Είναι πια προφανές ότι η Ελληνική κυβέρνηση είναι εντελώς απρόθυμη ή ανίκανη να υλοποιήσει οποιαδήποτε από τις δεσμεύσεις της απέναντι στους δανειστές της χώρας, και έτσι θα πορευόμαστε στο εξής, θα παρακαλάμε κάθε φορά που θα ‘ρχεται η ώρα της δόσης («δώστε μας καλέ κύριε και θα τις κάνουμε τις μεταρρυθμίσεις, είμαστε αποφασισμένοι μπλαμπλαμπλα»), μέχρι που να το πάρουν απόφαση ότι τους κοροϊδεύουμε και ότι τσάμπα τα βάζουν με τους δικούς τους ψηφοφόρους για να μας συντηρούν, και να μας αφήσουν στη μαύρη, πτωχευμένη μοίρα που μας αξίζει.
Βλέπεις λοιπόν το Χάρη τον Καστανίδη να διασώζει ηρωικά 70 ΝΠΔΔ για να τους δίνει λεφτά το κράτος, το Μιχάλη Ρέππα να προσπαθεί να χώσει εξαιρεσούλες και υποσημειώσεις στο θέμα της απελευθέρωσης των ταξί, τον Τηλέμαχο το Χυτήρη έξω φρενών για τις περικοπές στην ΕΡΤ, σαν να μην τρέχει τίποτα, σα να είναι 2002 και να πλησιάζουν Ευρωεκλογές ή κάτι τέτοιο, και αναρωτιέσαι: Γιατί το κάνουν αυτό; Πού ακριβώς αποσκοπούν; Ακολουθώντας τις μικροπολιτικές πρακτικές που χαϊδεύουν τα αυτιά θορυβωδών μειοψηφιών τα στελέχη αυτής της κυβέρνησης κάνουν ακόμα αυτό που έκαναν πάντα, το μόνο που ξέρουν: Λαϊκίζουν για να επανεκλεγούν. Σαν τίποτα να μην έχει αλλάξει, σα να μην έχει καταρρεύσει το σύμπαν.
Και αυτό οδηγεί σε άλλο εύλογο ερώτημα: Γιατί να θέλουν να επανεκλεγούν; Τί είδους άνθρωπος ακριβώς θέλει να είναι βουλευτής στην Ελληνική Βουλή ή υπουργός σε Ελληνική κυβέρνηση το 2011, αντικείμενο λοιδωρίας και μίσους, αναγκασμένος να κρύβεται για να μην του πετάξουν γιαούρτια –ή και τίποτα χειρότερο; Τί ον μεταλλαγμένο πρέπει να είσαι όταν την ύστατη ώρα, όταν όλα έχουν τελειώσει και τίποτα πια δεν θα είναι όπως πριν, και όταν για πρώτη φορά στη ζωή σου καλείσαι να κάνεις μια δουλειά με ουσία και στόχο, κάποια συγκεκριμένα πράγματα που, αν υλοποιηθούν, μπορεί, ενδέχεται, ίσως και να σώσουν τα παιδιά και τα εγγόνια σου από την απόλυτη φτώχια και την εξαθλίωση, αρνείσαι;
Το θέμα οδηγείται, λοιπόν, σε ένα συμπέρασμα αναπόφευκτο το οποίο πρέπει ως θέμα να τεθεί και να συζητηθεί:
Μήπως οι πολιτικοί μας είναι ηλίθιοι;
Ο δημοσιογράφος Κρίστοφερ Χίτσενς σ’ ένα σημείο της αυτοβιογραφίας του γράφει:
«I also, in my career as a speaker at the Oxford Union, had a chance to meet senior ministers and parliamentarians “up close” and dine with them before as well as drink with them afterward, and be amazed once again at how ignorant and sometimes plain stupid were the people who claimed to run the country”.
Πιτσιρικάς ήταν την περίοδο που περιγράφει, λίγο μετά τα είκοσι, και συναντούσε τους βουλευτές και τους υπουργούς της (δημοκρατικής, προοδευτικής) Βρετανίας και συνειδητοποιούσε ότι πρόκειται για στόκους.
