Το μάρκετινγκ είναι περίεργο πράγμα: Προσπαθεί να πείσει ανθρώπους ότι μια ιδέα, μια υπηρεσία ή ένα προϊόν είναι καλό πράγμα, που αξίζει να βάλουν στη ζωή τους υιοθετώντας (την ιδέα) ή πληρώνοντας (την υπηρεσία ή το προϊόν). Τις περισσότερες φορές πρόκειται για ένα αντικείμενο δραστηριότητας που ασχολείται σε πολύ μεγάλο βαθμό με το ψέμα ή την υπερβολή ή την απόκρυψη μιας αλήθειας, ή περισσότερων. Οι άνθρωποι που ασχολούνται με το μάρκετινγκ ή τη διαφήμιση είναι διαφορετικοί από τους ανθρώπους που γεννάνε τις ιδέες ή παράγουν τα προϊόντα μεταξύ άλλων και στο εξής: Για να προσπαθήσουν να τα πουλήσουν, δεν χρειάζεται να τα πιστεύουν. Η δουλειά τους είναι μόνο να πείσουν άλλους.
Στον κόσμο της τεχνολογίας που είναι φρενήρης και διαρκώς αυταναφλέγεται σα σουπερνόβα, το μάρκετινγκ καλείται να προβάλλει προϊόντα και υπηρεσίες που μπορεί αντίστοιχα σε δύο χρόνια να είναι ξεπερασμένα, σε πέντε άχρηστες. Ζητείται από τους ανθρώπους να πουλήσουν φορητά αντικείμενα που κοστίζουν 700 και 800 ευρώ, τα οποία σε λίγα χρόνια οι κάτοχοί τους θα τα κοιτάζουν και θα γελάνε, λέγοντας “ρε κοίτα τι χρησιμοποιούσαμε τότε αχαχαχαχαχ”.
Δεν είναι εύκολη δουλειά.
Την προηγούμενη Πέμπτη βρέθηκα στη Νέα Υόρκη, καλεσμένος της COSMOTE, για την παρουσίαση ενός κινητού τηλεφώνου, του Samsung Galaxy S IV, διαδόχου του πιο πετυχημένου smartphone που-δε-λέγεται-iPhone στην ιστορία.
Κατά τη διάρκεια της εκδήλωσης έκανα ένα liveblog, τις δε λεπτομέρειες για τη συσκευή τις έχεις προφανώς διαβάσει ήδη, αλλά εδώ παρακάτω θα γράψω μερικά πιο αναλυτικά λόγια για την εκδήλωση καθ’ αυτή, για τις εκδηλώσεις αυτές γενικότερα και, στο τέλος, ίσως βγει και κανένα συμπέρασμα για το ρόλο του μάρκετινγκ σε μια αγορά αλλόκοτη και ευμετάβλητη. Ίσως, έμμεσα. Δεν υπόσχομαι τίποτα.
1. Πριν
Η πρόσκληση της εκδήλωσης ήταν ο αποπάνω αναδιπλούμενος φάκελος που περιείχε μια πλαστική κάρτα που έγραφε πάνω “MEDIA” από τη μια πλευρά και είχε έναν QR code από την άλλη. Χρησιμοποιώντας τον, έκανες log-in στο site της Samsung, μιας μορφής τσεκ-ιν δηλαδή, κι αυτό ήταν. Ήσουν έτοιμος. Αυτή τη δουλειά έκανα ένα μεσημέρι Πέμπτης, περιφερόμενος, ως είθισται, χωρίς ρούχα σε ένα δωμάτιο ξενοδοχείου που μύριζε απολυμαντικά και ανακυκλωμένη ανθρώπινη δυστυχία. Και νόμιζα ότι αυτό θα αρκούσε για να μπω στην εκδήλωση εύκολα και ανεμπόδιστα. Δεν αρκούσε.
