Ετούτο εδώ το πανέμορφο concept το έφτιαξαν οι designers της Berg για την Bonnier (Popular Science, Parenting κα), και δείχνει άλλη μια ιδέα για τα “ψηφιακά περιοδικά” που θα κυκλοφορούν σε tablets που δεν υπάρχουν ακόμη. Σου έδειξα τις προάλλες κι αυτή τη μορφή από το Sports Illustrated. Δες το βίντεο προσεκτικά και μετά μπες εντός για να σου εξηγήσω γιατί πρόκειται για μια ιδέα ανεδαφική, που δεν έχει τύχη και είναι “κολλημένη” στο παρελθόν.
Είδες; Μπράβο.
Όπως σίγουρα παρατήρησες κι από τις δύο μορφές της ιδέας, πρόκειται για μια τεχνολογία που είναι φτιαγμένη πάνω σε ένα πολύ γνώριμο concept με κάποιες πολύ συγκεκριμένες προδιαγραφές. Το concept είναι η παρουσίαση περιεχομένου (κειμένου, φωτογραφιών, βίντεο) με τρόπο διαδραστικό, κάτι πολύ γνώριμο σε εσένα που κοιτάς την οθόνη αυτή τη στιγμή. Μπορεί να το ξέρεις καλύτερα με την ονομασία “Ίντερνετ”. Οι προδιαγραφές που προτείνουν οι δύο ιδέες είναι παραλλαγές αυτών των χάρτινων περιοδικών στα οποία δουλεύω και τα οποία μπορεί να έχεις ακόμα στο σπίτι σου: Η ομαδοποίηση του υλικού σε “τεύχη”, το στήσιμο των θεμάτων σε μορφές γραφιστικά πολύπλοκες που μπλέκουν τα διάφορα είδη περιεχομένου σε μια αισθητικά ελκυστική σελίδα, και η ίδια η έννοια της σελίδας, ενός πεπερασμένου χώρου, δηλαδή, που περιέχει το περιεχόμενο. Στην ουσία λοιπόν αυτό που προτείνουν οι εκδοτικές εταιρίες είναι η παρουσίαση περιεχομένου πολύ παρόμοιου με αυτό που βρίσκει κανείς στο Ίντερνετ σε “κλειστά” πακέτα-τεύχη τα οποία πιθανότατα χρησιμοποιούν και διαφορετική τεχνολογία από τους browsers για να δείχνουν το περιεχόμενο πιο περιοδικοποιημένο. Όπως καταλαβαίνεις, υπάρχουν αρκετά προβλήματα σ’ αυτή την ιδέα.
Το μοντέλο προβλέπει ότι το 2010 θα κυκλοφορήσουν πολλές τέτοιες συσκευές, με capacitive οθόνες, 3G και Wi-Fi συνδεσιμότητα, και σχετικά μικρό μέγεθος, με πιο πολυαναμενόμενη την πρόταση της Apple. Οι εκδότες πιστεύουν ότι ο κόσμος θα πληρώνει για να γίνει συνδρομητής των περιοδικών για να κατεβάζει αυτά τα πακέτα-τεύχη με τα εντυπωσιακά γραφικά και τα διαδραστικά “σαλόνια”. Το περιεχόμενό τους αυτό καθ’ αυτό, ωστόσο, δεν θα διαφέρει καθόλου (ή σχεδόν καθόλου) από το HTML (5;) περιεχόμενο που θα μπορούν οι κάτοχοι αυτών των συσκευών να δουν τσάμπα, ανοίγοντας τον browser τους. Οι εκδότες πιστεύουν πως οι πελάτες θα κατεβάζουν το δικό τους περιεχόμενο επειδή εμφανίζεται με το -γνώριμο από τις χάρτινες εκδόσεις- και ταυτόχρονα εντυπωσιακό interface που βλέπεις στα βίντεο, και επειδή είναι “επώνυμο” και “έγκυρο”. Και οι τρεις εικασίες είναι εσφαλμένες.
1) Το εντυπωσιακό interface είναι μια καινοτομία που μου θυμίζει την εποχή που πρωτοβγήκαν τα flash sites. Μοιάζει εντυπωσιακή τα πρώτα 15 λεπτά αλλά μετά καταλαβαίνεις ότι δεν προσφέρει τίποτα περισσότερο στην εμπειρία σου ως αναγνώστης, ίσα ίσα, συνήθως τα πολλά φρου φρου κι αρώματα τη δυσχεραίνουν. Η ιδέα, δε, δείχνει μια προσκόλληση σε ένα design που εξ’ ανάγκης πάντρευε εικόνα, κείμενο και τυπογραφικές μαγκιές σε ένα όμορφο σύνολο επειδή η σελίδα ήταν πεπερασμένη, και έπρεπε να δείξει όσο περισσότερα μπορούσες, όσο πιο ευανάγνωστα και ελκυστικά γινόταν. Στο Ίντερνετ δεν υπάρχουν οι ίδιοι περιορισμοί, έτσι δεν υπάρχει και κανένας λόγος να στήσεις μια σελίδα όπως θα την έστηνες ένα περιοδικό. Και οι δύο ιδέες, ακόμα και η καινούρια που ξεφεύγει από τη λογική της “σελίδας”, είναι ξεκάθαρα φτιαγμένες από περιοδικάριους. Κι ως τέτοιες, εκτός θέματος. Γιατί ο αναγνώστης δεν νοιάζεται για το καλό περιοδικοdesign όσο νοιάζονται οι art οι δουλειές των οποίων κινδυνεύουν. Ή μάλλον καλύτερα: Δε νοιάζεται καθόλου. Θέλει να διαβάζει περιεχόμενο εύκολα και γρήγορα.
