Αν φτάσει 2030 και είμαστε ακόμα εδώ και είμαστε ολόιδιοι όπως ήμασταν το 2013, θα θυμώσω. Έξω φρενών, έξαλλος θα είμαι. Έχουνε περάσει δεκαετίες πια από την ανακάλυψη των ημιαγωγών, δεκαετίες από την εμφάνιση των προσωπικών ηλεκτρονικών υπολογιστών, δεκαετίες από την εμφάνιση του ίντερνετ, κι ακόμα η τεχνολογία είναι κάτι που κατά κύριο λόγο επηρεάζει την ζωή του Homo sapiens απ’ έξω. Θέλω να πω, έξω από το δέρμα του. Από μακριά. Κατασκευάζουμε πράγματα που μας δίνουν τη δυνατότητα να γινόμαστε καλύτεροι, αλλά τα κατασκευάζουμε ως εξωτερικά περιφερειακά γκάτζετς. Βεβαίως, τα φέρνουμε όλο και πιο κοντά. Κάποτε ήταν κλεισμένα σε δωμάτια. Μετά τα φέραμε πάνω στο τραπέζι μας. Μετά μπορέσαμε να τα ακουμπήσουμε στα γόνατά μας. Τώρα τα έχουμε μέσα στην τσέπη. Αλλά εγώ ανυπομονώ για το μετά. Πότε θα τα φέρουμε ακόμα πιο κοντά; Πότε θα τα βάλουμε απομέσα;
Εμφανίζεται, απ΄ό,τι φαίνεται, ένα ακόμα στάδιο στην πορεία προς εκείνη την αναπόφευκτη κατάληξη.
Υπάρχουν μερικές σημαντικές διαφορές ανάμεσα στα πολλά γκάτζετς που δοκιμάζω συχνά-πυκνά, και σ’ αυτό για το οποίο θα σου γράψω εδώ παρακάτω. Συγκεκριμένα δύο:
1) Ετούτο δεν πωλείται στα καταστήματα, και πιθανότατα δεν πρόκειται ποτέ να βγει στην αγορά.
2) Ετούτο φοριέται. Στη μάπα.
Α, όχι, λάθος. Υπάρχει και μια τρίτη:
3) Ετούτο κάνει όποιον το φοράει να χαμογελά ανεξέλεγκτα για σημαντικό χρονικό διάστημα, σα να βλέπει για πρώτη φορά κάτι που εντελώς ασυναίσθητα καταλαβαίνει ότι είναι σημαντικό, εκπληκτικό και αναπάντεχο.
Κυρίες και κύριοι, αυτό είναι το review του Google Glass.
1. Τι είναι
Για όποιον δεν ξέρει: Το Google Glass είναι μια συσκευή που φοριέται στο κεφάλι, σα γυαλιά, αλλά αντί για γυάλινους φακούς έχει μόνο ένα παραλληλόγραμμο διάφανο πρίσμα που εξέχει μπροστά από το δεξί μάτι. Μέσα του προβάλλεται η εικόνα μια οθόνης η οποία -όταν ρυθμίσεις σωστά το μαραφέτι στο πρόσωπό σου- μοιάζει να στέκεται στον αέρα, λίγα εκατοστά από τα μάτια σου. Ο δεξιός πλαστικός βραχίονας της συσκευής έχει μέσα μια κάμερα, τη μπαταρία και τα ηλεκτρονικά εντόσθια, ενώ η επιφάνειά του είναι επιφάνεια αφής -καταλαβαίνει τα χάδια και τα πατήματα από τα δάχτυλά σου, όταν το φοράς.
Αυτά διαβάζονται λίγο αφηρημένα και περίεργα οπότε ας δούμε ένα βίντεο που τα εξηγεί καλύτερα. Ο κύριος Σεργκέι Μπριν στο TED:
[field id=”1″]
Το λοιπόν, το Glass είναι ένα πολυετές σχέδιο της Google το οποίο βρίσκεται ακόμα στο στάδιο της ανάπτυξης, δεν έχει τελειώσει, το ψάχνουνε εδώ και χρόνια το θέμα και το μελετάνε. Ο σκοπός είναι να φτιάξουν έναν τρόπο με τον οποίο κάποιος θα μπορεί να έχει πρόσβαση στις πληροφορίες που χρειάζεται (και τις υπηρεσίες της Google) χωρίς να χρησιμοποιεί μια συσκευή με τα χέρια, όσο πιο φυσικά και ανώδυνα γίνεται.
[motto_right]
Αν το Google Glass έβγαινε αύριο στην αγορά έτσι όπως είναι σήμερα, με τέτοια τιμή, θα πάτωνε. Αν έβγαινε στη μισή τιμή, θα πάτωνε επίσης. Αν έβγαινε στο εν τέταρτο της τιμής, κατά τη γνώμη μου πάλι θα πάτωνε.