To Radio City Music Hall είναι ένα θέατρο απέναντι από το Rockefeller Center, το σύμπλεγμα από κτίρια που φιλοξενεί το τηλεοπτικό δίκτυο NBC, τη Λιζ Λέμον και το Τζακ Ντόναγκι δηλαδή, και έχει και το παγοδρόμιο μπροστά για να παίζουν τα παιδάκια. Το θέατρο φιλοξενεί συναυλίες και παραστάσεις κάθε είδους και ανήκει στην εταιρεία που έχει και το Madison Square Garden και διάφορους άλλους χώρους εκδηλώσεων. Δεν είχα ξαναπάει ποτέ. Είχα μεγάλη περιέργεια.
Στα ταξίδια αυτά αυτό που παθαίνω συνήθως είναι το εξής: Χάνω ακόμα και την ελάχιστη επαφή με μια αίσθηση του χρόνου που μπορεί να έχω στην κανονική ζωή, δεν μπορώ να υπολογίσω τις αποστάσεις και τους χρόνους που χρειάζονται για να διασχιστούν, με αποτέλεσμα είτε να αργώ στα ραντεβού (πράγμα που γίνεται, σε μικρότερο βαθμό, και στην κανονική ζωή), είτε να φτάνω υπερβολικά νωρίς (κάτι που δε γίνεται ποτέ στην κανονική ζωή). Στη συγκεκριμένη περίπτωση νόμιζα ότι έφτασα νωρίς. Έκανα λάθος.
Οι πόρτες για την εκδήλωση της Samsung άνοιγαν, λέει, στις 6 το απόγευμα, και η ίδια η εκδήλωση άρχιζε στις 7. Έφτασα στις 6 παρά είκοσι, καθώς το Radio City ήταν πολύ πιο κοντά στο ξενοδοχείο μου από ό,τι νόμιζα, κι αφού έκανα και μια βόλτα από το παγοδρόμιο για να δω τα παιδάκια να τσουλάνε. Στο Radio City υπήρχε ήδη μια τεράστια ουρά, η οποία μάλιστα ήταν σε φάση διάσπασης.
Για κάποιο λόγο η Samsung δεν είχε προσκαλέσει μόνο δημοσιογράφους στην εκδήλωση, αλλά και στελέχη της εταιρείας από όλο τον κόσμο και -κάτι εντελώς ασυνήθιστο- απλούς καταναλωτές που με κάποιον τρόπο είχαν βρει ή κερδίσει εισιτήριο. Εισιτήριο!
Όταν έφτασα όλοι αυτοί είχαν μπει σε μια ουρά τουρλού τουρλού, και οι απελπιστικά λίγοι υπάλληλοι του θεάτρου προσπαθούσαν να τη χωρίσουν σε υπο-ουρές που θα έμπαιναν από διαφορετικές εισόδους και θα επιτάχυναν τις διαδικασίες σε κάποιο βαθμό. Εξαιτίας της προσπάθειας αυτής, οι διαδικασίες επιβραδύνθηκαν δραματικά.
Οι ουρές απλώθηκαν πέρα δώθε στα πεζοδρόμια έξω από το Radio City, κι εγώ στήθηκα στην ουρά των Media και άκουγα τους γύρω μου να μιλάνε για τα προβλήματα στις δουλειές τους και έβλεπα φάτσες που μου φαίνονταν γνώριμες, ότι κάπου τις είχα δει, πιθανότατα σε κάποιο άβαταρ, και σκεφτόμουν πώς να κάνω crowdsource στους εν ΝΥ αναγνώστες το πρόβλημά μου της στιγμής, που ήταν ότι πεινάω.
Καθώς η ουρά μεγάλωνε και οι πόρτες δεν άνοιγαν, άρχισαν και κάποιοι τσακωμοί (“πηγαίντε στο τέλος της ουράς κύριε”, τέτοια) και κάποια στιγμή εμφανίστηκαν και κάτι κυρίες αναρχοαυτόνομες που περιφέρονταν ανάμεσα στον κόσμο και μοίραζαν πακετάκια με πατατάκια και ζεστό κακάο, και μαζί μια διαφημιστική κάρτα για το νέο HTC One. Μάρκετινγκ! Ταυτόχρονα καταπληκτικό και κάπως λυπητερό. Οι άνθρωποι στους γύρω ουρανοξύστες, εν τω μεταξύ, μας κοίταζαν με οίκτο και μπορεί και να μας κορόιδευαν. Το ένιωθα.
