Πέρασα μερικές μέρες στα γραφεία του gipht.me (που αργότερα μετονομάστηκε σε “Pinnata”), ενός Ελληνικού startup που φτιάχνει ένα καινούριο application για smartphones, και έμαθα τί σημαίνει να ζητάς λεφτά από τη Silicon Valley, και γιατί μερικές φορές η αποτυχία είναι καλό πράγμα.
(μια μικρότερη εκδοχή του κειμένου δημοσιεύτηκε στο τεύχος Δεκεμβρίου 2011 του περιοδικού Nitro)
(εδώ το κείμενο και στα εγγλέζικα)
(φωτογραφίες: Αλέξανδρος Ιωαννίδης)
Κάτι περίεργο συμβαίνει όταν ζεις δίπλα στις γραμμές του τρένου: Κάθε συζήτηση γίνεται με ένα άγχος υπόγειο και ασυνείδητο. Οι συνομιλητές μιλούν λίγο πιο γρήγορα, λίγο πιο καθαρά, κάνουν λίγο μεγαλύτερη προσπάθεια να πουν αυτό που θέλουν απλά και κατανοητά, γιατί στην κουβέντα υπάρχει πάντα υπόκωφος ο φόβος της διακοπής: Αργά ή γρήγορα το τρένο θα περάσει.
Τα γραφεία του gipht.me βρίσκονται στο Γκάζι, δίπλα στις γραμμές του ΟΣΕ. Είναι περίπου 200 τετραγωνικά στο δεύτερο όροφο ενός παλιού κτιρίου με ταλαιπωρημένη πρόσοψη (δεκαετίες γκραφίτι και αφισοκολλήσεων του έχουν δώσει μια πατίνα σήψης που δεν θα φύγει πια ποτέ) μα ολοκαίνουριο ασανσέρ. Στον αποκάτω όροφο υπάρχει μια σχολή χορού –στον αποπάνω μια λέσχη φίλων Harley Davidson. Η οδός Κωνσταντινουπόλεος που περνά μπροστά είναι δρόμος μονός, η κίνηση ελάχιστη.
Το γραφείο έχει σχήμα Γ, με τη μακρουλή πλευρά του απλωμένη στην πρόσοψη του κτιρίου, γεμάτη με μεγάλα παράθυρα που αφήνουν φως άπλετο να μπαίνει μέσα. Πάνω στα τζάμια οι ένοικοι έχουν ζωγραφίσει με μαρκαδόρο γραμμούλες κώδικα, σκιτσάκια και συνθήματα. Το δάπεδο είναι ξύλινο και καλογυαλισμένο. Τα πάντα μοιάζουν καινούρια.
Οι ένοικοι είναι δέκα (άλλες φορές δώδεκα, το περισσότερο που πέτυχα ήταν εννιά) Έλληνες προγραμματιστές, γραφίστες και product managers που φτιάχνουν ένα καινούριο application για το κινητό σου τηλέφωνο που μπορεί να φέρει επανάσταση στον τρόπο που επικοινωνείς με τους φίλους σου αλλά μπορεί και όχι. Περισσότερα πράγματα για τους ενοίκους κι αυτό που φτιάχνουν θα σου γράψω παρακάτω, προς το παρόν ας μείνουμε λίγο περισσότερο στο γραφείο, γιατί έχει σημασία.
Το χωλ της εισόδου φιλοξενεί έναν πορτοκαλή καναπέ, έναν πάγκο με τηλεκατευθυνόμενα και μικροσκοπικές ρακέτες του πινγκ πονγκ (όχι κανονικές –μικρότερες), ένα ολοκαίνουριο σκέιτμπορντ κι ένα στόχο κρεμασμένο στον τοίχο, γεμάτο με τρύπες από έξι βελάκια, τα τρία με τη σημαία των ΗΠΑ στα φτερά, τα άλλα τρία με τη σημαία της Μεγάλης Βρετανίας. Ο μόνος λόγος ύπαρξης του χωλ μοιάζει να είναι η συσσώρευση startup clichés. Στα δεξιά όπως μπαίνεις είναι η κουζινίτσα και το μπάνιο. Στα αριστερά ο διάδρομος κι ένα γραφείο, στο οποίο έχει κάνει κατάληψη ο developer και CTO της εταιρίας Τάσος Νούσης που αυτές τις ημέρες υλοποιεί κάτι πολύ σημαντικό και κρίσιμο και χρειάζεται ησυχία και αυτοσυγκέντρωση. Σ’ αυτό το γραφείο δεν μπήκα ποτέ.
Ο διάδρομος οδηγεί στο λίβινγκ ρουμ, ένα μεγάλο δωμάτο με πολλή άπλα, ένα μεγάλο λευκό καναπέ σχήματος Γ με γκρίζο κάλυμμα, δύο γκρίζες πολυθρόνες, ένα στρογγυλό γκρίζο coffee table με φιοριτούρες στα ποδαράκια, τέσσερις λευκές στριφογυριστές καρέκλες, μια στοίβα κουτιών ενός επιτραπέζιου παιχνιδιού που χρησιμεύει ως βάση γι έναν Mac Mini, έναν προτζέκτορα στο ταβάνι, ένα λυπητερό φυτό κι ένα τραπέζι. Εκεί γίνονται συζητήσεις, meetings, και μαζεύεται για μεσημεριανό ο κόσμος που δε θέλει να φάει στο γραφείο του.
Το μόνο δωμάτιο που δεν έχει θέα στις γραμμές του τρένου είναι το μεγαλύτερο και το πιο σκοτεινό –εκεί κάθονται μαζί όλοι οι υπόλοιποι εργαζόμενοι του gipht.me. Πότε πότε σηκώνονται από τα γραφεία τους, που είναι κι αυτά τοποθετημένα με σχήμα Γ, και ρίχνουν μια πλαστική μπαλίτσα σε μια μικρή μπασκέτα που είναι κρεμασμένη στην πόρτα. Δεν μπορούν να δώσουν μεγάλη καμπύλη στα σουτ τους, δεν τους το επιτρέπει το ταβάνι. Αλλά δε μοιάζει να τους ενοχλεί αυτό.
Το πιο χαρακτηριστικό πράγμα που προσέχει ο επισκέπτης στα γραφεία του gipht.me είναι το εξής:
Το τρένο περνά πολύ σπάνια.
1.
Ο Δημήτρης Χασαπάκης και ο Παναγιώτης Χατζηδάκης είναι φίλοι από παιδιά. Μεγάλωσαν μαζί στον Πειραιά, πήγαν μαζί σχολείο και η ζωή τα ‘φερε έτσι και δούλεψαν δίπλα-δίπλα για πολλά χρόνια, πρώτα στη δικιά τους εταιρία και αργότερα σε μια μεγάλη διαφημιστική. Μακροχρόνια σχέση δηλαδή, μια φιλία σα βγαλμένη από τραγούδι του Ράντι Νιούμαν, μια κοινή πορεία επεισοδιακή που με τα πολλά οδήγησε σε ένα βράδυ στα τέλη του Νοέμβρη του 2009, στο αυτοκίνητο του Δημήτρη, κολλημένοι στην κίνηση της Λεωφόρου Βουλιαγμένης, τότε που ξαφνικά ο Δημήτρης γύρισε και είπε στο φίλο του:
«Δε θα ήταν ωραίο να μπορούσες να στείλεις με το iPhone κάτι, ένα κουτί με πούρα ας πούμε, σ’ ένα φίλο σου, κι αυτός να το λάβει με push notification;»
Τα πράγματα που πρέπει να καταλάβεις για το Δημήτρη Χασαπάκη, που είναι 35 χρονών και μιλάει με ρυθμό πολυβόλου και έχει το σουλούπι του παλιού παλαιστή που έχει αφήσει λίγο το άθλημα γιατί τώρα κάθεται όλη μέρα μπροστά στο κομπιούτερ, αλλά καταλαβαίνεις ότι με δυο μήνες προπόνηση θα επανέλθει στη φόρμα, και του οποίου οι περισσότερες προτάσεις ξεκινούν με το «δε θα ήταν ωραίο να» είναι τα εξής:
Όταν πήγαινε γυμνάσιο, αποφάσισε ότι το ωραιότερο πράγμα στον κόσμο ήταν η σκηνοθεσία, οπότε κατέβηκε στην έκθεση βιβλίου στο Πασαλιμάνι και αγόρασε όποιο σχετικό βιβλίο μπόρεσε να βρει, και μετά αγόρασε και μια κάμερα Panasonic M40 και, όταν διαπίστωσε οτι ο Amstrad 1640 που είχε δεν αρκούσε, βρήκε και ένα φίλο με Amiga, και άρχισε να φτιάχνει βιντεάκια.
Στο λύκειο αποφάσισε ότι ωραία η σκηνοθεσία, αλλά δεν έχει έσοδα, οπότε στράφηκε στα οικονομικά, αγοράζοντας και πάλι όποιο βιβλίο μπορούσε να βρει. Αλλά τα οικονομικά ήταν βαρύ θέμα, το βαριόταν. Οπότε προσπαθούσε τί θα μπορούσε να συνδιάσει τη σκηνοθεσία με την οικονομία, και το βρήκε: Πριν ακόμα τελειώσει το σχολείο, ο Δημήτρης Χασαπάκης άρχισε να παρακολουθεί σεμινάρια για διαφημίση. Ξανακατέβηκε στο λιμάνι και αγόρασε ό,τι βιβλίο υπήρχε σχετικό μ’ αυτή, και πήγαινε κάθε χρόνο στις προβολές των βραβείων Ermis για να βλέπει όλες τις ταινίες.
Υπάρχουν μερικοί τέτοιοι άνθρωποι: Που πιάνουν ψήγματα της πραγματικότητας και τα ξετινάζουν, τα διαλύουν και τα ξανασυναρμολογούν, τα πιάνουν και δεν τα αφήνουν πριν τα μάθουν απ’ έξω κι ανακατωτά. Είναι πολύ περισσότεροι από ό,τι φαντάζεσαι, και ο Δημήτρης Χασαπάκης είναι ένας από αυτούς.
Το χόμπι του είναι το SEO: κάθεται και προσπαθεί να κάνει ένα site του να εμφανίζεται πιο ψηλά στις αναζητήσεις μιας συγκεκριμένης λέξης στο Google, έτσι, για πλάκα. Τον ηρεμεί. Το 2008, καθώς γύριζε ένα βιντεάκι με τον Παναγιώτη Χατζηδάκη στο σπίτι του (το βίντεο περιλάμβανε νερό που βράζει σε μια κατσαρόλα –μεγάλη ιστορία), αποφάσισε να βάλει για ηχητική υπόκρουση τη μουσική του Χάρι Πότερ, την οποία βρήκε στο YouTube. Αλλά κάθε δύο λεπτά η μουσική τελείωνε, και έπρεπε να σταματήσει για να ξαναπατήσει το play. Οι περισσότεροι υπόλοιποι άνθρωποι εκεί θα εγκατέλειπαν (βέβαια, οι περισσότεροι άνθρωποι δεν θα βιντεοσκοπούσαν μια κατσαρόλα με νερό που κοχλάζει, αλλά αυτό ειναι μια άλλη ιστορία), αλλά ο Δημήτρης Χασαπάκης έκανε κάτι άλλο: Κάθισε την ίδια μέρα και έγραψε ένα script που σου επιτρέπει να βλέπεις σε auto-replay όποιο βίντεο του YouTube θέλεις. Το ονόμασε Tube Replay (βάλτο στο Google, θα βγει πρώτο-πρώτο). Το δημοφιλές τεχνολογικό blog Mashable το συμπεριέλαβε στο «Top-12 YouTube Hacks» του. Στο #1.
