Η κωμικοτραγική ιστορία της υποχρεωτικής στράτευσης στη χώρα μας είναι πονεμένη και μεγάλη. Ένα από τα προβλήματα είναι ότι άνθρωποι που δεν θέλουν να στρατευθούν υποφέρουν από την (κατάφωρα παράνομη, σύμφωνα με το Ευρωπαϊκό Δίκαιο) αντιμετώπιση που τους επιφυλάσσει το κράτος, κι αυτό είναι κάτι που χρήζει μεγαλύτερης προσοχής. Πριν από μερικά χρόνια πήρα συνέντευξη από τον κύριο Λάζαρο Πετρομελίδη, ίσως τον διασημότερο αντιρρησία συνείδησης στη χώρα, για το Esquire, και δεν χρειάζεται να σου εξηγήσω γιατί με έπεισε. Πολύ εύκολο ήταν. Ο άνθρωπος, Έλληνας πολίτης, έχει δικαστεί 14 φορές από στρατοδικείο για το ίδιο αδίκημα. Αυτή η πρόταση από μόνη της μπορεί να κάνει κάθε φοιτητή νομικής να συμπεράνει πως μιλάμε για τη Μιανμάρ, ή κάποια άλλη στρατοκρατούμενη χούντα.
Τέλος πάντων, χτες ο Λάζαρος δικάστηκε για 15η φορά, καθώς το "έγκλημά" του θεωρείται διαρκές, και καταδικάστηκε σε τρία χρόνια φυλάκιση χωρίς αναστολή. Να πώς αντέδρασε η Διεθνής Αμνηστία:
Η Διεθνής Αμνηστία εκφράζει τον αποτροπιασμό της για την απόφαση αυτή και δηλώνει ότι στην περίπτωση που ο Λάζαρος Πετρομελίδης φυλακιστεί η παγκόσμια οργάνωση ανθρωπίνων δικαιωμάτων θα τον υιοθετήσει ως κρατούμενο συνείδησης, απαιτώντας την άμεση και άνευ όρων αποφυλάκισή του.
Ακριβώς όπως γίνεται με τους αντικαθεστωτικούς στις τριτοκοσμικές χούντες, δηλαδή. Σ’ αυτό το σημείο βρισκόμαστε.
Διάβασε το κείμενο που έγραψε ο ίδιος ο (45χρονος, πια) Λάζαρος με αφορμή τη νέα του δίκη, εντός του post.
«Η χώρα όπου μεγάλωσα επενδύει σε ανασφάλεια και φόβο»
Του ΛΑΖΑΡΟΥ ΠΕΤΡΟΜΕΛΙΔΗ
Θυμάμαι τη χούντα. Θυμάμαι το φόβο που προξενούσε το στρατιωτικό καθεστώς στα φτωχόσπιτα της Δραπετσώνας όπου μεγάλωσα. Ομως δεν ήταν αρκετός για να αποτρέψει τους κατοίκους από το να αψηφούν τα ραδιογωνιόμετρα και να μαζεύονται κάθε βράδυ σε διαφορετικό σπίτι για να ακούν Μπι-Μπι-Σι και Ντόιτσε Βέλε, ακόμα και αν πολλοί από αυτούς ήταν σταμπαρισμένοι αριστεροί, ήδη στο στόχαστρο. Θυμάμαι την ταραχή του διευθυντή του σχολείου μου όταν κάποτε μας επισκέφθηκε ένας αξιωματούχος της χούντας, την αγωνία του μήπως κάτι δεν πάει καλά και κάπου εκτεθεί.
Θυμάμαι στο χωριό του πατέρα μου τις κουβέντες για τους Βούλγαρους εχθρούς, τον «από Βορράν κίνδυνο». Θυμάμαι τρεις χιλιάδες φαντάρους στη Γουμένισσα και αμέτρητους στο Πολύκαστρο, στην Αξιούπολη, σ’ όλες τις πόλεις κατά μήκος των συνόρων με το τότε «σιδηρούν παραπέτασμα». Και ένα πρωί μάθαμε πως Βούλγαροι και Γιουγκοσλάβοι δεν ήταν πια εχθροί, οι εχθροί ήταν άλλοι. Δεν ήταν πια «από Βορράν», αλλά «εξ Ανατολών».
Είδα φαντάρους στα σκυλάδικα του Κιλκίς να κόβουν με σουγιά χορεύοντας ένα ένα, αργά και τελετουργικά, τα κουμπιά της στολής τους. Είδα φίλους να χαρακώνονται για να κερδίσουν μια σειρά. Αλλους να κλαίνε σαν μωρά παιδιά μπροστά στο πούλμαν που έφευγε απ’ το Ναυτικό Νοσοκομείο για να τους πάει στου Παλάσκα.