Όταν οι πόρτες άνοιξαν, έγινε άλλο ένα μικρό μπάχαλο, οι ουρές διχοτομήθηκαν άλλη μια φορά, ανάλογα με το ποιοι είχαν μαζί τις καρτούλες και ποιοι τις είχαν ξεχάσει (την είχα μαζί) και με τα πολλά μπήκαμε στο θέατρο, στην είσοδο του οποίου όμορφες κοπέλες μας σκάναραν τα QR codes, όσων από εμάς δεν είχαμε ξεχάσει την κάρτα, τουλάχιστο.
Το Radio City από μέσα είναι ένα καταπληκτικό μέρος, πολύ μεγάλο και θεαματικό, με κόκκινα καθίσματα και ωραίο φωτισμό και σχετική άπλα (αλλά μέτρια ορατότητα). Έσπευσα να βρω θέση καλή και αναπαυτική για να στήσω τα τσουμπλέκια, να τα καλωδιώσω μεταξύ τους και μαζί μου, και να κάνω χάζι τον κόσμο ο οποίος συνέρρεε πολύς. Δυστυχώς εκεί εμφανίστηκαν τα τεχνολογικά προβλήματα, και το χάζι πήγε περίπατο.
Σε τέτοιες εκδηλώσεις, όταν όλοι πέφτουν πάνω στο Wi-Fi του κτιρίου για να μπουν στο ίντερνετ, αναπόφευκτα η σύνδεση γονατίζει, κι αυτό το περίμενα. Έτσι είχα μαζί ένα Samsung Galaxy SIII με καρτούλα COSMOTE μέσα και ενεργοποιήμένο το data roaming, και μπορούσα να συνδέσω το λάπτοπ με το κινητό και, με το tethering, να μπω στο ίντερνετ μέσω του κινητού, και εν προκειμένω μέσω του 3G δικτύου της ΑΤ&Τ.
Το δίκτυο της ΑΤ&Τ είναι ένα δράμα.
Λέμε εμείς για προβλήματα κάλυψης και γιατί δεν έχουμε 3G παντού και τέτοια, αλλά τι να πουν κι αυτοί οι ταλαίπωροι εκεί, εκατομμύρια νοματαίοι στο -υποτίθεται- κέντρο του κόσμου; Στα τσιμεντένια φαράγγια του Μανχάταν το 3G δίκτυο της AT&T είναι ένας μύθος, ένα αναπάντεχο ευτύχημα, μια λοταρία. (Να πω εδώ ότι είχα την τύχη να δοκιμάσω (σε αμερικάνικο κινητό) και το 4G δίκτυο της AT&T, το οποίο στα δικά μου μάτια έπιανε ταχύτητες αντίστοιχες με το δικό μας 3G. Αυτό τον καιρό δοκιμάζω το 4G της COSMOTE (η μόνη ελληνική εταιρεία που έχει ήδη δίκτυο) και είναι σαφώς ταχύτερο από το 3G -και την AT&T). Το πρόβλημα, όπως καταλαβαίνεις, ήταν μεγάλο: Στο ξενοδοχείο το 3G της AT&T δεν έπιανε (άσχημο, όταν σου χρεώνουν και 15 δολάρια την ημέρα για σύνδεση στο δωμάτιο). Και μέσα στα σπλάγχνα του Radio City δεν έπιανε επίσης.
