Οι Έλληνες πολιτικοί, όπως και οι Έλληνες πολίτες, νομίζουν ότι στη δουλειά τους ή τη ζωή τους ο στόχος είναι να κάνουν αυτό που θέλουν. Αλλά αυτό δεν γίνεται. Δεν μπορεί να γίνει ποτέ. Δεν είναι έτσι η ζωή. Κανείς ποτέ δεν κάνει ό,τι θέλει.
Εμείς εδώ σ’ αυτή τη χώρα είμαστε λίγο παραπάνω ξεροκέφαλοι και ξερόλες, λιγότερο πειθήνιοι από τα κοτόπουλα τους ξένους που έτρωγαν βελανίδια, ε, και λίγο λιγότερο ρεαλιστές. Δεν συνεργαζόμαστε πάρα πολύ καλά σε ομάδες, νομίζουμε ότι τα ξέρουμε όλα και ότι ο κάθε ένας από εμάς είναι ο καλύτερος από όλους και ξέρει τι πρέπει να γίνει και πώς να το κάνουμε. Αυτή η μενταλιτέ δεν έχει μόνο κακά, αλλά έχει ένα πολύ σημαντικό πρόβλημα: Δεν μπορούμε να αποδεχτούμε εύκολα την ιδέα του συμβιβασμού. Μας κάθεται βαριά.
Ο συμβιβασμός, όπως ξέρει κάθε παντρεμένος, είναι η αποδοχή της αλήθειας ότι δεν θα περάσει ποτέ το δικό σου. Κάθε απόφαση σε τούτη τη Γη που αφορά περισσότερους από έναν ανθρώπους είναι συνήθως μια συνισταμένη. Και στην πολιτική, όπου διασταυρώνονται απόψεις πολυποίκιλες πάνω σε θέματα πολύπλοκα, κάθε απόφαση είναι ένας συμβιβασμός. Ποτέ κανένας πολιτικός στη Γη -εκτός από τους πολύ απολυταρχικούς δικτάτορες, και μόνο τους βραχύβιους και βλάκες- δε βλέπει να περνάει πάντα/μόνο το δικό του. Με διαπραγματεύσεις και παραχωρήσεις και ανταλλαγές και συμφωνίες προσπαθεί να φτάσει σε ένα αποτέλεσμα που σε γενικές γραμμές να πλησιάζει σ’ αυτά που έχει στο μυαλό του, αλλά ξέρει ότι στην καλύτερη περίπτωση θα φτάσει κοντά. Ποτέ δεν θα το πετύχει ακριβώς. Έτσι διεξάγεται η πολιτική παντού, έτσι γίνονται και οι γάμοι.
Αλλά εδώ, α, εδώ. Εδώ για σαράντα χρόνια είχαμε δύο πολιτικούς συνασπισμούς οι οποίοι διατηρούσαν τη συνοχή τους χάρη σε ένα πράγμα: Τα λεφτά του κράτους, τα οποία διαχειρίζονταν για να αγοράζουν ψηφοφόρους που θα στήριζαν την ύπαρξή τους για να χρησιμοποιούν τα λεφτά του κράτους για να αγοράζουν ψηφοφόρους που θα στηρίζουν την ύπαρξή τους και ούτο καθεξής ad nauseam, ή έστω μέχρι που τελείωσαν τα λεφτά, δηλαδή ο συνεκτικός ιστός, και έτσι οι δύο πολιτικοί συνασπισμοί έχασαν το 60% της δύναμής τους μέσα σε τρία χρόνια. Παρ’ όλο που το χρήμα (από την ΕΕ και τους δανειστές μας) εξασφάλιζε τη σταθερότητα του πολιτικού διπόλου, όμως, η ανάγκη για συμβιβασμούς ήταν προφανής στην ίδια τη διεξαγωγή της πολιτικής. Κι εκεί κάθε συζήτηση και κάθε διαπραγμάτευση γινόταν ανάμεσα σε τοίχους. Όλοι είχαν πάντα δίκιο, κανένας δεν μπορούσε να δεχτεί ότι το τελικό αποτέλεσμα μιας διαβούλευσης θα είναι διαφορετικό από τη γνώμη του, και το αναπόφευκτο αποτέλεσμα ήταν το εξής: Δεν γινόταν ποτέ τίποτα. Ασφαλιστικά, εργασιακά, παιδεία, δημόσια διοίκηση, τίποτα δεν φτιάχτηκε γιατί κανένας δεν ήθελε ποτέ να συμβιβαστεί. Χωρίς την ικανότητα και τη βούληση να συμβιβαστούν, οι Έλληνες πολιτικοί και η ελληνική κοινωνία (τα συνδικάτα, οι κοινωνικοί φορείς, ταμεία, κλάδοι) δεν υλοποίησαν τα τελευταία σαράντα χρόνια σχεδόν καμία από τις απαραίτητες και αυτονόητες μεταρρυθμίσεις. Έτσι αυτή τη στιγμή έχουμε ένα κράτος που λειτουργεί με τα δεδομένα της δεκαετίας του ’60.
