Έχουμε πλέον ξεπεράσει διλήμματα του τύπου “είναι μισοάδειο ή μισογεμάτο το ποτήρι”. Το ποτήρι το αδειάσαμε (μαζί το ήπιαμε), μας έπεσε, έσπασε, το μάζεψαν και πήραν τα κομμάτια. Δεν υπάρχει ποτήρι. Το νερό είναι μια ανάμνηση.
Καθώς στη Βουλή συζητιέται το Μεσοπρόθεσμο και η πρόσκαιρη και επώδυνη αναβολή της πτώχευσης, και καθώς ο λαός απ´ έξω απαιτεί την (περισσότερο; εξίσου;) επώδυνη πτώχευση εδώ και τώρα, κάθισα και σκέφτηκα και φιλοσόφησα για τα της κατάστασής μας κατά τη διάρκεια μιας όχι άσχετης με τα τεκταινόμενα αυπνίας. Και κατάλαβα. Δεν είναι καλά τα πράγματα. Σε μια έκλαμψη διαύγειας και ρεαλισμού (η οποία, αναπόφευκτα, ακολουθήθηκε από μια κρίση πανικού), τα έβαλα κάτω, όλα όσα έχω διαβάσει κι έχω μάθει το τελευταίο διάστημα και όλα όσα βλέπουν τα μάτια μου κι ακούνε τα αυτιά μου, τα άπλωσα στο νοητό τραπέζι, κι έκανα ένα βήμα πίσω, για να τα δω με καλύτερη προοπτική.
Πρακτικά η κατάσταση έχει ως εξής: Δεν υπάρχει τίποτα, κανένα σενάριο, καμία πιθανή συνταγή που θα δώσει λύση στο πρόβλημά μας. Συγνώμη που στο λέω έτσι απότομα, αλλά δεν υπάρχει κανένας απολύτως τρόπος η ζωή σου να γίνει σύντομα ξανά όπως ήταν το 2008. Δεν υπάρχει καμία περίπτωση, έστω, το 2012 να είναι καλύτερο από το 2011. Δε γίνεται. Δε βγαίνουν τα νούμερα. Δεν πα να γίνει μακροπρόθεσμο το μεσοπρόθεσμο, μόνο με μαγικά θα έρθουν τούμπα όλες οι παθογένειας της οικονομίας μας και του λαού μας για να σωθούμε.
Δεν έχει και πολύ νόημα να σε τρομάζει το μεσοπρόθεσμο, από τη στιγμή που όλες οι εναλλακτικές επιλογές είναι εξίσου τρομαχτικές, κάποιες και περισσότερο. Δεν υπάρχει σωτηρία, ο πόνος είναι αναπόφευκτος, και το ξέρουμε, και μοιάζουμε να αντιδρούμε σπασμωδικά, με το Σύνταγμα και τις μούτζες και τη γκρίνια και την αγανάκτηση, αλλά στην πραγματικότητα αποσβωλομένοι είμαστε, σαν ελαφάκι που παγώνει βλέποντας τα φώτα του αυτοκινήτου να πλησιάζουν επικίνδυνα.
Η κατάστασή μας είναι ακριβώς έτσι:
Φαντάσου ότι πέφτεις από ένα αεροπλάνο, skydiving κάνεις, για την πλάκα, για την εμπειρία, και στα πρώτα λίγα δευτερόλεπτα νιώθεις τη διέγερση από την αδρεναλίνη που πλημμυρίζει το κυκλοφορικό σου, έναν ενθουσιασμό πρωτόγνωρο, μια χαρά ανείπωτη.
Είσαι στο 2004.
Τώρα φαντάσου, λίγα δευτερόλεπτα αργότερα, ότι τραβάς το αλεξίπτωτο, και το αλεξιπτωτο δεν ανοίγει. Συνεχίζεις να τραβάς, όλο και πιο μανιασμένα, και μετά θυμάσαι ότι υπάρχει και το εφεδρικό, και τραβάς και το εφεδρικό, και δεν ανοίγει ούτε αυτό, και πια η χαρά έχει μετατραπεί σε τρόμο, δεν θυμάσαι καν τί σημαίνει να νιώθεις χαρά, και μετά το αλεξίπτωτο ξεκολλάει τελείως απ´ την πλάτη σου, κλειστό και άχρηστο, και πέφτει στο κενό και πια δεν έχεις ούτε αυτό για να τραβάς και να ελπίζεις.
Το έδαφος, πια, πλησιάζει γρήγορα.
Δεν έχεις πεθάνει ακόμα, αλλά δεν μπορείς πια να θεωρήσεις τον εαυτό σου ζωντανό.
Εδώ είμαστε τώρα.