Να πέντε άρθρα πολλών λέξεων που αξίζει να κάτσεις με μιαν οθόνη αγκαλιά (ή στο τραπέζι, ή στην παλάμη, όπως σε βολεύει) και να τα διαβάσεις. Εκτός από το τελευταίο. Το τελευταίο το βάζω για να γελάσουμε.
1. Το καλύτερο σχολείο του κόσμου (New York Review of Books)
Ένα πολύ ενδιαφέρον άρθρο (σε δύο μέρη –το δεύτερο εδώ) για τα πράγματα που κάνουν τα Φινλανδικά σχολεία, που θεωρούνται τα καλύτερα στον κόσμο, να διαφέρουν από τα σχολεία σε εκπαιδευτικά συστήματα άλλων Δυτικών χωρών. Το κείμενο κάνει συγκρίσεις κυρίως με την Αμερικανική πραγματικότητα, αλλά δίνει παραδείγματα πολύ χρήσιμα και για τη δική μας, την τριτοκοσμική.
Finland’s highly developed teacher preparation program is the centerpiece of its school reform strategy. Only eight universities are permitted to prepare teachers, and admission to these elite teacher education programs is highly competitive: only one of every ten applicants is accepted. There are no alternative ways to earn a teaching license.
Για περισσότερο διάβασμα πάνω στο θέμα, δες κι αυτό το βιβλίο.
2. Μια κριτική της βιογραφίας του Στιβ Τζομπς από τον Ευγένη Μορόζοφ (The New Republic)
Μπορεί να έχεις διαβάσει τη βιογραφία του Στιβ Τζομπς και όλα τα περί της βιογραφίας του Στιβ Τζομπς αλλά πρώτον: Έχει περάσει πολύς καιρός και δεύτερον: Σ’ αυτό εδώ το άρθρο ο Ευγένης ο Μορόζοφ θέτει κάποια ενδιαφέροντα πράγματα τα οποία είναι άξια λόγου. Δυο παραδείγματα, πρώτον: Το κλειδί της επιτυχίας της Apple ήταν ότι δεν δίσταζε να φτιάξει πράγματα που υπονόμευαν την ίδια της την αγορά:
A conventional technology company might hesitate to launch a phone that does everything that its own highly profitable music player is already capable of doing, because the sales of the phone might cannibalize the sales of the player. Likewise, a conventional technology company might be reluctant to launch a tablet computer that would compete with its own profitable line of laptops and desktops. But Apple defied such conventions. It has consistently been taking risks—internecine risks, competing against itself. Not only does it introduce products that vie with each other, but it is not afraid to say so: one of the first ads for the iPhone noted that “there has never been an iPod that can do this.” Apple’s reasoning seemed to be that, while sales cannibalization may eat into short-term profits, it is not the worst thing that can happen to a great company. Whatever it may lose in sales, the company would gain in innovation—that is, its designers and engineers would never get a chance to slack off—and in branding: that is, new products (released with impeccable regularity) would guarantee regular press coverage and produce an even stronger association of its brand with progress and innovation.
Άντε τώρα να το εξηγήσεις αυτό σε έναν Έλληνα επιχειρηματία μπαρμπαγιώργο (φερ’ ειπείν, στα media). Δεύτερον: Η αναγέννηση της Apple ήρθε στην καταλληλότερη στιγμή για να αναγεννήσει την πίστη του κόσμου στην τεχνολογία.
Amid all the current brouhaha about the liberating impact of social media, it is easy to forget that, as far as technology was concerned, the last decade began on a rather depressing note. First came the dot-com bubble, which all but shattered the starry-eyed cyber-optimism of the 1990s. It was quickly followed by September 11—hardly an occasion to celebrate the wonders of modern technology. The hijacked airplanes, the collapsing twin towers of the World Trade Center, the failure of the American military—the most technologically savvy force in the world—to do much about it, the invisible surveillance of our electronic communications in AT&T intercept facilities: it seemed as if technology was either malfunctioning or profoundly repressive.
Apple’s response to the mood of the time was to build technology that was easy to use and worked flawlessly. While its gadgets looked plain enough to match the sober spirit of the country, they also teased their users with the promise of liberation. “It just works”—Jobs’s signature promise at product launches—was soothing to a nation excited and addled and traumatized by technology. Nothing could go wrong: Apple had thought of everything. The technology would work as advertised; it was under total control; it would not get hacked. Apple promised a world in which technology would be humane, and used to ameliorate—rather than undermine—the human condition. For much of the last decade, Apple was not just selling gadgets; it was also selling technologically mediated therapy—and America, a nation that likes to cure its ills with redemptive shopping, could not resist the temptation.
Αμήν.
3. Ο Τζον Πάτον, ένας βετεράνος επιχειρηματίας/στέλεχος εταιριών εντύπων media, γράφει στο μπλογκ του τα αυτονόητα, ότι το θέμα print/digital έχει λήξει, και ότι το χειρότερο πρόβλημα των εφημερίδων σήμερα είναι ότι τις διευθύνουν άνθρωποι που εδώ και πάρα πολλά χρόνια αποτυγχάνουν να βρουν λύσεις και να αντιμετωπίσουν την πραγματικότητα.