Μπορείς λοιπόν να με φανταστείς, αγαπητέ αναγνώστη ή αγαπητή αναγνώστρια, να τρέχω κουβαλώντας λάπτοπ καλωδιωμένο με κινητό και μαραφέτι για την κάρτα της κάμερας και την κάμερα από γωνιά σε γωνιά του αχανούς θεάτρου το οποίο ξαφνικά άρχισε να γεμίζει με ρυθμό πολύ πιο γρήγορο (γιατί έτσι γίνονται αυτά τα πράγματα, παίρνουν μπρος μόνο όταν δε σε βολεύει), ψάχνοντας πού πιάνει σήμα το κινητό ή, έστω, που πιάνει καλύτερα το Wi-Fi. Θυμάσαι παλιά που αν δεν έπιανε η τηλεόραση σηκωνόσουν να πας να φτιάξεις την κεραία και όταν την έπιανες και την έστριβες και έφτιαχνε οι άλλοι σου έλεγαν να μην κουνηθείς, να μείνεις εκεί να την κρατάς, για να μη χαλάσει πάλι; Ε, έτσι έψαχνα ασύρματο δίκτυο σε μια εκδήλωση τεχνολογίας στη μητρόπολη του Δυτικού Κόσμου το 2013. Βρήκα σε ένα σημείο πίσω από τις τηλεοπτικές κάμερες, ανεβασμένος πάνω σε δυο σκαλοπατάκια, με το λάπτοπ και την κάμερα και το κινητό σε ένα πεζούλι, όρθιος.
Έτσι παρακολούθησα την εκδήλωση και έτσι έκανα το liveblog. Όρθιος.
2. Κατά τη διάρκεια
Την αμφιλεγόμενη και σχετικά μικρή εκδήλωση/παράσταση που ακολούθησε μπορείς να δεις ολόκληρη εδώ:
[field id=”1″]
Η ιδέα ήταν η εξής: Καθώς βρίσκονταν σε θέατρο και είχαν πάρα πάρα πολλά λεφτά για μάρκετινγκ, οι υπεύθυνοι της Samsung ανάθεσαν σε ειδικούς να οργανώσουν μια μίνι θεατρική μουσικοχορευτική παράσταση κάθε σκηνή της οποίας υποτίθεται ότι θα προβάλει τα χαρακτηριστικά της νέας συσκευής. Θα είμαι ειλικρινής: Δεν ήταν πολύ καλή ιδέα, για δύο λόγους: Πρώτον γιατί η παράσταση δεν ήταν ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα ή αστεία και, δεύτερον, επειδή τα χαρακτηριστικά που επέλεξαν να προβάλλουν οι υπεύθυνοι της Samsung αφορούν περίπου στο 10% της χρήσης του κινητού.
Για να τα πω λίγο πιο αναλυτικά:
Σύμφωνα μ’ αυτό το αναλυτικό άρθρο, οι επαγγελματίες του Μπρόντγουεϊ που ανέλαβαν την παραγωγή της εκδήλωσης αναγκάστηκαν να αναπροσαρμόσουν πολλές από τις αρχικές τους ιδέες ώστε να τις δουν να εγκρίνονται από τα στελέχη της εταιρείας στην Κορέα. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα η παρουσίαση να είναι χαρακτηρισμένη από την κορεάτικη αντίληψη περί αμερικανικής αντίληψης περί θεάματος. Αυτά συμβαίνουν όταν οποιασδήποτε μορφής καλλιτεχνικό προϊόν περνά από την επεξεργασία μιας corporate ιεραρχίας, υποθέτω. Οι κριτικές ήταν αμείλικτες.