[/motto_right]
Αυτά τα γυαλιά που είδες να φοράει ο Μπριν στο βίντεο και πιο πάνω στη φωτογραφία πάνω στο τραπέζι μου είναι μια beta -ή μάλλον, ούτε καν beta, μια alpha- δοκιμαστική εκδοχή αυτής της ιδέας. Για πολύ καιρό τα δοκίμαζαν μόνο εντός της Google, αλλά πριν από μερικούς μήνες ξεκίνησε ένα πρόγραμμα που το λένε Explorer, το οποίο δίνει τη δυνατότητα σε ανθρώπους επιλεγμένους από τη Google να αγοράσουν έναντι το αδρού αντιτίμου των 1600 δολαρίων και να δοκιμάσουν αυτό το πρωτότυπο στην κανονική τους ζωή. Υπάρχουν αυτή τη στιγμή περίπου πέντε χιλιάδες τέτοιοι “explorers” που τα χρησιμοποιούν, το λοιπόν, κι έτυχε ένας από αυτούς να είναι ο καλός αναγνώστης Γιώργος Αχιλιάς, εκ Νέας Υόρκης ορμώμενος, ο οποίος με το που ήρθε για Χριστουγεννιάτικες διακοπές στην πατρίδα μου πρότεινε να μου παραχωρήσει το ζευγάρι του για να το δοκιμάσω για μια εβδομάδα.
(Πες ένα ευχαριστώ στο Γιώργο, τώρα)
Έτσι τις προηγούμενες ημέρες κυκλοφόρησα στην αρωματισμένη από τοξικές αναθυμιάσεις τζακιών παγωμένη πόλη μας, φορώντας αυτό το μαραφέτι στο μούτρο μου. Είδα και διαπίστωσα πολλά και ενδιαφέροντα πράγματα.
2. Πώς λειτουργεί
Το Google Glass δεν είναι ένα κινητό τηλέφωνο που το φοράς στο κεφάλι, δεν παίρνει κάρτα SIM, και κατά συνέπεια εξαρτάται από εξωτερικούς παράγοντες για να είναι χρήσιμο. Οποιαδήποτε ρύθμιση αφορά τα contacts, τα apps ή και τη Wi-Fi σύνδεση του Glass γίνεται αποκλειστικά μέσω κινητού ή υπολογιστή -η ίδια η συσκευή μπορεί να κάνει ελάχιστα πράγματα από μόνη της.
Την πρώτη φορά που το ανάβεις, το λοιπόν, πρέπει να το συνδέσεις με το λογαριασμό σου στο Google. Το ελληνικό Google Play δεν έχει την εφαρμογή MyGlass, οπότε βρήκα από κάπου το .apk και το φόρτωσα πλαγίως σε ένα Samsung Galaxy S4 για να γίνει η δουλειά. Είναι σημαντικό το ότι το Glass είναι πολύ πιο χρήσιμο όταν συνδέεται με Android κινητό. Η εφαρμογή ακόμα δεν υπάρχει για iOS, και συνδέοντάς το με το iPhone είναι πολύ λιγότερα τα πράγματα που κάνει. Μεγάλο θέμα αυτό.
Αφού λοιπόν φόρεσα το μαραφέτι, έκανα log-in στο app, συνέδεσα τις δύο συσκευές μεταξύ τους, και ακολούθησα τις οδηγίες για να μπω και στο Wi-Fi, σηκώθηκα για να κάνω μια βόλτα, περιμένωντας μια ζαλάδα, μια περίοδο προσαρμογής στο να περπατάς με ένα διάφανο γυαλάκι που σου δείχνει πράγματα μπροστά στο μάτι.
Καμία ζαλάδα. Μηδενική περίοδος προσαρμογής.
Μέσα σε λίγα λεπτά έχεις συνηθίσει το βάρος αυτού του πράγματος στο κεφάλι, και μέσα σε λίγα ακόμα έχεις σχεδόν ξεχάσει ότι το φοράς. Να πω εδώ ότι εγώ φοράω γυαλιά μυωπίας στο κεφάλι μου εδώ και σχεδόν τριάντα χρόνια, οπότε έχω συνηθίσει το βάρος και την αίσθηση ενός ξένου σώματος που αναπαύεται σε εξογκώματα του κεφαλιού μου. Είμαι επίσης τυχερός επειδή το σχήμα των γυαλιών μου επιτρέπει στο Glass να κάθεται από πάνω τους βολικά, και έτσι το γυαλάκι με την οθόνη να είναι στο σωστό σημείο μπροστά από το μάτι μου, οπότε τα φορούσα και τα δύο ταυτόχρονα. Άλλοι με γυαλιά διαφορετικού μεγέθους ή σχήματος που δοκίμασαν τη συσκευή δυσκολεύτηκαν να την κάνουν να κάτσει σωστά στο πρόσωπό τους. Άνθρωποι που δεν φορούν καθόλου γυαλιά, δε, μπορεί να χρειαστούν λίγο περισσότερο χρόνο να συνηθίσουν ένα πράγμα καβαλημένο στη μούρη τους όλη την ώρα.
