Τις μέρες του Πάσχα κυκλοφόρησε ευρύτατα στα Ίντερνετς ετούτο εδώ το άρθρο από το “ΒΗΜΑ”, που έχει ημερομηνία δημοσίευσης από τον Ιανουάριο, αλλά ξέρεις τώρα πώς είναι τα σόσιαλ μύδια. Λειτουργούν στο δικό τους χρόνο. Το άρθρο, που κι εγώ τις προάλλες το πρωτοδιάβασα, αφορά στη δουλειά του Αθανάσιου Ζηλιασκόπουλου, διευθύνοντος συμβούλου της ΤΡΑΙΝΟΣΕ, που έχει αναλάβει να σώσει την κρατική εταιρία-μονοπώλιο των σιδηροδρόμων. Είναι ένα ενδιαφέρον θέμα και παραθέτει πολλά συγκλονιστικά στοιχεία τα οποία συζητήθηκαν και αναπαράχθηκαν ευρέως, αλλά διαβάζοντάς το αυτό που μου έκανε τη μεγαλύτερη εντύπωση είναι το εξής:
Είναι ένα πολύ κακό κείμενο.
Όχι μόνο γλωσσικά -και δημοσιογραφικά. Διάβασέ το, και άσε με να σου εξηγήσω:
Διάβασες; Ωραία.
Το κείμενο, λοιπόν, όπως είδες είναι μια καταγραφή των πρώτων κινήσεων του κυρίου Ζηλιασκόπουλου στη θέση του, η καταπολέμηση πολλών υποθέσεων διαφθοράς, ο εξορθολογισμός των δαπανών, και η μάχη του με τους διεφθαρμένους συνδικαλιστές και τους προνομιούχους κατά Πάγκαλω “κοπρίτες”. Είναι, όπως είπαμε, ένα συναρπαστικό θέμα με πολύ ψωμί, αλλά:
Έχει προβλήματα.
Το πρώτο πράγμα που μου έκανε πολύ άσχημη εντύπωση είναι ο τόνος της αγιογραφίας που δίνει ο συντάκτης από την αρχή κιόλας. Στη δεύτερη παράγραφο γράφει: “Oι αριθμοί, όσο εντυπωσιακοί και αν είναι, δεν μπορούν να αποτυπώσουν το μέγεθος της προσπάθειας την οποία καταβάλλει ο κ. Ζηλιασκόπουλος”, πράγμα που μπορεί να είναι και αλήθεια, αλλά που ετούτος εδώ ο αναγνώστης θα προτιμούσε να το συμπεράνει μόνος, αφού πρώτα διαβάσει τα στοιχεία. Ο ίδιος ο τίτλος είναι χαρακτηριστικός: “Ο Μάνατζερ Που Φέρνει Κέρδη Στα Τρένα”, λέει, πράγμα που είναι ανακριβές.
Αυτός ο τόνος, σε συνδυασμό με την πολύ αποσπασματική αναφορά στα σκάνδαλα και τις πολύ σοβάρες επιμέρους υποθέσεις με τις οποίες έχει ασχοληθεί ο κύριος Ζηλιασκόπουλος, δίνουν την εντύπωση πως το κείμενο έχει προκύψει από μια συνέντευξη και όχι από έρευνα. Θα έβαζα στοίχημα ότι τα στοιχεία που παραθέτει το ΒΗΜΑ προέρχονται όλα από το γραφείο του Διευθυντή (και ελπίζω κι αυτά να έχουν διασταυρωθεί τουλάχιστον).
Κι ερχόμαστε στο άλλο πρόβλημα: Η παράθεση των σκανδάλων είναι τόσο συνοπτική κι αφηρημένη, που δημιουργούνται εύλογα και πολύ σημαντικά ερωτήματα:
Δεν αναφέρονται βασικά πράγματα, όπως για παράδειγμα τί είναι η ΤΡΑΙΝΟΣΕ της οποίας διευθυντής είναι ο κύριος Ζηλιασκόπουλος, και τί σχέση έχει με τον ΟΣΕ. Ο ίδιος ο συντάκτης μοιάζει να τις μπερδεύει: Στην πραγματικότητα οι εταιρίες είναι ανεξάρτητες μεταξύ τους, το δε “έλλειμμα 230 εκατομμυρίων” που αναφέρει ως έλλειμμα του ΟΣΕ είναι στην πραγματικότητα έλλειμμα της ΤΡΑΙΝΟΣΕ.
