Δεν θα έπρεπε να εκπλήσσομαι. Κακώς εκπλήσσομαι.
Παρακολουθώ τι γίνεται, διαβάζω. Κάθε μέρα διαβάζω, αποσβολωμένος. Ο Τζήμερος κι ο Μάνος και ο Βαλλιανάτος μπλέκονται σε ένα τριήμερο και αδιανόητο online μπατιρντί αναμεταξύ τους, ο Γιώργος Ανατολάκης και ο Πλεύρης παίρνουν μεταγραφή στη Νέα Δημοκρατία, ο Τσίπρας στη Γαλλία προσβάλλει τον Ολάντ, η Ντόρα Μπακογιάννη διαλύει το κόμμα της και επιστρέφει στο κόμμα του Αντώνη Σαμαρά, το παλιό ΠΑΣΟΚ μετοικίζει στον ΣΥΡΙΖΑ, και μετά από όλα αυτά, σε δεύτερο επίπεδο, στη συνέχεια της πολιτικής επιπέδου δεκαπενταμελούς, ακολουθεί ο σχολιασμός, ένας οχετός μίσους και ειρωνίας και εμμονών, διάλογος επιπέδου προαυλίου δημοτικού.
(Συμμετέχω σ’ αυτό το πράγμα; Είμαι μέρος αυτού; Αν είμαι να μου το πεις. Γιατί δεν θέλω)
Υπάρχουν εξαιρέσεις. Υπάρχουν ψύχραιμες φωνές, σίγουρα, που λένε και γράφουν ουσιαστικά πράγματα, μέσα στον ορυμαγδό. Μα οι φωνές αυτές δεν ακούγονται. Είναι λίγες και ασθενικές και, ούτως ή άλλως, απευθύνονται σε μια μειοψηφία που τα ξέρει ήδη, μίζερη και μόνη, αποσβολωμένη μετά από το εκλογικό αποτέλεσμα που της έδειξε πόσο μόνη στ’ αλήθεια είναι. Πέραν τούτου, χάος. Μίσος, παντού. Διάλογος κανένας, ουσία μηδέν, φωνές μόνο, ουρλιαχτά και μίσος. Εσένα δε σε έχει πνίξει το μίσος; Δεν ασφυκτιάς; Δε νιώθεις ότι η αυτονόητη, αναπόφευκτη απόγνωση γι’ αυτό που συμβαίνει και όσα θα συμβούν γίνεται πιο αφόρητη κάθε φορά που κοιτάς τα ίντερνετς και τις οθόνες, και τους βλέπεις και τους διαβάζεις;
Κοίτα τους ανθρώπους που έχουν δίκιο, όλοι, από τα γεννοφάσκια τους πεφωτισμένοι σωτήρες, από τους αρχηγούς κομμάτων μέχρι τους ανώνυμους σχολιαστές των μπλογκζ, παρακολούθα τους να ξεκατινιάζονται στα κανάλια, να ουρλιάζουν, δες τα πρόσωπά τους να συσπώνται στο μορφασμό της πνιγηρής δικαιοσύνης. Νιώσε την πεφωτισμένη οργή να ξεχειλίζει από τα πληκτρολόγια, αγνή και ανορθόγραφη, υστερικιά.
Δεν θα έπρεπε να εκπλήσσομαι. Κακώς εκπλήσσομαι.
Ο πληθυσμός αυτής της χώρας (εμείς!) οδήγησε τον εαυτό του στην καταστροφή, αργά και μεθοδικά, καίτοι ακούσια, δεκαετίες τώρα. Μπροστά στον γκρεμό τι περίμενες; Να διαπιστώσει τα λάθη και να ωριμάσει και να καταλάβει και να σταματήσει και να πει ωπ, μισό λεπτό, εδώ είναι γκρεμός, χμ, μάλλον κάπου έστριψα στραβά, και να γυρίσει από την άλλη και, ίσως, να αρχίσει να τρέχει ανάποδα; Μόνο στις ταινίες γίνονται αυτά.
Όχι, υστερικοί και φρενήρεις ζήσαμε τις ζωές μας, καταναλώνοντας δανεικά και ψηφίζοντας μικροκομματικά και κοιτάζοντας ένα συμφέρον που περιορίζεται στους τοίχους του σπιτιού μας, υστερικοί και φρενήρεις θα αντιμετωπίσουμε την καταστροφή.
Τι; Είμαστε πτωχευμένοι εδώ και δύο χρόνια και εκτός αγορών και εξαρτώμαστε από τα πρόσκαιρα και έκτακτα και υπό όρους δανεικά για να ζήσουμε; Ας βρίσουμε τους όρους! Ας κάνουμε θέμα το αν μας αρέσουν οι όροι! Ας ρίξουμε το φταίξιμο για όλα σ’ αυτούς του τους έθεσαν: Ποιοι είστε, κύριοι, που θέλετε και όρους για να μας δώσετε λεφτά; Ποιοι νομίζετε ότι είμαστε εμείς; Αυτά ας πούμε.
Ας συζητήσουμε μήπως να υιοθετήσουμε τον κομμουνισμό.
Ας υποσχεθούμε προσλήψεις και κρατικοποιήσεις, γιατί αυτό λείπει, περισσότερο κράτος.
Ας ασχοληθούμε επίσης και με το AIDS και με τους μετανάστες, γιατί όχι. Ας βρούμε κι άλλα θέματα που ήταν πρωτοφανή και επίκαιρα 20, 30 ή 70 χρόνια πριν, κι ας τα συζητήσουμε τώρα. Ούτως ή άλλως ποτέ δεν λύναμε τίποτα εδώ.
Κι ας ξεκατινιαστούμε στα ίντερνετς κάθε φορά που αυτοί που δεν ψηφίζουν τα ίδια με εμάς κάνουν ή γράφουν οτιδήποτε.
Ας αποκαλέσουμε “κωλοτούμπα” όποιον τολμήσει να αναθεωρήσει λάθη, να επανεξετάσει θέσεις.
Ας τιμωρήσουμε όποιον δε γεννήθηκε με έτοιμες, αταλάντευτες, παγιωμένες θέσεις για τον κόσμο και το σύμπαν -και οι οποίες δεν είναι ολόιδιες με τις έτοιμες, αταλάντευτες, παγιωμένες δικές μας. Ας εξαντλήσουμε την πολιτική μας διορατικότητα σ’ αυτό.
Ας τσακωθούμε στο Facebook και το Twitter με όπλο την ειρωνεία.
Ας τσακωθούμε στην τηλεόραση με όπλο τα ντεσιμπέλ.
Αυτά κάνουμε μπροστά στην αναπόφευκτη, πια, καταστροφή. Κι έχουμε ακόμα είκοσι μέρες μέχρι τις εκλογές. Γεμάτες μίσος και χολή θα περάσουν.
Δεν θα έπρεπε να εκπλήσσομαι. Κακώς εκπλήσσομαι.
Μπροστά στο γκρεμό, εμείς δε διστάζουμε. Ποτέ δεν διστάζαμε.
Πηδάμε.