Αγαπητέ Έλληνα πολιτικέ, έχω να σου πω το εξής: Δεν έχεις λόγο να φοβάσαι τα γιαούρτια ή τα βρισίδια. Δεν είναι αυτό το χειρότερο πράγμα που σου συμβαίνει αυτή τη στιγμή. Γιατί υπάρχει κάτι άλλο, κάτι ανείπωτο και αναπόφευκτο, ένα δωράκι μυστικό που σου ‘ρχεται από μια πηγή σκληρή κι αμείλικτη: Την Ιστορία.
Εξηγούμαι:
Υπάρχουν τρεις λόγοι για να πάει κάποιος να γίνει πολιτικός: Το κέρδος, η μούρη και η υστεροφημία. Όλες οι χώρες του κόσμου έχουν ανθρώπους που με τη θέλησή τους πάνε και γίνονται πολιτικοί, και ανάλογα με τα κίνητρά τους μπορεί κάποιος να βγάλει ένα συμπέρασμα και για την ποιότητα της χώρας και για τα μυαλά των ψηφοφόρων της.
Εδώ στην Ελλάδα το πολιτικό προσωπικό είχε πάντα ως κίνητρο κυρίως το δεύτερο: Ο Έλληνας ο Μαυρογιαλούρος ήθελε πάντα να γίνει ο πρόεδρας του χωριού, ο μεγάλος, ο ένας, ο αρχηγός. Το άλλο κίνητρο, το κέρδος, συνήθως έρχεται παράπλευρα. Κανένα λαμόγιο στην ιστορία της απατεωνιάς δεν έγινε πολιτικός μόνο και μόνο για να βγάλει λεφτά. Αυτός δεν είναι ούτε ο καλύτερος ούτε ο ευκολότερος τρόπος να το καταφέρεις. Για να γίνεις πολιτικός στην Ελλάδα πρέπει περισσότερο ψώνιο να είσαι, παρά λαμόγιο.
Και υπάρχει και το τρίτο κριτήριο.
Στις πιο πολιτισμένες χώρες του κόσμου, όπου οι νόμοι λειτουργούν και τα ψώνια πάνε να γίνουν ηθοποιοί στο σινεμά, το τρίτο κριτήριο υφίσταται πιο έντονα. Δεν είναι το μόνο -σε καμία χώρα του κόσμου δεν υπάρχει ιδανικό πολιτικό προσωπικό- αλλά παίζει ρόλο σε κάποιο βαθμό, συνυπάρχει με τα άλλα δύο κριτήρια, έχει σημασία. Υπάρχουνε και άνθρωποι δηλαδή που πολιτεύονται επιδή θέλουν να προσφέρουν στη χώρα και να κάνουν κάτι που θα τους κάνει να νιώσουν σημαντικοί, είτε επειδή πιστεύουν σε ένα σκοπό, είτε επειδή θέλουν να αφήσουν πίσω μια κληρονομιά ουσιαστική, κάτι που θα κάνει τα παιδιά τους να νιώσουν περήφανα.
Καθώς η Ελλάδα πτωχεύει (υπερβολικά αργόσυρτα), φαίνεται πως το δικό μας το πολιτικό προσωπικό, που βλέπει το (όποιο) κέρδος είχε να ρουφήξει να εκμηδενίζεται και τα γιαούρτια να πασαλείβουν την αίγλη και το κύρος του, μένει με μόνη κινητήρια δύναμη την αδράνεια των προηγούμενων χρόνων.
Και ξεχνά τελείως, ακόμα και τώρα, το θέμα της υστεροφημίας.
Πιστεύω ότι οι Έλληνες που βρίσκονται αυτή στη στιγμή σε κυβερνητικές θέσεις ή στη Βουλή δεν έχουν συνειδητοποιήσει το ότι η Ιστορία έχει αρχίσει από τώρα να τους ανασκολοπίζει. Δεν το έχουν πάρει μυρωδιά. Δεν το νιώθουν σε κανένα επίπεδο.
