίστηκε προς τιμήν του πολιούχου της, ενός παλιού Σέρβου Βασιλιά που έγινε Άγιος. Είναι μια μεγάλη εκκλησία, με κυριότερο χαρακτηριστικό τους πέντε τρούλους –τέσσερις μικρότερους και έναν κεντρικό, μεγαλύτερο. Όλοι είναι βαμμένοι σε ένα ασυνήθιστο, κίτρινο χρώμα. Κάποτε ο Άγιος Ούρος εξυπηρετούσε τους σχεδόν 5000 σέρβους ορθόδοξους του Ουρόσεβατς, όμως πλέον μόνο μερικές δεκάδες απομένουν στην πόλη, και επισκέπτονται την εκκλησία τους κρυφά. Από το 1999, όταν εγκαταστάθηκε εκεί η δύναμη της KFOR, στρατιώτες της Ελληνικής Δύναμης Κοσόβου (ΕΛΔΥΚΟ) έχουν αναλάβει τη φύλαξή της από φανατικούς Αλβανούς εξτρεμιστές. Αυτοί οι Έλληνες την αναστύλωσαν, άλλωστε, μετά τις εκτεταμένες ζημιές που της προκάλεσε ο οργισμένος όχλος την ίδια χρονιά.

Γύρω από την εκκλησία υπάρχει ένας περίβολος, που την διαχωρίζει από την πλατεία. Τώρα, έξω από τον περίβολο, σε απόσταση περίπου 30 μέτρων από την εκκλησία, βρισκόταν ένας όχλος 200 ατόμων, αλβανοί διαδηλωτές, που φώναζαν και πέταγαν πέτρες προς την κατεύθυνση του ναού.

Τρέχοντας γρήγορα, για να μην καθηλωθούν από τους διαδηλωτές, τα δύο μηχανοκίνητα της ΕΛΔΥΚΟ έφτασαν στον περίβολο της εκκλησίας, και μπήκαν μέσα. Ο Κοντογιάννης έκανε μια γρήγορη κατόπτευση της κατάστασης, και έμαθε από τους τέσσερις που βρίσκονταν καθηλωμένοι εκεί τι είχε συμβεί. Σύμφωνα με τα λεγόμενά τους, πεντακόσιοι αλβανοί είχαν συγκεντρωθεί το μεσημέρι μπροστά την εκκλησία, είχαν φωνάξει συνθήματα κατά του ΝΑΤΟ και είχαν μοιράσει διάφορες προκηρύξεις στους περίοικους.

Οι προκηρύξεις έλεγαν: «Συγκέντρωση στις 18:00 με κεριά, για τα νεκρά παιδιά της Κάμπρα».

Καθώς ο ήλιος έπεφτε, το πλήθος γύρω από την εκκλησία πύκνωνε. Και κανείς δεν έμοιαζε να κρατάει κεριά.

Οι πέτρες έπεφταν σποραδικά, και πότε πότε η φλόγα μιας μολότοφ διέγραφε μια πύρινη καμπύλη από το πλήθος μέχρι τον αυλόγυρο της εκκλησίας. Πολύ σύντομα έγινε σαφές ότι οι συνολικά 15 Έλληνες δεν θα μπορούσαν να φύγουν από την οδό που είχαν μπει –οι αλβανοί τώρα είχαν πλησιάσει, και είχαν αποκλείσει την είσοδο του περιβόλου.

Ο Κοντογιάννης ενημέρωσε για το τι είχε συμβεί τον Αμερικανό Διοικητή της ΜΝΒ-Ε δηλαδή της Ανατολικής Πολυεθνικής Δύναμης, στην οποία ανήκε το τάγμα του Αγίου Ούρου, έδωσε στους άντρες του εντολές να μετακινήσουν τα οχήματα του τάγματός τους στο εσωτερικό του αυλόγυρου, και μετά περίμενε.

Στις 19:00 ένας νέος κρότος ακούστηκε –μια χειροβομβίδα είχε πέσει στο πίσω μέρος της εκκλησίας. Μισή ώρα αργότερα, καθώς είχε μεσολαβήσει σχετική ηρεμία, άλλη μία έπεσε στο μπροστινό μέρος του περιβόλου, πολύ κοντά στους Έλληνες στρατιώτες. Ο καπνός είχε αρχίσει να καλύπτει το μέρος σαν ομίχλη, αλλά οι Έλληνες δεν μπορούσαν να κάνουν πολλά πράγματα. Η ΕΛΔΥΚΟ, όπως και όλες οι δυνάμεις της KFOR, απαγορεύεται να χρησιμοποιήσει τον οπλισμό της, εκτός από περιπτώσεις εξαιρετικής ανάγκης.

