Κάποια στιγμή το χειμώνα του 2002, δε θυμάμαι πότε ακριβώς, έπαιζα ένα videogame, το Medal of Honor: Frontline στο Playstation 2, όταν έζησα μια εμπειρία που πρωτοφανή και πρωτόγνωρη, πολύ διαφορετική από αυτά που νιώθεις στις ταινίες, ή καταναλώνοντας άλλες μορφές κουλτούρας. Το παιχνίδι διαδραματιζόταν στη μπαρουτοκαπνισμένη Ευρώπη του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου, κι εσύ καθοδηγούσες Αμερικανό στρατιώτη που σκότωνε Ναζήδες σε γραμμικά levels, προσπαθώντας να φτάσει σώος από το ένα checkpoint στο επόμενο. Ένα από τα levels απαιτούσε να διαβείς τους βομβαρδισμένους δρόμους του Άρνεμ στην Ολλανδία, μπαίνοντας σε κατεστραμμένα κτίρια για να κρυφτείς, και αποφεύγοντας τα τανκς που, με μια μπουμπουνιά, μπορούσαν να σε τελειώσουν. Από την πρώτη στιγμή που το έπαιξα αυτό το επίπεδο την πρόσεξα τη μουσική, το θυμάμαι, αλλά δεν έδωσα πολλή σημασία καθώς όπως καταλαβαίνεις το να λιανίζεις ναζήδες είναι full-time απασχόληση, όχι αστεία, δεν μπορείς να κάθεσαι να προσέχεις τις μουσικές, εδώ η Ευρώπη φλέγεται. Κάποια στιγμή όμως τα πυροβολητά καταλαγιάζουν, και βρίσκομαι σε ένα δρόμο σχεδόν έρημο -σχεδόν, γιατί από κάπου ακούγεται το χαρακτηριστικό “φουίτ φουίτ”. Ελεύθερος σκοπευτής. Λουφάζω πίσω από ένα ερείπιο, βγάζω το όπλο με τη διόπτρα, και τον ψάχνω στα παράθυρα, τον ψάχνω στις ταράτσες, κι εδώ αρχίζω να καταλαβαίνω τη μουσική.
Η μουσική είναι απίστευτη.
Ένα ορχηστρικό κομμάτι με βιολιά, αργόσυρτο και λυπητερό, είναι κάτι που θα περίμενες να ακούσεις σε ταινία για το ολοκαύτωμα, όχι σε vidogame. Τουλάχιστον το 2002 έτσι ήταν. Κι ο αόρατος ναζής να πυροβολάει κι εγώ να έχω πάθει πλάκα με τη μουσική, όταν ξαφνικά τον βλέπω.
Είναι σε μια ταράτσα κτιρίου, και είναι τόσο μακριά που φαίνεται μόνο ως καφετί περίγραμμα. Τον κοιτάζω. Κάποια στιγμή σηκώνεται. Τον πυροβολώ και τον πετυχαίνω καθώς η μουσική πλησιάζει στο κρεσέντο. Και τότε, κάτι απίθανο γίνεται. Το ψεύτικό αυτό ανθρωπάκι, αυτή η μικρή συστάδα πίξελ που κάποιος άνθρωπος σχεδίασε, σηκώνει το χέρι και πιάνει το ψηφιακό του στήθος. Εγώ όλα αυτά τα βλέπω θολά, κοιτάζω μόνο το περίγραμμα από διακόσια ψηφιακά μέτρα μακριά. Αγγίζει το στήθος του, και μετά κοιτάει το χέρι του. Και, καθώς το κρεσέντο της μουσικής σβήνει, πέφτει απ’ την ταράτσα.
Έχουν περάσει εφτά χρόνια. Δεν θυμάμαι τι έφαγα χτες, αλλά θυμάμαι την ανατριχίλα εκείνης της στιγμής.
Ποιο το νόημα όλων αυτών; Περίμενε, κοντεύουμε.
Τη μουσική των παιχνιδιών Medal of Honor έγραψε ένας νεαρός συνθέτης ονόματι Μάικλ Τζιακίνο. Ήταν μια από τις πρώτες φορές που χρησιμοποιήθηκε κανονική (60μελής!) ορχήστρα για την ηχογράφηση μουσική ενός παιχνιδιού, και η ιδέα (και το χρήμα) ήταν του Στίβεν Σπίλμπεργκ, που εκείνα τα χρόνια περνούσε τη WWII φάση του, όπως θα θυμάσαι, και του οποίου η εταιρία έβγαζε τα συγκεκριμένα παιχνίδια. Ο Τζιακίνο επωφελήθηκε, κι έφτιαξε θαυμάσια μουσική γι’ αυτά τα παιχνίδια. Έμαθα το όνομά του ψάχνοντας να βρω το soundtrack του παιχνιδιού για να το κατεβάσω με το Napster (το Napster!). Και μου έμεινε.
Το 2004, ο Τζιακίνο έγραψε μουσική για την τηλεοπτική σειρά Alias, για την ταινία “The Incredibles” της Pixar και για μια άλλη τηλεοπτική σειρά, που μπορεί να έχεις ακουστά, το Lost. Έκτοτε έγραψε τη μουσική και στο Ratatouille και στο Up της Pixar, στο πρόσφατο Star Trek, και διέυθυνε και την ορχήστρα στα περσινά Όσκαρ. Κάθε φορά που βλέπω το όνομά του στα credits, δεν ξέρω γιατί, νιώθω περήφανος. Σαν να είναι το δικό μου παιδί που τα πήγε καλά και πρόκοψε. Το πουλέν μου. Επειδή την πρώτη φορά που έφτιαξε κάτι όμορφο, εγώ ήμουν εκεί και το άκουσα.
‘Ακουσε το “Arnhem Knights” από το soundtrack του Medal of Honor: Frontline εδώ, ή δες το με εικόνες από τη “Διάσωση Του Στρατιώτη Ράιαν” (απίστευτο τι βρίσκεις σ’ αυτό το YouTube):
Και δες και λίγο gameplay από το συγκεκριμένο level του παιχνιδιού.
UPDATE: O Μάικλ Τζιακίνο κέρδισε Όσκαρ για τη μουσική του στο Up! της Pixar. Ακόμα: Τον λένε “Τζιακίνο”, όχι “Τζιατσίνο”.