Έτσι όταν η Έλενα, η γυναίκα του Δημήτρη (που μόλις είχε κληρονομήσει το παλιό iPhone του όταν αυτός αγόρασε το iPhone 3GS), τον ρώτησε πώς θα μπορούσε να στείλει σε ένα συνάδελφό της που είχε γενέθλια ένα δώρο, «αφού κι αυτός έχει iPhone», ο Δημήτρης Χασαπάκης άρχισε να σκέφτεται.
Έτσι γεννήθηκε η ιδέα του gipht.me, ενός application που σου επιτρέπει να στέλνεις εικονικά δωράκια (που μοιάζουν με mini-applications τα ίδια) σε φίλους σου. Είναι μια ιδέα που ετοιμάζεται σ’ αυτό το γραφείο στο Γκάζι και πριν από αυτό ετοιμαζόταν σε ένα άλλο, στο Περιστέρι, για πολύ πολύ καιρό. Από εκείνο το βράδυ στη Βουλιαγμένης η ιδέα άλλαξε, μεγάλωσε, ωρίμασε και τελικά οδήγησε σε κάτι σχεδόν έτοιμο. Για να γίνουν όλα αυτά θα χρειάζονταν τρία πολύ σημαντικά πράγματα: Χρόνος, χρήμα και άνθρωποι.
2.
Υπήρξε μια παύση που κράτησε για δυο δευτερόλεπτα, αφότου πέταξα το βελάκι. Κατά τη διάρκεια της παύσης κοιταχτήκαμε, μετά ξανακοιτάξαμε το βελάκι, καρφωμένο στον τοίχο καμιά 20αριά εκατοστά από το στόχο (όχι από το κέντρο του στόχου –από το ταμπλό το ίδιο), και μετά ο Παναγιώτης Χατζηδάκης είπε: «Ποτέ κανείς δεν έχει ξαναρίξει το βελάκι τόσο μακριά».
Ο Παναγιώτης Χατζηδάκης, ο art director του gipht.me είναι κάτι σαν οικοδεσπότης στο γραφείο, ο άνθρωπος που έσπευδε να μου φτιάξει τον καφέ όποτε πήγαινα εκεί –από τη δεύτερη φορά τον είχε μάθει απ’ έξω- ένας πολύ χαρούμενος και επικοινωνιακός τύπος με βροντερή φωνή και εντυπωσιακό παρουσιαστικό, που μοιάζει βγαλμένος από την τηλεόραση.
Ίσως γιατί είναι βγαλμένος από την τηλεόραση.
Πριν από μερικά χρόνια είχε παίξει σε μια πετυχημένη διαφήμιση των μπισκότων Oreos και εκεί τον είδε η Σοφία Αλιμπέρτη και τον κάλεσε στην εκπομπή της «Καλομελέτα Κι Έρχεται». Αυτό έγινε το 2008. Την επόμενη χρονιά μπορεί να τον είδες στο «Όμορφος κόσμος το πρωί» του Mega, και το καλοκαίρι του 2010 ήταν στο Elatte του ANT1. Τώρα ετοιμάζει μιαν εκπομπή για μαστορέματα και do it yourself λύσεις στον Σκάι μαζί με τον αρχιτέκτονα Γιώργη Λαμπαθάκη, αλλά τίποτα από αυτά δεν είναι η κανονική του δουλειά.
Η κανονική του δουλειά είναι γραφίστας.
«Ξεκίνησα να δουλεύω μαζί με το Δημήτρη το ‘99» μου είπε, εννοώντας τον Χασαπάκη, τον παιδικό του φίλο. «Είχαμε ένα γραφείο στην Ηρώων Πολυτεχνείου στον Πειραιά, κι εκεί μαζί με άλλον έναν προσφέραμε «Υπηρεσίες Διαδικτύου». Κάναμε τα πάντα, σχεδιασμό, hosting, οτιδήποτε». Ήταν οι εποχές της φούσκας του Ελληνικού Ίντερνετ και όλοι προσπαθούσαν να ασχοληθούν με το χώρο, παρ’ όλο που ελάχιστοι Έλληνες είχαν πρόσβαση στο δίκτυο και «αγορά» ακόμα δεν υπήρχε. «Δίναμε τις υπηρεσίες μας σε χαμηλές τιμές», θυμάται ο Δημήτρης Χασαπάκης, «αλλά είχαμε πολλούς πελάτες και τα πηγαίναμε πολύ καλά».
Κάποια στιγμή η εταιριούλα τους αποφάσισε να ψάξει το θέμα των ευρωπαϊκών επιδοτήσεων για να βρει επιπλέον χρηματοδότηση, αλλά δεν ήξεραν καθόλου τα της διαδικασίας, τις προϋποθέσεις τις γραφειοκρατικές. Όπως γίνεται συνήθως μ’ αυτά τα πράγματα, η κοπέλα του Παναγιώτη είχε μια φίλη που τα είχε με έναν τύπο που ήταν Ελληνοαμερικάνος και «ήξερε από αυτά». Τον τύπο τον έλεγαν -κι ακόμα τον λένε- Έρικ Πάρκς, και η εμπειρία που είχε από τέτοιου τύπου διαδικασίες προερχόταν από τη βοήθεια που είχε προσφέρει σε φίλους του που είχαν μια Μη Κυβερνητική Οργάνωση στη Θεσσαλία. Η κανονική δουλειά του ήταν άλλη: Ήταν διευθυντής σε μια τεχνική εταιρία που έφτιαχνε σταθμούς κινητής τηλεφωνίας για λογαριασμό της Intracom στα Σκόπια.
Στα Σκόπια.
Εκείνος ο καφές που ήπιε με τον Παναγιώτη Χατζηδάκη και το Δημήτρη Χασαπάκη στην πλατεία Θεάτρου στον Πειραιά έμελλε να είναι σημαδιακός, γιατί πίνοντάς τον οι τρεις τους δεν μιλούσαν τόσο για επιδοτήσεις και κονδύλια και αιτήσεις και φακέλους όσο για κάτι άλλο, που απ’ ό,τι αποδείχτηκε τους ενδιέφερε όλους περισσότερο και εξίσου:
Παιχνίδια.
Οι τρεις διαπίστωσαν πως είχαν μια κοινή αγάπη για τα παιχνίδια, και όχι μόνο για τα videogames αλλά και για άλλα, για τα επιτραπέζια, για το Magic the Gathering, για όλα αυτά. Μετά από εκείνη τη συνάντηση, κι αφού ο Έρικ Παρκς αποφάσισε πως η μετεμφυλιακή FYROM δεν ήταν και πολύ πιο ασφαλής και χαρούμενη από την εμφυλιακή, οι τρεις τους ξεκίνησαν μαζί μια νέα εταιρία που θα φτιάχνει παιχνίδια. Την ονόμασαν Typical Mutations και ξεκίνησαν φτιάχνοντας το “Criminalita”, ένα επιτραπέζιο παιχνίδι, διαδικασία που τους δίδαξε πως σ’ αυτού του τύπου τα προϊόντα το βιβλιοπωλείο παίρνει μέχρι και το 55% της λιανικής τιμής, ενώ υπάρχουν και ένα σωρό μπελάδες που πρέπει να σκεφτεί κανείς, από το στοκ μέχρι τη διανομή. Θα έπρεπε να υπάρχει καλύτερος τρόπος να φτιάχνουν τα παιχνίδια τους, πίστευαν οι τρείς τους. Και υπήρχε. Και τον βρήκαν.
Το επόμενο παιχνίδι ξεκίνησε από μια «δε θα ήταν ωραίο να» πρόταση του Δημήτρη, και μάλιστα μια από τις πιο παλαβές: Δε θα ήταν ωραίο να παίζεις παιχνίδια με το DVD player;
Τότε κανείς δεν ήξερε αν αυτό είναι τεχνικά εφικτό, αλλά ο Δημήτρης ήταν σίγουρος πως κάποτε είχε δει στα extras κάποιας ταινίας την επιλογή να δεις τυχαίες σκηνές της ταινίας, και άρα συμπέρανε ότι με κάποιον τρόπο θα μπορούσες να εμφανίσεις στο χρήστη τυχαίες ερωτήσεις γνώσεων. Άρχισαν να υλοποιούν το παιχνίδι, το οποίο ονόμασαν Tilt (λίγο καιρό μετά κυκλοφόρησε το γνωστό Scene It!, που βασίζεται στην ίδια ιδέα), αλλά αυτή τη φορά δεν απευθύνθηκαν στην αγορά των καταναλωτών. Το Tilt το πούλησαν στην Cosmote, η οποία το χρησιμοποίησε για να προωθήσει μια καινούρια υπηρεσία της που λεγόταν i-mode.
«Έτσι αποφασίσαμε ότι πλέον δεν θα φτιάχνουμε απλά παιχνίδια», μου είπε ο Δημήτρης Χασαπάκης, «αλλά θα παράγουμε ενδιαφέρουσες εμπειρίες για εταιρίες».
Και έτσι στη συνέχεια έφτιαξαν διάφορα ενδιαφέροντα πράγματα, το γνωστότερο των οποίων ίσως να το είχες παίξει. Λεγόταν «Η 5η Μέρα», το έφτιαξαν για τη Sony Ericsson, και ήταν ένα διαδραστικό παιχνίδι με ηθοποιούς και σενάριο και απ’ όλα που απαίτουσε να κάνεις διάφορα περίεργα πράγματα και εκτός Ίντερνετ, όπως να ψάξεις τη λύση γρίφων τηλεφωνώντας σε ένα εστιατόριο, ή να ψάξεις σε μια σελίδα του Teletext της τηλεόρασης. Ένα άλλο μπορεί να το είχες κατεβάσεις στο κινητό σου: Λεγόταν iFrappe και ήταν ένα application για το –νεαρό, τότε- iPhone που σου επέτρεπε να κάνεις ότι πίνεις φραπέ με το κινητό.
Πολύ σύντομα, βεβαίως, η διαφημιστική αγορά άρχισε να κοιτάει πιο προσεκτικά τί έκαναν αυτοί οι νεαροί, και τελικά και οι τρεις κατέληξαν στο digital κομμάτι της Leo Burnett. Εν τω μεταξύ, όμως, κάτι άλλο ενδιαφέρον είχε γίνει.
Το 2006 η ομάδα είχε κυκλοφορήσει ένα μικρό online παιχνίδι που λεγόταν «Μυστικές Σελίδες». Είναι πολύ απλό: Βλέπεις μια οθόνη, και κάπου στην οθόνη υπάρχει ένας γρίφος που θα σε βοηθήσει να βρεις το URL της επόμενης σελίδας. Τρία χρόνια αργότερα, κι αφού οι περισσότεροι είχαν ξεχάσει ότι το παιχνίδι υπάρχει, ένας νεαρός fan, ο Γιώργος Σπανουδάκης, πήρε τηλέφωνο στην εταιρία με μια ενδιαφέρουσα πρόταση:
Δεν θα ήταν ωραίο να φτιάχναμε τις «Μυστικές Σελίδες» application για το Facebook;
3.