[imagebrowser id=71]
Από την άλλη, το συμπέρασμα που έβγαλα εγώ από όλα αυτά είναι πως η Samsung προτιμά να βλέπει τον εαυτό της ως εταιρεία software, δίνοντας πολύ μεγάλη έμφαση στις αποκλειστικές δυνατότητες που έχει φτιάξει η ίδια, και περνώντας κάπως στο ντούκου το hardware και το λειτουργικό σύστημα του μηχανήματος. Πράγμα περίεργο, γιατί το hardware είναι ένα από τα κυριότερα κριτήρια επιλογής κινητού από τους καταναλωτές, και επειδή το λειτουργικό σύστημα και οι εγγενείς του δυνατότητες είναι τα σημαντικότερα κομμάτια του software μιας συσκευής. Πολύς κόσμος θα αγοράσει το Samsung Galaxy S IV επειδή έχει μια καταπληκτική οθόνη Full HD. Κανένας απολύτως δεν πρόκειται να το αγοράσει επειδή έχει το “S-Health”. Πολύς κόσμος θα το αγοράσει, επίσης, για το Gmail, και το Google Maps και τα εκατοντάδες χιλιάδες applications του Android Market. Κανείς δεν πρόκειται να επιλέξει ειδικά αυτό το Android κινητό επειδή έχει το S-Voice.
Κι όμως, η Samsung επέλεξε να βασίσει ολόκληρη την παράσταση-παρουσίασή της στην προβολή αυτών των χαρακτηριστικών, τα οποία στην καλύτερη περίπτωση θα καλύπτουν ένα 10% της χρήσης του κινητού (κυρίως αυτά που έχουν να κάνουν με την κάμερα). Το υπόλοιπο 90%, φυσικά, θα αφορά στις εφαρμογές της Google, στο Twitter, το Facebook, στο web browsing, όλα τα πράγματα που κάνει ο κόσμος με το κινητό του και τα οποία συνήθως δεν έχουν καμία σχέση με τον κατασκευαστή του κινητού.
Θα μπορούσε να πει κανείς πως είναι μια τακτική δικαιολογημένη. Σε μια εποχή που η καταιγίδα καινοτομιών που εγκαινιάστηκε το 2007 με το iPhone καταλαγιάζει, όταν πλέον πολλά παρόμοια και εξίσου καταπληκτικά smartphones πλημμυρίζουν την αγορά, κάθε μεγάλη εταιρεία προσπαθεί κάπως να ξεχωρίσει. Να πείσει, να, το δικό μου είναι καλύτερο. Μπορεί να μοιάζει ολόιδιο -μια πλάκα από πλαστικό/μέταλλο με μια μεγάλη οθόνη στη μια πλευρά- αλλά όχι, πιστέψτε μας, είναι αλλιώς. Εκεί είναι που μπαίνει το μάρκετινγκ και μπουρδουκλώνει τα πράγματα. Γιατί οι διαφορές, τις οποίες επέλεξε να αναδείξει η εταιρεία, δε μοιάζουν καθόλου σημαντικές, όσοι ηθοποιοί κι αν παρελάσουν στη σκηνή.
Η παράσταση της Samsung, λοιπόν, δεν ήταν μια πολύ πετυχημένη ιδέα εκ πρώτης όψεος. Όπως και το να καλέσει έξι χιλιάδες σχετικούς και άσχετους για να δουν κάτι που όλοι οι υπόλοιποι μπορούσαν να δουν με livestream από το σπίτι τους. Εν τέλει, όμως, μπορεί τη δουλειά της να την έκανε. Το μάρκετινγκ λειτουργεί με περίεργους τρόπους. Το event έγινε. Ο θόρυβος δημιουργήθηκε. Κουβέντα προκλήθηκε. Όταν ο κύριος στο immigrations με ρώτησε γιατί μπαίνω στη χώρα, του απάντησα “για να καλύψω ένα τεχνολογικό event”. “Α, το Samsung”, μου είπε. Το είχε ακούσει. Η Samsung είναι μια από τις μεγαλύτερες εταιρείες τεχνολογίας στον κόσμο, και αυτό είναι το πιο δημοφιλές και προβεβλημένο της προϊόν. Σ’ αυτή την παρουσίαση ξόδεψε πολλά, πολλά λεφτά. Μπορεί και να μην πήγαν χαμένα.