Γιατί να μη συμβαίνει το ίδιο και εδώ;
[field name=”code2″]
Πολύς κόσμος είναι πεπεισμένος ότι το πολιτικό προσωπικό αποτελείται κυρίως από λαμόγια, πανούργους καιροσκόπους και δαιμόνιους απατεώνες που κοροϊδεύουν τον κοσμάκη, αλλά πλέον υπάρχουν αρκετά σοβαρές αποδείξεις ότι αυτό δεν ισχύει, με μεγαλύτερη την εξής: Οι έξυπνοι απατεώνες έχουν έντονο το ένστικτο της αυτοσυντήρησης. Τα στελέχη ετούτης της κυβέρνησης συμπεριφέρονται σα Lemmings, πάνε βουρ για το γκρεμό, χωρίς πονηριά, χωρίς επίγνωση. Πρέπει να είναι βλάκες.
[field name=”code3″]
Δεν είναι περίεργο: Δεν είναι όλοι οι άνθρωποι ίδιοι, υπάρχουνε έξυπνοι και υπάρχουνε και όχι και τόσο έξυπνοι, και υπάρχουνε και στούρνοι, που δεν καταλαβαίνουν την υπόθεση στις ταινίες και ανοιγοκλείνουν το στόμα όταν διαβάζουν γράμματα. Έτσι είναι η ανθρωπότητα, ποικιλόμορφη, και καθώς κατά τη γνώμη μου η Ελληνική δημοκρατία λειτουργεί σε καθεστώς αξιοζήλευτης από άλλους λαούς ελευθερίας, στη Βουλή και στην κυβέρνηση υπάρχουν αυθεντικοί εκπρόσωποι του Ελληνικού λαού, σαρξ εκ σαρκός του, άρα κάμποσοι από αυτούς πρέπει να είναι βλάκες, γιατί πολλοί από εμάς είμαστε.
Η πορεία εκκόλαψης του Έλληνα πολιτικού, άλλωστε, αποτελεί από μόνη της ένδειξη περί τούτου. Από πού βγαίνουν, από τις πολιτικές νεολαίες βγαίνουν, και από πού τροφοδοτούνται αυτές, από τα Πανεπιστήμια, και ποιοί μπαίνουν εκεί, αυτοί που γράφουν τρία.
Αν αυτά εδώ τα πράγματα σου μοιάζουν υπερβολικά τσατισμένα, είναι μάλλον επειδή είμαι τσατισμένος, αλλά με την τσατίλα που μένει αφού έχεις τσακωθεί τρεις ώρες και σου ‘χει φύγει όλη η ενέργεια της οργής, και σου ‘χει μείνει αυτή η ξεθυμασμένη πίκρα, το κατακάθι του θυμού, που το νιώθεις μέσα σου να καθιζάνει και ξέρεις πως στο εξής θα κάθεται ήσυχο εκεί μέσα και θα τρώει, θα τρώει, σα σαράκι.
Πώς να αντιμετωπίσεις τώρα αυτό το συρφετό; Με τί θυμό να του θυμώσεις; Ακόμα και από το χειρότερο λαμόγιο, τη λινάτσα, τον απόπατο, το βόθρο τον ίδιο, τη βδέλλα που τρώει από τη μύγα ξύγκι και του παιδιού δε δίνει (ή κάτι τέτοιο), περιμένεις όταν τα πράγματα φτάνουν στο απροχώρητο, όταν πια τίποτα δεν μπορεί να λειτουργήσει όπως πριν και για να συνεχίσεις να υπάρχεις πρέπει να αρχίσεις να υπάρχεις αλλιώς, αλλιώς παύεις, να ξυπνήσει, να συνέλθει, να προσαρμοστεί, να αλλάξει. Οι υπουργοί αυτής της κυβέρνησης και οι βουλευτές αυτής της Βουλής δεν αλλάζουν. Είναι ίδιοι, οι ίδιοι άνθρωποι και τα ίδια μυαλά που ήταν πριν από πέντε χρόνια, ή πριν από είκοσι.
Αυτούς έχουμε (αυτοί είμαστε), μ’ αυτούς πορευόμαστε, και είναι Σεπτέμβρης σχεδόν, και όπου να ‘ναι μας σκάει η επιθεώρηση για την επόμενη δόση της ελεημοσύνης στο βλαμμένο της Ευρώπης, και έρχεται και η BlackRock να ξετινάξει όλα τα μυστήρια και επισφαλή δάνεια των «μεγαλύτερων των Βαλκανίων» τραπεζών (τρέμω ήδη για τα «μαύρη πέτρα» λογοπαίγνια των εφημερίδων), κι έτσι ένα ένα τα τακούνια θα πατάν τα δαχτυλάκια μας, και πόσο να κρατήσουμε πια, πριν το πάρουμε απόφαση και αφεθούμε στο γκρεμό.
Σα Lemmings.
[field name=”code”]