Ο Γιώργος Σπανουδάκης είναι 27 χρονών και είναι ένας γρίφος τυλιγμένος σ’ ένα μυστήριο που είναι μέσα σ’ ένα αίνιγμα. Μοιάζει με τυπικό Έλληνα 27χρονο νέο, τον φαντάζεσαι να μένει με τους γονείς του περιμένοντας ένα διορισμό στο δημόσιο, να ρουφά το φραπέ στην καφετέρια ή να πηγαίνει γήπεδο. Είναι ολόιδιος. Έχει το γονίδιο το Ελληνικό, πώς το λένε. Τον φαινότυπο.
Για να φανταστείς, μέχρι τα 15 του έπαιζε ποδόσφαιρο. Έφτασε να παίζει Εθνική Παίδων.Αλλά τότε ένας αντίπαλος του έκανε ένα τάκλιν φθονερό και μπαμπέσικο και του έσπασε το γόνατο. Ήταν ακόμα στην ανάπτυξη, οπότε έπρεπε να περιμένει ενάμιση χρόνο για να κάνει την απαραίτητη επέμβαση. Την έκανε, όμως, και στο δεύτερο παιχνίδι μετά την επιστροφή του του έσπασαν και το άλλο γόνατο.
Οπότε έδωσε έμφαση στα γράμματα –ήταν ήδη πολύ καλός μαθητής-,και πέρασε στο Πανεπιστήμιο και σπούδασε πληροφορική στην Κρήτη. Η μαμά του, που δεν καταλαβαίνει ακριβώς τι είναι η δουλειά που κάνει εδώ στο Γκάζι, ακόμα ελπίζει να τον δει να διορίζεται στο Δήμο Διονύσου όπου δήμαρχος είναι ο θείος του, να κάνει κάτι «εκεί στα κομπιούτερ».
Και κάπου εδώ τελειώνουν οι ομοιότητες του Γιώργου, ο τίτλος του οποίου στο gipht.me είναι «President & co-founder», με τον τυπικό 27χρονο Έλληνα. Γιατί μένει μόνος του από τα 18 του, έφτιαξε την πρώτη εταιρία του στα 22, κι αυτή τη στιγμή είναι μέτοχος σε τέσσερις. Και δεν πίνει ποτέ φραπέ.
Επίσης, γιατί του έχουν συμβεί τα εξής:
Το Μάιο του 2007 το Facebook άνοιξε στο κοινό τα API του, έδωσε δηλαδή στους προγραμματιστές τη δυνατότητα να φτιάξουν applications πάνω στην πλατφόρμα του για να τα χρησιμοποιούν τα μέλη του. Τον ίδιο Σεπτέμβριο, με αντανακλαστικά που θυμίζουν συνδικαλιστές Ελλήνων πανεπιστημίων που κατεβάζουν ψηφίσματα για την Παλαιστίνη, στο Πανεπιστήμιο του Στάνφορντ, που βρίσκεται στο Πάλο Άλτο, μισή ώρα από τα γραφεία του Facebook, ξεκίνησε το πρώτο μάθημα για φοιτητές που ήθελαν να μάθουν να φτιάχνουν applications για το Facebook. Ο Νικόλας Κόκκαλης εκείνο τον καιρό έκανε το διδακτορικό του στο Στάνφορντ και είχε την εξής ιδέα: Να δοκιμάσει να αναπτύξει εμπορικές εφαρμογές για το Facebook, το οποίο δεν είχε ακόμα καμία σχέση με το κοινωνικό φαινόμενο που έχει γίνει σήμερα (θυμίζω: δημιουργήθηκε στον κοιτώνα του Μαρκ Ζάκερμπεργκ στο Χάρβαρντ ένα βράδυ του 2004), αλλά είχε αρχίσει να αναπτύσσεται ραγδαία. Και αντί να προσλάβει ντόπιους προγραμματιστές για να τον βοηθήσουν, έκατσε και τα έβαλε κάτω, και υπολόγισε πως θα του ερχόταν φτηνότερα να πλήρωνε τα εισιτήρια και τη διαμονή μισής ντουζίνας Ελλήνων φοιτητών για μερικούς μήνες. Έστειλε, λοιπόν, ένα email σε δύο τμήματα πληροφορικής Ελληνικών Πανεπιστημίων, στου Μετσοβίου και στης Κρήτης. Περίπου διακόσιοι φοιτητές ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμα. Επέλεξε οκτώ. Ένας από αυτούς ήταν ο Γιώργος Σπανουδάκης.
Το φθινόπωρο του 2007, λοιπόν, οι οκτώ Έλληνες πιτσιρικάδες μετακόμισαν στο Πάλο Άλτο και έζησαν για μερικούς μήνες όλοι μαζί σε ένα τεράστιο ξύλινο σπίτι με γήπεδο μπάσκετ, τραπέζι του πινγκ πονγκ στο γκαράζ και ένα βανάκι για τις βόλτες τους, και έφτιαχναν apps για το Facebook, χωρισμένοι σε δυο ομάδες. Ο στόχος ήταν να φτάσουν το 1 εκατομμύριο χρήστες σε τρεις μήνες. Ο Γιώργος ήταν στην ομάδα που έφτιαξε ένα app που λεγόταν «Perfect Match» και κατάφερε το ανάποδο: Έφτασε τα 3 εκατομμύρια χρήστες σε ένα μήνα. «Εισάγαμε μια καθαρά Ελληνική ιδέα», μου είπε ο Γιώργος. «Για να χρησιμοποιήσεις την εφαρμογή, έπρεπε πρώτα να τη στείλεις σε δέκα φίλους σου, και με κάθε πρόσκληση που έστελνες ξεκλείδωνε κι ένα κομμάτι της εφαρμογής».
Το spam στο Facebook, δηλαδή, το ανακάλυψαν Έλληνες.
Με το τέλος του 2007 η αρχική ομάδα των φοιτητών επέστρεψε στην Ελλάδα, αλλά ο Γιώργος, που είχε πάρει “προαγωγή” σε project manager έμεινε, και συντόνισε την έλευση έξι καινούριων φοιτητών. Ανάμεσα στη νέα φουρνιά ήταν και δύο συμφοιτητές του απ’ το Πανεπιστήμιο στην Κρήτη: Ο Τάσος Νούσης και ο Αποστόλης Χρονάκης.
Για μερικούς μήνες τα παιδιά τα περνούσαν ωραία στη Σίλικον Βάλεϊ. Κάθε μέρα έφτιαχναν apps, και τα Σαββατοκύριακα έπαιρναν το βανάκι και πήγαιναν βόλτες στο Σαν Φρανσίσκο, που είναι μια ώρα μακριά. Έζησαν την εμπειρία «Πάσχα σ’ ένα κτήμα στην Καλιστόγκα μαζί με 3000 ομογενείς», έκαναν και το παραδοσιακό road trip στο Λας Βέγκας. Στο πανεπιστήμιο δεν έκαναν παρέα (ο Γιώργος και ο Αποστόλης γνωρίζονταν φατσικά –αλλά και οι δύο αγνοούσαν την ύπαρξη του Τάσου), αλλά στην άλλη άκρη του κόσμου βρήκαν έναν κώδικα συνεννόησης, κι έμαθαν να συνυπάρχουν. Στην επιστροφή από το road trip, οι τρεις τους συζήτησαν για πρώτη φορά το ενδεχόμενο να φτιάξουν μια δικιά τους εταιρία.
Το καλοκαίρι του 2008 ο Νικόλας Κόκκαλης συγχώνευσε την εταιρία του με μια άλλη, και οι τρεις μαζί και τους υπόλοιπους επέστρεψαν στην Ελλάδα. Αρχικά το σχέδιο ήταν να φτιάξουν ένα γραφείο για την εταιρία εκεί, αλλά όταν αυτό δεν ευοδώθηκε, οι τρεις τους μαζί με άλλο ένα μέλος της ομάδας, τον Ανδρέα Παναρέτου (που αργότερα αποχώρησε) έφτιαξαν μια άλλη εταιρία ονόματι thiinkle, η οποία συνέχισε να κάνει την ίδια δουλειά: Έφτιαχνε Facebook applications που μάζευαν πολλά εκατομμύρια χρήστες (μπορεί να έχεις ακούσει/παίξει το «do you think…?»), και είχε καλά έσοδα από τις διαφημίσεις. Ήταν ακόμα μια εποχή πολύ καλή για να φτιάχνει κανείς apps. «Τον 1ο χρόνο λειτουργίας της, η thiinkle θεωρείτο μια από τις 10 μεγαλύτερες εταιρίες του κλάδου παγκοσμίως με βάση τον αριθμό των χρηστών», θυμάται ο Γιώργος. Το μόνο πρόβλημα ήταν το ίδιο το Facebook, που άλλαζε τους όρους λειτουργίας των applications διαρκώς, έτσι τα παιδιά έπρεπε να σκαρώνουν διαρκώς νέους τρόπους για να προσελκύουν χρήστες. Έφτασαν, πάντως, να απασχολούν μέχρι και 12 άτομα στην Ελλάδα και στην Κύπρο, ενώ οι εφαρμογές που έφτιαξαν έχουν σήμερα 23 εκατομμύρια μέλη.
Προς το τέλος του 2009, όταν η thiinkle γνώρισε την Typical Mutations που ήταν πια μέρος της Leo Burnett, οι Ελληνικές εταιρίες είχαν αρχίσει να παίρνουν χαμπάρι το Facebook και τις δυνατότητες διαφήμισης που προσφέρει, έτσι ξεκίνησε μια συνεργασία ανάμεσα στις δυο εταιρίες που άρχισε να παράγει πράγματα για τη διαφημιστική αγορά και σ’ αυτό το κομμάτι.
(έφτιαξαν και τις «Μυστικές Σελίδες» για το Facebook –αλλά σε ένα κλειστό beta test με 20.000 χρήστες το 80% δεν πέρασε ούτε το πρώτο level, οπότε δεν κυκλοφόρησαν ποτέ- και μετά ως iPhone app με τ’ όνομα «The MiND Game»)
Και μ’ αυτό τον τρόπο η εξάδα έκλεισε: Ο Έρικ, ο Δημήτρης και ο Παναγιώτης απ’ τη μια ήρθαν κι έδεσαν με το Γιώργο, τον Τάσο και τον Αποστόλη απ’ την άλλη, τύποι με ιδιοσυγκρασίες ετερόκλητες μα ικανότητες συμπληρωματικές, ήταν μια ομάδα γεμάτη δυνατότητες που περίμενε μιαν ιδέα, την οποία δύο από αυτούς μόλις είχαν κουβεντιάσει σε ένα αυτοκίνητο στη λεωφόρο Βουλιαγμένης.
Το επόμενο πράγμα που έλειπε ήταν τα λεφτά.
4.
Το Μουσείο Μπενάκη στην οδό Πειραιώς είναι ένα απίθανο μέρος, ένας χώρος που σε κάνει να θες να γίνεις καλύτερος άνθρωπος για να τον αξίζεις. Το επισκέφτηκα την πρώτη αληθινά παγερή βραδιά ετούτου του χειμώνα για να παρακολουθήσω το 43ο Open Coffee, τη μηνιαία εκδήλωση συνεύρεσης και συνεργασίας της Ελληνικής «startup σκηνής».
