Τώρα που οι διακοπές και επισήμως τελείωσαν, και ακόμα και οι αγανακτισμένοι (τελευταίοι, μαυρισμένοι) επέστρεψαν στην πλατεία, μπορούμε να κάνουμε μια σημειολογική κριτική πάνω στην ίδια την έννοια των Ελληνικών καλοκαιρινών διακοπών. Πιστεύω ότι, όπως πολλές άλλες (τη «δημοκρατία», το «διάλογο») την έννοια των διακοπών την έχουμε εδώ στην Ελλάδα κάπως διαστρεβλωμένη στο μυαλό μας. Οι λόγοι είναι πολλοί, αλλά πρώτα ας ορίσουμε πού ακριβώς έγκειται αυτή η διαστρέβλωση.
Πολύς κόσμος με ψέγει –και βλέπω και άλλους ομοίους μου να ακούν ψόγους- επειδή στις διακοπές παίρνω μαζί λάπτοπ, ή επειδή έχω το κινητό και το κοιτάω στην παραλία, ή επειδή γράφω στο Ίντερνετ από προορισμούς τουριστικούς. Οτιδήποτε κάνει κανείς τους υπόλοιπους 11 μήνες υποτίθεται ότι τις εβδομάδες των διακοπών πρέπει να το καταργήσει, να το κόψει, να το αφήσει πίσω. Πιστεύω ότι αυτή η αντίληψη είναι λανθασμένη σε κάθε περίπτωση, εκτός από μία.
Οι διακοπές είναι αυτό που λέει η λέξη, μια διακοπή της “κανονικής” ζωής με την όποια ρουτίνα της, μια ευκαιρία για ξεκούραση και αναζωογόνηση. Αυτό υποννοεί δύο πράγματα:
Πρώτον, ότι ο άνθρωπος είναι κουρασμένος, και άρα χρειάζεται ξεκούραση.
Δεύτερον, ότι ο άνθρωπος χρειάζεται διάλειμμα από τη ρουτίνα και αλλαγή παραστάσεων για βαθύτερους ψυχολογικούς και ηθικούς λόγους.
Και τα δύο είναι αναπόφευκτες ανάγκες όλων. Αργά ή γρήγορα θα κουραστείς από αυτό που κάνεις, και θα χρειαστείς ένα διάλειμμα. Το πρόβλημα είναι το εξής: Οι άνθρωποι δεν είναι όλοι ίδιοι, και δεν κάνουν όλοι τα ίδια πράγματα. Επομένως, όπως αντιλαμβάνεσαι, δεν μπορεί να κουράζονται όλοι το ίδιο και, κυρίως, δεν μπορεί να κουράζονται και να χρειάζονται διάλειμμα ταυτόχρονα, κάθε Αύγουστο, μόνο και μόνο επειδή τότε ο καιρός είναι πιο ζεστός και οι παραλίες πιο γεμάτες.
Το ετήσιο μοτίβο των Ελληνικών διακοπών, λοιπόν, εξ’ ορισμού δεν μπορεί να εξυπηρετεί αποτελεσματικά τις ανάγκες των Ελλήνων που πάνε διακοπές. Εμένα μπορεί να με βαράει η κούραση και να μπαφιάζω μετά από ενάμιση χρόνο ρουτίνας, όχι κάθε 30 Ιουλίου, οπότε το Ελληνικό μοντέλο να μη με βολεύει.
Αλλά είναι υποχρεωτικό, δεν μπορείς να το αποφύγεις, καθώς έτσι είναι δομημένη η αγορά και λίγα περιθώρια ευελιξίας υπάρχουν. Στο εξωτερικό, αν και υπάρχει μια έμφαση στο καλοκαίρι, οι διακοπές είναι κάτι που αντιμετωπίζεται αλλιώς, και κάποιος μπορεί να διαλέξει να φύγει όποτε πιστεύει ότι το χρειάζεται.
Οι λόγοι που εδώ είμαστε κολλημένοι με τους καλοκαιρινούς μήνες είναι, φυσικά, επειδή τότε κάνει πολύ ζέστη και η δουλειά γίνεται πιο δυσάρεστη, αλλά και επειδή έχουμε μόνιμη και πολύ εύκολη πρόσβαση σε ένα στυλ διακοπών που είναι από τα ιδανικότερα που υπάρχουν στη Γη.
