Έχει αλλάξει τη ζωή δισεκατομμυρίων ανθρώπων δίνοντάς μας άμεση πρόσβαση σε ολόκληρη τη γνώση της ανθρωπότητας και έναν εύκολο και γρήγορο τρόπο να επικοινωνούμε μεταξύ μας από οπουδήποτε. Αλλά ταυτόχρονα το Ίντερνετ αλλάζει τον τρόπο που σκεφτόμαστε και τον τρόπο που λειτουργεί ο ίδιος μας ο εγκέφαλος. Και πολλοί φοβούνται πως μας αλλάζει προς το χειρότερο.
Γράφω αυτό το κείμενο στον υπολογιστή μου, σε ένα παράθυρο του Microsoft Word. Ταυτόχρονα έχω ανοιχτά άλλα δύο παράθυρα του Word, ένα παράθυρο του Adobe Photoshop, τρεις φακέλους του Windows Explorer, ένα iTunes, ένα μTorrent και έναν Mozilla Firefox. Ο Firefox έχει ανοιχτά 19 tabs με websites. Δίπλα μου έχω ένα iPad κι ένα iPhone, το οποίο αναβοσβήνει κάθε φορά που έχω mentions ή retweets στο Twitter.
Τα χρησιμοποιώ όλα αυτά ταυτόχρονα.
Πιθανότατα το ξέρεις το φαινόμενο, ίσως να το ζεις κι εσύ: Το Ίντερνετ και τα τεχνολογικά τσουμπλέκια που κουβαλάμε μας δίνουν τη δυνατότητα να βρίσκουμε πληροφορίες, να παίζουμε και να χαζεύουμε 24 ώρες το 24ωρο, χωρίς διακοπή. Όποια ώρα της ημέρας θέλεις, μπορείς να κοιτάξεις μια οθόνη και να ψάξεις πράγματα που σε ενδιαφέρουν, να επικοινωνήσεις με κάποιον ή να πετάξεις λίγη ώρα ρίχνοντας θυμωμένα πουλιά πάνω σε μοχθηρά πράσινα γουρούνια. Και όλα αυτά μπορείς να τα κάνεις ταυτόχρονα.
(παύση για να δω τα τελευταία tweets για τη Λιβύη)
Το multitasking είναι τρόπος ζωής για ένα ολοένα μεγαλύτερο κομμάτι του ενεργού (και κυρίως του νέου σε ηλικία) πληθυσμού, κι είναι ένα φαινόμενο που οπωσδήποτε έχει συνέπειες στην παραγωγικότητα, την ταχύτητα και την ποιότητα της σκέψης μας. Ακόμα σοβαρότερο: Είναι πλέον αποδεδειγμένο ότι αλλάζει τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί ο εγκέφαλός μας.
Σύμφωνα με τους New York Times ο μέσος άνθρωπος μάθαινε το 2008 τρεις φορές περισσότερες πληροφορίες ημερησίως από ότι ο αντίστοιχος το 1960. Έρευνες έχουν δείξει πως οι άνθρωποι σήμερα καταναλώνουν media περίπου 12 ώρες την ημέρα (πράγμα που σημαίνει ότι συχνά παρακολουθούν ταυτόχρονα διάφορα μέσα –όπως εγώ όταν έβλεπα το Ολυμπιακός-Παναθηναϊκός αγκαλιά με το iPad, για να παρακολουθώ το Twitter).
[motto_left]
Ο Σωκράτης στο «Φαίδρο» του Πλάτωνα, ας πούμε, υποστήριζε ότι η εξάπλωση του γραπτού λόγου είναι κακό πράγμα, εμπόδιο στο δρόμο της αληθινής σοφίας.
