1. 26 Ιουνίου 1987
Στα κρατητήρια της Αστυνομικής Διεύθυνσης Λάρισας, ανάμεσα στα δυο κελιά, τον προθάλαμο και την τουαλέτα, υπάρχει ένας ακάλυπτος χώρος. Δεν μπορείς να πας πουθενά από εκεί, δεν υπάρχει τυφλός τοίχος προς τα έξω, αλλά υπάρχει κάτι σημαντικό: Θέα προς τον ουρανό. Ο Κώστας Σαμαράς ήρθε στα κρατητήρια έχοντας μόλις τελειώσει από ένα δικαστήριο στα Τρίκαλα. Θα περίμενε εκεί να περάσει να τον πάρει μια κλούβα που έκανε το δρομολόγιο Θεσσαλονίκη – Αθήνα για να τον παει στην πρωτεύουσα –από εκεί θα τον έπαιρνε άλλη κλούβα για να τον γυρίσει στην Κέρκυρα, όπου ήταν φυλακισμένος.
Στον προθάλαμο καθόταν μαζί με έναν άλλο κρατούμενο, ένα ντόπιο, κι ένα δεσμοφύλακα. Οι δυο τους γνωρίζονταν, κι άρχισαν κουβεντούλα. Παρήγγειλαν φαγητό και έφαγαν όλοι μαζί, μετά ο δεσμοφύλακας τους κέρασε και δυο μπίρες, ο άλλος κρατούμενος έβγαλε και δυο πουράκια. Μια ωραία ατμόσφαιρα.
Κάποια στιγμή ο Σαμαράς σηκώθηκε για να πάει στην τουαλέτα. Βγήκε στον ακάλυπτο κι αμέσως η θέα του έβαλε ιδέες. Κοίταξε τριγύρω τις πολυκατοικίες. Μετά μπήκε στην τουαλέτα και μελέτησε το παραθυράκι της, που έβλεπε στον ακάλυπτο. Επέστρεψε στον προθάλαμο προφασιζόμενος ότι ξέχασε την πετσέτα του, πήρε κι ένα ρολό από χαρτί υγείας, κι επέστρεψε έξω.
Το πρεβάζι του παραθύρου της τουαλέτας βρισκόταν σε ύψος δυόμισι μέτρων. Ο Σαμαράς πήδηξε και το γράπωσε, και τράβηξε τον εαυτό του προς τα πάνω. Μισό μέτρο ψηλότερα ήταν η ταράτσα της τουαλέτας. Μέσα σε λίγα δεντερόλεπτα ήταν πάνω. Λίγα δευτερόλεπτα μετά, είχε διασχίσει την ταράτσα στα τέσσερα, και πηδούσε στον κήπο της διπλανής μονοκατοικίας. Μια γριά τον είδε και φώναξε «Αστυνομία! Ξυπνάτε! Σας φεύγει ένας!».
Βγήκε στο δρόμο και έτρεξε προς την αντίθετη πλευρά, μακριά από τα κρατητήρια. Πολύ σύντομα οι αστυνομικοί θα ξεχύνονταν στο κατόπι του. Βρήκε ένα τριόροφο γιαπί κι ανέβηκε να κρυφτεί μέχρι να καταλαγιάσει η φασαρία.
Το απόγευμα κατέβηκε σε ένα ψιλικατζίδικο, αγόρασε λίγα τρόφιμα και τηλεφώνησε σε ένα γνωστό του στην Αθήνα, να τον περιμένει, γιατί έρχεται. Βγήκε στις γραμμές του τρένου, και άρχισε να περπατάει.
Μετά από εικοσιδύο μήνες στη φυλακή, ήταν ελεύθερος, ήταν δραπέτης.