Στις 19:45 έγινε σαφές ότι αυτή ήταν πια μια τέτοια περίπτωση. Το πλήθος πλέον πλησίαζε τα χίλια άτομα –η εκκλησία πια είχε περικυκλωθεί τελείως, και οι Αλβανοί άρχισαν να σημαδεύουν τα αυτοκίνητα και τους στρατιώτες με μολότοφ. Μετά σταμάτησαν πάλι για λίγο. Περίμεναν να πέσει η νύχτα.

Στις 20.15, οι Έλληνες παρατήρησαν μια αλλαγή στο πλήθος. Υπήρξε μία μετακίνηση, κάποιοι υποχώρησαν προς τα πίσω, κάποιοι άλλοι ήρθαν προς τα μπρος, και ξαφνικά, χωρίς κάποιο σύνθημα ή πρόκληση, οι αλβανοί άρχισαν να πετροβολούν μαζικά την εκκλησία, τους στρατιώτες και τα αυτοκίνητα. Οι στρατιώτες υποχώρησαν πίσω από τα αυτοκίνητα, προσπαθώντας να προστατευτούν από την πύρινη βροχή.

«Που βρήκαν τόσες μολότοφ;» ήταν η πρώτη σκέψη τους.

«Πώς θα φύγουμε από εδώ;» ήταν η δεύτερη.

Και τα πράγματα πήραν ακόμα πιο δραματική τροπή, όταν μια βόμβα μολότοφ από ένα πολύ δυνατό χέρι πήρε μια ψηλοκρεμαστή τροχιά, και έσκασε πάνω στο κράτος του υπολοχαγού Νικόλαου Καλόγερου.

«Πέτυχαν το Νίκο!» φώναξαν οι συνάδελφοί του, και τον τράβηξαν γρήγορα προς το εσωτερικό της εκκλησίας, καθώς το πρόσωπό του καιγόταν από τη φωτιά του εκρηκτικού κοκτέιλ. Σχεδόν αμέσως, άλλες μολότοφ έπεσαν πάνω στα αυτοκίνητα, με αποτέλεσμα να πάρει φωτιά ένα τζιπ Mercedes και ένα τεθωρακισμένο VBL. Πλέον όλοι οι στρατιώτες μπήκαν στην εκκλησία, εκτός από τα πληρώματα των τριών VBL που απέμεναν στον αυλόγυρο, για να τα προστατεύσουν από τυχόν εισβολή των διαδηλωτών.

Για μια ακόμα φορά, ο Κοντογιάννης έβγαλε τον ασύρματο.

“Στείλτε μας ενισχύσεις”, φώναξε. “Να έχουν μαζί τους και δακρυγόνα. Γρήγορα!”

kfor02

Το Κόσοβο ανέκαθεν κατοικούνταν κυρίως από Αλβανούς μουσουλμάνους. Το 1974 είχε αποκτήσει μια σχετική αυτονομία από το κεντρικό Γιουγκοσλαβικό κράτος, και οι κάτοικοί του είχαν την ελευθερία να γιορτάζουν τις γιορτές του Ισλάμ, και να στέλνουν τα παιδιά τους σε αλβανόφωνα σχολεία. Όλα αυτά άλλαξαν το 1989, όμως, όταν ο νέος ηγεμόνας της χώρας, ο Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς, εν μέσω κλιμακούμενων εντάσεων και φόβων για την απόσχιση της περιοχής, ανακοίνωσε την παύση της αυτονομίας του Κοσόβου, και έστειλε αστυνομία και στρατό για να επιβάλλουν την τάξη. Η κοντόφθαλμη, αυταρχική πολιτική του, την ώρα που ο κομμουνισμός κατέρρεε και ο κόσμος άλλαζε, τελικά διέλυσε τη χώρα –το 1992 η Κροατία, η Σλοβενία και η Βοσνία διακήρυξαν την ανεξαρτησία τους. Ένα χρόνο αργότερα, για το χατίρι της Βοσνίας οι νέες χώρες της περιοχής ξεκίνησαν έναν βρώμικο πόλεμο, θεωρητικά τον πρώτο εμφύλιο στην καρδιά της Ευρώπης από την εποχή του δικού μας, ο οποίος έπληξε θανάσιμα το διεθνές κύρος του Μιλόσεβιτς και του νέου κράτους του, κυρίως εξαιτίας του τρόπου με τον οποίο οι Σέρβοι αντιμετώπισαν τους μουσουλμάνους της Βοσνίας.