Καθώς ο κάθε Ντίνος Ρόβλιας διορίζει ακόμα και τώρα συμβασιούχους στους Δήμους δεν συνειδητοποιεί ότι συνδέει τ’ όνομά του με μια ήττα και μια ξεφτίλα πρωτοφανή και τιτάνια. Καθώς ο κάθε Δημήτρης Ρέππας χαϊδεύει τ’ αυτιά ταξιτζήδων με ψηφοθηρικά γλυκόλογα, δε συνειδητοποιεί ότι ταυτίζεται με ένα ναυάγιο που θα μείνει για πάντα, που θα το γράφουν τα σχολικά iPad σε εκατό χρόνια και, αν στο κείμενο της εποχής τύχει ν’ αναφερθεί και το δικό του όνομα, δε θα είναι για καλό.
Ίσως φταίει το παράδειγμα του παρελθόντος: Ότι δηλαδή οι πολιτικοί έπρεπε να κάνουν πολύ χοντρές κουτσουκέλες για να καταδικαστούν στην (όποια) συνείδηση του λαού, ότι μόνο Παπαδόπουλοι και Ιωαννίδηδες αντιμετώπιζαν συνέπειες για τις πολιτικές τους πράξεις εδώ. Αλλά τώρα τα πράγματα είναι κάπως αλλιώς. Γιατί παλιά υπήρχε μόνο διεφθαρμένη δημοσιογραφία για να καταγράψει τα γεγονότα, όσο ωραιοποιημένα και λειψά ήθελαν οι εκδότες, ενώ τώρα είναι πολύ πιο δύσκολο να κρυφτεί η ένδεια και η ανικανότητα με τις κάμερες των κινητών να τη δείχνουν στα blogs κάθε μέρα. Η ιστορία τώρα δεν περιμένει κανένα ειδικό δικαστήριο και κανένα πρωτοσέλιδο για να γραφτεί -καταγράφεται συνέχεια στο Facebook και στο Twitter, και κανείς δεν μπορεί να ελέγξει το πώς ή να σβήσει τα λόγια εκ των υστέρων. Κανείς δεν θυμάται τους υπαίτιους της πτώχευσης του 1893 -αλλά οι πρωταγωνιστές της δικιάς μας πτώχευσης θα είναι για πάντα στη διάθεσή μας με μία απλή αναζήτηση στο Google.
Και, παρ’ όλα αυτά, η Ιστορία δεν είναι δίκαιο πράγμα. Μακροπρόθεσμα τα γράφει κάπως αδρά, δε δίνει μεγάλη σημασία στις λεπτομέρειες. Γι’ αυτό, επειδή η καταστροφή τώρα συμβαίνει, οι πολιτικοί οι σημερινοί (κι από τους πρόσφατους μόνο οι πιο μοιραίοι) είναι αυτοί που θα τύχουν της χειρότερης αντιμετώπισης. Ο Άκης ο Τσοχατζόπουλος, άσπιλος και καθαρός πλέον, ένα αγγελούδι αμόλυντο, θα περάσει στη σχετική λήθη, πάει, γλίτωσε. Ποιος ήταν ο Κατσιφάρας; Ποιος θυμάται τον Κουτσόγιωργα; Πάνε αυτοί, και μαζί οι Μαγγίνες κι οι Τσουκάτοι κι οι Βουλγαράκηδες και οι Μαντέληδες και οι Ρουσόπουλοι, θα χαθούν τα ονόματά τους μέσα στον πηχτό βούρκο χιλιάδων απαράλλαχτων ανεπαρκών και μοιραίων.
Άλλοι δεν θα έχουν τόσο καλή τύχη.
Οι πολιτικοί που διαχειρίζονται σήμερα το Ελληνικό Ναυάγιο, συνηθισμένοι σε μιαν ύπαρξη (και μια ζωή) χωρίς συνέπειες, δεν έχουν καταλάβει το δωράκι που τους επιφυλάσσει. Οι γενιές των Ελλήνων που θα ‘ρθουν θα δυστυχήσουν, θα υποφέρουν, μα δεν θα ξεχάσουν. Όταν περάσουν χρόνια και οι λεπτομέρειες αυτού που τώρα ζούμε ξεθωριάσουν και η οξύτητα των συναισθημάτων σβήσει και η ζωή αποδείξει πως, πράγματι, συνεχίζεται, οι Έλληνες θα θυμούνται του σημερινούς ως εμβληματικές μορφές της αποτυχίας και της μιζέριας, τους τελευταίους (;) της γενιάς των λαμόγιων, τα απόβλητα μιας εποχής βλαμμένης.