—
Ο Κώστας Σαμαράς γεννήθηκε στα Τρίκαλα στα τέλη της δεκαετίας του ’50 «από μάνα βλάχα και πατέρα καραγκούνη», όπως λέει. Ο οικοδόμος πατέρας του δούλευε σε διάφορα σημεία της Ελλάδας, με αποτέλεσμα η οικογένεια να αλλάζει τόπο κατοικίας συχνά, από τα Τρίκαλα στην Αθήνα, από εκεί στη Ζαχάρω και τον Πύργο, και πίσω στην Αθήνα. Τα παιδικά του χρόνια ήταν ήσυχα, η οικογένεια πλούσια δεν ήταν, αλλά ο μικρός Κώστας είχε όλη την ευχέρεια να αναπτύξει τα ταλέντα του φτιάχνοντας διάφορες χειροτεχνίες στο σχολείο, και να διαβάζει. Ακόμα θυμάται πως τα αγαπημένα του βιβλία, που τα διάβασε στην ηλικία των 12, ήταν ο «Κόμης Μοντεχρήστος» του Αλέξανδρου Δουμά και ο «Πεταλούδας» του Ανρί Σαριέρ.
Το να πει κάποιος ότι αυτά τα δύο τον έστρεψαν σε μια ζωή παρανομίας θα ήταν τραβηγμένο, βεβαίως, και υπεραπλουστευτικό. Η πραγματικότητα είναι πάντα πιο πολύπλοκη.
Ξεκίνησε από απλές μικροκλοπές δίσκων στο Μοναστηράκι και στο Μινιόν, αλλά η πορεία του προς την βαθιά παρανομία δεν ήταν γρήγορη. Ο Κώστας Σαμαράς σπούδασε στα ΤΕΙ Γραφικών και Διακοσμητικών Τεχνών, έπαιξε και ντραμς σε διάφορα συγκροτήματα (από το διαμέρισμα που είχε νοικιάσει για πρόβες ένα από αυτά κοντά στην πλατεία Εξαρχείων είχαν περάσει ο Νικόλας Άσιμος, ο ηθοποιός Άρης Ρέτσος και μέλη των Φατμέ) και έκανε και μικροδουλειές σε εταιρίες. Αργότερα άνοιξε μπαράκι στα Τρίκαλα, ενώ πάντα ζωγράφιζε. Μια από τις εμπειρίες που περιγράφει με μεγαλύτερη υπερηφάνεια ήταν τα εγκαίνια της πρώτης του έκθεσης στα Τρίκαλα.
Αλλά πάντα έκλεβε. Μικρές διαρρήξεις σε καταστήματα και γραφεία επιχειρήσεων για μικρά ποσά, που στη συνέχεια έγιναν λίγο μεγαλύτερες (σε ένα κατάστημα με μουσικά όργανα, μετά σε κοσμηματοπωλείο) σε Αθήνα και Τρίκαλα.
Και μετά, ένα απόγευμα σε ένα μπαράκι πίσω από τα ΚΤΕΛ Τρικάλων συνάντησε ένα φίλο του, το Νίκο το Βλάχο, που δεν ήταν αυτό το όνομά του αλλά έτσι τον φώναζαν επειδή είναι Βλάχος, και το ‘φερε η κουβέντα και άρχισαν να μιλάνε για ληστείες. Αποδείχτηκε ότι μοιράζονταν το χόμπι, και αποφάσισαν να συνεταιριστούν.
Το επίθετο του Νίκου του Βλάχου ίσως να το έχεις ακουστά: Παλαιοκώστας.
2. Μάιος 1989
Μερικές φορές η απόδραση δεν σου έρχεται από μόνη της, πρέπει να την κυνηγήσεις. Έτσι ο Κώστας Σαμαράς αποφάσισε να πάρει το έγκλημα ενός άλλου κρατούμενου στην πλάτη του, ώστε να χρειαστεί να πάει να δικαστεί στις Σέρρες, με μόνο σκοπό την απόδραση. Ούτως η άλλως πια είχε συγκεντρώσει πάνω από 100 κατηγορίες, δυο πάνω δυο κάτω δεν άλλαζαν πολλά πράγματα.
Μαζί με δυο συγκρατούμενους, αυτόν το έγκλημα του οποίου είχε φορτωθεί κι έναν άλλον, έφυγαν από τη φυλακή της Κέρκυρας με την κλούβα για την Αθήνα, από κει για τη Θεσσαλονίκη, και τελικά για τις Σέρρες.