Η προηγούμενη πρόταση που έγραψα έχει τουλάχιστον δύο προβλήματα.
Πρώτον, το «startup σκηνή» θυμίζει το «χιπ χοπ σκηνή», υποννοεί μια κοινωνιολογική και πολιτισμική ταυτότητα που, εκείνο το βράδυτουλάχιστον, εγώ δεν την είδα. Δεύτερον, το Open Coffee δεν είναι κάτι που παρακολουθείς (αν και έχει ομιλίες αξιόλογων ανθρώπων σε ένα ωραιότατο αμφιθέατρο, αυτές είναι μόνο η αφορμή), είναι κάτι στο οποίο συμμετέχεις, και γι’ αυτό ήμουν απροετοίμαστος.
Το concept, όπως μου εξήγησε ο ιδρυτής του, ο Γιώργος Τζιραλής, γεννήθηκε το Φλεβάρη του 2007, όταν ένας Βρετανός επενδυτής ανακοίνωσε στο blog του πως, καθώς είναι πολύ δύσκολο να βρίσκει νέες ιδέες για να επενδύσει, την τάδε Πέμπτη και τάδε ώρα θα βρίσκεται σε ένα συγκεκριμένο Starbucks του Λονδίνου, κι όποιος γουστάρει ας έρθει να κουβεντιάσουν. Πήγαν 75 άτομα.
Τέσσερις μήνες μετά ο Τζιραλής, που τότε ήταν 25 χρονών, υποψήφιος διδάκτωρ στο ΕΜΠ και ανήσυχος στα περί startup οικονομίας, προσπάθησε να κάνει κάτι αντίστοιχο στην Αθήνα. Στον Ελευθερουδάκη εκείνη την πρώτη μέρα μαζεύτηκαν 15 άτομα, κι αυτή κρίθηκε καλή μαγιά, κι έτσι έκτοτε τα Open Coffee γίνονται κάθε μήνα και πλέον έχουν επεκταθεί και σε άλλες πόλεις της Ελλάδας με εκατοντάδες συμμετέχοντες κάθε φορά.
Μπορείς εσύ να σκεφτείς άλλον επαγγελματικό κλάδο στην Ελλάδα τα μέλη του οποίου μαζεύονται κάθε μήνα και κουβεντιάζουν μεταξύ τους; Ούτε εγώ.
Βεβαίως, οι συμμετέχοντες στο Open Coffee δύσκολα μπορούν να χαρακτηριστούν μέλη ενιαίου επαγγελματικού κλάδου. Το κοινό χαρακτηριστικό τους είναι πως ενδιαφέρονται για ιδέες (είτε τις έχουν, είτε τις ψάχνουν) και για το πώς θα μπορέσουν να τις υλοποιήσουν και να βγάλουν λεφτά από αυτές. Αυτό από μόνο του δεν είναι πρωτότυπο. Πάντα οι επιχειρηματίες ενδιαφέρονταν για ιδέες και για το πώς θα βγάλουν χρήματα από αυτές (αυτό λέγεται «επιχειρείν») αλλά η startup οικονομία για την οποία μιλάμε, που είναι ένα παρακλάδι της κανονικής οικονομίας, έχει κάποιες ποιοτικές διαφορές που αναπτύχθηκαν μόνο μετά από δύο πολύ σημαντικές τεχνολογικές εξελίξεις: Την εμφάνιση της τεχνολογίας των ημιαγωγών, και την εμφάνιση του Ίντερνετ. Η πρώτη δημιούργησε μια αγορά κατασκευής μηχανών που έκαναν μια τρομακτική πληθώρα διαφορετικών πραγμάτων και μπορούσαν να συναρμολογηθούν σχετικά εύκολα και φτηνά. Η δεύτερη δημιούργησε μια αγορά άυλων προϊόντων που έχουν εξαιρετικά χαμηλό κόστος κατασκευής αλλά σημαντική αξία για τον χρήστη. Σήμερα, λοιπόν, έχουμε φτάσει στο σημείο ένας πιτσιρικάς χωρίς καθόλου χρήματα (ή, ας πούμε, με τα 99 δολάρια που κοστίζει η developer’s license της Apple) και με πολύ ελεύθερο χρόνο να μπορεί θεωρητικά να καθίσει και να φτιάξει κάτι που θα το χρησιμοποιούν εκατομμύρια άνθρωποι. Αυτό, βέβαια, είναι το εξαιρετικά σπάνιο σενάριο, αυτό που, όταν συμβαίνει, αργά ή γρήγορα γίνεται και κινηματογραφικό σενάριο. Στην πραγματικότητα η αγορά των start-ups είναι και δαπανηρή, και σκληρή, και πολύ δύσκολη. Αλλά έχει κάποια χαρακτηριστικά πολύ ιδιαίτερα και μοναδικά (και, για την εποχή μας, χρήσιμα), κι αυτός είναι και ο λόγος που κάθισα να γράψω ετούτες εδώ τις χιλιάδες λέξεις.
Για να καταλάβω την ιδιοσυγκρασία της αγοράς αυτής, τους κανόνες της, και το πώς λειτουργεί (αν λειτουργεί) σε ετούτην εδώ τη χώρα (η οποία κατά τα άλλα δεν λειτουργεί), μίλησα με διάφορους ανθρώπους που δραστηριοποιούνται σ’ αυτή και την ξέρουν καλά. Αυτοί χωρίζονται κυρίως σε δύο κατηγορίες: Στους δημιουργούς και τους επενδυτές. Οι δημιουργοί είναι οι άνθρωποι με τις ιδέες και τις ικανότητες για να τις υλοποιήσουν. Οι επενδυτές είναι αυτοί που είναι πρόθυμοι να χρηματοδοτήσουν αυτές τις ιδέες.
Διαπίστωσα ότι στην πρώτη κατηγορία –και συγχώραμε για το φτηνό και πολυφορεμένο λογοπαίγνιο- ιδεές υπάρχουν.
Ο «Σπιτόγατος» είναι ένα site αγγελιών ακινήτων που πήρε ένα πολύ μεγάλο ποσό από venture capital πριν από λίγα χρόνια. Το TaxiBeat είναι ένα application που σου επιτρέπει να βρεις τα ταξί που είναι κοντά σου, να δεις τί είδους αυτοκίνητα είναι, πώς έχουν βαθμολογήσει τους συγκεκριμένους ταξιτζήδες οι υπόλοιποι πελάτες, καθώς και να καλέσεις αυτό που προτιμάς επί τόπου. Το i-Kiosk είναι μια λύση hardware και software που επιτρέπει σε περιπτεράδες και ιδιοκτήτες mini market να διαχειρίζονται τις πωλήσεις και τη λειτουργία του καταστήματός του πιο εύκολα και γρήγορα. Το DailySecret είναι ένα ημερήσιο newsletter με «μυστικούς» προορισμούς της πόλης, που ξεκίνησε από την Αθήνα και πλέον δραστηριοποιείται σε εννέα πολεις του κόσμου. Το Bugsense είναι μια εφαρμογή που απευθύνεται σε προγραμματιστές και τους βοηθά να κάνουν εύκολο και γρήγορο debugging των εφαρμογών τους.
Η Intelen του Βασίλη Νικολόπουλου είναι μια εταιρία που παράγει λύσεις παρακολούθησης της ενεργειακής κατανάλωσης για ιδιώτες και εταιρίες, η οποία τον προηγούμενο μήνα ανακοίνωσε πως εξασφάλισε χρηματοδότηση από Έλληνες angel investors ύψους 250.000 ευρώ.
Η Indifex του Δημήτρη Γλέζου από την Πάτρα κατασκευάζει εργαλεία για την ευκολότερη μετάφραση διαδικτυακών προϊόντων σε ξένες γλώσσες.
Ο 18χρονος Απόστολος Παπαδόπουλος, γεννημένος στη Θεσσαλονίκη και σήμερα φοιτητής στο Πολυτεχνείο της Βιέννης, ανέβασε πριν από λίγες μέρες ένα app για iPhone που λέγεται 4sqwifi και, χρησιμοποιώντας το Foursquare, σου δείχνει τα passwords των ελεύθερων δικτύων wifi που βρίσκονται γύρω σου. (Όταν έψαξα τον Απόστολο -θυμίζω, 18 ετών-, για τις ανάγκες του άρθρου αυτού, τον βρήκα στη Σίλικον Βάλει, σε ταξίδι με φοιτητές από τη Γερμανία, την Ελβετία και την Αυστρία, να κάνει επαφές με επενδυτές και εταιρίες της περιοχής).
Κι αν θέλει κάποιος να ανοίξει τον ορισμό «Ελληνικά startups» ακόμα περισσότερο, στα όρια του ξεχειλώματος, μπορεί να θυμηθεί και τον 31χρονο Τάσσο Αργυρό που, καθώς έκανε το PhD του στο Στάνφορντ ίδρυσε με τρεις άλλους (όχι Έλληνες) την Aster Data, μια εταιρία που κατασκευάζει software διαχείρισης πολύ μεγάλων databases (το χρησιμοποιούσαν το MySpace, το LinkedIn και άλλοι), και μερικά χρόνια μετά την πούλησε για 263 εκ. στην ανταγωνιστή –και μεγαλύτερη Teradata.
Κι αυτά είναι μόνο λίγα ενδεικτικά παραδείγματα του εύρους και της ποικιλομορφίας των προσπαθειών, που κυμαίνονται από το δωρεάν iPhone app του 18χρονου Απόστολου μέχρι το μεγάλο website του «Σπιτόγατου» που προσέλκυσε μια επένδυση 750.000 ευρώ.
Συνάντησα το Δημήτρη Μελαχροινό, CEO και συνιδρυτή του «Spitogatos.gr» στα γραφεία της εταιρίας στο Ελληνικό, πάνω στη λεωφόρο Βουλιαγμένης. Η διαφορά της δικιάς του εταιρίας από τον τρόπο που λειτουργεί συνήθως η αγορά ήταν πως όταν πήρε τη χρηματοδότηση, είχε ήδη κλείσει 2,5 χρόνια λειτουργίας. «Ο Σπιτόγατος ήταν ήδη εταιρία με 4 άτομα προσωπικό», μου είπε. «Δεν ήμασταν ένα απλό start-up με ένα Powerpoint, είχαμε προϊόν που λειτουργεί και αποδίδει, το επονομαζόμενο «proof of concept». Μετά από ένα χρόνο διαπραγματεύσεων και συζητήσεων, η Oxygen Capital χρηματοδότησε την προσπάθεια με το ποσό-ρεκόρ για τα Ελληνικά δεδομένα των 750.000 ευρώ. Δυόμισι χρόνια μετά, ο spitogatos.gr απασχολεί 17 άτομα και έχει επεκτείνει το βασικό προϊόν, που είναι ένα site αγγελιών για ακίνητα, με υπηρεσίες για προσφορές δανείων και για μεταφορικές εταιρίες, με μια νέα πλατφόρμα δικτύωσης για μεσίτες (κάτι σαν LinkedIn για τον κλάδο), με εξαγορά ποσοστού του texnitesonline.gr που προσφέρει «δημοπρασίες» υπηρεσιών που ζητούν οι πελάτες απευθείας από υδραυλικούς, ελαιοχρωματιστές και άλλους τεχνίτες, και δημιούργησε και το holidayrent.gr, ένα site για τουριστικές ενοικιάσεις μικρής διάρκειας που απευθύνεται στην παγκόσμια αγορά.
