To Wired έστησε ένα ενδιαφέρον blog που εξιστορεί το πώς προετοιμάζεται ένα feature που προορίζεται για το τεύχος Νοεμβρίου του περιοδικού. Είναι αποκαρδιωτικό. Η διαδικασία, ας πούμε, ξεκινά από το Μάιο. Υπάρχουν ένα σωρό άνθρωποι που ασχολούνται με το θέμα και διευκολύνουν τον συγγραφέα να προσεγγίσει το θέμα του. Ο editor και ο συγγραφέας είναι δύο διαφορετικά πράγματα. Που συνεργάζονται μεταξύ τους. Το κείμενο περνά από διάφορα drafts πριν καταλήξει στην τελική του μορφή (το πρώτο draft έχει ανέβει ήδη στο blog). Η δημιουργική διαδικασία κρατά μήνες, κατά τους οποίους ο συγγραφέας ασχολείται με ελάχιστα άλλα πράγματα. Τα διαβάζω και σπαράζω.
Και μετά άλλο ένα χτύπημα: Ο συγγραφέας του Vanity Fair που έγραψε για τον Ρούπερτ Μέρντοχ ξεκινά το κείμενό του με μια εισαγωγική παράγραφο που περιέχει κάποια στοιχεία για τη διαδικασία: Για να καταλήξει στο τελικό κείμενο πήρε πολλές συνεντεύξεις από το αντικείμενο μέσα σε διάστημα εννέα μηνών. Στις συνεντεύξεις τον συνόδευε η research assistant του.
Τα είχα μάθει όλα αυτά όταν επισκέφθηκα τα γραφεία του Esquire στη Νέα Υόρκη, βέβαια, και μου έκαναν το τουρ και μίλησα με πέντε ανθρώπους και μου έδειξαν πώς δουλεύουν και πώς βγάζουν το περιοδικό. Οι διαφορές με τη δουλειά που κάνουμε εμείς εδώ στην Ελλάδα είναι συγκλονιστικές -είναι σαν να κάνουμε άλλη δουλειά. Κάνουμε άλλη δουλειά. Είμαστε πολύ λιγότερο οργανωμένοι, η αγορά είναι πολύ μικρότερη, οπότε τα λεφτά είναι λιγότερα, οπότε οι υπάλληλοι είναι λιγότεροι, οπότε εγώ πρέπει να βρω την ιδέα για ένα feature μόνος μου, να κάνω τις επαφές, τα ραντεβού, τις συνεντεύξεις (όσες και όποιες κρίνω) μόνος μου, να γράψω το κείμενο και να κάνω το editing μόνος μου, και όλα αυτά μέσα σε δυο εβδομάδες. Το πολύ. Ενώ ταυτόχρονα γράφω και στήλες για το περιοδικό, καθώς και για άλλα περιοδικά, και στο web. Αποτέλεσμα: Τα περιοδικά που βγάζουμε εμείς είναι χειρότερα από τα Αμερικάνικα, και τα κείμενα που βλέπεις στη διπλανή στήλη είναι χειρότερα από αυτά που μπορείς να διαβάσεις εδώ.
Αλλά.
Υπάρχει ένα αλλά.
Αν τα περιοδικά μας είναι δύο φορές χειρότερα από τα Αμερικάνικα, είναι και δέκα φορές φτηνότερα. Αν με το 1/10 του προσωπικού και το 1/20 των ευκολιών και των χρημάτων βγάζουμε ένα ελληνικό Esquire δύο φορές χειρότερο από το αμερικανικό Esquire, είναι σε κάποιο επίπεδο επιτυχία, δεν είναι;
(Παρεμπιπτόντως, διάβασε το κείμενο για το Μέρντοχ. Τον παρουσιάζει ως πανέξυπνο και πανούργο, αλλά και ως μια γριά κουτσομπόλα που ενδιαφέρεται για ένα και μόνο πράγμα, περισσότερο κι από τα λεφτά: Κουτσομπολιά!)