Τώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές, συμπληρώνεται περίπου ένας μήνας από τότε που πολλοί Έλληνες, τσιγκλισμένοι από έναν αστικό μύθο που ήθελε τους Ισπανούς «Αγανακτισμένους» να μας κοροϊδεύουν για το σταρχιδισμό μας, συγκεντρώθηκαν για πρώτη φορά στο Σύνταγμα για μια διαδήλωση πολύ διαφορετική από τις πορείες και τις διαδηλώσεις που είχαμε συνηθίσει.
Η οργή και η αγανάκτησή αυτών των Ελλήνων είναι άμορφη και ετερόκλητη και, στο βαθμό που σήκωσε κόσμο από τον καναπέ και τον έφερε σε ένα μέρος για να ασχοληθεί με την πολιτική και να φέρει και τα παιδάκια του μαζί, είναι και πολύ χρήσιμη. Από όλες τις άλλες απόψεις, όμως, αποδεικνύεται απόλυτα αντιπροσωπευτική μιας κοινωνίας που οδήγησε τον εαυτό της στην καταστροφή.
Τόσα χρόνια, βλέπεις, αυτός ο λαός κάνει πορείες μόνο για να ζητήσει διορισμούς, να υπηρετήσει κόμματα ή συνδικάτα ή τα συμφέροντα της αγαπημένης του ποδοσφαιρικής ομάδας. Τώρα που θυμήθηκε να κατέβει στο δρόμο για να δράσει πολιτικά, δεν έχει οπλοστάσιο ιδεών. Δεν έχει γνώσεις για τα προβλήματα που αντιμετωπίζει. Δεν ξέρει τι να πει. Ο διάλογος και η ζύμωση στο Σύνταγμα γίνονται με υποτυπώδες λεξιλόγιο και χωρίς γνώση, οπότε είναι στην ουσία μη ζύμωση, μη διάλογος, μέρος του προβλήματος επικοινωνίας που έχουμε ως λαός. Σ’ αυτό το περιβάλλον, αναπόφευκτα το τελικό συμπέρασμα, η πολιτική συνισταμένη, είναι η χαμηλότερη κοινή. Για να τη βρεις, πρέπει να σκύψεις όσο πιο χαμηλά γίνεται. Μέσα στον αχταρμά και την τσίκνα, τα μόνα πράγματα που ακούγονται τελικά είναι οι λαϊκιστικοί κρωγμοί.
Αυτούς τους κρωγμούς δεν τους γέννησε ο όχλος, τους βρήκε έτοιμους. Είναι οι μόνοι που υιοθέτησε μαζικά γιατί είναι οι πιο εύκολοι – πιασάρικα τσιτάτα λαϊκιστών της Αριστεράς και της Τηλεόρασης: «Να φύγουν οι κλέφτες» και «να καταργηθεί το μνημόνιο». Αυτές όμως δεν είναι πολιτικές θέσεις – είναι αντιθέσεις. Είναι μεμονωμένες ενστάσεις που, αν δεν ακολουθούνται από ρεαλιστικές αντιπροτάσεις, δε συνιστούν πολιτικό λόγο.
Και θέτω εδώ το ερώτημα: Έτσι που είναι, σ’ αυτήν τη νηπιακή, ακατέργαστη μορφή, τι είδους πολιτική έκφραση μπορεί να έχει το κίνημα των «Aγανακτισμένων»; Τι μορφή μπορεί να πάρει ώστε να ασκήσει πολιτική σε κάποιο επίσημο επίπεδο; Ασφαλώς δεν μπορεί να εκδηλώνεται με χαοτικές συνελεύσεις στις πλατείες, οπότε ας θεωρήσουμε ότι βρίσκεται κάποιο πρόσωπο γύρω από το οποίο μπορεί να συσπειρωθεί αυτός ο οργισμένος κόσμος, και αυτό το πρόσωπο οργανώνει τον πολιτικό φορέα –ένα κόμμα; – που αντιπροσωπεύει την ιδεολογία της αγανάκτησης. Ποιο θα ήταν αυτό το πρόσωπο;
Θα πρέπει να είναι κάποιος με ευρύτατη αποδοχή, κάποιος που να ασπάζεται τα βασικά, υποτυπώδη ιδεολογήματα που έχουν υιοθετήσει οι «Αγα-νακτισμένοι» και να τα υποστηρίζει. Και να τα αναπαράγει. Εξ ορισμού, λοιπόν, θα πρέπει να είναι ένας επιδέξιος λαϊκιστής.
