Όταν πρωτοξεκίνησα να δουλεύω, το Ίντερνετ ήταν στα γεννοφάσκια του, δεν υπήρχε ακόμα Google και YouTube και broadband, κι έτσι παρακολούθησα την κατακλυσμιαία αλλαγή των τελευταίων χρόνων από κοντά, εκ των έσω. Βέβαια, το να λες ότι οι αλλαγές στα media έγιναν μόνο τα τελευταία δέκα χρόνια είναι ανακριβές. Και τα προηγούμενα δέκα χρόνια τρομακτικές αλλαγές είχαν συμβεί στα περιοδικά και τις εφημερίδες, με τον ερχομό των υπολογιστών και του ηλεκτρονικού DTP και τον εκσυγχρονισμό των εκτυπώσεων -τα έντυπα media πλέον έβγαιναν ευκολότερα, ομορφότερα και (στις περισσότερες περιπτώσεις) φτηνότερα. Την τελευταία δεκαετία, όμως, η αλλαγή στα media είναι πιο βαθιά. Στα 80s και τα 90s η τεχνολογία βοήθησε τα παραδοσιακά media να ωριμάσουν, με το να ρίχνει τα κόστη. Τώρα μοιάζει να τα αποδομεί, καθώς η αξία του περιεχομένου πλέον τείνει στο μηδέν, την ώρα που η αφθονία του στο δίκτυο τείνει στο άπειρο. Το πρόβλημα για τα old media είναι σαφές, τεράστιο, και επείγον. Διάβασε μια ωραία ανάλυση στους NYT για το θέμα εδώ.
The fact that articles live in digital form and no longer, primarily, on paper, frees them from certain constraints that seem absolutely normal to old-media people and archaic if not just stupid to everyone else. Take an example from a recent issue of Self magazine. It contains an article about volunteer work, one that could have been written in a million ways. But because it appears in a magazine with newsstand sales, a subscriber base of women and ads from cosmetics companies and pharmaceuticals, it is, perforce, a colloquial personal essay that expresses in its DNA deeply held beliefs about how women’s magazines work and sell and survive. Specifically, it’s produced to engender and justify a cover line, that good old device used by glossy magazines to stand out on newsstands. In this case, the cover line reads, “The #1 Happiness Secret You Might Be Missing,” and the story touts volunteering as a wellspring of contentment. That volunteering story is worlds away from one you would find in a private journal, a hardcover anthology, a paid advertisement or a travel blog.
Υπάρχει, όμως κι ένα άλλο πρόβλημα: Πάντα πίστευα ότι η δουλειά μου, που στην ουσία είναι η παραγωγή γραπτού περιεχομένου, δεν κινδυνεύει με αφανισμό, καθώς ο κόσμος πάντα θα χρειάζεται περιεχόμενο να διαβάσει. Απλά θεωρούσα ότι θα πρέπει να προσαρμόζω τη μορφή του ώστε να μπορεί να μεταδοθεί με όποιον τρόπο είναι ο πιο εύχρηστος για τους αναγνώστες κάθε στιγμή. Πίστευα πως το να έχω το νου μου και να μαθαίνω όλες τις τεχνολογικές εξελίξεις αρκούσε. Απ’ ό,τι φαίνεται, όμως, δεν αρκεί. Όπως ακριβώς συμβαίνει και στη μουσική και στο σινεμά, η αξία όλων των "έργων της διάνοιας" που λένε και τα ξεκαρδιστικά σημειώματα στους κινηματογράφους πριν αρχίσει η ταινία, τείνει στο μηδέν. Πράγματα που κάποτε κανείς αξιζε να πληρώσει λεφτά για να τα αγοράσει (τραγούδια, ταινίες, οι λέξεις μου) πλέον μπορούν να καταναλωθούν τσάμπα. Πολύ σύντομα, ο default τρόπος κατανάλωσής τους θα είναι το τσάμπα. Οπότε τι κάνεις για να ξεχωρίσει το περιεχόμενό σου και να καταφέρεις να επωφεληθείς από τους λίγους και ανεπαρκείς υπαρκτούς και τους ασαφείς μελλοντικούς τρόπους οικονομικής εκμετάλλευσής του στο Ίντερνετ; Έλα ντε. Αυτό προσπαθώ να καταλάβω τόσο καιρό.