Το Αστυνομικό Τμήμα της πόλης βρισκόταν στον πρώτο όροφο ενός κτιρίου με καταστήματα. Δίπλα στο ένα από τα δύο κελιά βρισκόταν η τουαλέτα των κρατουμένων, και μεσοτοιχία μ’ αυτή η τουαλέτα των αστυνομικών. Μόνο η μία είχε κάγκελα στο παράθυρο. Έξω απ’ το κτίριο στο σημείο αυτό υπήρχε ένα πλατύ γείσο, σαν μπαλκονάκι χωρίς κάγκελα. Το σχέδιο ήταν απλό: Θα άνοιγαν μια τρύπα στον τοίχο της μιας τουαλέτας, κι έτσι θα περνούσαν στην άλλη. Θα έβγαιναν απ’ το παράθυρο στο γείσο, και με σκοινί από σεντόνια θα κατέβαιναν στο δρόμο.
Για να σκάψουν θα χρησιμοποιούσαν μια ατσαλένια αυτοσχέδια λάμα, περίπου 20 εκατοστών, που τους την είχε αφήσει ένας φίλος στο Μεταγωγών στην Αθήνα.
Μα δεν είχαν πολύ χρόνο.
Καθώς ο Σαμαράς έσκαβε λίγο λίγο το σοβά και τη λάσπη γύρω απ’ τα τούβλα στη βάση του τοίχου, οι ώρες πέρναγαν, και μετά οι μέρες. Το δικαστήριο ήρθε, και τους ανακοινώθηκε πως την επόμενη το πρωί η κλούβα θα τους έπαιρνε για το ταξίδι της επιστροφής. Δεν προλάβαιναν. Κι όταν ο Κώστας κατάφερε κι έβγαλε τα τούβλα, διαπίστωσε πως από την αποκεί πλευρά του τοίχου υπήρχε πλακάκι, κι ένα δάχτυλο τσιμέντο. Απογοητευμένοι, οι άλλοι δύο έπεσαν για ύπνο. Δεν υπήρχε περίπτωση να προλάβουν. Ο Σαμαράς, όμως, δεν κοιμήθηκε.
Όλη νύχτα έσκαβε το τσιμέντο. Έριχνε νερό από το καζανάκι για να το μουσκέψει κι έξυνε με τη λάμα, μέχρι που αποκαλύφθηκαν τα πλακάκια. Όταν τελείωσε η ώρα είχε πάει επτά το πρωί, είχε ξημερώσει, και η κλούβα θα ερχόταν όπου να ‘ναι. Δεν υπήρχε περίπτωση να βγουν από το παραθυράκι, οποιοσδήποτε ήταν στο δρόμο θα τους έβλεπε. Οι άλλοι δύο εγκατέλειψαν την ιδέα. Ο Σαμαράς αποφάσισε να κάνει κάτι άλλο.
Ξυρίστηκε στα γρήγορα με ένα ξυραφάκι Bic, αφήνοντας μόνο το μουστάκι. Φόρεσε ένα σκούρο μπουφάν, και ένα ζευγάρι χοντρά κοκάλινα γυαλιά μυωπίας. Πέρασε από την άλλη πλευρά, στην τουαλέτα των αστυνομικών. Καθώς παραβίαζε την κλειδαριά, αστυνομικοί φώναξαν στους τρεις να ετοιμάζονται, καθώς η κλούβα τους είχε έρθει. Ο Σαμαράς ξεκλείδωσε την πόρτα, και κάλεσε για τελευταία φορά τους άλλους δύο να τον ακολουθήσουν. Τρόμαξαν, και δεν το έκαναν. Άνοιξε την πόρτα και βγήκε στον προθάλαμο. Με ψύχραιμο βήμα περπάτησε πέντε μέτρα μέχρι το κεφαλόσκαλο, κι άρχισε να κατεβαίνει ήρεμα τα σκαλοπάτια. Δυο τρεις αστυνομικοί που βρίσκονταν εκεί ούτε που του έδωσαν σημασία –ήταν άλλωστε, αγνώριστος. Πέρασε δίπλα από τη σκοπιά της εισόδου. Ήταν άδεια.