Και, παρ’ όλα αυτά, στα 2,5 χρόνια που μεσολάβησαν δεν προέκυψε άλλη επένδυση τέτοιου μεγέθους σε startup τεχνολογίας στην Ελλάδα, και η ίδια η Oxygen Capital έστρεψε το ενδιαφέρον της σε άλλης μορφής επενδύσεις.
Μελετώντας τη δεύτερη κατηγορία, αυτή των επενδυτών, διαπίστωσα πως –και πάλι συγνώμη- λεφτά υπάρχουν, και μάλιστα πολλά, αλλά δεν δίνονται και πολύ εύκολα από αυτούς που τα έχουν, για λόγους για τους οποίους δεν ευθύνονται και τόσο αυτοί που τα έχουν.
Είναι περίπλοκο, το ξέρω. Συνάντησα τον Κυριάκο Πιερρακάκη, που ήταν μέχρι πρόσφατα Πρόεδρος του Ινστιτούτου Νεολαίας του Υπουργείου Παιδείας και ασχολήθηκε πολύ με το θέμα των start-ups από ενδιαφέρουσα σκοπιά (και που, παρεμπιπτόντως, τώρα είναι στο advisory board του gipht.me) και μου το εξήγησε αρκετά γλαφυρά καθώς βουτούσα τα κουλουράκια μου στον καφέ, κάπου στο Κολωνάκι.
«Η χρηματοδότηση των startup έχει πολλά στάδια», μου είπε. «Πρώτα έρχεται το seed funding, ένα μικρό ποσό για να υλοποιήσεις την ιδέα και να φτάσεις στο proof of concept. Αυτό είναι σχετικά μικρό ποσό, και στην Ελλάδα συχνά δεν χρειάζεται, καθώς πολλοί έχουν ή μπορούν να βρουν κάποιες οικονομίες από τις οικογένειές τους ή αλλού. Στη συνέχεια υπάρχει ο πρώτος γύρος χρηματοδότησης, το angel funding, κατά τον οποίο οι επενδυτές χρηματοδοτούν την ανάπτυξη της επιχείρησης και την επέκτασή της με ποσό μέχρι ένα εκατομμύριο. Αυτό στην Ελλάδα κατά κανόνα δεν υπάρχει, και μόνο μεμονωμένες εξαιρέσεις έχουν εμφανιστεί. Οι εταιρίες Venture Capital στην Ελλάδα είναι στην πραγματικότητα private equity εταιρίες, λειτουργούν σε επόμενο στάδιο, και επενδύουν μόνο μεγαλύτερα ποσά».
Η Attica Ventures, για παράδειγμα, είναι η εταιρία που επένδυσε στον Κρόκο Κοζάνης, τη Μπίρα Craft και τα Mastiha Shop, εταιρίες που προϋπήρχαν αλλά που αποκτώντας νέο brand αναπτύχθηκαν ραγδαία. Όποια άλλα παρόμοια παραδείγματα υπάρχουν (και υπάρχουν πολλά) δεν αφορούν σε εταιρίες τεχνολογίας. Οι αιτίες από ό,τι κατάλαβα (και αυτό είναι δικό μου συμπέρασμα) είναι τρεις. Πρώτον, αυτό που υποστηρίζουν οι «δημιουργοί», οι της πρώτης κατηγορίας: Οι Έλληνες μεγαλοεπενδυτές δεν καταλαβαίνουν την τεχνολογία. Λειτουργούν με τους κανόνες της υπάρχουσας αγοράς οι οποίοι (όπως είπαμε και όπως θα δούμε και παρακάτω) διαφέρουν από τους κανόνες της αγοράς των startups σε μερικά πολύ βασικά και καίρια σημεία. Δεύτερον, κι αυτό είναι κάτι που άκουσα να κουβεντιάζεται αρκετά, πολλοί από τους επενδυτές αυτή τη στιγμή δεν κάνουν καμία κίνηση γιατί «περιμένουν την αγορά να πιάσει πάτο». Και υπάρχει και η τρίτη περίπτωση: Να κάνω λάθος, και τελικά να μην υπάρχουν και πάρα πολλές καλές ιδέες από Έλληνες «δημιουργούς».
Επιχείρημα γι’ αυτό αποτελεί και ένα ενδιαφέρον στατιστικό στοιχείο από τη λειτουργία του OpenFund, ενός μικρού επενδυτικού fund που ίδρυσε ο Γιώργος Τζιραλής μετά από την επιτυχία του Open Coffee με χρήματα από την Τράπεζα Πειραιώς και ιδιώτες επενδυτές και με σκοπό να βρεθούν ιδέες που θα χρηματοδοτηθούν με μικρά πενταψήφια ποσά. «Στα δύο χρόνια λειτουργίας του Openfund έχουμε λάβει περίπου 300 προτάσεις από 40 χώρες», μου είπε. «Οι μισές από αυτές είναι από Έλληνες. Συνολικά έχουμε προβεί σε 8 επενδύσεις, σε εταιρείες με ιδρυτές από 7 χώρες (οι 4 με ιδρυτές Έλληνες)».
Νούμερα εγώ που θα περίμενα να είναι όλα μεγαλύτερα (εκτός από το «40 χώρες» -εντάξει, αυτό είναι ήδη αρκετά μεγάλο).
Εκτός από το OpenFund, πρόσφατα ανακοινώθηκε η έλευση και στην Ελλάδα ενός Γερμανικού fund ονόματι HackFwd που θα δίνει και μεγαλύτερα (μικρά εξαψήφια) ποσά, ενώ συνέχεια εμφανίζονται πρωτοβουλίες όπως το πρόσφατο STARTup Live Athens και ένας accelerator που θα ανακοίνωνε λίγες μέρες μετά από τη στιγμή που γράφονταν αυτές εδώ οι λέξεις σε event της Hellenic Startup Association ο Βασίλης Νικολόπουλος της Intelen. Αυτές οι προσπάθειες είναι κυρίως εκπαιδευτικές, για να επιμορφώσουν ομάδες «δημιουργών» στις λεπτομέρειες της προετοιμασίας ενός startup, και δεν περιλαμβάνουν επενδύσεις, αλλά βοηθούν στη συγκρότηση της «κοινότητας» και την ωρίμανση των μελών της, έστω και μόνο από την ώσμωση του συγχρωτισμού.
Πράγμα που είναι και το νόημα του Open Coffee, από ό,τι διαπίστωσα. Κάτι άλλο που διαπίστωσα και στο ίδιο το event και από τις συζητήσεις μου με “δημιουργούς” και “επενδυτές”: Δεν είναι όλοι το ίδιο. Δεν αποτελούν μια ενιαία οντότητα και, όπως γίνεται συνήθως σε τέτοιες ετερόκλητες ομάδες, υπάρχουν και αντιπάθειες, και κουτσομπολιά, και λίγος φθόνος και κάμποση γκρίνια -Ελληνικά χαρακτηριστικά όλα, γνώριμα, αναπόφευκτα. Οι συμμετέχοντες στην Ελληνική “startup σκηνή” είναι χωρισμένοι σε υποομάδες εμφανείς (που κι αυτές, ωστόσο, δεν είναι πολύ συμπαγείς) και οι διαχωριστικές τους γραμμές είναι αρκετά ξεκάθαρες και, αν το διέγνωσα καλά, υπαγορεύονται από τη δουλειά που κάναν όλοι αυτοί οι τύποι παλιότερα. Έχεις τους οικονομικούς (που συνήθως είναι άσχετοι από τεχνολογία), έχεις τους μηχανικούς (που συνήθως είναι άσχετοι από οικονομικά), έχεις τα πιτσιρίκια (που πριν ήταν στο σχολείο) κι έχεις και τους αλεξιπτωτιστές (που πριν έκαναν κάτι τελείως άσχετο), και έχεις και διάφορες υποκατηγορίες μέσα σ’ όλα αυτά που αλληλοεπικαλύπτονται σε κάποιο βαθμό αλλά δε συμπαθιούνται και πάρα πολύ μεταξύ τους. Αν και θα ήταν πάρα πολύ καλό γι’ αυτό εδώ το άρθρο η “σκηνή” αυτή να είναι ένα ενιαίο μέτωπο καινοτομίας και δημιουργίας και μια αχτίδα ελπίδας για το ζοφερό Ελληνικό μέλλον, δυστυχώς δεν είναι ούτε το ένα και δε μοιάζει ούτε με το άλλο.
Γιατί πέρα από την αμφισβητούμενη επάρκεια ιδεών και την προβληματική ροή του χρήματος, υπάρχει κι άλλος ένας παράγοντας που δρα ανασταλτικά εδώ στην Ελλάδα. Είναι ένας παράγοντας σημαντικός και πανταχού παρών, ένας που, ακόμα και σε περιπτώσεις στις οποίες η παρέμβασή του δεν χρειάζεται, δεν τη θέλουμε, άστο βρε αδερφέ (όπως στην επιχειρηματικότητα κάθε είδους, ας πούμε), δεν μπορείς να τον αγνοήσεις, γιατί καταφέρνει να κάνει την παρουσία του αισθητή εμποδίζοντας και/ή καταστρέφοντας τα πάντα:
Το κράτος.
Να οι τέσσερις λόγοι για τους οποίους δεν θα μπορούσε να ευδοκιμήσει ένα start-up οικοσύστημα στην Ελλάδα σήμερα:
1. Οι φόροι
Οι περισσότερες startup εταιρίες στην Αμερική έχουν έδρα την πολιτεία του Ντέλαγουερ, γιατί εκεί φορολογούνται μόνο τα μερίσματα –όχι το κεφάλαιο. Σε άλλες χώρες που έχουν «ζώνες καινοτομίας», το κράτος παρέχει σε εταιρίες τεχνολογίας αφορολόγητη λειτουργία για ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα (τρία χρόνια, για παράδειγμα) ή μέχρι να καταστούν κερδοφόρες. Με φόρο 40-45% που έχουμε εδώ, φυσικά, κανένας δεν μπορεί να κάνει τέτοια δουλειά.
2. Η σταθερότητα και η γραφειοκρατία
Το πλαίσιο λειτουργίας μιας εταιρίας στην Ελλάδα αλλάζει συνέχεια, πράγμα που κάνει τη δουλειά εδώ πολύ δύσκολη. Ο επιχειρηματίας και επενδυτής Άκης Τσουκαλίδης μου απαρίθμησε μια φρικώδη λίστα διαδικασιών και λεπτομερειών που έχει να αντιμετωπίσει ένας οποιοσδήποτε πιτσιρικάς που θέλει να φτιάξει μια εταιρία για να δημιουργήσει μια ιδέα. «Δεν αρκεί οι εταιρίες να μπορούν να ανοίγουν σε μια μέρα», μου είπε. «Πρέπει να μπορούν να κλείνουν εξίσου εύκολα. Να μπορουν να δικαιολογούν ταξιδιωτικά έξοδα, να κατοχυρώνουν καινοτομίες εύκολα. Τα πρώτα χρόνια της λειτουργίας τους πρέπει όλα να γίνονται πιο εύκολα. Όπως είναι τα πράγματα τώρα, μια εταιρία που καινοτομεί χρειάζεται είτε να έχει ολόκληρο τμήμα συμβούλων, είτε να ασχολείται συνέχεια με γραφειοκρατικές διαδικασίες που δεν είναι ο πυρήνας της δραστηριότητάς της».