Σήμερα που τελείωσαν τα λεφτά και το σαθρό δίπολο ΝΔ-ΠΑΣΟΚ τελείωσε μαζί τους, μόνο ένα πράγμα μένει: Συμβιβασμοί. Αλλεπάληλοι συμβιβασμοί σε όλα τα θέματα για να επιτευχθεί το προφανές: Να λυθούν τα θέματα. Αλλά αυτό δεν μοιάζει εφικτό.
Ακόμα και τώρα είναι σαφές: Κανένας δεν δηλώνει πρόθυμος να συμβιβαστεί. Όποιος το δηλώνει, το δηλώνει σαν θυσία, λες και το κάνει με το ζόρι, λες και ο συμβιβασμός δεν είναι αυτονόητο κομμάτι της πολιτικής. Όλοι νομίζουν ότι αν συμβιβαστούν, έχασαν. Κανένας δεν ενδιαφέρεται για το στόχο (να γίνουν πράγματα), όλοι ενδιαφέρονται να κάνουν αυτό που θέλουν.
Και βέβαια αυτή η μενταλιτέ υπάρχει ατόφια στα μυαλά όλων μας. Κοίτα το ΛΑΟΣ που συμβιβάστηκε και συμμετείχε σε μια συλλογική κυβέρνηση παρ’ όλο που δεν ήταν αυτό ακριβώς που ήθελε: Καταποντίστηκε, αφανίστηκε ολοκληρωτικά. Αν ένας πολιτικός τολμήσει να αλλάξει γνώμη, “κωλοτούμπα” τονε λένε όλοι. Λες και όλοι πρέπει να βγαίνουν από τις μάνες τους με έτοιμες, παγιωμένες αντιλήψεις, ένα δίκιο αιώνιο το οποίο δεν επιτρέπεται να το αλλάξουν με τίποτα.
Είναι λανθασμένη προσέγγιση αυτή.
Εξάλλου, το μόρφωμα που αποκαλούσαμε παλαβή αριστερά μέχρι πριν από σαράντα μέρες, τώρα είναι φαβορί για νίκη στις εκλογές. Θα κληθεί, πιθανότατα, να σχηματίσει κυβέρνηση. Αυτό το 17% που πήρε ο ΣΥΡΙΖΑ το Μάιο οι συνιστώσες του δεν θεωρούν πως είναι καλή μαγιά για να περάσουν κάποιες από τις θέσεις τους στο πολιτικό σκηνικό αυτή την κρίσιμη εποχή – θεωρούν πως είναι αρκετή μαγιά για να περάσουν όλες τις θέσεις τους. Δεν θέλουν να διαπραγματευτούν ούτε με Έλληνες ούτε με ξένους. Από όσα λένε, απορρίπτουν το ίδιο πράγμα που απέρριπταν σαράντα χρόνια ΠΑΣΟΚ και ΝΔ με τα γνωστά αποτελέσματα: Κάθε συμβιβασμό.
Κι αυτό είναι πολύ ανησυχητικό, τη στιγμή που ακόμα και πιστά μέλη του παλιού ΣΥΡΙΖΑ του 5%, ιδεολόγοι κανονικοί, ελπίζουν ότι μετά τις εκλογές το κόμμα τους θα κάνει κάποιες πολύ συγκεκριμένες κωλοτούμπες, αλλιώς θα έχουμε πολύ κακά ξεμπερδέματα.
Ο ΣΥΡΙΖΑ αυτή την προεκλογική περίοδο μου θυμίζει από πολλές απόψεις κάτι συνδικαλιστές φοιτητές (τρόπος του λέγειν) στο Πανεπιστήμιο που στις συνελεύσεις, όπου συζητούσαμε και ψηφίζαμε τα φλέγοντα θέματα της σχολής όπως το Παλαιστινιακό, φώναζαν, στα σοβαρά, το τσιτάτο του Μάη του ’68 “είμαστε ρεαλιστές, επιδιώκουμε το αδύνατο”.
Έτσι έλεγαν, τέλη της δεκαετίας του ενενήντα, δεν κάνω πλάκα.
Αναρωτιέμαι τι να έκαναν όλοι αυτοί όταν παντρεύτηκαν. Πρέπει να έπαθαν μεγάλο σοκ.