Δεν έτρεξε. Περπάτησε ψύχραιμα στα στενά, μπήκε σε ένα κατάστημα με ρούχα και αγόρασε ένα μακό μπλουζάκι κι ένα παντελόνι σε διαφορετικό χρώμα από αυτά που φορούσε. Από ένα περίπτερο πήρε μερικά τρόφιμα. Μπήκε σε ένα ασανσέρ πολυκατοικίας και ξύρισε και το μουστάκι στον καθρέφτη. Μετά τηλεφώνησε σε ένα δικηγόρο. Του είπε τι είχε γίνει, και του ζήτησε να πάει στο Αστυνομικό Τμήμα των Σερρών, για να μην φάνε πολύ ξύλο οι άλλοι δύο.
Μετά, έφυγε για το σιδηροδρομικό σταθμό.
—
Το πρώτο πράγμα που σκέφτηκα όταν διάβασα το βιβλίο του Κώστα Σαμαρά («Καταζητείται», εκδ. Κέδρος) ήταν: «Έχω βάλει συναγερμό στο αυτοκίνητο;»
Είναι απίθανο το πόσα αυτοκίνητα κλέβονται σ’ αυτό το βιβλίο –για κάθε «δουλειά» ο Σαμαράς και οι συνεργάτες του έκλεβαν από ένα ως τέσσερα, και οι δουλειές είναι τόσο πολλές που τελικά σου φαίνεται απίθανο που δεν σου έχουν κλέψει το δικό σου.
Ο Κώστας Σαμαράς ήταν ληστής. Αυτή είναι η ιδιότητα που μπορεί κάποιος να του προσάψει: Έκλεβε μαγαζιά, τράπεζες κι αυτοκίνητα. Τα πιο γνωστά χτυπήματά του ήταν σε τράπεζες κωμοπόλεων της Ελλάδος, από όπου έκλεψε μεγάλα ποσά με τη βοήθεια των συνεργατών του, κυρίως των αδερφών Παλαιοκώστα.
Οι τράπεζες όμως ήρθαν σχετικά αργά στην καριέρα του –το 1992 η πρώτη, παρέα με το Βασίλη Παλαιοκώστα, ως δραπέτης. Είχε συμπληρώσει σχεδόν 100 μικροκλοπές από κοσμηματοπωλεία, εταιρίες και καταστήματα όταν τον συνέλαβαν για πρώτη φορά, σε μια ταράτσα με την (έγκυο) τότε κοπέλα και συνεργό του, καθώς προσπαθούσαν να διαρρήξουν (για δεύτερη φορά) ένα κατάστημα οπτικών.
Ήταν 1985.
Η σκέψη της απόδρασης του μπήκε στο μυαλό από την πρώτη στιγμή που μπήκε στη φυλακή.
3. Ιούλιος 1989
Τα πράγματα ήταν άσχημα. Τον είχαν πιάσει την ώρα που έκλεβε ένα Nissan Sunny στη Θεσσαλονίκη, συγκεκριμένα την ώρα που ήταν ξαπλωμένος και έκανε τις απαραίτητες ενώσεις των καλωδίων, και την ώρα που ο συνεργάτης του, ο Νίκος ο Βλάχος, που θα έπρεπε να τον ειδοποιήσει αν πλησίαζε κανείς, έφευγε τρέχοντας. Και μετά είχε δώσει στους αστυνομικούς μια πλαστή ταυτότητα που έγραφε πάνω «Αρσενίου». Και μετά άλλοι αστυνομικοί έφεραν δυο σακβουαγιάζ με τον εξοπλισμό του. Είχαν βρει το αυτοκίνητο. Και πλέον είχαν όλα τα στοιχεία που χρειάζονταν. Δεν είχαν καταλάβει ακόμα ποιος είναι, αλλά ήταν θέμα χρόνου.
Ο ανθυπαστυνόμος διέταξε να τον κλείσουν στο κρατητήριο για να επεξεργαστούν τα στοιχεία, και στη συνέχεια θα του ξαναμιλούσαν. Ένας αστυνομικός του φόρεσε τις χειροπέδες μπροστά και τον έκλεισε στο μικρό κελί, κι έκλεισε με δύναμη την πετούγια. Τράβηξε το χερούλι της και το άφησε σε μια μεταλλική ντουλάπα, κι έφυγε.