3. Η δικαιοσύνη
Σύμφωνα με τον καθηγητή Συνταγματικού Δικαίου Σταύρο Τσακυράκη «οι εκκρεμείς υποθέσεις στο Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών ξεπερνούν τις 149.000, στο Διοικητικό Εφετείο Αθηνών τις 11.000 και στο Συμβούλιο της Επικρατείας τις 31.000. (…) Σήμερα μία διοικητική διαφορά χρειάζεται πάνω από 17 χρόνια για να εκδικασθεί από όλους τους βαθμούς δικαιοδοσίας». (από δημοσίευμα της Καθημερινής). «Η Ελλάδα έχει τη μεγαλύτερη γραφειοκρατία και τις μεγαλύτερες καθυστερήσεις στη λειτουργία της δικαιοσύνης στην Ευρώπη», μου είπε ο Κυριάκος Πιερρακάκης. «Είναι χειρότερη και από πολλές χώρες της Αφρικής από αυτή την άποψη». Αυτό σημαίνει ότι οποιαδήποτε επένδυση σε εταιρία που διέπεται από Ελληνικό νομικό καθεστώς κινδυνεύει να κολλήσει στα δικαστήρια για χρόνια, αν προκύψει οποιοδήποτε πρόβλημα ή διαφωνία.
4. Δεν μπορείς να πάρεις λεφτά από τη Σίλικον Βάλεϊ
Τα μεγάλα Venture Capitals των ΗΠΑ απαιτούν τη φυσική παρουσία των εταιριών στην περιοχή τους για λόγους που κυμαίνονται από εκκεντρικοί (υπάρχουν επενδυτές που επενδύουν μόνο σε εταιρίες που βρίσκονται εντός συγκεκριμένης ακτίνας από το σπίτι τους, όπως μου είπε ο Έρικ Παρκς) μέχρι εντελώς τεχνοκρατικούς. Στα μοντέλα που χρησιμοποιούν για να αποφασίσουν ποιες εταιρίες θα χρηματοδοτήσουν, κάποια VCs λαμβάνουν υπ’ όψιν στοιχεία ακόμα και για την κίνηση στους δρόμους της πόλης στην οποία εδρεύεις.
Από τους τέσσερις παράγοντες, οι τρεις είναι διαχειρίσιμοι (εκτός αν λυθεί ακαριαία και τελεσίδικα το πρόβλημα της κίνησης στο κέντρο της Αθήνας) και φυσικά έχουν λυθεί σε άλλα κράτη. Το πρότυπο για πολλές χώρες του πλανήτη αυτό τον καιρό δεν είναι η Σίλικον Βάλεϊ, ένα περιβάλλον ούτως ή άλλως ιδιαίτερο, όπου τα μεγέθη είναι διαφορετικά, ούτε τα μικρότερα κέντρα καινοτομίας στις ΗΠΑ, στο Όστιν του Τέξας και στη Βοστώνη. Το πρότυπο είναι το Ισραήλ.
«Το Ισραήλ είναι μικρότερη χώρα από την Ελλάδα, έχει κτηνώδεις φόρους, πολλή γραφειοκρατία, ομογενοποιημένο πληθυσμό, και 1 δισεκατομμύριο γείτονες που θέλουν να το εξαφανίσουν», μου είπε ο Πιερρακάκης, «και παρ’ όλα αυτά έχει φτιάξει το καλύτερο οικοσύστημα τεχνολογίας στον κόσμο έξω από τις ΗΠΑ».
Αυτή τη στιγμή το Ισραήλ έχει τη μεγαλύτερη αναλογία startups σε σχέση με τον πληθυσμό του στη Γη. Έχει περισσότερες εταιρίες στον NASDAQ από ό,τι η Ευρώπη, η Ιαπωνία, η Κορέα, η Ινδία και η Κίνα μαζί. Τους λόγους τους εξηγεί αναλυτικά το βιβλίο «Start-up Nation: The Story of Israel’s Economic Miracle» του Νταν Σενορ, και περιλαμβάνουν την έλλειψη φυσικών πόρων και το μεγάλο ποσοστό μεταναστών στον πληθυσμό, αλλά κυρίως την κουλτούρα του Ισραηλινού στρατού. Σύμφωνα με το συγγραφέα, στην ηλικία των 25 οι νέοι Ισραηλινοί έχουν και πανεπιστημιακό πτυχίο και πλούσια εμπειρία στο μάνατζμεντ, την οποία κερδίζουν κατά την υποχρεωτική τους στράτευση.
Μάντεψε ποια άλλη χώρα έχει υποχρεωτική στράτευση.
Απλά λέω.
Όπως έχουν τα πράγματα, η Ελλάδα δεν είναι καθόλου φιλόξενο μέρος για τα startups, και γι’ αυτό το καλύτερο που μπορεί να περιμένει ως κράτος από αυτή την αγορά είναι το εξής: Εταιρίες Ελλήνων που ξεκινούν εδώ, φτάνουν μέχρι το proof of concept με δικά τους λεφτά ή με μικρές επενδύσεις από μεμονωμένους επενδυτές ή κινήσεις σαν το OpenFund, και στην επόμενη φάση φεύγουν για το εξωτερικό, ίσως αφήνοντας πίσω το R&D της εταιρίας, πράγμα που, ανάλογα με το αντικείμενό της, μπορεί και να είναι εφικτό.
Ωστόσο, αυτό το σενάριο δεν ταίριαζε πάρα πολύ καλά στο σχέδιο των δημιουργών του gipht.me: Για να ολοκληρώσουν το προϊόν, χρειάζονταν χρήματα. Βλέπεις, κάθε “δωράκι” της εφαρμογής χρειάζεται περιγραφή, σχεδιασμό, testing, γραφικά, ήχο, προγραμματισμό, μια παραγωγή που απασχολεί ανθρώπους και παίρνει χρόνο. Για το launch θα πρέπει να έχουν έτοιμα εκατοντάδες δωράκια –και για να τα φτιάξουν, χρειάζονταν χρήματα.
Το ποσό που έψαχναν τα παιδιά (περίπου 700.000 δολάρια) έπεφτε ακριβώς στην κατηγορία που στην Ελλάδα «δεν υπάρχει».
«Στην Ελλάδα το χρήμα είτε έφευγε από τη χώρα, είτε εξαγόραζε ανταγωνιστές, είτε έκανε επενδύσεις σε real estate”, μου είπε ο Έρικ Παρκς που, ως CEO και ως άνθρωπος της διαφήμισης και για μερικούς ακόμα λόγους που θα δούμε παρακάτω, ήταν κυρίως αυτός που διαπραγματευόταν με υποψήφιους επενδυτές την εποχή που έψαξαν χρηματοδότηση στην Ελλάδα. «Κανείς δεν καταλάβαινε τί κάναμε. Στην αρχή δεν είχαμε καμία ανταπόκριση –δε μας επέστρεφαν ούτε τα e-mail. Από φίλο μας επιχειρηματία ακούσαμε την καλοπροαίρετη συμβουλή «Αν οι πιθανότητες επιτυχίας σας είναι λιγότερες από 46%, καλύτερα να παίξετε τα λεφτά στη ρουλέτα». Οπότε αποφασίσαμε να πάμε να βρούμε τα λεφτά αλλού».
Έτσι, το gipht.me σηκώθηκε και πήγε στη Σίλικον Βάλεϊ.
5.
Στις 13 Φεβρουαρίου του 2011 ο Γιώργος Σπανουδάκης ταξίδεψε για δεύτερη φορά με προορισμό τη Σίλικον Βάλεϊ και το Πάλο Άλτο, έχοντας μαζί του μια παρουσίαση του gipht.me και ένα αναλυτικό business plan που είχε γράψει ο Έρικ. Πήγε μόνος του καθώς οι υπόλοιποι εργάζονταν ακόμα στις κανονικές τους δουλειές, και οι επαφές θα χρειάζονταν μήνες.
Ο Γιώργος δεν είχε μόνο την προηγούμενη εμπειρία του στην περιοχή για να τον βοηθήσει να κάνει τις κινήσεις που έπρεπε. Το προξενείο του Σαν Φρανσίσκο είναι αρκετά οργανωμένο σε τέτοια θέματα και παρέχει βοήθεια σε Έλληνες επιχειρηματίες που θέλουν να ταξιδέψουν εκεί και να αναζητήσουν ευκαιρίες. Ο υποπρόξενος Μάριος Μπελιμπασάκης (ο άνθρωπος που θέλεις να ξέρεις για να σε καθοδηγήσει στα πρώτα βήματα εκεί, και ο οποίος μου έστειλε μια πρόσφατη έκθεσή του για τις ευκαιρίες στην περιοχή και τις κινήσεις που πρέπει να κάνει η χώρα για να τις εκμεταλλευτεί) συνάντησε το Γιώργο και του έκανε μερικές πρώτες χρήσιμες πρώτες γνωριμίες (μεταξύ άλλων, με τον Τάσσο Αργυρό της Aster Data).
Ο Γιώργος νοίκιασε ένα διαμέρισμα με συγκάτοικο τον Γκουρμπρίθ, έναν καταπληκτικό Σιχ, κι άρχισε να πηγαίνει σε events (τα οποία γίνονται καθημερινά στην περιοχή) και να οργανώνει συναντήσεις. Μια σημαντική κίνηση ήταν η εξής: Νοίκιασε ένα γραφείο στο Plug and Play, ένα «κέντρο τεχνολογίας» στην περιοχή.
Ιδιοκτήτης του Plug and Play είναι μια μοναδική φυσιογνωμία, ο απίθανος Σαΐντ Αμίντι, ένας Ιρανός με μακρόσυρτη, μελίρυττη φωνή που κυκλοφορεί στους διαδρόμους φορώντας πάντα ένα γιλέκο και κρατώντας πάντα μια Coca Cola Light στο χέρι και προσπαθώντας να γνωρίσει τους πάντες με τους πάντες. Αν θυμίζει πωλητή χαλιών απ’ την Περσία είναι επειδή ήταν πωλητής χαλιών απ’ την Περσία. Το Plug and Play το έχει φτιάξει ως collaborative γραφείο, όπου έρχονται εταιρίες από όλο τον κόσμο και νοικιάζουν ένα χώρο για να δουλέψουν και να συναντηθούν με άλλες εταιρίες και υποψήφιους επενδυτές. Το Plug and Play δεν επενδύει σε εταιρίες, ούτε προσφέρει άλλες υπηρεσίες: Μόνο ένα περιβάλλον που προάγει τη συνεργασία και τις συμφωνίες και διοργανώνει συχνές εκδηλώσεις για να γνωριστούν οι μεν με τους δε, να δείξουν οι μεν τί κάνουν στους δε, λεφτά να αλλάξουν χέρια, υπογραφές να πέσουν, προϊόντα να γεννηθούν. Αυτό θα αποδυκνειόταν πολύ χρήσιμο για τον Γιώργο.