Εφόσον βρεις τον τρόπο και τη βολική θέση, ωστόσο, το Glass στέκεται μια χαρά χωρίς να ενοχλεί τη φυσιολογική καθημερινή δραστηριότητα. Το οπτικό πεδίο είναι σχετικά ελεύθερο, με μια μικρή θολούρα πάνω δεξιά πάντως, που σύντομα ξεχνάς να παρατηρείς.
[motto_left]
Τα περισσότερα από τα πιο απλά πράγματα που κάνει ένα smartphone, το Google Glass αδυνατεί να τα υλοποιήσει. Τα πράγματα που μπορεί να κάνει είναι λίγα και πολύ συγκεκριμένα.
[/motto_left]
Αυτά, βεβαίως, όταν η οθόνη είναι σβηστή -πράγμα που ισχύει συνήθως. Χτυπώντας το δάχτυλο απαλά στο βραχίονα (που, είπαμε, είναι επιφάνεια αφής) ή σηκώνοντας το κεφάλι 30 μοίρες προς τα πάνω, η οθόνη ανάβει, και σου δείχνει δύο πράγματα: Την ώρα και τη φράση “OK Glass” μέσα σε εισαγωγικά. Υπάρχουν δύο τρόποι να πλοηγηθεί κανείς στο μενού και τα apps του Glass, και οι δύο ατελείς. Μπορείς να χρησιμοποιήσεις την επιφάνεια του βραχίονα για να “σκρολάρεις” διαφορετικές οθόνες δεξιά-αριστερά, να χτυπάς το βραχίονα για να επιλέξεις κάτι από αυτά που βλέπεις, και να “σκρολάρεις” προς τα κάτω για να πας στην προηγούμενη οθόνη, ή μπορείς να πεις δυνατά “ΟΚ Glass” για να ενεργοποιήσεις το φωνητικό μενού.
Το Glass έχει ένα μικρόφωνο που ακούει τις λέξεις αυτού που το φοράει -και, από ό,τι αποδεικνύεται, και άλλων- και μια συγκεκριμένη σειρά από εντολές που καταλαβαίνει. Η αναγνώριση φωνής είναι αρκετά αποτελεσματική, αλλά πολύ συγκεκριμένη: Μπορείς να του πεις “OK Glass, take a picture” με οποιαδήποτε προφορά, ακόμα και με την πιο ελληναράδικη που έχεις, και θα σε καταλάβει, και θα τραβήξει μια φωτογραφία. Αλλά αν του πεις “OK Glass, take a photo”, δεν θα κάνει τίποτα, ακόμα κι αν το πεις με οξφορδιανά εγγλέζικα σα να είσαι ο Μπένεντικτ Θάντερκατς πως τον λένε. Επίσης, υπάρχει μία εντολή στην οποία αντιμετώπισα πρόβλημα και δεν μπορούσα με τίποτα να το κάνω να με ακούσει, κι η εντολή αυτή ήταν “Google”. Πέρασα μαγικές στιγμές λέγοντας σε διάφορες εντάσεις και με διάφορους τρόπους (τελικά υπάρχουν πολλοί) “ΓκουκλγκουγκλγκουγκλΓΚΟΥΓΚΛ”, μόνος σε ένα δωμάτιο, τόσο ανυπέρβλητα γελοίος. Όταν με το καλό το κατάφερνα, βεβαίως, και εφόσον η ερώτησή μου ήταν στα αγγλικά, η απάντηση που μου έφερνε ήταν αναπάντεχα χρήσιμη, γιατί δεν ήταν σαν τα αποτελέσματα αναζήτησης που σου φέρνει το Google στο web -δηλαδή websites που περιέχουν την απάντηση-, αλλά η απάντηση η ίδια. “When did Pompeii explode”, ρώτησα -που αν το καλοσκεφτείς είναι λάθος-, “79” μου απάντησε. Πολύ έξυπνο.
Εκτός από μικρόφωνο η συσκευή έχει και ένα ηχειάκι το οποίο βγάζει τον ήχο κατευθείαν στο κόκκαλο πίσω από το αυτί, ώστε να μην ακούνε οι άλλοι αλλά εσύ να ακούς κανονικά. Μπορείς να το βάλεις να σου διαβάζει notifications (καλή τύχη αν είναι στα ελληνικά), ή να ακούσεις να σου λέει τις οδηγίες πλοήγησης -ακριβώς όπως στις λέει και το Google Maps.
Βεβαίως τελικά την περισσότερη ώρα ασχολίας με το Glass θα την περάσεις χαϊδεύοντας το βραχίονα, ο οποίος -αφού τον συνηθίσεις- είναι ένας σχετικά αποτελεσματικός τρόπος να πηγαινοέρχεσαι στα μενού. Ωστόσο μην ξεχνάμε ότι μιλάμε για μια μακρόστενη μικρή επιφάνεια, ενώ η οθόνη είναι μια επιφάνεια ακόμα μικρότερη. Είναι ελάχιστα τα πράγματα που μπορεί να δει κανείς με το Glass, και γι’ αυτό τα βασικότερα settings ρυθμίζονται με το κινητό ή στο web. Η εφαρμογή MyGlass και το glass.google.com σου επιτρέπουν να διαλέξεις ποια apps θα τρέχουν στη συσκευή, ποια contacts θα είναι διαθέσιμα για να τους στέλνεις πράγματα (φωτογραφίες, emails) και να κάνετε hangouts και τα δίκτυα Wi-Fi που είναι διαθέσιμα. Το MyGlass σου επιτρέπει να κάνεις και screencast την οθόνη που κοιτάς στο πρισματάκι στο κινητό, πράγμα που θα χρησιμοποιήσω παρακάτω.
