Εδώ στην Ελλάδα αντιμετωπίζουμε τις εκλογές σαν «Alt-Ctrl-Del» της πολιτικής, σαν το «restart» που κάνουμε στο κομπιούτερ όταν έχει κολλήσει. Αλλά δεν είναι τόσο απλό. Πρώτα απ’ όλα, γιατί αυτό το «restart» κοστίζει μερικές εκατοντάδες εκατομμύρια σε αφίσες, προετοιμασίες και χαμένες εργατοώρες. Δεύτερον, γιατί εδώ και 35 χρόνια το 80% των Ελλήνων τα ίδια κόμματα ψηφίζει. Δεν καθαρίζει η μνήμη όταν επανεκκινείς αυτό τον υπολογιστή. Δεν ξεμπουκώνει ο επεξεργαστής. Έχεις κολλήσει ιό, κι όσα «restart» κι αν κάνεις δεν φτιάχνεται. Θες «format».
Κι εδώ σταματάω με την παρομοίωση εκλογές-restart, κατανοώ ότι την πέθανα.
Το θέμα είναι ότι η εκλογολαγνεία που ξεχειλίζει από εφημερίδες και τηλεοράσεις καθ’ όλη τη διάρκεια μιας τετραετίας αποτελεί σοβαρό πρόβλημα για τη χώρα. Τόσος κόσμος κάθεται και ασχολείται με το θέμα των εκλογών αγνοώντας τα θέματα της αληθινής πολιτικής. Την ώρα που ο υπουργός Οικονομίας ζητιανεύει λίγη επιείκεια στις Βρυξέλλες, η ανεπάρκεια της κρατικής μηχανής ξεδιπλώνεται περήφανα σε κάθε τραγωδία και θεομηνία, και η διαφθορά του κράτους ζέχνει από παντού (αλήθεια, αυτός ο Χριστοφοράκος πότε θα έρθει; Τα εμβόλια της γρίπης;), εμείς καθόμαστε και ασχολούμαστε με το πότε θα κάνει εκλογές ο πρωθυπουργός, λες κι αυτό θα λύσει μαγικά όλα αυτά τα προβλήματα.
Οι λόγοι για το φαινόμενο πιστεύω ότι είναι δύο: Πρώτον, ο Έλληνας δεν έχει συνηθίσει να ασχολείται με τα πολιτικά. Είναι δύσκολα και τα βαριέται. Τα διαβάζει όσο χρειάζεται για να γκρινιάξει σε όποιον είναι κοντά για να ν’ ακούσει, και μετά τα ξεχνάει, γυρνάει στα αθλητικά. Σε πιο παλιές δημοκρατίες από τη δικιά μας ο κόσμος έχει αλλιώτικη επαφή με τους βουλευτές, ασχολείται, μαθαίνει, τους γράφει γράμματα, είναι ενεργός πολιτικά σε τοπικό επίπεδο. Εδώ έχουμε την εντύπωση ότι η μόνη πολιτική μας πράξη είναι η ψήφος. Δεν μας ενδιαφέρει καν να αναζητήσουμε άλλες.
Ο δεύτερος λόγος νομίζω ότι είμαστε εμείς. Οι δημοσιογράφοι. Το να γράφεις ή να μιλάς για τις εκλογές είναι πανεύκολο — όλοι ξέρουν τι είναι οι εκλογές, και ως θέμα έχει και μια τζούρα ίντριγκας, μια δόση κουτσομπολιού, και το στοιχείο του αγώνα, της κούρσας, που είναι πολύ οικείο σε μια χώρα με εκατό αθλητικές εφημερίδες. Οπότε δίνουμε τρομερή βαρύτητα στο θέμα των εκλογών, αδιαφορώντας για την ίδια την πολιτική. Η οποία είναι δύσκολη. Θέλει ψάξιμο, διάβασμα, και την ικανότητα να μεταδόσεις δύσκολα και περίπλοκα προβλήματα με εύληπτο και κατανοητό τρόπο σε ένα απαθές κοινό. Οπότε λέμε δε βαριέσαι — ας κάνουμε ένα γκάλοπ να δούμε τον καταλληλότερο, κι ας μιλήσουμε για εκλογές.
Πες πες, τελικά μπορεί να γίνουν εκλογές φέτος, και ο Γιώργος Παπανδρέου μπορεί να γίνει πρωθυπουργός. Αλλά τα κόμματα θα συνεχίσουν να τα παίρνουν, και οι φωτιές θα συνεχίσουν να καίνε τα αυθαίρετα, και ο κόσμος θα συνεχίσει να διαβάζει αθλητικές εφημερίδες. Τίποτα δεν θα αλλάξει. Μόνο ο παραλήπτης της μίζερης, ανούσιας, νερόβραστης γκρίνιας.