[/motto_left]
Και όταν καθόμαστε μπροστά σε έναν υπολογιστή δεν καθόμαστε ήσυχοι: Ο μέσος χρήστης αλλάζει το παράθυρο που βλέπει στον υπολογιστή του κατά μέσο όρο 37 φορές την ώρα. Επισκέπτεται, δε, πάνω-κάτω 40 websites την ημέρα. Είναι μια καταιγίδα πληροφορίας αμφιλεγόμενη. Άλλοι (όπως εγώ) την απολαμβάνουν σε βαθμό παρεξηγήσεως (έρευνες έχουν δείξει ότι κάθε νέο ερέθισμα προκαλεί την έκκριση ντοπαμίνης στον εγκέφαλο –το ίδιο πράγμα που προκαλεί η κοκαΐνη δηλαδή). Άλλοι αισθάνονται να τους καταπιέζει, δυσκολεύονται να τη διαχειριστούν. Το σίγουρο είναι πως πολλοί αμφισβητούν τη χρησιμότητά της: Έρευνες έχουν δείξει ότι άνθρωποι που κάνουν multitasking είναι πιο επιρρεπείς στο στρες, ενώ η αυξημένη παραγωγικότητα που πολλοί νιώθουν ότι έρχεται ως αποτέλεσμα της ενασχόλησής τους με πολλά πράγματα ταυτόχρονα είναι πολύ πιθανό να είναι μύθος. Ο καθηγητής του Στάνφορντ Κλίφορντ Νας δημοσίευσε το 2009 μια έρευνα για το θέμα η οποία έδειξε ότι όσοι κάνουν multitasking είναι εξαιρετικά επιρρεπείς στoυς περισπασμούς και τις άσχετες πληροφορίες που υπάρχουν εκεί έξω –και τελικά το αποτέλεσμα της δουλειάς τους είναι αναπόφευκτα χειρότερο. «Υπάρχει και μια άλλη σημαντική αλλαγή», έγραψε στο περιοδικό του Πανεπιστημίου τον περασμένο Ιανουάριο. «Έχει γίνει απολύτως αποδεκτό στην κουλτούρα μας να καταναλώνουμε media ακόμα και όταν αλληλεπιδρούμε στην πραγματική ζωή. Φοιτητές έρχονται στο γραφείο μου και δεν έχουν κανένα πρόβλημα να στείλουν μηνύματα με το κινητό τους ενώ μιλάμε».
Ο σημαντικότερος και πιο προβεβλημένος πολέμιος της καταιγίδας του multitasking είναι ο Αμερικανός συγγραφέας και δημοσιογράφος Νίκολας Καρ, ο οποίος έγραψε ένα πολυσυζητημένο άρθρο στο περιοδικό The Atlantic το 2008 με τίτλο «Μας κάνει ηλίθιους το Google;». Σ’ αυτό υποστήριζε πως άνθρωποι που περνούν πάρα πολλή ώρα στο Ίντερνετ συνηθίζουν στο να χειρίζονται μια μεγάλη πληθώρα ερεθισμάτων, αλλά χάνουν την ικανότητα να εμβαθύνουν σε συγκεκριμένα πράγματα, κείμενα ή ιδέες. «Το πρόβλημα είναι ότι η επιπόλαιη κατανάλωση πληροφορίας έχει γίνει η κυρίαρχη μορφή σκέψης», έγραψε πέρυσι στο περιοδικό Wired. «Το γρήγορο «ξεφύλλισμα», αυτό που ήταν κάποτε ένα μέσο για να διακρίνουμε ποιες είναι οι πληροφορίες που έχουν σημασία και στη συνέχεια να εμβαθύνουμε σ’ αυτές, έχει γίνει τελικά ο τρόπος με τον οποία επιλέγουμε να ενημερωνόμαστε και να μαθαίνουμε τα πάντα σήμερα». Πριν από λίγους μήνες ο Καρ κυκλοφόρησε ένα βιβλίο πάνω στο ίδιο θέμα (“The Shallows: What the Internet is doing to our brains”) συμπληρώνοντας την ίδια ιδέα με στοιχεία από έρευνες που επιβεβαιώνουν την αλλαγή στη συνδεσμολογία του εγκεφάλου που προκαλεί η ενασχόληση με το Ίντερνετ. Οι έρευνες αυτές είναι αδιάψευστες, βεβαίως (και αναμενόμενες: Κάθε νέο ερέθισμα προκαλεί αλλαγή στη συνδεσμολογία του εγκεφάλου) αλλά το επόμενο βήμα της συλλογιστικής του Καρ, που είναι απαραίτητο για τη συμπλήρωση του επιχειρήματός του, δεν είναι.
Λέει λοιπόν ότι η εμβάθυνση σε ιδέες και η συγκέντρωση είναι απαραίτητα στοιχεία της ανθρώπινης σκέψης, και ότι με την υπερκατανάλωση πληροφοριών ο σύγχρονος άνθρωπος οδηγείται σε ένα γνωστικό αδιέξοδο, καθώς συγκεντρώνει υπερβολικά πολλές πληροφορίες και το μυαλό του δεν προλαβαίνει να τις επεξεργαστεί σωστά.