Είχε κάνει ένα μοιραίο λάθος: Δεν είχε κλειδώσει την πόρτα.
Ο Σαμαράς άρχισε να ψάχνει το μικρό κελί για οτιδήποτε μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως εργαλείο. Παραδόξως, στο πρεβάζι του ψηλού καγκελόφρακτου παραθύρου βρήκε ένα ξυραφάκι μπικ. Η πλαστική λαβή του ταίριαζε τέλεια στην τρύπα της πετούγιας. Μέσα σε λίγα λεπτά, η πόρτα είχε ανοίξει. Χώθηκε σε ένα άδειο διπλανό γραφείο, και βγήκε από τη μπαλκονόπορτα στο μπαλκόνι έξω. Ήταν πολύ ψηλά για να πηδήξει, οπότε πέρασε στο μπαλκόνι του διπλανού κτιρίου, όπου βρήκε μια μπαλκονόπορτα ανοιχτή. Ήταν ένα καφενείο, φυσικά άδειο και κλειστό, καθώς ήταν πια 5 το πρωί. Βγήκε από το φεγγίτη, πάνω από την πόρτα.
Φορούσε ακόμα τις χειροπέδες. Θα τις κρατούσε ως σουβενίρ.
—
«Ήμουν ένα κοινό κλεφτρόνι, ίσως πιο θρασύς και ψαγμένος από το συνηθισμένο, που νόμιζα ότι κορόιδευα το σύστημα διαλέγοντας συνειδητά αυτό τον τρόπο ζωής, έστω και σαν αντίσταση εν μέρει σε έναν αντιφατικό κόσμο που κλαδεύει και ευνουχίζει καθετί το διαφορετικό»
Το πιο ενδιαφέρον κομμάτι της ζωής και της δράσης του Κώστα Σαμαρά στο αντικειμενικό μάτι είναι η ιδεολογική υπόσταση την οποία έδινε (και δίνει) ο ίδιος στην παρανομία. Είχε το δικό του σύστημα αξιών, που συνέβαινε να είναι διαφορετικό από το σύστημα αξιών του κράτους. Βεβαίως, κάποιος θα πει ότι αν ο καθένας είχε και το δικό του σύστημα αξιών, και ακολουθούσε τους δικούς του νόμους, οργανωμένες κοινωνίες δεν θα μπορούσαν να υπάρξουν, και θα είχε δίκιο. Αλλά τουλάχιστον κάποιους κανόνες ακολουθούσε. «Δεν ήθελα να κάνω ζημιά σε έναν άνθρωπο κατώτερης τάξης», μου λέει, «έναν άνθρωπο του μεροκάματου. Ένα γέρο, ένα παιδί. Παρ’ όλα αυτά, στην παρανομία δεν μπορείς να πας από το Α στο Ω. Πρέπει να περάσεις από κάποια σκαλοπάτια. Το να κλέψω αυτοκίνητο από κάποιον που είναι άνθρωπος του μόχθου δεν ήθελα να το κάνω. Αλλά αναγκάστηκα να το κάνω. Και βέβαια, πάνω απ’ όλα να μη γίνει ζημιά σε κάποιον. Να χαθεί ζωή. Γιατί η ανθρώπινη ζωή δεν μπορεί να επανορθωθεί».
Και δεν είναι μόνο αυτά. Για ιδεολογικούς λόγους δεν έκανε ναρκωτικά. Πολλά από τα αυτοκίνητα που έκλεψε με τους συνεργάτες του τα επέστρεψε στους ιδιοκτήτες τους μετά τη «δουλειά», τηλεφωνώντας για να τους πει πού είναι. Και δεν λήστεψε ποτέ ιδιωτικές κατοικίες. Τις θεωρούσε άβατο.
Από όλα αυτά πηγάζει μια συμπάθεια, δεν τον ξεγράφεις τον παράνομο αυτόν, αναγνωρίζεις ότι δεν είναι το αγρίμι το ξένο, το αλλιώτικο από σένα, το λιγότερο από άνθρωπος.