Αναφέρει το σκάνδαλο της εταιρίας “Πρόοδος”, την οποία είχαν φτιάξει συνδικαλιστές του ΠΑΣΟΚ στα ’90s για να κλέβουν τον ΟΣΕ. Ποιοι είναι αυτοί οι συνδικαλιστές; Πώς τους λένε; Τι έχουν να πουν για την υπόθεση; Τι συνέβη με το θέμα παρακάτω -πήρε το δρόμο της δικαιοσύνης; Θα λογοδοτήσει κανείς;
Ακόμα: Ποιοι είναι οι προηγούμενοι διοικητές που υπέγραψαν τις σκανδαλώδεις συμβάσεις; Τι δηλώνουν για όλα αυτά;
Γιατί δεν φιλοξενείται καμία δήλωση κάποιου από τους 60 αργόμισθους των 4000 ευρώ; Ποιών συνδικαλιστών συγγενείς είναι; Τι λένε οι συγκεκριμένοι συνδικαλιστές;
Όλα αυτά είναι ερωτήματα που δεν θα έπρεπε να τα έχει έανς αναγνώστης μετά την ανάγνωση του θέματος. Ακόμα κι αν θεωρήσουμε ότι το κείμενο δεν στοχεύει να αποτελεί ένα πλήρες ιστορικό των σκανδάλων, αλλά ένα απλό προφίλ του διευθύνοντος συμβούλου και του έργου του, είναι και πάλι ανολοκλήρωτο: Μαθαίνουμε ελάχιστα για τον ίδιο τον άνθρωπο, την ηλικία του, σε ποια πανεπιστήμια δίδαξε, βασικές πληροφορίες για να σχηματίσουμε μιαν εικόνα δηλαδή. Μαθαίνουμε μόνο ότι “είναι ένας απλός και εξαιρετικά ευγενικός άνθρωπος, ο οποίος δεν έχει προδώσει τις ρίζες της καταγωγής του από το Θούριο Εβρου”. Ό,τι κατάλαβες, κατάλαβες.
Η πιο κοινή δικαιολογία σε παρόμοιες περιπτώσεις είναι, φυσικά, ο πεπερασμένος χώρος των εντύπων. Αλλά για ένα τόσο σοβαρό και βαρύγδουπο θέμα, αυτό απλά δεν στέκει. Ακόμα κι αν δεν χωρούσε ολόκληρο το ρεπορτάζ στο Κυριακάτικο Βήμα, η εφημερίδα έχει ένα καινούριο και πλήρες site που χωράει οτιδήποτε. Το πρόβλημα απ’ ό,τι φαίνεται είναι πως δεν υπάρχει άλλο: Αυτό είναι όλο το ρεπορτάζ που έχει η εφημερίδα. Πράγματι, ψάχνοντας στο “ΒΗΜΑ” δεν βρήκα άλλα σχετικά ή follow-up άρθρα (βρήκα, πάντως, ένα πιο πρόσφατο και πολύ επικριτικό κατά της διοίκησης του ΟΣΕ άρθρο -στο οποίο δεν υπήρχαν δηλώσεις του κύριου Ζηλιασκόπουλου).
Υπάρχουν, ωστόσο, κι άλλες δικαιολογίες που θα μπορούσα να σκεφτώ γι’ αυτό το ανεπαρκές αποτέλεσμα, και έχουν όλες να κάνουν με τις παθογένειες της Ελληνικής δημοσιογραφίας, τον πρόχειρο, αυτοσχέδιο και τσαπατσούλικο τρόπο με τον οποίο δουλεύουμε όλοι. Για να βγει σωστό δημοσιογραφικό αποτέλεσμα χρειάζεται ένας συντάκτης με χρόνο, διάθεση, όρεξη και ταλέντο, ένας αρχισυντάκτης που ξέρει να εκτιμάει, να υποστηρίζει και να αναδεικνύει τα παραπάνω, και ένας εκδότης που τα θεωρεί σημαντικά και απαραίτητα για το έντυπό του. Αν οτιδήποτε από τα τρία δεν υπάρχει, η συνταγή χαλάει, η σούπα κόβει. Δεν ξέρω τι απ’ όλα πήγε στραβά στο συγκεκριμένο άρθρο, αλλά δεν πρόκειται για μεμονωμένη περίπτωση. Τέτοια ρεπορτάζ είναι ο κανόνας. Η μέτρια δημοσιογραφία είναι ο κανόνας. Και γι’ αυτό δεν φταίει φυσικά ο συγκεκριμένος συντάκτης (όποιος κι αν είναι, είπαμε, έχει πολλά πιθανά ελαφρυντικά), ή το ΒΗΜΑ, μια από τις καλύτερες εφημερίδες εκεί έξω. Φταίμε όλοι μαζί. Παράγοντας μόνο μέτρια δημοσιογραφία διαρκώς, μαθαίνουμε το κοινό να σταματά να σκέφτεται. Όταν δεν του απαντάμε ούτε τις πιο προφανείς, αυτονόητες ερωτήσεις που αφορούν στο θέμα για το οποίο γράφουμε, τον αναγκάζουμε σταδιακά να βαριέται να κάνει τις ερωτήσεις. Αναπόφευκτα τον εκπαιδεύουμε να καταπίνει τις πληροφορίες αμάσητες. Αποτέλεσμα: Δεν χρειάζεται πια να γράψεις κάτι πλήρες ή διασταυρωμένο για να εκδοθεί, και να σου τα μέτρια ρεπορτάζ στις εφημερίδες, να σου τα λάθη και οι ανακρίβειες, και τελικά να και τα σκουπιδομπλογκζ με τα τέρατα που βγάζουν απ’ το μυαλό τους.