Το λοιπόν, κουβεντιάσαμε για το τι πράγμα είναι ετούτο εδώ, κατάλαβες πώς λειτουργεί και πώς φοριέται, τώρα ήρθε η ώρα να πούμε το κρίσιμο και πολύ σημαντικό: Τι το κάνεις;
3. Τι το κάνεις
Όσο πολυθρύλητες και χιλιοτραγουδισμένες κι αν είναι οι παρουσιάσεις συσκευών που έκανε ο Στιβ Τζομπς της Apple, δεν πλησιάζουν καν την πιο εντυπωσιακή παρουσίαση νέου προϊόντος που έχει γίνει ποτέ στο χώρο της τεχνολογίας. Συνέβη πέρυσι το καλοκαίρι στο Σαν Φρανσίσκο, σε εκδήλωση της Google για τους developers στην οποία παρουσιάζονταν διάφορες συσκευές και νέες εκδόσεις υπηρεσιών και software. Ανάμεσα σ’ αυτές, μεσολάβησε ένα μικρό happening με θέμα το Google Glass. Κάποια στιγμή βγήκε στη σκηνή ο Σεργκέι ο Μπριν ο προαναφερθείς, και αυτό που ακολούθησε δεν περιγράφεται εύκολα με λόγια, δες:
[field id=”2″]
Βλέποντας τέτοια πράγματα, όπως καταλαβαίνεις, σου ανοίγει η όρεξη. Και, όπως γίνεται συνήθως, η πραγματικότητα είναι λίγο πιο πεζή από τα βίντεο που βλέπουμε στο YouTube.
Υπάρχουν πάρα, πάρα πολλά πράγματα που το Google Glass δεν τα κάνει. Δεν μπορεί να σου δείξει τα emails σου ολόκληρα, ας πούμε. Ο web browser που διαθέτει είναι “κρυφός” και υποτυπώδης. Δεν σου επιτρέπει να γράψεις ένα tweet ή να κάνεις ένα Facebook update. Δε σ’ αφήνει να ψάξεις όλες τις φωτογραφίες που έχεις τραβήξει. Τα περισσότερα από τα πιο απλά πράγματα που κάνει ένα smartphone, το Google Glass αδυνατεί να τα υλοποιήσει. Τα πράγματα που μπορεί να κάνει είναι λίγα και πολύ συγκεκριμένα.
Το κυριότερο και πιο αναμενόμενο πράγμα που κάνει το Google Glass είναι τα notifications, οι ειδοποιήσεις ότι σε κάποιο app του κινητού κάτι συμβαίνει, ένα καινούριο tweet, ένα post στο Tumblr, ένα email, κάτι. Κυκλοφορείς άνετος φορώντας τα γυαλιά και ξάφνου ακούγεται ένα ελαφρύ και διακριτικό “ντιν” και καταλαβαίνεις ότι κάτι έχει γίνει. Πρόσεξε: Το Glass δεν σου ανάβει την οθόνη κάθε φορά που σου έρχεται notification, κι αυτό δείχνει ότι έχει τρόπους: Δεν υποθέτει ότι επειδή το φοράς στο κεφάλι, είσαι σώνει και καλά διαθέσιμος ανά πάσα στιγμή να σου ανάψει το λαμπάκι μπροστά στο δεξί μάτι. Ακούς το “ντιν” και, αν θέλεις, πατάς το βραχίονα ή σηκώνεις το κεφάλι 30 μοίρες για να δεις το notification.
Το notification έχει αυτή τη μορφή:
Εδώ, παρεμπιπτόντως, βλέπεις το screencast της οθονούλας του Glass στη (σπασμένη, δυστυχώς) οθονάρα του S4.
Ανάλογα με τη φύση του notification μπορείς να κάνεις διάφορα πράγματα (reply, delete, κλπ) πατώντας το βραχίονα και σκρολάροντας ανάμεσα στις επιλογές. Βεβαίως, όπως γίνεται και με τα notifications που παίρνει κανείς στα πρώτα smartwatches, η χρησιμότητα αυτού του πράγματος είναι περιορισμένη. Το Glass σου δείχνει μόνο τον αποστολέα και την αρχή του κειμένου ενός email, για παράδειγμα. Μπορείς μεν να απαντήσεις (στα εγγλέζικα, απαγγέλλοντας την απάντηση και ελπίζοντας να καταλάβει) αλλά αν θέλεις να το διαβάσεις ολόκληρο πρέπει να βγάλεις έξω το κινητό ή να πας στον υπολογιστή.