Και η συμπάθεια ήρθε κατά κύματα.
Δες, ας πούμε, την υποδοχή που η κριτική επιφύλαξε στο βιβλίο του. Αυτή δεν περιορίζεται στο λογοτεχνικό του πράγματος, αλλά γίνεται και κοινωνική: «Όπως γράφει ο Μπάροουζ, ο Σαμαράς έχει το σθένος να ταξιδεύει στην κόλαση και από εκεί να μας στέλνει τις αναφορές του» έγραψε ο Γεώργιος-Ίκαρος Μπαμπασάκης στην Καθημερινή. «Ο Σαμαράς καταδικάστηκε γιατί λήστεψε κάποιες τράπεζες. Και καλώς έπραξε, αφού οι Τράπεζες είναι οι μεγαλύτεροι γκάνγκστερ που υπάρχουν», έγραψε ο Ηλίας Πετρόπουλος στην Ελευθεροτυπία. «…Δεν είναι μόνο ένα ντοκουμέντο, δεν είναι μόνο μία μαρτυρία για τη ζωή στην παρανομία, για το σωφρονιστικό σύστημα, για τη δουλειά της αστυνομίας, δεν είναι μόνο το εγχειρίδιο ενός καλού ληστή ή μιας πετυχημένης απόδρασης. Δεν είναι μόνο ένα από τα καλύτερα αστυνομικά μυθιστορήματα που γράφτηκαν ποτέ, που σου κόβει την ανάσα. Eίναι ένα λογοτεχνικό θαύμα», γράφει η Λένα Κιτσοπούλου στην Athens Voice.
Που όμως ο θαυμασμός γίνεται υπεραπλούστευση, γίνεται λαϊκισμός; Μήπως η συμπάθεια για τον Κώστα Σαμαρά είναι ίδια με τη συμπάθεια που έχεις για τον Ντάνι Όσεαν, το φανταστικό γοητευτικό ληστή στη «Συμμορία των 11»; Ρηχή και αφελής;
4. Σεπτέμβρης 1991
Λίγοι ξέρουν ότι το πάτωμα μιας από αυτές τις μεγάλες παλιές κλούβες της αστυνομίας κάτω από το πλαστικό δάπεδο είναι ξύλινο. Λεπτό κόντρα πλακέ θαλάσσης, ψευτόπραμα. Το μόνο που χρειάζεσαι για να το κόψεις είναι ένα γερό σκαρπέλο με πλάγια κόψη και ένα κομμάτι είκοσι πόντων από στενή πριονόλαμα. Εύκολο να τα βρεις στις Ελληνικές φυλακές.
Ο Σαμαράς βρισκόταν στο Μεταγωγών Πειραιά μετά από μια δίκη του στα Τρίκαλα, περιμένοντας να μεταφερθεί πίσω στη φυλακή του, στην Κέρκυρα, όταν βρέθηκε με τα εργαλεία τυλιγμένα στις κουβέρτες του, και το Βασίλη μιλημένο απ’ έξω, να περιμένει στο Αντίρριο για να τον μαζέψει.