Το μοντέλο «παραλία, ξαπλώστρα, κολύμπι, ταβερνάκι, ξάπλα» δεν είναι καθολικό. Δεν κάνει όλος ο κόσμος έτσι διακοπές. Οι ξένοι πάνε διακοπές σε πόλεις, σε αρχαία, σε βουνά, σε λίμνες, σε δάση, κάνοντας πράγματα πολύ διαφορετικά από αυτά που κάνουμε εμείς. Και δεν φταίει το ότι είμαστε κολλημένοι ή μονοδιάστατοι (είμαστε, αλλά όχι πάρα πολύ) –φταίει το ότι ο δικός μας τρόπος είναι κατά γενική ομολογία πάρα πολύ καλός, και απλά οι ξένοι που πάνε στις λίμνες και στα αρχαία δεν έχουν ιδιαίτερα εύκολη πρόσβαση σε παραλίες σαν τις δικές μας. Κι όταν έρχεται ο Αύγουστος, και μπορείς με τα ίδια λεφτά (εισιτήρια, διαμονή), να περάσεις τρεις εβδομάδες πάνω σε μια από τις ομορφότερες παραλίες της Γης ή τέσσερις ημέρες στη Νέα Υόρκη (τόσο βγαίνει, έχω κάνει και τα δύο), η επιλογή είναι σχετικά εύκολη.
Σ’ αυτό λοιπόν, δεν είμαστε παράλογοι. Παράλογοι είμαστε σ’ αυτά που κάνουμε στις διακοπές. Έχουμε μια εμμονή σχετικά με τον πλήρη και σαφή και διαχωρισμό των διακοπών από την «κανονική» ζωή που μοιάζει πολύ με ψυχαναγκασμό. Δεν μας αρκεί να ξεκουραστούμε σε ένα διαφορετικό μέρος –πρέπει να σταματήσουμε να κάνουμε οτιδήποτε κάναμε στην «κανονική» ζωή επειδή είμαστε σε διακοπές, και να κάνουμε μόνο άλλα πράγματα. Αυτό μου φαίνεται περίεργο και μου φαίνεται λάθος.
Γιατί αν στις διακοπές πηγαίνουμε για να ξεκουραστούμε, το αναμενόμενο θα ήταν να αφήνουμε πίσω μας αυτά που μας κουράζουν. Και καθώς δεν είναι και τόσο πιθανό να μας κουράζουν όλα όσα κάνουμε στην «κανονική» ζωή, δεν υπάρχει κανένας λόγος να μην πάρουμε μαζί μας τα υπόλοιπα.
Εγώ, ας πούμε, ζω στο Ίντερνετ. Μου αρέσει να διαβάζω συνέχεια, είναι και μέρος της δουλειάς μου, έτσι είμαι διαρκώς online σε κάποια οθόνη, είτε 3,5 είτε 9,7 είτε 19 είτε 27 ιντσών, και ομολογώ ότι δεν με κουράζει καθόλου, και οπωσδήποτε δεν με κουράζει στον αυστηρό Ελληνικό 12μηνο κύκλο. Στις διακοπές μου, λοιπόν, δεν έχω κανένα λόγο να μη συνεχίσω να είμαι στο Ίντερνετ. Θέλω να σταματήσω τις δουλειές και τα τηλέφωνα και τα μήτινγκ και το χειρισμό των ανθρώπων, θέλω να μένω πάρα πολλή ώρα ξαπλωμένος και διαβάζω όσα δεν προλαβαίνω στην «κανονική» ζωή και να κολυμπάω σε καθάριες θάλασσες, αλλά δε θέλω να σταματήσω να τσεκάρω το Twitter. Δεν χρειάζομαι διακοπές από αυτό.
Και εδώ έρχομαι στη μία και μοναδική περίπτωση που πρέπει, πράγματι να αφήνεις πίσω τα πάντα στις διακοπές, και να μην κάνεις τίποτα από όσα έκανες στην κανονική σου ζωή: Να είσαι τρομερά δυστυχισμένος.
Ίσως αυτό να κρύβεται πίσω από την εμμονή των Ελληνικών «διακοπών απ’ όλα». Ίσως συνάνθρωποί μας να μην αντέχουν τίποτα απολύτως από ό,τι κάνουν στην κανονική τους ζωή, ίσως και η δουλειά τους και το Ίντερνετ και τα πάντα στην καθημερινότητά τους να τους καταπιέζουν αφόρητα, και γι’ αυτό να θέλουν να κάνουν τα εντελώς αντίθετα στις δύο εβδομάδες της ξάπλας στην παραλία. Αν και το μοντέλο διακοπών τους δεν ταιριάζει καθόλου σε εμάς τους υπόλοιπους, τους συμπονώ και τους λυπάμαι, και κάθε φορά που θα χαζεύω στο Ίντερνετ από παραλία (αν, έτσι όπως πάνε τα πράγματα, ξανακάνουμε ποτέ διακοπές), θα τους σκέφτομαι με θλίψη, αν και όχι για πολλή ώρα.