Τα notifications μπορεί να είναι πιο χρήσιμα όταν προέρχονται από apps. Το CNN και οι New York Times στέλνουν ειδησούλες τις οποίες μπορείς να βλέπεις, και αν στην περίπτωση των Times πρόκειται για κειμενάκια μικρής έκτασης, στο CNN βλέπεις κανονικά βιντεάκια με τις ειδησούλες, κάτι που είναι ό,τι πρέπει αν στέκεσαι σε μια ουρά. Το Field Trip καταλαβαίνει πού βρίσκεσαι και στέλνει tips από διάφορα μέρη του web για σημεία ενδιαφέροντος κοντά σου (εμένα εδώ στην Αθήνα μου έφερνε “μυστικά” του Daily Secret, για παράδειγμα).
Ωστόσο, η χρησιμότητα όλων αυτών των ειδοποιήσεων είναι συζητήσιμη. Πόσο σημαντικό είναι να βλέπεις τις πρώτες λέξεις ενός νέου email ή τα τελευταία mentions του Twitter τη στιγμή που συμβαίνουν μπροστά στο μάτι; Τι θα πάθεις αν περιμένεις μέχρι να ξαναβγάλεις από την τσέπη το κινητό για να τα δεις; Επίσης διαπίστωσα ότι τα notifications στο Glass δεν λειτουργούν και πάρα πολύ καλά. Πολλές φορές εφαρμογές μοιάζουν να παίρνουν έναν υπνάκο και να σταματούν τελείως να στέλνουν ειδοποιήσεις.
Όπως και να ‘χει, μετά από λίγα λεπτά μόνο χρήσης θα διαπιστώσεις ότι η σημαντικότερη χρήση του Glass είναι άλλη.
Οι φωτογραφίες.
Όπως είπαμε παραπάνω, το Google Glass έχει δίπλα από το πρίσμα μια φωτογραφική μηχανή που κοιτάζει εκεί που κοιτάζει και το βλέμμα σου, μπροστά. Αυτό είναι το πιο εντυπωσιακό, χρήσιμο, ύποπτο και κάπως creepy χαρακτηριστικό της συσκευής. Με δυο δαχτυλιές στο βραχίονα ή με δυο φράσεις στον αγέρα μπορείς να φωτογραφήσεις αυτό που κοιτάς, χωρίς να ακουστεί “κλικ” -από τους άλλους- και χωρίς να ανάψει κανένα κόκκινο φωτάκι. Είναι η χαρά του voyeur, η νιρβάνα του stalker, ο εφιάλτης της γυναίκας που δε θυμόταν ότι η φούστα που φόρεσε σήμερα ήταν τελικά τόσο κοντή. Το Google Glass είναι ένας καταπληκτικός τρόπος να τραβάει κανείς φωτογραφίες ή βίντεο στο δρόμο, με ή χωρίς χέρια. Είναι μια διαδικασία πάρα πολύ εύκολη και ανώδυνη, οι φωτογραφίες και τα βίντεο είναι αναπάντεχα αξιοπρεπούς ποιότητας, αποθηκεύονται αυτόματα στο Google+ (φυσικά privately) χωρίς να κάνει κανείς τίποτα και, εφόσον δεν περάσουν μερικές ημέρες και εξαφανιστούν από το μενού της συσκευής, μπορεί κανείς να τις στείλει στο Google+ κάποιου από τα contacts ή να τις ποστάρει στο Twitter, το Facebook ή το Tumblr.
Εδώ, μια φωτογραφία που τράβηξα σε πλήρη ανάλυση, για να δεις ποιότητα (πάτα για μεγαλύτερη):
Κανένας συνεπιβάτης δεν πήρε χαμπάρι ότι εγώ εδώ βγάζω φωτογραφία:
Ετούτη την εικόνα μόλις την τράβηξα την ανέβασα επιτόπου με δυο πατήματα στο κατάλληλο Tumblr:
Κάτι πολύ σημαντικό, δε: Για να τραβήξεις selfie με το Google Glass, χρειάζεσαι καθρέφτη:
Μπορείς να δεις περισσότερες φωτογραφίες και μερικά βιντεάκια που τράβηξα με το Glass στο Google+.
Τα της εμπειρίας μου στον έξω κόσμο με το μαραφέτι στο κεφάλι θα τα γράψω παρακάτω, αλλά επίτρεψέ μου εδώ να γράψω για ένα άλλο περιβάλλον στο οποίο το Google Glass έχει ενδιαφέρουσα χρησιμότητα: Στο αυτοκίνητο. Ούτε εγώ περίμενα ότι θα με βόλευε να οδηγώ φορώντας τα, αλλά οδηγείς μια χαρά, το γυαλί στο μάτι δεν ενοχλεί καθόλου, μπορείς ακόμα και notifications να βλέπεις φευγαλέα, και δεν αισθάνεσαι ότι κινδυνεύεις καθόλου, ακόμα κι όταν παίζεις, αναπόφευκτα, με τις φωτογραφίες και τα βίντεο. Η χρήση ως hands free όταν έχεις κλήση είναι επίσης ενδιαφέρουσα ως ιδέα (δεν το δοκίμασα), ενώ μπαίνοντας σε ένα hangout μπορείς να δείξεις σε κάποιον αυτόματα και live ότι να, αλήθεια λες, είσαι κολλημένος στην κίνηση.