Αυτό το θέμα χωράει συζήτηση.
[motto_right]
Αν πηδάς από tab σε tab κι από το Angry Birds στο Twitter, κι αν τσεκάρεις τα email σου κάθε τρία λεπτά και το Facebook κάθε πέντε, δεν πειράζει. Ο εγκέφαλός σου δεν θα πάθει τίποτα.
[/motto_right]
Γιατί αφ’ ενός υπάρχουν έρευνες που δείχνουν ξεκάθαρα ότι η ενασχόληση με πολλές αποσπασματικές πληροφορίες (παίζοντας videogames, ας πούμε, ή χρησιμοποιώντας το Ίντερνετ) αυξάνουν τη δυνατότητα του εγκεφάλου να διαχειρίζεται τις πληροφορίες, καθώς το μυαλό μαθαίνει και προσαρμόζεται κατάλληλα. Αφ’ ετέρου, οφείλουμε να εξετάσουμε τί σημαίνει «αποσπασματικές πληροφορίες στο Ίντερνετ». Εγώ μπορεί να περνάω 12-14 ώρες την ημέρα online, αλλά οι περισσότεροι άνθρωποι δεν συμπεριφέρονται με τον ίδιο τρόπο, καθώς οι ζωές και οι δουλειές τους δεν τους το επιτρέπουν. Αντίθετα, αυτό που αντικαθιστούν όλο και περισσότεροι (κυρίως οι νεότεροι) με το Ίντερνετ είναι παθητικές ασχολίες του ελεύθερου χρόνου, όπως η τηλεόραση. Οι Έλληνες βλέπουν σχεδόν τέσσερις ώρες τηλεόραση την ημέρα, ένα διάστημα κατά το οποίο είναι εντελώς παθητικοί δέκτες πληροφορίας, και κατά το οποίο το μυαλό τους λίγο-πολύ κοιμάται. Αντίθετα, όταν κάθονται μπροστά στην οθόνη του υπολογιστή, το μυαλό τους δεν κοιμάται καθόλου –σύμφωνα και με τις έρευνες που επικαλείται ο Νίκολας Καρ- και οι προσλαβάνουσές του πολλαπλασιάζονται. Και δεν χρειάζεται καμία επιστημονική έρευνα για να καταλάβεις ότι το να πηδάς από άρθρο σε βιντεάκι κι από φωτογραφίες σε άλλο άρθρο στο Ίντερνετ είναι απείρως πιο χρήσιμο και παραγωγικό απ’ το να βλέπεις (με προσοχή και συγκέντρωση, όπως θέλει ο Καρ) τούρκικα σίριαλ στην τηλεόραση.
Και υπάρχει και κάτι άλλο πολύ σημαντικό: Ο συγγραφέας και ακαδημαϊκός Κλέι Σίρκι έγραψε ένα βιβλίο («Cognitive Surplus: Creativity and Generosity in a Connected Age») για αυτό που αποκαλεί «γνωστικό πλεόνασμα», την παραγωγή γνώσης από τους καταναλωτές του Ίντερνετ δηλαδή. Όταν βλέπεις τηλεόραση, είσαι ένας παθητικός δέκτης, δεν συνεισφέρεις τίποτα στο προϊόν που καταναλώνεις. Στο Ίντερνετ, αντίθετα, κάθε tweet που γράφεις, κάθε σχόλιο, κάθε φωτογραφία ή βίντεο που ανεβάζεις στο Facebook προσθέτουν στο σύνολο του περιεχομένου, κι έτσι το περιεχόμενο στο Ίντερνετ δεν είναι κάτι στείρο που καταναλώνεις, αλλά κάτι ζωντανό στο οποίο συνεισφέρεις. Το τί κάνει στον εγκέφαλο αυτή η συνεισφορά δεν είναι ασήμαντο και δεν μπορεί να περάσει απαρατήρητο.
