Δεν ξέρω αν το έχεις προσέξει, αλλά εκεί έξω πλέον υπάρχουν πάρα πολλά νεύρα. Το βλέπεις στη δουλειά σου, το βλέπεις στους ξένους, το βλέπεις ακόμα και στους γνωστούς και τους φίλους. Και δεν είναι μόνο τα νεύρα της μιζέριας –είναι βαθιές και σημαντικές διαφωνίες που ξεφυτρώνουν ξαφνικά, ακόμα και ανάμεσα σε ανθρώπους πριν από ένα χρόνο ήταν φίλοι και συμφωνούσαν σε όλα.
Το βλέπω να συμβαίνει κάθε μέρα.
Ο λόγος, φυσικά, είναι αυτό που ζούμε όλοι μαζί, η πτώχευση της χώρας και η κατάρρευση της οικονομίας της. Ξέραμε από την αρχή ότι δεν θα είναι εύκολο. Από την πρώτη στιγμή που η Ελλάδα μπήκε στο μηχανισμό στήριξης του ΔΝΤ και της ΕΕ, ένα χρόνο πριν, όταν, δηλαδή, συνειδητοποιήσαμε όλοι πως η χώρα μας έχει πτωχεύσει, τέρμα τα δίφραγκα, ως εδώ ήταν το πάρτι, ξέραμε ότι στο εξής θα ζούσαμε πράγματα πρωτοφανή και ανυπολόγιστα, συνέπειες που δεν είχαμε ως τώρα διανοηθεί.
Την ακραία φτώχεια δεν την έχουμε δει (ακόμα), αλλά βλέπουμε κάτι άλλο: Το διχασμό των Ελλήνων. Ο οποίος βαθαίνει κάθε μέρα: Κάθε φορά που κάτι συμβαίνει, βλέπεις τους Έλληνες να χωρίζονται σε στρατόπεδα ανάλογα με το πώς το αντιμετωπίζουν, και βλέπεις το χάσμα μεταξύ τους, πεντακάθαρο, κρυστάλλινο. Είναι ένα χάσμα που είχαμε πάρα πολύ καιρό να δούμε μεταξύ μας σʼ αυτή τη χώρα –εμείς οι κάτω των 40 δεν το έχουμε ξαναδεί ποτέ: Είναι χάσμα ιδεολογικό.
Και δεν χαρακτηρίζεται εύκολα με γενικές ταμπέλες περί αριστεράς ή δεξιάς, που πια δεν σημαίνουν τίποτα. Χαρακτηρίζεται από κάθε θέμα ξεχωριστά:
Το κίνημα “δεν πληρώνω”. Η απαγόρευση του καπνίσματος. Η εικόνα ενός φλεγόμενου αστυνομικού στα επεισόδια. Όσα έγιναν στο Ολυμπιακός – Παναθηναϊκός. Το «μαζί τα φάγαμε» του Πάγκαλου. Βλέπεις στον τρόπο που οι Έλληνες αντιμετωπίζουν κάθε ένα από αυτά τα θέματα μια ακραία πόλωση, και καθώς η κρίση βαθαίνει, η πόλωση γίνεται εμφανέστερη, και τα στρατόπεδα αποσαφηνίζονται: Από τη μια έχεις δημόσιους υπάλληλους χωρίς αντικείμενο, αυτούς που θέλουν «να φύγει το ΔΝΤ», αυτούς που «δεν πληρώνουν», τη μάζα που πιστεύει πως για την κρίση φταίει μόνο μια χούφτα πολιτικοί που «κλέβουν τον κοσμάκη». Από την άλλη έχεις αυτούς που αναγουλιάζουν με τα επεισόδια, καταλαβαίνουν ότι η φοροδιαφυγή είναι κακό πράγμα, και εκνευρίζονται με τους απεργούς των ΜΜΜ.
Από τη μια, αυτοί που φωνάζουν. Κι από την άλλη, αυτοί που διστάζουν.
Είναι σαφές σε ποιο στρατόπεδο είμαι εγώ, και προφανώς ξέρεις σε ποιο βρίσκεσαι κι εσύ. Αυτό που δεν ξέρουμε ακόμα είναι πού οδηγεί αυτή η κόντρα. Γιατί σημεία προσέγγισης των δύο πλευρών δεν υπάρχουν, επίπεδα συνεννόησης δεν πρόκειται να βρεθούν. Αυτές οι λέξεις που γράφω εδώ δεν θα πείσουν ούτε έναν από τους “άλλους”. Εσύ που τις καταλαβαίνεις και συμφωνείς, τις ήξερες ήδη.
Οπότε τί γίνεται τώρα; Καθώς ο χρόνος θα περνάει, ακόμα περισσότερες επιχειρήσεις θα κλείνουν, το κράτος θα εξακολουθεί να μην πληρώνει, τα περιθώρια θα στενεύουν όλο και περισσότερο και το χάσμα μεταξύ μας θα βαθαίνει ολοένα. Οι καταπατητές της δημόσιας περιουσίας, οι ιδιοκτήτες αυθαιρέτων, οι φοροφυγάδες, οι «δεν πληρώνω» και οι διεφθαρμένοι κάθε είδους δεν πρόκειται να ξυπνήσουν μια μέρα και να αλλάξουν τροπάρι. Θα συνεχίσουν να διαδηλώνουν και να γκρινιάζουν και να αρπάζουν ό,τι μπορούν μέχρι το τέλος. Κι εφόσον η Ελληνική οικονομία δεν θα μπορεί να ξεκινήσει να λειτουργεί φυσιολογικά χωρίς αυτούς, το τέλος θα έρθει γρήγορα. Οι άλλοι –εμείς- δεν πρόκειται τώρα, στα ύστερα, να γίνουμε λαμόγια, όχι τόσο επειδή είμαστε ηθικοί ή καλύτεροι, αλλά επειδή πια δεν υπάρχουν και πολλά πράγματα να φάμε. Απλά κάποια στιγμή θα σταματήσουμε να υπομένουμε τη γκρίνια των απέναντι, και θα αρχίσουμε να γκρινιάζουμε κι εμείς: Εναντίον τους.
Πού θα οδηγήσει αυτή η ιστορία; Δεν νομίζω ότι θα δούμε εμφύλια σύγκρουση με την έννοια την παλιά και τη γνώριμη –κι αυτήν που σκέφτηκες όταν είδες τον προβοκατόρικο τίτλο αυτού εδώ του άρθρου. Δεν πιστεύω ότι θα πάρουν οι Έλληνες καδρόνια και θα κυνηγάνε συνταξιούχους της Ολυμπιακής που παίρνουν 3500 ευρώ σύνταξη. Όποια σύγκρουση είναι να υπάρξει, συμβαίνει ήδη, και δεν διεξάγεται με όπλα. Είναι κοινωνική, διεξάγεται με θυμωμένα λόγια και μισά βλέμματα, κι έχει αρχίσει.
Προς το παρόν, χάνουμε.