Οι άλλοι μουσουλμάνοι, στο Κόσοβο, είχαν τα δικά τους σχέδια για ανεξαρτησία και συνακόλουθη ένωση με την Αλβανία, αλλά εκεί ο Μιλόσεβιτς ήταν πιο αποτελεσματικός. Μετά τη λήξη του πολέμου της Βοσνίας, τα σερβικά στρατεύματα έσπειραν τον τρόμο στις πόλεις και τα χωριά του Κοσόβου, εκτελώντας τα μέλη του Απελευθερωτικού Στρατού του Κοσόβου, που με τη σειρά τους φρόντιζαν να ταίζουν τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων με δεκάδες νεκρούς Σέρβους. Ο κύκλος του αίματος συνεχιζόταν, όποιες απευθείας συνομιλίες έγιναν για μια ειρηνική διευθέτηση του προβλήματος απέτυχαν, και τελικά, μετά από πολλά ψηφίσματα του ΟΗΕ και διεθνή κατακραυγή για τη σφαγή των Αλβανών, η Δύση επενέβη για να δώσει μια λύση. Για μια ακόμα φορά, η εγκληματική αδιαλλαξία του Μιλόσεβιτς (αρνήθηκε να επιτρέψει την παρουσία κυανόκρανων στο Κόσοβο), οδήγησε τα πράγματα στο απροχώρητο, και έτσι το ΝΑΤΟ πάτησε τη σκανδάλη και επιτέθηκε στη Σερβία, για να την αναγκάσει να αφήσει το Κόσοβο ήσυχο.

Παρ’ όλα αυτά, με τις βόμβες να πέφτουν κατά δεκάδες στο Βελιγράδι και άλλα μέρη της Σερβίας νυχθημερόν, για σχεδόν ενάμιση μήνα, η ανθρωπιστική τραγωδία δεν απεφεύχθη. Όσο οι Αμερικάνοι και οι σύμμαχοί τους βομβάρδιζαν τη Σερβία, τόσο περισσότερους Αλβανούς έδιωχναν οι Σέρβοι από το Κόσοβο. Ατέλειωτα κονβόι εκατοντάδων χιλιάδων αμάχων συσσωρεύονταν στα σύνορα με την Αλβανία και τα Σκόπια, αναζητώντας μια διέξοδο. Πολλοίπέθαναν. Κάποιοι επέζησαν. Κι όταν τελείωσαν όλα, όταν ο Μιλόσεβιτς έπεσε, συνελήφθη, και οδηγήθηκε στη Χάγη, όταν το Κόσοβο έγινε ένα καινούριο, μεταλλαγμένο μόρφωμα, κομμάτι της Γιουγκοσλαβίας αλλά με την Kosovo Force (KFOR) του ΟΗΕ να εγγυάται την ασφάλεια, αυτοί οι άνθρωποι, που είχαν γνωρίσει στο πετσί τους τον πόνο, την πείνα και την αγριότητα του πολέμου, επέστρεψαν στα σπίτια τους, με μια δειλή ελπίδα για το μέλλον, και ένα γιγαντωμένο, άσβεστο μίσος.

Καθώς οι 15 Έλληνες στον Άγιο Ούρο βομβαρδίζονταν από πέτρες, μολότοφ και χειροβομβίδες, σε Αθήνα και Ουρόσεβατς ετοιμαζόταν το σχέδιο απεγκλωβισμού τους. Ο αντιστράτηγος Νικόλαος Ντόβας είχε αναλάβει τον συντονισμό της επιχείρησης από την πλευρά του ελληνικού στρατού, και τελικά, με τη σύμφωνη γνώμη της αμερικανικής διοίκησης της KFOR στην πόλη, η επιχείρηση ξεκίνησε στις 21:05: Ένα κονβόι από δέκα ερπυστριοφόρα Μ 113 που έφεραν 70 έλληνες στρατιώτες, έφυγε από το στρατόπεδο, κατευθυνόμενο προς την εκκλησία.