Τέτοια κινδυνολογία σαν του Καρ και όλων όσοι φοβούνται το Ίντερνετ έχει στη ρίζα της το φόβο για το καινούριο και το διαφορετικό. Ο Σωκράτης στο «Φαίδρο» του Πλάτωνα, ας πούμε, υποστήριζε ότι η εξάπλωση του γραπτού λόγου είναι κακό πράγμα, εμπόδιο στο δρόμο της αληθινής σοφίας, γιατί «τα γράμματα θα προκαλέσουν λήθη στις ψυχές όσων θα τα μάθουν, εφόσον οι ίδιοι δεν θα φροντίζουν για την άσκηση της μνήμης τους, μια και, αποκτώντας εμπιστοσύνη στη γραφή, θα φέρνουν τα πράγματα στο μυαλό τους όχι από μόνοι τους, από μέσα τους, αλλά απ’ έξω, διαμέσου ξένων σημείων». Αντίστοιχες αντιδράσεις υπήρξαν μετά την ανακάλυψη της τυπογραφίας ή της τηλεόρασης. Είναι στη φύση μας να αντιδρούμε σε οτιδήποτε αλλάζει τον τρόπο που ξέρουμε και έχουμε συνηθίσει, και συνήθως είναι πολύ εύκολο να αιτιολογήσουμε το φόβο μας με επιχειρήματα.
Αλλά στη συγκεκριμένη περίπτωση αυτό που πρέπει να μας καθησυχάζει βρίσκεται πολύ κοντά, ακριβώς πίσω από τα μάτια με τα οποία διαβάζεις αυτό το άρθρο. Όπως έγραψε ο νευροβιολόγος Κόλιν Μπλέικμορ στον Guardian: «Το μυαλό μας είναι εξαιρετικά ευέλικτο στο να χρησιμοποιεί ανενεργούς νευρώνες και στο να δημιουργεί νέες συνάψεις ανάμεσά τους. Αν και γενετικά έχουμε μείνει ολόιδιοι εδώ και περίπου 250.000 χρόνια, οι εγκέφαλοί μας έχουν εξελιχθεί ραγδαία. Πριν από 5000 χρόνια ανακαλύψαμε τη γραφή και την ανάγνωση, πριν από 3000 τη λογική σκέψη, πριν από 500 χρόνια την επιστήμη. Αυτά τα κάναμε με τα ίδια γονίδια –αλλά με ένα «πλαστικό» μυαλό που επιτρέπει στους ανθρώπους να επανεφευρίσκουν τον εαυτό τους διαρκώς».
Και, για να καταλάβεις καλύτερα τι σημαίνει ότι «πλαστικό μυαλό», ο καθηγητής ψυχολογίας του Χάρβαρντ Στίβεν Πίνκερ το εξήγησε χύμα και τσουβαλάτα στους New York Times: «Πράγματι, κάθε φορά που μαθαίνουμε κάτι καινούριο οι συνάψεις του εγκεφάλου μας αλλάζουν. Δεν είπε κανένας ότι οι πληροφορίες πάνε και αποθηκεύονται στο πάγκρεας. Αλλά η νευρική πλαστικότητα του εγκεφάλου δεν σημαίνει ότι είναι μια απλή μάζα από πηλό που σμιλεύεται από την εμπειρία. Οι εμπειρίες δεν αλλάζουν τις βασικές ικανότητες του εγκεφάλου να επεξεργάζονται πληροφορίες». Οι ψυχολόγοι Κρίστοφερ Σαμπρί και Ντάνιελ Σίμονς το εξήγησαν περαιτέρω στους Los Angeles Times, υπογραμμίζοντας ότι ο εγκέφαλος είναι μεν «πλαστικός», αλλά όχι τόσο ώστε να «χάνει» παλιές ιδιότητες επειδή νέες προστίθενται. «Δεν θα χάσουμε την ικανότητα να εστιάζουμε σε κάτι με προσοχή», έγραψαν, «όπως δεν θα χάσουμε την ακοή μας, ή την όραση».
Γι’ αυτό μη φοβάσαι: Αν πηδάς από tab σε tab κι από το Angry Birds στο Twitter, κι αν τσεκάρεις τα email σου κάθε τρία λεπτά και το Facebook κάθε πέντε, δεν πειράζει. Ο εγκέφαλός σου δεν θα πάθει τίποτα.
Το μόνο ερώτημα που απομένει: Τι είναι αυτό που κερδίζουμε από το multitasking; Γιατί μπορεί να μην μας κάνει κακό στον εγκέφαλο, αλλά την παραγωγικότητά μας την πλήττει αποδεδειγμένα (ετούτο εδώ, ας πούμε, είναι ένα κείμενο που χρειάστηκε λίγο-πολύ έξι ώρες έρευνας και γραφής για να ολοκληρωθεί, αλλά ώρες χωρισμένες σε κομματάκια των είκοσι λεπτών απλωμένα σε δυο εβδομάδες). Γιατί πηδάμε από πληροφορία σε πληροφορία σαν αχόρταγες μέλισσες σε λιβάδι γεμάτο λουλούδια; Είναι μόνο η ντοπαμίνη;
Μάλλον όχι.