[motto_right]
To Google Glass μέσα από το πρίσμα του σου δείχνει κάτι πολύ πιο σημαντικό από notifications και φωτογραφίες: Σου δείχνει μια ματιά από το μέλλον.
[/motto_right]
Ακόμα πιο χρήσιμο, βέβαια, είναι το navigation της συσκευής, η οποία έχει μεν GPS αλλά χρειάζεται να είναι συνδεδεμένη με το Android για να σου δώσει τις λεπτομερείς κατευθύνσεις. Το navigation λειτουργεί ακριβώς όπως του Google Maps: Μια κυρία σου λέει πού να στρίψεις και πότε, ενώ η οθόνη εμφανίζει ένα λοξό χάρτη με ένα μέρος της διαδρομής. H οθόνη δεν είναι διαρκώς αναμμένη με το χάρτη στο μάτι σου, προφανώς για να μην αφαιρείσαι από το δρόμο. Ανάβει μόνο όταν πρέπει, λίγο πριν στρίψεις ας πούμε. Το όλο σύστημα λειτουργεί πάρα πολύ καλά και θα ήταν πάρα πολύ χρήσιμο αν δεν ζούσαμε σε χώρα η επίσημη γλώσσα της οποίας δεν είναι τα εγγλέζικα.
Το πρόβλημα με το navigation είναι πως η αναζήτηση προορισμού γίνεται αποκλειστικά με φωνητική αναγνώριση, και έτσι είναι εντελώς αδύνατο να αναζητήσεις τοποθεσίες που έχουν ελληνικό όνομα. Αν πας να του πεις “λεωφόρος Κηφισίας” ή “Μαρούσι” φέξε μου και γλίστρησα, θα μαντέψει ότι ψάχνεις κάτι εντελώς διαφορετικό με ακρίβεια που θυμίζει ωτοκορέκτ του iPhone, και θα σου προτείνει προορισμούς κωμικά άσχετους. Για κάποιο λόγο δεν θυμόταν ούτε πού είναι το “work” μου, παρ’ όλο που σε όλες τις άλλες συσκευές μου το Google, πια, ξέρει. Μόνο όταν χρειάστηκε να πάω σε μέρος που είχε εντελώς εγγλέζικο όνομα λειτούργησε το σύστημα στην εντέλεια. Είπα “OK Glass, get directions to whats its name”, το κατάλαβε, και με οδήγησε ολόσωστα. Ήταν τόσο ωραία και βολική η εμπειρία που άρχισα να σκέφτομαι κι άλλα μέρη με εγγλέζικα ονόματα για να με πάει.
Υπάρχουν κι άλλα apps για το Glass που έχουν ενδιαφέρον, άλλα για ποδηλάτες, άλλα για δρομείς, άλλα για μαγειρική, και όλα με τον ένα ή τον άλλο τρόπο προσπαθούν να εκμεταλλευτούν τη θέση της συσκευής στο πρόσωπο του χρήστη και τη δυνατότητα να χρησιμοποιείται χωρίς χέρια για να δώσουν μια εμπειρία και μια υπηρεσία που δεν μπορεί να βρει κανείς στο κινητό του. Δεν πρόλαβα να τις δοκιμάσω όλες, αλλά θα σου δείξω μια ιδέα για το τι μπορεί να κάνει αυτό το μαραφέτι ως εξής:
Λοιπόν, ας δούμε λίγο τι κοιτάμε στην παραπάνω φωτογραφία. Αριστερά, το πράγμα με τις λευκές τρίχες που πετάγονται είναι το κεφάλι μου. Βλέπεις μιαν ιδέα από την ακρούλα της οθόνης του Google Glass που κοιτάζω, η οποία δείχνει το βιβλίο που βρίσκεται στο τραπέζι. Κοιτάω το βιβλίο μέσα από ένα app που λέγεται Word Lens το οποίο σου ζητάει να κοιτάξεις ένα κείμενο και μετά να κρατήσεις το κεφάλι σου εντελώς ακίνητο για λίγο. Βλέπεις τον τίτλο του βιβλίου. Το ενδιαφέρον είναι ότι εγώ μέσα από την οθόνη μου δεν βλέπω τον ίδιο τίτλο. Δίπλα, στο κινητό που κάνει screencast την οθόνη μου, βλέπεις τι βλέπω. Βλέπω τον τίτλο του βιβλίου μεταφρασμένο στα γερμανικά.