Την ίδια ώρα, οι Αλβανοί είχαν πλησιάσει πολύ, και έκαναν προσπάθειες να μπουν στον περίβολο με προφανή σκοπό την πυρπόληση του Άγιου Ούρου. Είχαν «απελευθερωθεί οι κανόνες εμπλοκής», έτσι οι Έλληνες πλέον έβγαιναν από την εκκλησία και πυροβολούσαν στον αέρα για να τους κρατήσουν μακριά, ενώ άλλο ένα από τα οχήματά τους τυλιγόταν στις φλόγες.

Τα ερπυστριοφόρα έκαναν περίπου τρία τέταρτα να πλησιάσουν στην εκκλησία. Για να περάσουν από το πλήθος, σχημάτισαν φάλαγγα και πέρασαν από εκεί που βρισκόταν λιγότερος κόσμος. Έτσι έφτασαν στον αυλόγυρο, πολύ μακριά από την πύλη, και δεν μπορούσαν να μπουν μέσα.

Την ίδια ώρα, στην Αθήνα, ο Υπουργός Αμύνης Σπήλιος Σπηλιοτόπουλος μιλούσε στο τηλέφωνο με τον Αρχηγό ΓΕΕΘΑ.

«Γιατί καθυστερεί ο απεγκλωβισμός;» ρώτησε.

Ο Αρχηγός τον ενημέρωσε για την κατάσταση.

«Τα οχήματα είναι δέκα μέτρα από την εκκλησία, και δεν μπορούν να μπουν στον περίβολο. Δέχονται πυρά», είπε.

«Ας εισβάλλει ένα όχημα στον περίβολο να πάρει τον κόσμο».

«Κύριε Υπουργέ», είπε ο Αρχηγός, «σας θυμίζω ότι η εκκλησία έχει κριθεί διατηρητέα».

Και στη συνέχεια ο Υπουργός είπε την ατάκα που γράφτηκε σε δεκάδες περήφανα δελτία τύπου με μεγάλα γράμματα:

«Η εκκλησία ξαναχτίζεται. Οι ανθρώπινες ζωές όχι».

Όμως ο κόσμος ήταν πολύς, και έτσι τα οχήματα της ΕΛΔΥΚΟ, κάτω από βροχή πετρών, αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν. Οι 15 παρέμεναν παγιδευμένοι -και οι συνάδελφοί τους απ’ έξω δεν είχαν τρόπο να τους πλησιάσουν και κάθονταν μέσα στα θωρακισμένα οχήματά τους, περιμένοντας και ανησυχώντας για τον πετροπόλεμο που συνεχιζόταν.

Η ΜΝΒ-Ε (Multinational Brigade East) είναι η ανατολική ταξιαρχία της KFOR. Έχει τη βάση της στο Ουρόσεβατς, και διοικητής της είναι ο Στρατηγός Τζέρι Μπεκ. Η διοίκηση της ταξιαρχίας ανήκει στους αμερικανούς, αλλά η δύναμή της περιλαμβάνει και μονάδες από την Αρμενία, τη Λιθουανία, την Πολωνία, την Ουκρανία, καθώς και 350 στρατιώτες της ΕΛΔΥΚΟ. Αποστολή της MNB-E είναι πρακτικά η αστυνόμευση της περιοχής, η φύλαξη ευαίσθητων περιοχών (μεταξύ των οποίων και οι ορθόδοξες εκκλησίες), και η βοήθεια στις ανθρωπιστικές αποστολές του ΟΗΕ για τον επαναπατρισμό των προσφύγων και τη διασφάλιση των δικαιωμάτων τους.

Το ελληνικό στρατόπεδο στην MNB-E ονομάζεται Ρήγας Φεραίος, και είναι ένα από ελάχιστα που χτίστηκαν από το μηδέν, αποκλειστικά για της ανάγκες της KFOR. Τα καθήκοντα της ελληνικής δύναμης κατά καιρούς κυμάνθηκαν από την επίβλεψη της παράδοσης του οπλισμού του UCK, μέχρι τον εκχιονισμό αποκλεισμένων δρόμων, και τη συνοδεία φαλαγγών ανθρωπιστικής βοήθειας. Αν κάποιος ανέβει με αυτοκίνητο από τα Σκόπια προς την Πρίστινα, θα βρει κάμποσα check points όπου Έλληνες στρατιώτες θα του ζητήσουν τα στοιχεία του.