Η κλούβα είχε τριάντα καθίσματα σε δυο σειρές διπλών λαμαρινένιων καθισμάτων. Ο Σαμαράς μπήκε και κάθισε αμέσως στο μπροστινό αριστερό κάθισμα, μαζί με ένα γνωστό του απ’ τον Κορυδαλλό. Όταν η κλούβα βγήκε στη λεωφόρο Καβάλας, ξάπλωσε στο άνοιγμα ανάμεσα σε δυο καθίσματα και ξήλωσε το πλαστικό δάπεδο. Πράγματι, από κάτω ήταν το γυμνό κόντρα πλακέ. Σχημάτισε με ένα στυλό ένα παραλληλόγραμμο, και μούσκεψε το ξύλο με λίγο νερό για να μαλακώσει. Στη συνέχεια πήρε το κοπίδι και άρχισε να ξύνει. Η φασαρία της μηχανής και ενός ραδιοφώνου που είχαν οι κρατούμενοι δεν άφηνε τον ήχο να περάσει στο κουβούκλιο των αστυνομικών μπροστά, ή στους φύλακες πίσω. H δουλειά προχωρούσε γρήγορα, αλλά η κλούβα άλλαξε δρομολόγιο όταν έγινε γνωστό πως συνδικαλιστές είχαν κλείσει την Εθνική οδό Αθηνών-Πατρών, έτσι θα έκαναν το δρομολόγιο από τη βόρεια πλευρά, μέσω Θήβας, Λιβαδειάς και Ναυπάκτου. Οι αλλεπάλληλες στροφές και η κάπνα από τους μπάφους των συγκρατούμενων έκαναν τον Κώστα να ζαλίζεται καθώς έξυνε ξαπλωμένος στο πάτωμα. Έκανε εμετό τέσσερις φορές στο σακουλάκι που μάζευε τα ροκανίδια. Του έδινε κουράγιο η άσφαλτος που γρήγορα φάνηκε κάτω από το ξύλο. Μετά από τέσσερις ώρες, λίγο πριν το Μεσολόγγι, η τρύπα είχε ανοίξει.
Η κλούβα σταμάτησε για λίγο στο Μεσολόγγι για να κατεβάσουν έναν κρατούμενο, αλλά ο Κώστας δεν ήταν ακόμα έτοιμος να φύγει. Μόλις ξεκίνησαν πάλι, ξυρίστηκε και άλλαξε ρούχα. Έβαλε ακόμα μια αλλαξιά σε μια πλαστική σακούλα, μαζί με δυο τρία κρουασάν κι ένα μπουκάλι νερό.
Στην Αμφιλοχία η κλούβα σταμάτησε σε ένα βενζινάδικο για ανεφοδιασμό. Τέσσερις κρατούμενοι από αυτούς που κάθονταν στο πίσω μέρος και δεν είχαν πάρει χαμπάρι τίποτα για την απόδραση κατέβηκαν για κατούρημα μαζί με τους φύλακες και τους οδηγούς. Μόνο ένας αστυνομικός είχε μείνει μέσα στην κλούβα. Ο Κώστας φόρεσε ένα καπέλο τζόκεϊ και γυαλιά ηλίου, και ρώτησε για τελευταία φορά τους κρατούμενους που κάθονταν κοντά του και ήξεραν τι γινόταν αν θα ήθελαν να έρθουν μαζί του (ζαλισμένοι από τη μαστούρα, αρνήθηκαν). Μετά, πέρασε με τα πόδια πρώτα μέσα από την τρύπα, και σύρθηκε κάτω από την κλούβα από την πλευρά του δρόμου. Άρχισε να περπατά προς το κέντρο της πόλης, χωρίς να βιάζεται. Αν τον είδαν οι δυο αστυνομικοί που έπιναν καφέ στο βενζινάδικο, δεν τον γνώρισαν. Όταν έφυγε απ’ το οπτικό πεδίο τους, δεν μπόρεσε πια να συγκρατηθεί: Άρχισε να τρέχει.
—
Ο Κώστας Σαμαράς είναι μετρίου αναστήματος, με μαλλιά περισσότερο άσπρα παρά γκρίζα. Το ραντεβού μας κανονίζεται impromptu (είναι έξω, είμαι έξω, ας συναντηθούμε κάπου στο κέντρο), σε σημείο που εμπεριέχει κάποια ειρωνεία: Στη Λεωφόρο Αλεξάνδρας, απέναντι από το γήπεδο του Παναθηναϊκού. Δίπλα στη ΓΑΔΑ.
Καθόμαστε στα Goody’s, όπου έχει αρκετή φασαρία. Του κακοφαίνεται που δεν έχει barbecue sauce, κι αρκείται στην κέτσαπ στις πατάτες.
Η φωνή του είναι σιγανή και τα λόγια του λίγα. Είναι από τους ανθρώπους που δίνουν δυο στιγμές πριν αρχίσουν να σου απαντάνε, ίσως για έμφαση, ίσως για να τα ζυγίσουν τα λόγια λίγο παραπάνω, πάντως έχει αποτέλεσμα. Ακούς.