Την απάντηση την είχα ήδη υποπτευθεί: Εγώ, βλέπεις, δεν έγινα multitasker όταν ήρθε το Ίντερνετ –ήμουν από πάντα. Ποτέ δεν μπορούσα να συγκεντρωθώ σε κάτι για περισσότερα από λίγα λεπτά, έπρεπε αμέσως να βρω να κάνω και κάτι άλλο, το μυαλό μου πάντα επιζητούσε ερεθίσματα για να μη βαριέται. Γι’ αυτό πριν καν μπω στο πανεπιστήμιο είχα γράψει ένα βιβλίο, μπόλικα κόμικς και είχα γεμίσει άπειρα τετράδια με διηγήματα και ιδέες για ιστορίες με διαστημόπλοια, φυσικές καταστροφές, χυμώδεις ηρωίδες, και ηρωικούς ήρωες, όλα γραμμένα τις ώρες που θα έπρεπε να διαβάζω για το σχολείο. Χάζευα τότε, όπως χαζεύω τώρα, για λόγους όχι παθολογικούς, αλλά λογικούς:
Χρειάζομαι το διάλειμμα.
Χρειάζομαι τη βαρεμάρα.
Χρειάζομαι κάτι για να φύγει για λίγο το μυαλό μου από ό,τι είναι αυτό που πρέπει να κάνω (όπως αυτό εδώ το κείμενο –ας πάμε να δούμε πάλι τί γίνεται στη Λιβύη). Πηδώντας από κβάντο πληροφορίας σε άλλο κβάντο πληροφορίας δεν νιώθω το μυαλό μου να επιβαρύνεται, όπως υποθέτει ο Νίκολας Καρ –το νιώθω να ξενοιάζει. Και, ναι, είναι επικίνδυνο και εθιστικό και μπορεί να έχει συνέπειες. Αλλά είναι και χρήσιμο –και για μένα, και για άλλους. Στο βιβλίο «Creativity and the Mind» οι ψυχολόγοι συγγραφείς Τόμας Γουάρντ, Ρόναλντ Φίνκε και Στίβεν Σμιθ έγραψαν: «Οι άνθρωποι είναι πιο πετυχημένοι όταν τους αναγκάζουμε να απομακρυθούν προσωρινά από ένα πρόβλημα».
Οπότε αυτή είναι η εξήγηση: Ο εγκέφαλός μας πάντα χρειάζεται να δραπετεύσει για λίγο. Και γι’ αυτή μας την ανάγκη, το Ίντερνετ δεν είναι το πρόβλημα. Είναι η λύση.
Διάβασε σχετικά:
Nicholas Carr: The Web Shatters Focus, Rewires Brain – Wired
Nicholas Carr: Is Google Making Us Stupid? – The Atlantic
Clay Shirky, Daniel Pink: Cognitive Surplus – The Great Spare Time Revolution – Wired
Matt Richtel: Your Brain On Computers – Attached To Technology And Paying A Price – New York Times
A.J. Jacobs: How I Stopped The Multitasking Madness – Real Simple
Matt Richtel: Growing Up Digital, Wired For Distraction – New York Times
Steven Pinker: Mind Over Mass Media – New York Times
Joan O’C Hamilton: Separation Anxiety – Stanford Magazine
Daniel Pink: Flip Thinking – The New Buzz Word Sweeping The US – The Telegraph
John Naughton: The Internet – Is It Changing The Way We Think? – Guardian
Christopher Chabris & Daniel Simons: Digital Alarmists Are Wrong – LA Times
Nick Bilton: The Defence Of Computers, The Internet And Our Brains – New York Times
Nicholas Carr: The “Superficial” Webby Mind – The Atlantic
Micah White: Screen Addiction – Adbusters.org
Brendan Koerner: How Twitter And Facebook Make Us More Productive – Wired
James Surowiecki: In Praise Of Distraction – The New Yorker
Thomas Ward, Ronald Finke: Creativity of the Mind (βιβλίο)
Nicholas Carr: The Shallows – What The Internet Is Doing To Our Brains (βιβλίο)
Clay Shirky: Cognitive Surplus (βιβλίο)