Το κατάλαβες;
Αυτό το app σου επιτρέπει να κοιτάξεις οποιοδήποτε κείμενο γραμμένο με μεγάλα, ευανάγνωστα γράμματα, και στο μεταφράζει επί τόπου και αυτόματα στη γλώσσα που επιλέγεις (πατώντας και σκρολάροντας στο βραχίονα) πάνω στην ίδια την εικόνα που κοιτούσες. Κοίτα, αριστερά το βιβλίο, δεξιά το βιβλίο όπως το βλέπω στην οθόνη του Glass:
To Word Lens, οι φωτογραφίες και το βίντεο, η εύκολη πλοήγηση, και εκείνος ο αυθόρμητος ενθουσιασμός όταν το φοράς και βλέπεις την οθονούλα να αιωρείται μπροστά στα μάτια σου για πρώτη φορά είναι τα πράγματα που με έκαναν να απολαύσω αυτή την εβδομάδα με το Google Glass. Αυτά, όμως, είναι μόνο ένα μέρος της ιστορίας. Είναι ωραία, είναι ενδιαφέροντα, αλλά η πραγματική χρησιμότητά τους είναι συζητήσιμη. Υπάρχουν παρα πολλά σημαντικά πράγματα που η συσκευή δεν μπορεί να κάνει, και υπάρχει και ένας άλλος, πάρα πολύ σημαντικός παράγοντας που, ακόμα κι αν κάποιος αποφασίσει πως αυτά που κάνει είναι αρκετά και χρήσιμα, δεν μπορεί να τον παραβλέψει:
Φοριέται. Στη μάπα.
Το Google Glass το φοράς στη μούρη σου. Δεν είναι μικρό και διακριτικό ή αόρατο. Το βλέπουν όλοι. Σε κοιτάζουν και το βλέπουν. Φορώντας το είσαι αναπόφευκτα γραφικός, κραυγαλέος και γελοίος. Τι συνέπειες έχει αυτό; Πως σε αντιμετωπίζει κάποιος όταν τον πλησιάζεις φορώντας ένα τέτοιο πράγμα; Πώς σε κοιτάζει όταν κάθεσαι δίπλα του, όταν κοιτάζεις προς το μέρος του, ίσως βιντεοσκοπώντας τον, ίσως τραβώντας τον φωτογραφία, ίσως χαζεύοντας στο CNN, ίσως προσπαθώντας να μεταφράσεις τη στάμπα του t-shirt του;
Για να τα διαπιστώσω όλα αυτά, φόρεσα το Glass και βγήκα βόλτα στην Αθήνα.
4. Όταν το έβγαλα έξω
Πριν από λίγο καιρό ο καλός συγγραφέας Γκάρι Στάινγκαρτ έγραψε στον New Yorker για την εμπειρία του με το Google Glass έξω στον πραγματικό κόσμο. Έφτιαξε και ένα σχετικό βίντεο:
[field id=”3″]
Αυτό περίμενα να συμβεί όταν θα έβγαινα στους δρόμους με ένα τέτοιο μαραφέτι φορεμένο πάνω από τα κανονικά μου γυαλιά: Να με κοιτάνε σα cyborg, σα να έχω έρθει από το 2030 ή από άλλο πλανήτη, σα κάτι αλλόκοτο και εξωγήινο, σα τρομερό μα συναρπαστικό συνάμα.
Περπάτησα στους δρόμους στα Πετράλωνα και στην Πανεπιστημίου και στο Γκάζι και στην Ομόνοια και στην Ακαδημίας και στο Σύνταγμα και στο Μοναστηράκι και μέχρι το Θησείο. Μπήκα σε δύο συρμούς του ηλεκτρικού και σε δύο συρμούς του μετρό. Μίλησα με δύο περιπτεράδες, έναν υπάλληλο καφεκοπτείου. Έβγαλα φωτογραφίες ανάμεσα στους ανθρώπους, όπως είδες παραπάνω. Με άκουσαν να λέω “OK Glass”. Περπάτησα ανάμεσά τους, ως ένας από αυτούς, μα πιο εξελιγμένος.
Και δεν πήρε χαμπάρι κανένας τίποτα.
Δεν μου είπε κανείς κουβέντα.
Δεν με ρώτησε κανείς το οτιδήποτε.
Δεν σταμάτησε ούτε ένας να μου πει “τι είναι αυτό” ή “α, αυτό είναι το Google Glass”.
Κανένας. Τίποτα.