Μια από τις σωστές κινήσεις που είχε κάνει η ομάδα, ήταν η παρουσίαση. Ήταν εξαιρετικά καλοφτιαγμένη και πλήρης, πράγμα αναμενόμενο από ανθρώπους που δουλεύουν για χρόνια στη διαφήμιση, αλλά όχι πολύ συχνό στη συγκεκριμένη αγορά. Έτσι οι άνθρωποι του Plug and Play άρχισαν να δείχνουν την παρουσίαση του gipht.me στις εκδηλώσεις που οργάνωναν, μόνο και μόνο επειδή ήταν πολύ καλοφτιαγμένη. Σε ένα από αυτά τα events την είδε ένας Ουκρανός επενδυτής, και ρώτησε, και έμαθε, και επικοινώνησε και τους πρότεινε να αγοράσει την εταιρία τους.
Με 5 εκατομμύρια δολάρια.
Επί τόπου.
«Ήταν απόλυτα σοβαρός», μου διευκρίνησε ο Έρικ Παρκς, «αλλά ο τρόπος του μας ξένισε. Ήταν σαν να μην τον ενδιέφερε το προϊόν, ποιοι είμαστε και τί θα κάναμε στη συνέχεια».
«Κι έτσι βρέθηκα στη μοναδική θέση να πρέπει να γράψω ένα πολύ ευγενικό e-mail που να εξηγεί στον άνθρωπο που θέλει να μας δώσει πέντε εκατομμύρια πως δεν ενδιαφερόμαστε».
Καθώς οι εβδομάδες περνούσαν, οι συναντήσεις του Γιώργου γίνονταν όλο και πιο ουσιαστικές. Δυο μήνες αργότερα, και αφού είχαν οργανωθεί κάποια σημαντικά ραντεβού, ταξίδεψε και ο Έρικ στο Πάλο Άλτο, για να κάνουν τις παρουσιάσεις μαζί.
«Συναντήσαμε τα μεγαλύτερα VC το κόσμου», θυμάται ο Γιώργος. «Και μιλήσαμε με senior στελέχη. Γνωρίσαμε τον Τζορτζ Ζάκαρι της CRV, έναν από τους πρώτους επενδυτές (σ.σ. και μέλος του διοικητικού συμβουλίου) του Twitter. Κάναμε παρουσίαση στην Andreesen Horowitz, συνιδρυτής της οποίας είναι ο Μαρκ Αντρίσεν, ο δημιουργός του Netscape. Μετά από αυτή την παρουσίαση μας πήρε τηλέφωνο ο γιός του, που είναι κι αυτός επενδυτής, και άκουσε το μπαμπά του να μιλάει για μας στο σπίτι και ήθελε να δει τί κάνουμε».
«Ήταν μια φοβερή εμπειρία να πηγαίνεις να παρουσιάσεις στη Sequoia Capital», λέει ο Έρικ, αναφερόμενος στη διασημότερη εταιρία του κλάδου, που έχει χρηματοδοτήσει το μισό NASDAQ, από το Google και την Apple (το 1978!) μέχρι το PayPal και την Oracle. «Να πηγαίνεις στα γραφεία της, σε μια κατάφυτη έκταση στο Μένλο Παρκ, ένα σεμνό δυόροφο μέσα στα δέντρα, και να συναντάς έναν τύπο που σου αφιερώνει το χρόνο του, που έχει ήδη μελετήσει προσεκτικά και αξιολογήσει τα στοιχεία που του έχεις στείλει, που δεν έχει τίποτα το πατροναριστικό στο ύφος του, που σε ακούει προσεκτικά, σου κάνει εύστοχες ερωτήσεις, που σου λέει «είναι καταπληκτικό αυτό που κάνετε» και τον πιστεύεις, και στη συνέχεια συνειδητοποιείς πως ήταν ο CFO του PayPal και ο πρώτος που επένδυσε στο YouTube».
Μια μικρή παύση.
«Εννιά μήνες νωρίτερα ήμασταν στο Περιστέρι και μας έλεγαν να παίξουμε τα λεφτά στη ρουλέτα».
Ωστόσο, το ποσό που χρειάζονταν ήταν πολύ δύσκολο να το εξασφαλίσουν. Δεν είχαν προϊόν, είχαν μόνο μια (ασυνήθιστα καλή) παρουσίαση και ένα (ασυνήθιστα ρεαλιστικό) business plan, και γι’ αυτά ζητούσαν 700 χιλιάδες δολάρια, για να πάνε να τρέξουν το project από την Ελλάδα. Ήταν δύσκολο. Και μπορεί να μην πέτυχαν ακριβώς το ποσό (κατάφεραν να συγκεντρώσουν τα μισά), αλλά οι επενδυτές που βρήκαν αποδείχτηκε ότι έχουν περισσότερα να τους προσφέρουν από απλά χρήματα.
Η I-Free, μια ρώσικη εταιρία προϊόντων κινητής τηλεφωνίας που πωλούσε εφαρμογές σε feature phones, και αναζητά το επόμενο αντικείμενό της, και η Cherubic ενός επενδυτή από την Ταϊβάν που έχει ήδη κάνει 5-6 πετυχημένα mobile startups είναι οι δύο από τους επενδυτές που βρήκαν στη Σίλικον Βάλεϊ, και οι οποίοι μελλοντικά θα δώσουν στο gipht.me πρόσβαση σε δυο ιδιαίτερες και πολύ μεγάλες αγορές. Και υπάρχει και ένας τρίτος επενδυτής, ένα πολύ μεγάλο Αμερικάνικο VC, που δεν επιτρέπεται να ανακοινωθεί και δε μ’ αφήνουν να σου γράψω εδώ.
Πράγμα που είναι κρίμα μεγάλο.
6.
Ο Έρικ Τ. Παρκς (το «Τ» δε σημαίνει «Ταιμπέριους», ρώτησα) είναι Ελληνοαμερικανός, γεννημένος πριν από 36 χρόνια, το φυσικό του ύφος είναι αυτό της διερευνητικής απορίας, και το συχνό του γέλιο ταιριάζει με τα παραπανίσια του κιλά και τον κάνει να μοιάζει με νεαρό μαθητευόμενο Άη Βασίλη. Καπνίζει μια πίπα που δε μυρίζει τίποτα και μπορεί να μιλάει για ώρες για μια θεαματική ποικιλία θεμάτων. Οι περισσότεροι έξυπνοι άνθρωποι μπορούν να μιλάνε με πλήρεις, συνεκτικές προτάσεις. Ο Έρικ Παρκς μιλάει με ολοκληρωμένες-μονοκοπανιά παραγράφους.
Είναι ένα από τα διασημότερα στελέχη στη διαφημιστική αγορά της χώρας, παρ’ όλο που η σταδιοδρομία του τον έφερε ως εδώ από σπόντα, απ’ το παράθυρο, σχεδόν κατά λάθος. Βαριόταν τόσο πολύ το σχολείο που βρήκε έναν τρόπο να δώσει εξετάσεις ένα χρόνο νωρίτερα και να πάρει απολυτήριο χωρίς να πάει στην τελευταία τάξη, μετά σπούδασε νομική, και μετά άρχισε να δικηγορεί στο Ντένβερ του Κολοράντο, περίπου δέκα χρόνια πριν. Πράγμα που επίσης δεν του άρεσε, οπότε προσπάθησε να γυρίσει στην Ελλάδα, και μετά δούλεψε στην Αλβανία και στα Σκόπια, όπου είχε την ευκαιρία να βρεθεί αντιμέτωπος με την κάνη ενός Καλάσνικοφ, καθώς ήταν άγριες εποχές, εμφύλιος είχε μεσολαβήσει, συνέβαιναν τέτοια πράγματα, δεν ήταν σπάνια.
Το πως μετά από όλα αυτά κατέληξε να φτιάχνει παιχνίδια και να διευθύνει το digital κομμάτι μιας μεγάλης διαφημιστικής εταιρίας σου φαίνεται απολύτως φυσιολογικό αν κάτσεις να του μιλήσεις για λίγο.
Για να το θέσω έτσι: Ο Έρικ Παρκς δεν «μπορεί να πουλήσει παγάκια στους Εσκιμώους». Μπορεί να οργανώσει τους Εσκιμώους σε ένα συνεταιρισμό παραγωγής πάγου για εξαγωγή στο Νότο.
Καθώς μιλάμε στο λίβινγκ ρουμ για την εφαρμογή αυτή καθ’ αυτή, ο Γιώργος σημειώνει ιδέες για marketing taglines σε κόλλες Α4. Από μέσα ακούγονται τα γκάπα-γκούπα των παιδιών που παίζουν στη μπασκέτα.
Τα βασικά χαρακτηριστικά της αγοράς των startups που την κάνουν να ξεχωρίζει εντελώς από την υπόλοιπη οικονομία είναι τρία:
1) Το κόστος εισόδου είναι πολύ χαμηλό. Δε χρειάζεται να νοικιάσεις ακριβά μηχανήματα, ούτε να χτίσεις εργοστάσιο, ούτε να αγοράσεις πρώτες ύλες, ούτε αποθήκες, ούτε στοκ. Ακόμα και έργα μεγαλεπήβολα όπως το gipht.me φτιάχνονται με ποσά τάξεις μεγέθους χαμηλότερα από αυτά που συναντάει κανείς στην «κανονική» οικονομία.
2) Δεν είναι απαραίτητο να ξέρεις πώς θα βγάλεις χρήματα. Αυτό είναι πολύ χαρακτηριστικό: Ένα ποσοστό των startups ξεκινώντας δεν έχει συγκεκριμένο πλάνο για το πώς θα βγάλει λεφτά. Ο πρωταρχικός στόχος είναι οι χρήστες, να χρησιμοποιηθεί από πάρα πολλούς χρήστες, και στη συνέχεια πάνω σ’ αυτούς και ανάλογα με τη χρήση τους θα βρεθεί το μοντέλο. Έτσι έγινε στο Facebook, που άρχισε να βγάζει χρήματα μόνο όταν οι χρήστες έφτασαν σε ιλιγγιώδη νούμερα και το διαφημιστικό έσοδο μπόρεσε να γίνει σημαντικό. Το Twitter δεν έχει φτάσει ακόμα σε τέτοιο σημείο, ας πούμε.
3) Δεν έχει σημασία αν αποτύχεις.
Το πρώτο είναι εύκολα κατανοητό και το τρίτο θα το συζητήσουμε λίγο παρακάτω, αλλά αξίζει να σταθούμε λίγο στο δεύτερο, γιατί εδώ έχει ενδιαφέρον το εξής: Εκεί που πολλά startups δεν έχουν συγκεκριμένο σχέδιο για το πώς θα βγάλουν λεφτά, το gipht.me έχει τρία.