Η αλήθεια είναι ότι η παρουσία αυτών των 350 Ελλήνων, μαζί με άλλους σχεδόν 1200, μέλη της 34ης Ταξιαρχίας Πεζικού, που βρίσκονται στις άλλες MNB, δεν είναι απαραίτητη για την αποστολή του ΝΑΤΟ στην περιοχή. Είναι όμως επιθυμητή γιατί, κατά κάποιον τρόπο, η Ελλάδα με την παρουσία της ΕΛΔΥΚΟ εξιλεώνεται για τη στάση της κατά τη διάρκεια των βομβαρδισμών, το Μάρτιο του 1999.

Η αλήθεια είναι ότι τότε ήμασταν το μόνο μέλος του ΝΑΤΟ που ξεκαθάρισε τόσο ανοιχτά τη διαφωνία του με τις επιθέσεις. Και μόνο στην Ελλάδα έγιναν τόσο μεγάλες παλλαϊκές συγκεντρώσεις αλληλεγγύης στον λαό της Σερβίας, που ομολογουμένως υπέφερε. Τα ελληνικά κανάλια έδιναν πολύ μεγαλύτερη σημασία στους νεκρούς άμαχους του Σεράγεβο, από ότι στις εκατοντάδες χιλιάδες των Αλβανών προσφύγων. Αν και τα ειρηνόφιλα ένστικτά μας μπορεί να είναι δεδομένα, η εικόνα που καταφέραμε να δώσουμε ως λαός στους συμμάχους μας ήταν τραγική: Ήμασταν στον κόσμο μας, αμετανόητοι υποστηρικτές εγκληματιών, μόνο και μόνο επειδή μοιραζόμαστε την ίδια θρησκεία.

Με την ΕΛΔΥΚΟ, μια στρατιωτική δύναμη με σαφή ειρηνευτικό χαρακτήρα, η Ελλάδα είχε την ευκαιρία να βελτιώσει την εικόνα της, να συμμετάσχει σε μια κοινή δράση του ΟΗΕ, και να βοηθήσει στην ανοικοδόμηση μιας βασανισμένης περιοχής. Δεν υπήρχε κανένα αρνητικό σημείο σ’ αυτή τη συλλογιστική, έτσι στις 11 Ιουνίου του ’99, το ΚΥΣΕΑ αποφάσισε ομόφωνα τη συμμετοχή μας στην KFOR.

Μόνο που εκεί, στο Κόσοβο, κάποιοι δεν είχαν ξεχάσει. Και από την πρώτη φορά που ξέσπασαν ταραχές, οι Έλληνες στρατιώτες κατάλαβαν καλά ότι η ειρηνευτική τους αποστολή δεν θα ήταν εντελώς ειρηνική. Στα μάτια των ντόπιων, οι στρατιώτες με την ελληνική σημαία στον ώμο ήταν οι παλιοί σύμμαχοι των μισητών Σέρβων. Και δεν δίσταζαν να τους εκφράσουν τα συναισθήματά τους: Οι Αλβανοί μάγειροι και καθαριστές που δούλευαν στο στρατόπεδο του Ουρόσεβατς, είχαν προειδοποιήσει τους Έλληνες στρατιώτες.

«Περιμένετε…» τους είχαν πει κρυφογελώντας. «Θα έρθει η σειρά σας».

Η MNB-E κατέφτασε στις 22:40, μέσα σε ένα σύννεφο από δακρυγόνα. Οι περισσότεροι διαδηλωτές είχαν σκορπίσει όταν άκουσαν τον ήχο των ελικοπτέρων, αλλά στο χώρο είχαν μείνει ακόμα 150 άτομα, που εξακολουθούσαν να πετάνε πέτρες και να φωνάζουν. Τα ελικόπτερα, που πετούσαν χαμηλά και πετούσαν καπνογόνα στο πλήθος, ήταν ουκρανικά. Οι ειδικές δυνάμεις που δημιουργούσαν μια δίοδο για να περάσουν τα Μ113 των Ελλήνων ήταν αμερικανικές. Με τη βοήθεια των συμμάχων, τα επρυστριοφόρα πέρασαν, μπήκαν στον περίβολο της εκκλησίας και άρχισαν να φορτώνουν τους 15, μεταξύ των οποίων ήταν και ο αιμόφυρτος Νίκος Καλόγερος και ένας ελαφρά τραυματισμένος οπλίτης, ο Σταύρος Ακριτίδης.

Οι Έλληνες έφυγαν για το «Ρήγας Φεραίος», και μια αμερικάνικη φρουρά τους αντικατέστησε στον Άγιο Ούρο. Καθώς έφευγαν, η πόρτα της εκκλησίας καιγόταν.