Πέρα από όλα αυτά, τα οποία, είπαμε, τα είδα όρθιος, μερικές φορές και στο ένα πόδι (για να τραβήξω καλύτερη φωτογραφία) η ουσία της βραδιάς ήταν και κάτι άλλο. Το κινητό. Το αντικείμενο που είχαμε έρθει να δούμε καθ’ αυτό. Μετά το τέλος της παράστασης, μας δόθηκε η ευκαιρία να το δούμε από κοντά.
3. Μετά
Μόλις τελείωσε η παρουσίαση, ήρθε η ώρα να πιάσουμε στα χέρια μας τις συσκευές καθαυτές. Μια υπόθεση κάπως μπελαλίδικη, όπως αντιλαμβάνεσαι, καθώς οι συσκευές ήταν λίγες, κι εμείς έξι χιλιάδες νοματαίοι. Βεβαίως, δεν ήθελαν όλοι αυτοί σώνει και καλά να δουν το κινητό (κάποιοι έμοιαζαν εντελώς τουρίστες που είχαν μπει στο θέατρο καταλάθος -δεν ξέρω γιατί) αλλά αυτοί που ήθελαν ήταν πάρα πολλοί, κι αυτό σήμαινε μόνο ένα πράγμα: Κι άλλες ουρές.
Για να κατέβουμε στον αποκάτω όροφο του θεάτρου, όπου υπήρχαν πάγκοι με κινητά, έπρεπε να περιμένουμε σε ουρά. Στους πάγκους με τα κινητά, έπρεπε να περιμένουμε σε ουρά. Και, βέβαια, στις ουρές διάφορα συνέβαιναν. Σακούλες με φαγιά μοιράζονταν (μόνο από τη Samsung, πια), τσακωμοί προκαλούνταν (πάλι), τύποι περίεργοι κάθονταν και ζάλιζαν τις συσκευές με τις ώρες, τύποι περίεργοι κάθονταν κολλημένοι πίσω από αυτούς που ζάλιζαν τις συσκευές, πολύ πιο κοντά από ότι δυο κορμιά που δε γνωρίζονται πρέπει να στέκονται, και ενδιάμεσα διάφοροι άσχετοι έψαχναν όποιον είχε καρτούλα MEDIA για να του δώσουν δικιά τους καρτούλα και δυο λόγια για το προϊόν που πουλάνε. Μάρκετινγκ παντού, δηλαδή, και γυμνή ανθρώπινη φύση. Και επίσης και αυτός:
Έμοιαζε πολύ χαρούμενος και περήφανος που φοράει το Google Glass, αλλά όχι αρκετά γενναιόδωρος για να μ’ αφήσει να το δοκιμάσω.
Τέλος πάντων.
Το κινητό, τώρα. Το οποίο ζάλισα για όχι πάρα πολλή ώρα (ντρεπόμουν τους ανθρώπους που περίμεναν από πίσω, τέτοιος είμαι). Πληρέστερη γνώμη θα γράψω, φυσικά, στο πλήρες review όταν με το καλό κυκλοφορήσει, αλλά τα πρώτα πράγματα που είδα ήταν τα εξής:
1. Είναι λίγο πιο όμορφο και καλοφτιαγμένο από το S III. Δεν έχει το έντονα καμπυλωτό σχήμα εκείνου, είναι πιο ευθύ και σεμνό, ελάχιστα πιο μαζεμένο σε μέγεθος, και πιο ευχάριστο και στιβαρό στο χέρι. Βεβαίως, είναι πλαστικό. Σε σχέση με το iPhone 5 ή το HTC One (που είχα την ευκαιρία να δω από έναν συνοδοιπόρο στην ουρά, παρεμπιπτόντως), η αίσθηση στο χέρι είναι πιο “φτηνή”. Αλλά μοιάζει καλύτερο πλαστικό. Και βέβαια τον αληθινό καταναλωτή από ό,τι φαίνεται ελάχιστα τον νοιάζουν οι λεπτομέρειες και τα υλικά κατασκευής. Το S III έχει πουλήσει, λέει, κάτι δεκάδες εκατομμύρια αντίτυπα παγκοσμίως.
