Τι είπε ο άνθρωπας; Τι ξεστόμισε; Τι τόλμησε να αρθρώσει; Ο Θόδωρος Πάγκαλος είναι τύπος χειμαρρώδης, τα λέει χύμα και τσουβαλάτα, δεν τον ελέγχεις, δεν τον συγκρατείς. Αν έχει άνθρωπο που του κάνει τα PR, αυτός πρέπει να είναι ο πιο δυστυχισμένος άνθρωπος στο σύμπαν, κι αν δεν έχει, καταλαβαίνω γιατί δεν έχει. Γιατί δεν πας και τα λες αυτά τα πράγματα. Όχι έτσι εύκολα. Τι είπε ο μεγάλος, μέσα στη Βουλή;
«Η απάντηση στην κατακραυγή των πολιτών “πώς φάγατε τα λεφτά;” είναι: “Σας διορίζαμε όλα αυτά τα χρόνια στο Δημόσιο. Τα φάγαμε όλοι μαζί σε μια πρακτική αθλιότητας, εξαγοράς και διασπάθισης του δημόσιου χρήματος”».
Αυτά. Δεν τα λες. Γιατί είναι η αυτονόητη αλήθεια, κι εδώ πέρα η αυτονόητη αλήθεια είναι ταμπού, είναι «μη, τζιζ», δεν περνάει, ακόμα και σήμερα. Την ώρα που τα παιδάκια εξακολουθούν να μαθαίνουν στο μάθημα της ιστορίας για κρυφά σχολειά και ηρωικούς παπάδες της Επανάστασης, την ώρα που ο κάθε χλιμίτζουρας που παρκάρει όπου βρει πιστεύει ότι είναι απευθείας απόγονος του Μεγαλέξαντρου, δεν πας να του πεις «την αλήθεια». Κανείς δεν θέλει να ακούσει «την αλήθεια». Πια κανείς δεν την πιστεύει.
Όπως έγραψε ο Μάικλ Λιούις του «Vanity Fair» -που ήρθε ο άνθρωπος εδώ πέρα να μας γνωρίσει κι έφριξε-, είμαστε «ένας λαός σε πλήρη ηθική κατάρρευση». Δεν είναι μόνο ότι κλέβουμε, είναι και το ότι είμαστε κρυμμένοι σε μια βαθιά και υποκριτική άρνηση, την οποία την έχουμε μετατρέψει σε μια εντελώς προσωπική αντίληψη της πραγματικότητας. Ξέρουμε ότι φάγαμε, το κυνηγήσαμε και το παλέψαμε συνειδητά, αλλά προς Θεού, μην τολμήσει κανένας να πει ότι φάγαμε. Θα πέσουμε να τον φάμε. Και κυρίως: Μην τολμήσει να το πει κανένας που έφαγε περισσότερα από εμάς.
Γι’ αυτό, Θόδωρε, δεν τα λες αυτά τα πράγματα. Εδώ δεν κλέβει κανείς, ή κλέβουν μόνο οι πλούσιοι και οι δυνατοί, ή τέλος πάντων όλοι εκτός από εμάς (όποιοι κι αν είμαστε εμείς). Σε λίγο θα μας πεις ότι οι Ελληνίδες δεν είναι όλες παρθένες, ότι οι Έλληνες αθλητές ντοπάρονται, ή ότι όλοι οι συνδικαλιστές δεν έχουν πάντα δίκιο.
Και, κυρίως, δεν τα λες μέσα στη Βουλή. Στο σπίτι του χορτασμένου δε μιλάνε για φαΐ.