Συνολικά, στις πέντε ώρες που κράτησαν τα επεισόδια, οι Αλβανοί διαδηλωτές έριξαν περίπου 200 μολότοφ και 15 χειροβομβίδες. Τρία ελληνικά οχήματα κάηκαν τελείως, και δύο ακόμα έπαθαν βλάβες. Ο Νίκος Καλόγερος επέστρεψε στο 424 Στρατιωτικό Νοσοκομείο στη Θεσσαλονίκη, με εγκαύματα δευτέρου βαθμού στο πρόσωπο και ένα κάταγμα σε δάχτυλο του χεριού.

Την επόμενη μέρα, στις 18 Μαρτίου, οι έλληνες δημοσιογράφοι κατέφτασαν στο Ουρόσεβατς για να καταγράψουν το κλίμα. “Ήταν πόλεμος”, λέει ο Κώστας Καντούρης των “Νέων” που έμεινε στο “Ρήγας Φεραίος”. “Όσο ήμασταν εκεί, τρεις συναγερμοί ήχησαν, και οι δυνάμεις της KFOR ήταν σε κατάσταση πολεμικής ετοιμότητας.

Η Ντίνα Σίρτου του Alter μαζί με τον κάμεραμαν αποφάσισαν να πλησιάσουν στον Άγιο Ούρο με το Citroen Berlingo του σταθμού. Εκεί ο κόσμος ήταν ακόμα πολύς, αλλά και η δύναμη των Αμερικανών ήταν αρκετά ισχυρή. Η Σίρτου στάθηκε μακριά από το πλήθος, πίσω από αμερικανικά τεθωρακισμένα για να κάνει το stand up της, όταν κάποιοι Αλβανοί άκουσαν ότι μιλούσε Ελληνικά και την πλησίασαν με απειλητικές διαθέσεις. Ηαντίδραση των Αμερικανών ήταν ακαριαία: Έβαλαν τους δυο Έλληνες στο Berlingo, το οποίο άρχισε να δέχεται επίθεση με πέτρες και λοστούς από τους διαδηλωτές. Ένας Αμερικανός, χωρίς να πει κουβέντα ή να ζητήσει την άδεια, κάθισε στη θέση του οδηγού και ο οδήγησε το αυτοκίνητο σαν τρελός, σκαρφαλώνοντας πεζοδρόμια με ιλιγγιώδη ταχύτητα, μακριά από το οργισμένο πλήθος.

Λίγες ώρες μετά, τα πράγματα ηρέμησαν. “Όταν εμείς φύγαμε από εκεί”, λέει ο Κώστας Καντούρης, “η ηρεμία είχε επιστρέψει”. Το πλήθος, μετά από 24 ώρες έξω από την εκκλησία, διαλύθηκε και σχεδόν ταυτόχρονα οι διαδηλωτές σε όλη τη χώρα επέστρεψαν στα σπίτια τους. Κυκλοφόρησε η εικασία ότι οι διαδηλωτές συντόνιζαν τη δράση τους σε ολόκληρο το Κόσοβο με SMS. Ο συνολικός απολογισμός στις τρεις ημέρες της εξέγερσης στο Κόσοβο ήταν 28 νεκροί και πάνω από 600 τραυματίες (61 από τους οποίους ήταν μέλη της KFOR). Δεκαέξι εκκλησίες κάηκαν και 210 σπίτια Σέρβων λεηλατήθηκαν και καταστράφηκαν. Τα γεγονότα έκαναν το γύρο του κόσμου μέσα από τις τηλεοπτικές κάμερες, και έφτασαν στα μάτια και στα αφτιά αυτών που είχαν ξεχάσει το Κόσοβο, που θεωρήσαν ότι μετά τους βομβαρδισμούς του ’99 το πρόβλημα λύθηκε, η Δύση και η δημοκρατία νίκησαν και η δικαιοσύνη αποδόθηκε.

Όπως κατάλαβαν καλύτερα από όλους εμάς οι Έλληνες στρατιώτες που βρέθηκαν το βράδι της 17ης Μαρτίου του 2004 στον Άγιο Ούρο του Ουρόσεβατς, τα πράγματα δεν είναι ποτέ τόσο απλά. Και όσο το φυλετικό μίσος φωλιάζει στις ψυχές ανθρώπων που δεν μπορούν να ζήσουν μαζί, ο κόσμος θα κάνει υπομονή, μέχρι ο επόμενος Έζγκον Ντέλιου να δώσει αθέλητα και μοιραία την αφορμή για ένα νέο κύκλο βίας.