Το 1972, ο τότε 17χρονος Γίγκμε Σίνγτζιε Γουάνγκτσουκ ανήλθε στο θρόνο του Βασιλείου του Μπουτάν, διαδεχόμενος τον πατέρα του. Με μερικές γρήγορες και αποφασιστικές κινήσεις έφερε αυτό το οπισθοδρομικό κράτος στον 20 αιώνα: Ίδρυσε μια ανώτατη σχολή, κατασκεύασε υδροηλεκτρικά εργοστάσια, έβαλε τη χώρα στην Παγκόσμια Τράπεζα και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, και, κυρίως, εκμοντέρνισε την υγειονομική περίθαλψη: Το 1950 ο μέσος όρος ζωής στο Μπουτάν ήταν τα 36 χρόνια και στη χώρα υπήρχαν μόνο τέσσερις γιατροί -το 2000 ο μέσος όρος ζωής ήταν τα 66 και υπήρχαν 29 νοσοκομεία και 176 κλινικές.
Η πιο εντυπωσιακή κίνηση του Βασιλιά Γουάνγτσουκ, όμως, ήταν η θέσπιση του Δείκτη Εθνικής Ευτυχίας (Gross National Happiness) ο οποίος "μετράει" (τρόπος του λέγειν) την πραγματική ποιότητα της ζωής των πολιτών, λαμβάνοντας υπ’ όψιν όλα όσα την επηρεάζουν, όπως την υγειονομική περίθαλψη, την παιδεία, και την προστασία του φυσικού περιβάλλοντος. Είναι ένα δείκτης υποκειμενικός, σε σχέση τουλάχιστον με δείκτες όπως το Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν, και λιγο ασαφής, αλλά έχει ομολογουμένως πια πιο ρομαντική χροιά. Αν μπορούσαμε να τον θεσπίσουμε και στην Ελλάδα, θα τον παρακολουθούσα με ενδιαφέρον.
Διαβάστε για το Μπουτάν στο Atlantic (θέλει συνδρομή) και για τον GNH στη Wikipedia.