«Το 99% των δώρων θα είναι δωρεάν», μου λέει ο Έρικ, «αλλά μερικά premium δώρα θα κοστίζουν χρήματα. Ο κόσμος είναι πια εκπαιδευμένος να αγοράζει τέτοια πράγματα με μικρά ποσά και, αν του δώσεις πραγματική αξία στο προϊόν, θα το κάνει. Το έχουμε δει να συμβαίνει στην πράξη, και σκοπεύουμε να το καταφέρουμε και εδώ. Αυτό είναι το ένα. Παράλληλα, θα κατασκευάσουμε και δύο APIs, ένα για developers που θέλουν να χρησιμοποιήσουν την πλατφόρμα στα δικά τους applications, και ένα για publishers που θέλουν να φτιάξουν δικά τους δώρα. Από την πώληση κάθε δώρου εμείς θα παίρνουμε ένα ποσοστό. Αυτό είναι το δεύτερο. Το σημαντικότερο απ’ όλα κατά τη γνώμη μας, όμως, είναι τα sponsored gifts. Από την εμπειρία μας στη διαφήμιση έχουμε διαπιστώσει ότι υπάρχει μεγάλη ανάγκη και ζήτηση για ποιοτική διαφήμιση με τη μορφή της «εμπειρίας». Και προς το παρόν κανένας δεν έχει βρει πώς να προσφέρει ποιοτικές διαφημιστικές εμπειρίες στο mobile. Πιστεύουμε ότι το Gipht.me θα καλύψει το συγκεκριμένο κενό».
Εκτός από τους έξι συνιδρυτές, που έχουν ποσοστό στην εταιρία, για το gipht.me δουλεύουν και μερικοί ακόμα υπάλληλοι (designers, εξωτερικοί συνεργάτες, ΙΤ), ενώ υπάρχει και μια ομάδα από συμβούλους που δεν πληρώνονται (έχουν μικρά ποσοστά) και βοηθούν με διαφορετικό τρόπο ο καθένας σε τομείς που η εταιρία χρειάζεται βοήθεια. Ο Κυριάκος Πιερρακάκης είναι ένας από τους συμβούλους. Ο Τάσσος Αργυρός, ο 31χρονος που πούλησε την Aster Data για 263 εκατομμύρια, είναι ένας άλλος.
«Υπάρχουν λίγες πραγματικά καλές εταιρίες παραγωγής software στην Ελλάδα», μου έγραψε ο τελευταίος σε ένα e-mail. «Όποτε βρίσκω κάποια συνηθίζω να τη μελετάω προσεκτικά γιατί η προώθηση τέτοιων προσπαθειών πιστεύω ότι κάνει πολύ καλό για τη χώρα».
Αυτή τη στιγμή τα παιδιά φτιάχνουν δώρα σε ρυθμούς φρενήρης. Ο Τάσος Νούσης που έχει υλοποιήσει σχεδόν ολόκληρη την πλατφόρμα από το μηδέν μόλις ολοκλήρωσε τις τελευταίας και πολύ σημαντικές αλλαγές στη βάση (τα παιδιά μου τις εξήγησαν λεπτομερώς –δεν κατάλαβα τίποτα και αδυνατώ να τις μεταφέρω) και πλέον πρέπει να ανέβουν αρκετά δώρα ώστε η εφαρμογή όταν ανέβει στο App Store να φαίνεται γεμάτη, και ο χρήστης να έχει αμέσως πάρα πολλά δώρα να στείλει στους φίλους του.
Το app πρώτα θα κυκλοφορήσει για iPhone, και στη συνέχεια θα ακουλουθήσουν οι υπόλοιπες πλατφόρμες οι οποίες εκτός από το αναμενόμενο Android θα περιλαμβάνουν και Blackberry και Windows Phone, ακόμα και το Bada της Samsung.
Οι τεχνικές υπερβάσεις που έπρεπε να γίνουν για να υλοποιηθεί το έργο ήταν σημαντικές. Επειδή οι χρήστες θα πρέπει να μπορούν να στέλνουν τα δώρα σε κινητά κάθε πλατφόρμας με διάφορους browsers και διάφορα μεγέθη οθονών (υπαρχουσών αλλά και μελλοντικών), η ομάδα επέλεξε να τα φτιάχνει με HTML5. Την ώρα που γράφονταν οι γραμμές αυτές η εφαρμογή δεν ήταν έτοιμη, και έτσι είδα το interface της στο iOS preview στο Macbook του Τάσου Νούση, και πώς φαίνονται μερικά δωράκια στο iPhone 4 του Αποστόλη Χρονάκη.
Κάθε δώρο είναι στην ουσία ένα μικρό website το οποίο ζει στο Ίντερνετ, απλά ο χρήστης αυτό δεν το καταλαβαίνει ποτέ, καθώς σελίδα του browser δε βλέπει, ενώ η όλη εμπειρία μοιάζει πολύ με native app. Τα δωράκια, όπως αντιλαμβάνεσαι, είναι αρκετά περίπλοκα. Ένα από αυτά που είδα δείχνει ένα DJ deck και παίζει μουσικούλα, κι εσύ μπορείς να κάνεις scrartching στο δίσκο. Ένα άλλο δείχνει ένα μωράκι που το γαργαλάς και γελάει. Άλλα είναι mini games, άλλα είναι εποχικά (Χριστουγεννιάτικα, του Αγίου Βαλεντίνου κλπ), άλλα θα χρησιμοποιούν το geolocation του κινητού και θα «ξεκλειδώνουν» μόνο όταν είσαι σε ένα συγκεκριμένο χώρο (π.χ. στα Starbucks –κατά μία έννοια το αντίθετο του Foursquare) Όλα είναι πολύ καλοσχεδιασμένα και περίπλοκα, και πολύ πιο πλούσια από ό,τι περίμενα.
Σε λίγες μέρες το App θα είναι στο AppStore, και το ερώτημα που έχω εγώ είναι, βεβαίως, τί θα γίνει μετά. Θα το κατεβάσει ο κόσμος; Θα στέλνουνε δώρα; Κι αν δε στέλνουν; Αν το κατεβάσουν και, όπως κάνω κι εγώ με τόσες εκατοντάδες εφαρμογές που έχουν περάσει από τα χέρια μου, το ανοίξουν μια φορά και μετά το ξεχάσουν για πάντα;
«Τα παιδιά που είναι εδώ έχουν φτιάξει συνολικά εφαρμογές που έχουν χρησιμοποιηθεί από 23 εκατομμύρια χρήστες», μου λέει ο Έρικ. «Δεν έχουμε αμφιβολία για το ότι θα φέρουμε κόσμο στην πλατφόρμα –το έχουμε ξανακάνει. Το θέμα είναι να τους καταφέρουμε να μείνουν. Είναι πολλοί οι παράγοντες που παίζουν ρόλο σ’ αυτό. Εμείς δίνουμε μεγάλη βάση στο data mining, ώστε να έχουμε στοιχεία για το πώς ακριβώς προτιμούν να χρησιμοποιούν την εφαρμογή οι χρήστες, για να κάνουμε τις κατάλληλες προσαρμογές».
Και, βεβαίως, υπάρχει και το τρίτο χαρακτηριστικό που κάνει τη startup οικονομία να ξεχωρίζει από την κανονική, να υπάρχει ως κάτι παράταιρο, αλλόκοτο, κάτι σαν στοργικό αποκούμπι και ελπίδα των geeks και μια παραδοξότητα στα μάτια των παραδοσιακών επιχειρηματιών που αδυνατούν να καταλάβουν πώς είναι δυνατόν να ισχύει το εξής:
Η αποτυχία στις startups δεν θεωρείται κακό πράγμα.
Ίσα ίσα. Στην αγορά των startups οι αποτυχίες είναι γαλόνια, είναι εμπειρία, είναι αναπόφευκτα και απενοχοποιημένα στάδια στην πορεία του επιχειρηματία που πρέπει (και έχει την ευχέρεια) να δοκιμάζει όσες περισσότερες ιδέες μπορεί. Κι αυτό είναι κάτι που πρέπει να γνωρίζουν και οι δημιουργοί και οι επενδυτές, και είναι θέμα στατιστικής, είναι θέμα πιθανοτήτων: Από τις 10 startups που λαμβάνουν χρηματοδότηση και φτιάχνουν προϊόν, οι επτά αποτυγχάνουν, δύο έρχονται στα ίσα, και μόνο μία πετυχαίνει και αποφέρει πολλαπλάσια της αρχικής επένδυσης. Γι’ αυτό οι επενδυτές της Σίλικον Βάλεϊ επενδύουν σχετικά λίγα χρήματα (με όσα θα χρειαζόταν να επενδύσουν σε άλλες αγορές για να φτάσουν σε προϊόν) σε όσο το δυνατό περισσότερες καλές ιδέες. Και γι’ αυτό οι δημιουργοί αντιμετωπίζουν την αποτυχία ψύχραιμα και ως ένα βαθμό θετικά.
Γιατί οι επιχειρηματίες της startup οικονομίας δεν έχουν χρέη, δεν έχουν στοκ, δεν έχουν γραμμάτια. Πληρώνονται για να δοκιμάσουν από ανθρώπους που έχουν το περιθώριο να ρισκάρουν, κι όσο συχνότερα αποτυγχάνουν, τόσο περισσότερα μαθαίνουν, και τόσο βελτιώνουν τις πιθανότητές τους η επόμενη απόπειρα να είναι η πετυχημένη.
Αυτοί οι έξι τύποι στο Γκάζι μπορεί να φτιάξουν κάτι φοβερό και τρομερό που θα σκίσει και θα τους λύσει το πρόβλημα για παντοτινά, ή μπορεί να φτιάξουν μια τίμια εφαρμογούλα που θα τους αποφέρει κάποια έσοδα αρκετά για να τη συντηρούν, ή δεν θα καταφέρουν να βρουν άλλη χρηματοδότηση και θα το εγκαταλείψουν. Μη νομίζεις ότι κάποιο από τα τρία σενάρια είναι «χειρότερο». Μπορεί το πρώτο να μοιάζει το καλύτερο, αλλά αυτό δεν είναι απαραίτητο. Μπορεί η ιδέα που θα τους οδηγήσει στην εξαγορά από το Google ή στο IPO στον NASDAQ να μην είναι το gipht.me, αλλά η επόμενη. Καθώς παίζω με τα δωράκια τους στο κινητό του Αποστόλη, σκέφτομαι πόσο ευχάριστη και απελευθερωτική πρέπει να είναι η αίσθηση της δουλειάς με όρους τέτοιους, και εκείνην ακριβώς τη στιγμή
ένα τρένο περνάει από κάτω.
(Πάνω, από αριστερά: Τάσος Νούσης, Έρικ Παρκς, Γιώργος Σπανουδάκης. Κάτω, από αριστερά: Παναγιώτης Χατζηδάκης, Αποστόλης Χρονάκης, Δημήτρης Χασαπάκης. Φωτογραφίες: Αλέξανδρος Ιωαννίδης)
UPDATE: Το gipht.me ανέβηκε στο app store στις 23 Δεκεμβρίου 2011 (μπορείς να το κατεβάσεις για το iPhone εδώ). Να κι ένα βίντεο που εξηγεί τί κάνει:
[field id=”2″]
UPDATE 2: Το καλοκαίρι του 2012 το Gipht.Me άλλαξε όνομα, επανασχεδιάστηκε πλήρως και έγινε Pinnata. Νέο βίντεο:
[field id=”1″]
UPDATE 3: Τον Οκτώβρη του 2012 το Pinnata “σήκωσε” ακόμα $100.000 από angel investors.