Μόνο όταν πήγα σε μια εκδήλωση εταιρείας τηλεφωνίας κόσμος κοίταζε τη μούρη μου και καταλάβαινε τι είναι αυτό που βλέπει, και ρώταγε ερωτήσεις, και ζητούσε να το δοκιμάσει. Μόνο στο γραφείο μου έρχονταν άνθρωποι από το διπλανό co-working space επειδή “άκουσαν ότι το έχω”. Ο γενικός πληθυσμός εκεί έξω, η πραγματική Ελλάδα, αδιαφόρησε παγερά. Φταίει το μνημόνιο; Ότι ο κόσμος έχει σκοτούρες άλλες, σιγά μην κάτσει να ασχοληθεί με το τι κουβαλάει στα μούτρα του ο πάσα ένας; Ότι κανείς δεν ξέρει τι είναι το Google Glass εδώ στην Ελλάδα, ή ότι είμαστε υπερβολικά κλειστοί και επιφυλακτικοί για να πιάσουμε κουβέντα με έναν ξένο για κάτι αλλόκοτο που εξέχει από τη φάτσα του;
Δεν έχω ιδέα. Αλλού, ωστόσο, γίνεται ολόκληρη συζήτηση για το αν πρέπει αυτά τα αντικείμενα να επιτρέπονται σε εστιατόρια, ή ποια είναι η etiquette στα δημόσια ουρητήρια. Εδώ Explorers δεν έχουμε, ούτε και 1600 δολάρια για Glass έχουμε, το μόνο που έχουμε είναι προβλήματα σοβαρότερα, αλλά από την άλλη, το ότι είμαστε τόσο μακριά κι αποκομμένοι από τα μέρη όπου υπάρχουν Glassholes και όπου παράγεται τεχνολογία και αληθινή καινοτομία και εξέλιξη και τα αντικείμενα που θα μπορούμε να αγοράσουμε μόνο στο απώτερο μέλλον για να γίνουμε καλύτερα όντα, ε, είναι μέρος του προβλήματος, έκφανσή του, σύμπτωμά του και αιτία για τα προβλήματα τα επόμενα, τα αναπόφευκτα, τα σοβαρότερα.
Γιατί το Google Glass είναι σημαντικό πράγμα. Όχι ως αντικείμενο καθεαυτό: Ως προϊόν είναι ημιτελές, ελάχιστα χρήσιμο, υπερβολικά μπελαλίδικο, όχι πολύ εύχρηστο. Και πανάκριβο. Αν έβγαινε αύριο στην αγορά έτσι, με τέτοια τιμή, θα πάτωνε. Αν έβγαινε στη μισή τιμή, θα πάτωνε επίσης. Αν έβγαινε στο εν τέταρτο της τιμής, κατά τη γνώμη μου πάλι θα πάτωνε. Κανείς δεν το χρειάζεται πραγματικά αυτό το πράγμα στη μούρη του σήμερα. Αλλά δεν έχει σημασία, δεν είναι αυτός ο ρόλος του, είπαμε: Είναι alpha version ενός πράγματος που θα έρθει στο μέλλον. Μια πρόγευση ενός προϊόντος άλλου, καλύτερου, που θα μετατρέπει την ίδια την αίσθηση της όρασης σε κάτι πιο πλούσιο και ουσιαστικό. Φαντάσου ένα ζευγάρι φακούς επαφής, ας πούμε, που δεν διορθώνουν μόνο τη μυωπία, αλλά σου δείχνουν πράγματα για τον κόσμο γύρω σου, μεταφρασμένες πινακίδες δρόμων, πληροφορίες για τοποθεσίες, προτάσεις για εστιατόρια, όλα όσα προσπαθεί κάπως αδέξια να μας δείξει το Google Glass τώρα, και πολλά περισσότερα. Ή φαντάσου αντίστοιχη πληροφορία, το δισέγγονο του Google Now, να προβάλλεται σε οποιαδήποτε επιφάνεια τη χρειάζεσαι, στο παρμπρίζ του αυτοκινήτου, στα γυαλιά μυωπίας ή ηλίου, οπουδήποτε. Γι’ αυτό μου άρεσε. Το ίδιο δε με νοιάζει καθόλου. Από τότε που το φόρεσα, όμως, σκέφτομαι πώς θα είναι ο απόγονός του το 2030, και οι ελπίδες μου αναζωπυρώνονται.
Γι’ αυτό είναι καταπληκτικό το Google Glass -σε αντίθεση μ’ αυτά τα άχρηστα smartwatches που κυκλοφορούν-, επειδή μέσα από το πρίσμα του σου δείχνει κάτι πολύ πιο σημαντικό από notifications και φωτογραφίες: Σου δείχνει μια ματιά από το μέλλον. Τη δύναμη αυτής της αλήθειας την είδα ζωγραφισμένη στις φάτσες όλων των ανθρώπων στους οποίους το έδωσα για να το δοκιμάσουν ετούτη την εβδομάδα. Είδες μερικές από αυτές στις φωτογραφίες παραπάνω, και μπορεί να κατάλαβες τι εννοώ. Όποιος κι αν ήταν, όποια και αν ήταν η γνώση του ή η επαφή του με την τεχνολογία, τη στιγμή που τοποθετούσε το Google Glass σωστά στο πρόσωπό του, και κατάφερνε να δει την παραλληλόγραμμη οθονούλα να αιωρείται λίγα εκατοστά από το πρόσωπό του, σε κάποιο επίπεδο συνειδητό ή ασυνείδητο, καταλάβαινε.
Και σε όλες –όλες– τις περιπτώσεις, ένα πλατύ χαμόγελο απλωνόταν στα χείλη του.