2) Προϊόντα τους είναι, λογικό είναι οι εκδότες να πιστεύουν ότι οι τίτλοι τους διατηρούν ένα κύρος, και ότι ο αναγνώστης θα προτιμήσει να κατεβάσει το τεύχος του Atlantic απ’ το να διαβάσει τσάμπα στο ίντερνετ το Huffington Post. Επίσης, είναι λάθος. Τα περιοδικά χάνουν σε αίγλη και βρίσκονται “σε κρίση” διαρκώς τις τελευταίες δεκαετίες, και προσφέρουν όλο και λιγότερα στην γενικότερη κουλτούρα σε σχέση με την τηλεόραση και τις εφημερίδες. Είναι σαφώς το τέταρτο σημαντικότερο ΜΜΕ πια -μόνο το ραδιόφωνο περνάνε σε επιρροή, κι αυτό όχι παντού. Μπορεί να υπάρχει ακόμα η Vogue και το New Yorker εκεί έξω, αλλά από εκεί και κάτω το “κύρος” είναι μια σχετική έννοια.
3) Το μεγαλύτερο μέρος του debate για την επιβίωση των περιοδικών δεν έχει να κάνει με την επιβίωση των εκδοτών όσο με τις συνέπειες στο μέλλον της δημοσιογραφίας. Γιατί με το υπάρχον μοντέλο οι πωλήσεις περιοδικών και η διαφήμιση συντηρούσαν μια μορφή δημοσιογραφίας πολύ ακριβή: Κείμενα εξαιρετικά προσεγμένα που γράφονταν σε διάστημα μηνών, ελέγχονταν από μια στρατιά επιμελητών και διορθωτών, και πλαισιώνονταν από ακριβές φωτογραφίες πολύ καλής ποιότητας (όχι στην Ελλάδα, δε μιλάμε για την Ελλάδα, όπως καταλαβαίνεις). Αυτού του επιπέδου τη δημοσιογραφία τη βρίσκεις μόνο στα περιοδικά και τις πολύ μεγάλες εφημερίδες πια, κι αν φουντάρουν και τα μεν και οι δε, θα πάψει να υπάρχει, γιατί κανείς δεν θα μπορεί να την πληρώσει. Οι εκδότες φαίνεται να πιστεύουν πως οι αναγνώστες θα πληρώνουν για τα ψηφιακά τους τεύχη ψάχνοντας αυτό ακριβώς το σπάνιο και εξαιρετικά ποιοτικό περιεχόμενο. Αυτό δεν πρόκειται να συμβεί, γιατί πέραν μεμονωμένων περιπτώσεων (μπορεί στο New Yorker) αυτό το περιεχόμενο δεν είναι τόσο διαφορετικό από το βιαστικά επιμελημένο και ενίοτε ανακριβές περιεχόμενο που θα βρεις στο υπόλοιπο Ίντερνετ ώστε να το κάνει αρκετά ελκυστικό. Η διαφορά υπάρχει και είναι σαφής, αλλά όπως σου έχω ξαναγράψει, δεν είναι τόσο μεγάλη. Το Ελληνικό Esquire κοστίζει πενήντα φορές λιγότερο από το Αμερικάνικό, και είναι μόνο δύο φορές χειρότερο (βάλε ό,τι νούμερα θες αν διαφωνείς -η τάξη μεγέθους είναι ακριβείς, όμως). Πάντα θα υπάρχουν σοβαρά και ασόβαρα sites, και υπάρχουν ήδη κάποια (βλέπε HuffPost) που χωρίς να δίνουν πολλά λεφτά φτάνουν ένα επίπεδο αξιοπρεπές, το οποίο ο αναγνώστης το θεωρεί επαρκές.
Γι’ αυτούς τους λόγους τέτοιες ιδέες μου φαίνονται εκ προοιμίου καταδικασμένες, και ενδείξεις ότι ο εκδοτικός κόσμος δυσκολεύεται να το πάρει απόφαση ότι το τέλος έρχεται, διστάζει, κωλώνει, και από ανασφάλεια αγκιστρώνεται σ’ αυτά που έχει μάθει να κάνει τόσο καλά τα τελευταία εκατό χρόνια, και να σώσει ό,τι μπορεί.