“Την απόφαση να τελειώνω με την παρανομία την είχα πάρει πριν καν γράψω το βιβλίο. Έβλεπα ότι με οδηγούσε σε επικίνδυνα μονοπάτια, πια. Είδα και διάφορους φίλους και γνωστούς να χάνονται, είτε από συγκρούσεις με αστυνομικούς, είτε από συγκρούσεις μεταξύ τους, είτε από ναρκωτικά, και πήρα την απόφαση να βγω νόμιμα. Με ταλαιπώρησε αρκετά αυτό, γιατί με το παρελθόν που είχα δεν ήταν εύκολο να με εμπιστευθούν. Και το πάλεψα και με τον εαυτό μου”.
“Πέρασα σχεδόν είκοσι χρόνια σε ενεργή παρανομία και φυλακές. Δεν ήταν και το καλύτερο τίμημα γι’ αυτά που είχα κάνει. Θα μπορούσα να κάνω κάποια άλλα πράγματα αν είχα τη δυνατότητα να τα ξαναζήσω. Αν είχα τότε τα μυαλά που έχω τώρα; Μπορεί να έμπαινα και πάλι στην παρανομία. Αλλά θα λειτουργούσα διαφορετικά”.
“Αποφυλακίστηκα το 2004. Για ένα διάστημα δούλεψα στην Κλίμακα, μια ΜΚΟ, στον τομέα απασχόλησης ατόμων με ειδικές ανάγκες. Κάναμε ανακύκλωση χαρτιού, παίρναμε χαρτί από εταιρίες και το δίναμε σε εργοστάσια για ανακύκλωση. Μετά πήγα στην πατρίδα μου, στα Τρίκαλα, και δούλεψα σε έναν εκδότη. Έκανα φωτογραφήσεις και μακέτες για εφημερίδες και περιοδικά. Τα τελευταία δύο χρόνια έχω πάρει άδεια λαϊκής. Πουλάμε αντικείμενα για το σπίτι”.
“Πώς φαντάζομαι τη ζωή μου σε δέκα χρόνια; (γελάει). Δεν ξέρω. Δεν κάνω πια μακροπρόθεσμα σχέδια”.
5. Φεβρουάριος 1996
Επρόκειτο να φύγουν όλοι μαζί, μια ντουζίνα κρατούμενοι, κατά τη διάρκεια της εξέγερσης. Ήταν μια περίοδος ταραχών για τις φυλακές: Και στο Βόλο έγιναν εξεγέρσεις, και στην Κέρκυρα μια ομαδική απόδραση. Βρίσκονταν στον Άγιο Στέφανο της Πάτρας, και η εξέγερση η δικιά του βρισκόταν σε εξέλιξη. Οπότε ήταν ευκαιρία να φύγουν. Μα στην έξοδο είχαν κολλήσει –δυο φύλακες είχαν πεταχτεί και είχαν καθηλώσει τους περισσότερους με τα όπλα.
Ο Κώστας Σαμαράς μαζί με τρεις Αλβανούς είχαν περάσει, παίρνοντας όμηρο ένα φύλακα στο δρόμο, και είχαν βγει. Είχε τελειώσει το επισκεπτήριο λίγο πριν, οπότε έτρεξαν στο πάρκινγκ όπου μερικοί επισκέπτες βρίσκονταν ακόμα. Ο ένας Αλβανός έφυγε τρέχοντας στα χωράφια, αλλά οι άλλοι δύο με τον Σαμαρά ήθελαν να πάρουν αυτοκίνητο. Έκλεψαν ένα Hyundai Sonata από τον επισκέπτη που ετοιμαζόταν να φύγει, και απομακρύνθηκαν γρήγορα. Οδήγησαν 20 χιλιόμετρα, και χώθηκαν σε ένα δασάκι για να περάσουν τη νύχτα.
Στο Hyundai πρέπει να πατάς το συμπλέκτη για να ξεκινήσεις, αλλά αυτό ο Κώστας και οι Αλβανοί δεν το γνώριζαν, οπότε το πρωί νόμισαν πως κάτι έχει πάθει το αυτοκίνητο και δεν ξεκινάει.
Έφυγαν με τα πόδια προς το νότο.