Και τώρα θα σου γράψω την αφορμή για όλα αυτά, γιατί όπως καταλαβαίνεις δεν θα μπορούσα να κάτσω να γράψω ολόκληρο κατεβατό για ένα άρθρο που διάβασα στο Ίντερνετ έτσι, χωρίς σοβαρή αφορμή.
Ο Τζον Κρακάουερ είναι δημοσιογράφος σπουδαίος, από αυτούς που πιάνουν ένα θέμα και του τινάζουν τα πέταλα, το εξερευνούν από κάθε δυνατή πτυχή, και μετά το γράφουν. Έχει συνεργαστεί με μεγάλα περιοδικά, έχει γράψει σπουδαία βιβλία, και τις προάλλες κυκλοφόρησε ένα e-book με τ’ όνομα “Three Cups of Deceit” στο νέο μίνι-εκδοτικό-e-οίκο (νεολογισμός!) byliner.com (ευχαριστώ για το heads up, @Freddos).
Το κατέβασα και το διάβασα. Σου συστήνω να κάνεις το ίδιο. Αυτό ήταν η αφορμή για τα παραπάνω.
Το βιβλιαράκι αφορά στην ιστορία του Γκρεγκ Μόρτενσον, ενός γνωστού φιλάνθρωπου η φιλανθρωπική ΜΚΟ του οποίου χτίζει σχολεία για τα παιδάκια στο Αφγανιστάν και το Πακιστάν. Για το έργο του έχει γίνει πολύ διάσημος και δημοφιλής, τα βιβλία του είναι best seller, και δίνει πολλές ομιλίες και συνεντεύξεις ανά τον κόσμο εμπνέοντας όσους τον ακούν με όρεξη και θέληση για να κάνουν τον κόσμο καλύτερο.
Σύμφωνα με τον Κρακάουερ, ο Μόρτενσον είναι επίσης ένας μεγάλος απατεώνας.
Δε θέλω να σου χαλάσω το βιβλίο και όλες τις εκπλήξεις που έχει μέσα (διάβασε εδώ αν θες περισσότερες πληροφορίες), αλλά θα σου πω μόνο ότι ξεκινώντας από τις ιστορίες που γράφει ο Μόρτενσον στο δικό του βιβλίο, ο Κρακάουερ πιάνει έναν έναν του ισχυρισμούς του, και μετά πιάνει και τα οικονομικά της ΜΚΟ του και το αποτέλεσμα της δουλειάς που κάνει στο Πακιστάν και το Αφγανιστάν και, λέξη με λέξη, αποκάλυψη με αποκάλυψη, τον διαλύει. Τον ξεσκίζει. Χωρίς λαϊκισμούς και γνώμες, μόνο με στοιχεία.
Αυτό είναι δημοσιογραφία.
Μέσα σε λίγες μέρες διάβασα το μεν (το οποίο είπαμε, κυκλοφορεί μόνο σε e-book), διάβασα και το δε σε μια από τις εγκυρότερες εφημερίδες στην Ελλάδα. Η διαφορά είναι τόσο χαώδης, τόσο ανάγλυφα προφανής που δε γινόταν: Κάτι έπρεπε να γράψω.
Το συμπέρασμα βγαίνει αβίαστα: Αν είναι να βγούμε ως χώρα κάποτε από το βούρκο, θα πρέπει να αποκτήσουμε τέτοια δημοσιογραφία, που ελέγχει πραγματικά και ενημερώνει και εκπαιδεύει και βοηθά τους αναγνώστες να γίνουν εξυπνότεροι, καλύτεροι πολίτες, που τους ενθαρρύνει να ρωτάνε, μια δημοσιογραφία αντάξια μιας ώριμης δυτικής δημοκρατίας.
Γίνομαι αφόρητα πομπώδης, φοβάμαι, αλλά δεν ξέρω πώς αλλιώς να το γράψω. Το επάγγελμά μου πεθαίνει και το χειρότερο απ’ όλα δεν είναι το ότι του χρόνου τέτοιον καιρό ούτε οι μισοί από εμάς δεν θα ζούμε από τη δημοσιογραφία -το χειρότερο είναι ότι δεν πειράζει. Δεν θα λείψουμε από την κοινωνία. Δεν επιτελούσαμε κανένα χρήσιμο λειτούργημα. Με τον τρόπο που εξασκούμε το επάγγελμα, δεν είμαστε καθόλου απαραίτητοι.
Γράφει κάπου ο συντάκτης του Βήματος στο άρθρο του: “Αυτά που έγιναν μέσα σε έναν χρόνο μπορούν να γεμίσουν ολόκληρους τόμους. Αλλά αυτό που έχει σημασία είναι το μέλλον”.
Δεν είναι καθόλου έτσι. Δεν έχει σημασία μόνο το μέλλον. Σημασία έχει να γραφτούν και οι τόμοι. Αυτή είναι η δουλειά μας.