2. Είναι αρκετά εντυπωσιακό το πόσο μοιάζει το S IV με το S III. Η Samsung μοιάζει εδώ να μιμείται την πολύ σταδιακή εξέλιξη από γενιά σε γενιά που ακολουθεί και η Apple. Σύμφωνοι, εκείνοι κρατάνε την εξωτερική εμφάνιση πανομοιότυπη για δυο γενιές των μοντέλων τους, ενώ εδώ υπήρξε μια αισθητική αλλαγή, έστω και μικρή. Αλλά το ότι είναι μικρή υπογραμμίζει το εξής συμπέρασμα: Ότι πλέον πλησιάζουμε κάποια ασαφή όρια του πόσο μικρά και λεπτά και σχεδιαστικά “αλλιώτικα” μπορούν να γίνουν τα κινητά τηλέφωνα.
3. Η οθόνη του κινητού μοιάζει καταπληκτική. Είναι μια Super AMOLED Full HD, και έχει διαγώνιο 5 ιντσών. Είναι μεγάλη, ελάχιστα πιο μεγάλη από του S III, και αγγίζει τα όρια των phablets (η οθόνη του Galaxy Note II είναι 5,5 ιντσών). Είναι πάρα πολύ ωραία.
4. Είναι πολύ, πολύ γρήγορο. Αυτό.
Αφού άφησα τα μαραφέτια για να παίξουν και οι άλλοι, κι αφού έκανα και μια βόλτα στους άλλους πάγκους, όπου επιδείκνυαν την πραμάτια τους και οι κατασκευαστές αξεσουάρ, κάθισα σε μια γωνιά με το λάπτοπ -κάτω, στη μοκέτα- και άρχισα να σας γράφω τις τελευταίες εντυπώσεις και να ανεβάζω και μερικές φωτογραφίες στα σόσιαλ μύδια. Άνθρωποι από εταιρείες περνούσαν και μου άφηναν κάρτες, λέγοντάς μου λόγια θερμά για τα προϊόντα της εταιρείας τους, τις θήκες τους και τις εξωτερικές μπαταρίες τους, ελπίζοντας ότι πατώντας τα πλήκτρα μου, εκεί στη μοκέτα, θα τους βοηθούσα να βρουν πελάτες νέους. Άνοιξα τη σακούλα της Samsung με τα φαγητά. Περιείχε χαρτοκουτάκια με κρέας, σαλατούλα, γλυκάκι, ένα μπισκότο κι ένα σοκολατένιο κέικ. Ήταν αναπάντεχα καλές μπουκιές, και γέμισα τον τόπο ψίχουλα χωρίς τύψεις, και μετά έμεινα λίγο ακόμα καθισμένος στη μοκέτα και κοίταζα τους ανθρώπους. Ένας άλλος ήρθε και κάθισε δίπλα μου και άνοιξε το λάπτοπ του, πολύ αγχωμένος, γιατί δεν έβρισκε το Wi-Fi. Του είπα να το απενεργοποιήσει και να το επανενεργοποιήσει, και το έκανε, και δούλεψε. Μια γαλήνη τότε με σκέπασε. Μπορεί να ήταν η ευγνωμοσύνη του πανικόβλητου αλλοδαπού, ή το αναπάντεχο φαγάκι, ή η θωπεία ενός φρέσκου γκάτζετ, ή η ανακούφιση του να μπορείς να κάτσεις χάμω μετά από παρατεταμένη ορθοστασία σε ουρές και γωνιές που πιάνει το wi-fi. Σχεδόν με πήρε ο ύπνος, καθώς χάζευα τους ανθρώπους να πηγαινοέρχονται, στόχους και φορείς, θύματα και θύτες του μάρκετινγκ, του λόγου για τον οποίο βρισκόμασταν όλοι μαζί εκεί.
Πέρασε κάμποση ώρα.
Πλήρης και χορτάτος από όλα, σηκώθηκα από τη μοκέτα, και βγήκα στη νύχτα.
[field id=”2″]