Οι πιο πετυχημένοι λαϊκιστές ήταν πάντα αυτοί που χαϊδεύουν τα αφτιά του κόσμου, γιατί ο κόσμος είναι ο πελάτης τους και δεν του αρέσει να ακούει κακά πράγματα. Ο λαός θέλει να ακούει ότι δε φταίει, ότι υπάρχουν κάποιοι κακοί εκεί έξω που του στερούν το μέλλον και ότι για ό,τι κακό του συμβαίνει φταίνε αυτοί. Για να επικοινωνήσει με όσο το δυνατό μεγαλύτερη μάζα, ο λαϊκιστής κρατάει το μήνυμά του απλοϊκό: Δε χρειάζεται να μπλέκεις τον κόσμο με τη συλλογική ευθύνη που εξ ορισμού γεννά μια δημοκρατία – οι πολιτικοί φταίνε για όλα, τέλος. Τι σημασία έχει ποιος τους εξέλεξε. Επίσης, καμία σημασία δεν έχει και η οικονομική πραγματικότητα. Τι σημαίνει, δηλαδή, ότι «στα μέσα Ιουλίου τελειώνουν τα λεφτά του κράτους»; Τι πάει να πει «το χρέος γιγαντώθηκε για να συντηρείται το τεράστιο και ελάχιστα παραγωγικό κράτος»; Είναι πολύ δύσκολα κόνσεπτ αυτά, δεν μπορεί να τα καταλάβει ο άλλος, πρέπει να του εξηγήσεις πώς λειτουργεί το κράτος, πού ξοδεύει και γιατί, και φέξε μου και γλίστρησα. «Όχι στο μνημόνιο» λες και ξεμπερδεύεις. Βρίζεις και λίγο τους Γερμανούς και τους ξένους γενικότερα (τι σημασία έχει που μας δανείζουν τα λεφτά τους, σε εμάς, την πιο αφερέγγυα χώρα στη Γη, μην μπερδεύεις το μήνυμα) και τελείωσες: Ιδεολογία απλή και εύκολη και έτοιμη προς κατανάλωση από κάθε οργισμένο όχλο.
Αυτήν τη στιγμή υπάρχουν διάφοροι εκεί έξω που εκφράζουν αυτήν ακριβώς την ιδεολογία και πολύ θα ήθελαν να συσπειρώσουν γύρω τους το κίνημα των «Αγανακτισμένων». Ο Μίκης Θεοδωράκης, ας πούμε, ακριβώς τα ίδια λέει, μαζί με κάτι άλλα παλαβά δικής του έμπνευσης. Αλλά είναι λιγουλάκι μπερδεμένος, σαν παππούλης που του λες «ναι, ναι, παππούλη» και μετά θυμάσαι πώς ήτανε παλιά, που τραγούδαγε στα θέατρα, και το αφήνεις εκεί. Ο Αλέξης Τσίπρας, επίσης, πολύ θα ήθελε να συσπειρώσει γύρω του το κίνημα των «Αγανακτισμένων». Ίδια είναι και η δικιά του ρητορική, αλλά η κοινοβουλευτική Αριστερά, την οποία εκπροσωπεί, είναι αμαυρωμένη από το ρόλο της ως πυρήνα σχιζοφρενικής συντηρητικότητας εδώ και πολλά χρόνια, ενώ είναι και «κοινοβουλευτική», οπότε και εξ ορισμού –αν και εξ αγχιστείας– μέρος του συστήματος που οι «Αγανακτισμένοι» απεχθάνονται. Η Αριστερά ετούτη έχει, άλλωστε, ανάμεικτα συναισθήματα απέναντι σ’ αυτή την πηγαία, αυθόρμητη λαϊκή αγανάκτηση. Βλέπεις, τόσα χρόνια προσπαθούσε να κατεβάσει τον κόσμο στους δρόμους –ή να πάρει πάνω από 5% στις εκλογές– και απέτυχε παταγωδώς. Και τώρα τον βλέπει να κατεβαίνει μαζικά από μόνος του. Πολύ θα ’θελε το κίνημα των «Αγανακτισμένων» να είναι δικό της. Αλλά δεν είναι.
Οπότε ποιος μένει να ηγηθεί του θυμωμένου πλήθους; Ποιος ευφυής, μορφωμένος και δημοφιλής αστέρας μπορεί να σηκώσει το λάβαρο της Ελληνικής Επανάστασης και, υπό τους ήχους του Σταμάτη Κραουνάκη, χειροκροτημάτων και κατσαρολικών, να ξεσηκώσει τα πλήθη, όλους τους αγανακτισμένους Έλληνες που μέχρι σήμερα ψήφιζαν συνειδητά μόνο στην κάλπη της AGB, να τους πάρει απ’ το χέρι με την αδιαμφισβήτητη γοητεία του και να κάνει μαζί τους το μνημόνιο μιαν ανάμνηση, το ευρώ δραχμή, το τέλος γεγονός;
Η απάντηση, νομίζω, είναι προφανής. Κάποιος ήδη δημοφιλής κι αναγνωρίσιμος. Κάποιος ευρείας, ευρύτατης αποδοχής. Κάποιος που ήδη, χρόνια πριν, έχει πει «πάμε πλατεία»:
Ο Λάκης Λαζόπουλος.