In our blustering for self-justification we have created a myth of our value. Without ever establishing its economic value, we have argued our value as journalists and journalism itself is self-evident and unassailable.
This has been one of the most gut-wrenching struggles for me to deal with because clearly journalism is not without value but, for sure, how it is largely practiced in print today – particularly “he said last night journalism” – nearly is valueless.
(…)
And for God’s sake stop listening to newspaper people. We have had since the mid-90s to get this right and clearly we are no good at it.
Put the digital people in charge – of everything.
They can take what we have built and make it better.
From the human perspective, computers are idle 99 percent of the time, just waiting for the next instruction. While they’re waiting for us to come up with instructions, more and more computation is happening without us, as computers write instructions for each other. And as Turing showed mathematically, this space can’t be supervised. As the digital universe expands, so does this wild, undomesticated side.
Περιέχει κι αυτή την πολύ ωραία αναλογία/ερμηνεία του ψηφιακού κόσμου:
Digital codes are strings of binary digits—bits. A Pixar movie is just a very large number, sitting idle on a disc, while Microsoft Windows is an even larger number, replicated across hundreds of millions of computers and constantly in use. Google is a fantastically large number, so large it is almost beyond comprehension, distributed and replicated across all kinds of hosts.
5. Το χειρότερο προφίλ/συνέντευξη που έχω διαβάσει φέτος: Τζον Χαμ στο Esquire
Τα τελευταία χρόνια που διαβάζω πάρα πολλά ωραία πράγματα από ολόκληρο το Ίντερνετ που τα διαλέγω μόνος μου έχω χάσει εντελώς επαφή με ένα μεγάλο κομμάτι της δημοσιογραφίας που παλιά το μελετούσα συχνά: Την κακή.
Τις προάλλες, λοιπόν, πέτυχα αυτή τη συνέντευξη του ηθοποιού Τζον Χαμ στον Τομ τον Τσιαρέλα, έναν από τους πιο γνωστούς συντάκτες της ύστερης περιόδου ακμής του Αμερικάνικου Esquire, του οποίου η δουλειά ποτέ δε μου άρεσε ιδιαίτερα, ούτε την εποχή που το Esquire μου άρεσε (το περιοδικό αυτό για μένα ήταν κάπως σαν τα βιβλία του Νικ Χόρνμπι -κάποτε μου άρεσε πολύ, μετά μου πέρασε, και δεν πίστευα ότι κάποτε μου άρεσε, νιάτα). Αυτό το κείμενο είναι ένα από τα χειρότερα πράγματα που έχω διαβάσει τα τελευταία χρόνια. Προσπαθώντας σκληρά να μην κάνω copy/paste το μισό κείμενο, να ένα μόνο μικρό απόσπασμα:
And I’m sorry, but Jon Hamm really does look like that Spanish Imperial eagle to my immediate left. This is really more description than metaphor. He’s poetry. Eagle poetry. Dark eyes, brightened skyward, shoulders flaring.
Όλο το κείμενο έτσι είναι. Ψευτοποιητική δηθενιά με τραβηγμένες από τα μαλλιά παρομοιώσεις και κάτι ευρήματα που δε βγάζουν κανένα νόημα για να γεμίσουν οι λέξεις και να καλύψουν το γεγονός ότι δεν έχει γίνει κανενός είδους έρευνα για αυτό το κείμενο, πέρα από μια συνέντευξη, κατά τη διάρκεια της οποίας υπήρχε αυτό το ναδίρ:
After eating our way through several small plates at the clubhouse, we drive home from the golf course through the black net of the California night. His car, his golf clubs, his watch: He’s willing to admit they came gratis, gifts or promotional deals. He shrugs like a guy who took a shower by walking through the rain. “I drove a lot of lousy cars in my day,” he says, and somehow it is a perfectly good explanation. He likes the AMG, naturally. Its engine was assembled by a single person, who somehow put his signature on the block. “You ever looked for the stamp?” I ask. Hamm purses his lips then; the modesty enzyme trickles into the forward part of his cerebellum, making it so that he wants to fit the bed right then and there. “It’s down in there somewhere,” he assures me. Then he begins talking about his work with Mercedes.
His voice, resonant and liquid, assigns itself to making me understand that he appreciates what he has. “I’m happy to be working with a company like this, where all they care about is excellence. I’m a company guy. Good company, too.” Jon Hamm favors some alt-country and dusty rockabilly. He has something to say about every song. Some little review, some fact, some tweak of trivia. This stuff blends together, the seat of the car grips and releases my shoulders on the turns, some cowboy sings as we squeeze down out of the valley.
…ένα απόσπασμα που δίνει και την εξήγηση για την ποιότητα του κειμένου: Πρόκειται για advertorial της Mercedes.