Πήγα σε παρελάσεις, κατέθεσα στεφάνια σε ανδριάντες, σήκωσα τη σημαία ως απουσιολόγος, απήγγειλα εθνεγερτικά ποιήματα, έπαιξα σε σκετς τον καλόγερο που τίναζε στον αέρα το Κούγκι. Είδα το θείο μου στην επιστράτευση του ’74 να καλείται να πολεμήσει με τέσσερις σφαίρες. Ακουσα τον ξάδερφό μου να μου διηγείται τον πανικό, το κλάμα και τους αποχαιρετισμούς των στρατιωτών, όταν το ’87 στην Αλεξανδρούπολη τους κάλεσαν να ετοιμαστούν για αληθινή μάχη. Και αν όλα ετούτα είναι παλιά, βλέπω το τώρα. Βλέπω τη χώρα που μεγάλωσα και ζω να είναι μέσα στις πρώτες του κόσμου σε εξοπλισμούς και αγορές άχρηστου πολεμικού υλικού. Βλέπω την αγωνία ενός συστήματος που για να διατηρηθεί στη ζωή έχει ανοίξει πόλεμο με αόρατους εχθρούς και τον μοναδικό υπαρκτό, την κοινωνία, προσπαθώντας να την κρατήσει δέσμια στους δικούς του όρους και ανάγκες και ψάχνοντας απεγνωσμένα να βρει ρόλους για να διατηρήσει τα προνόμιά του.
Βλέπω πώς φτιάχνεται ο εθνικισμός. Βλέπω κομμάτια του ελληνικού πληθυσμού να εκφράζονται για τους γείτονές τους με τους όρους «Γυφτοσκοπιανοί» και «Μογγόλοι». Βλέπω δώδεκα παιδιά λίγο μεγαλύτερα απ’ τον γιο μου να αυτοκτονούν στο στρατό πέρσι και άλλα τέσσερα φέτος. Παιδιά που μόλις γυρίσουν από το σύγχρονο παιδομάζωμα, ίσως αναγκαστούν να μεταναστεύσουν για να ζήσουν, όπως έκαναν οι παππούδες τους πριν από πενήντα χρόνια και όπως ήδη συμβαίνει στα φτωχά κοινωνικά στρώματα της Θράκης.
Βλέπω τη χώρα που μεγάλωσα και ζω να επενδύει όχι στην κοινωνική συνοχή, αλλά στην ανασφάλεια και το φόβο. Να ακολουθεί ένα μοντέλο ανάπτυξης βασισμένο πάνω στην ύπαρξη τεράστιου αναλογικά με τον πληθυσμό της στρατού, παρασιτικής στρατιωτικής γραφειοκρατίας και άχρηστων στρατιωτικών εγκαταστάσεων, απομυζώντας ουσιαστικά πολύτιμους παραγωγικούς πόρους και στερώντας κάθε δυνατότητα ορθολογικής και βιώσιμης κοινωνικής εξέλιξης.
Δεν θέλω ήρωες, δεν θέλω ανδριάντες, δεν θέλω χίμαιρες, αυταπάτες, φανταστικούς εχθρούς και καλλιεργημένους μύθους. Δεν θέλω άλλες παρελάσεις, άλλους στρατούς, άλλες μεγάλες ιδέες. Δεν θέλω αποτρεπτικά ή αμυντικά δόγματα, στα 45 μου χρόνια έχω ήδη βιώσει μπόλικα από δαύτα. Ζωή θέλω, μέλλον, ελπίδα για τα παιδιά όλων μας. Και θέλω να μην καταστρέφεται άλλο η πορεία μου από ανίκανους κυβερνώντες, που αδυνατούν καν να συμβαδίσουν με τους καιρούς τους. Γι’ αυτά δικάζομαι, γι’ αυτά δικαζόμαστε. Για την ανάγκη και συνάμα απαίτησή μας να τα πούμε ανοιχτά, να τα συζητήσουμε με άλλους ανθρώπους, να τα αναγνωρίσουμε όχι ως δεδομένα αλλά ως ζητήματα, να αφαιρέσουμε το σκέπασμα που κρατά ερμητικά κλειστό το δημόσιο λόγο. Οποιος θέλει εθνικισμό και μιλιταρισμό, μίσος και μισαλλοδοξία, οπισθοδρόμηση και χειραγώγηση, ας τα έχει. Εγώ δεν θα ‘μαι μαζί του. Τελείωσα.
Για το τυπικό της υπόθεσης: Αφού 34 χρόνια μετά την πτώση της χούντας τα στρατοδικεία εξακολουθούν και δικάζουν πολίτες, εξυπακούεται πως δεν θα παραστώ. Εφόσον η δίκη γίνει και καταδικαστώ ερήμην, δηλώνω πως δίχως την παραμικρή επιφύλαξη θα ασκήσω οποιοδήποτε ηθικό και ανθρώπινο δικαίωμα προκύπτει από την ιδιότητά μου ως πατέρας, ως γιος, ως σύντροφος, ως συνεργάτης, ως φίλος, μα πάνω απ’ όλα ως ελεύθερος και σκεπτόμενος πολίτης.