Δύο πράγματα είδα χτες, που μου έκαναν εντύπωση.
Πρώτον, τη μορφή του τσακωμού του Προέδρου της Βουλής Βαγγέλη Μεϊμαράκη με το δημοσιογράφο και εκδότη Νίκο Χατζηνικολάου.
Δεύτερον, ένα βίντεο στο ίντερνετ.
Ο τσακωμός Μεϊμαράκη – Χατζηνικολάου είναι καλά καταγεγραμμένος σε άλλα σημεία των ίντερνετς, και έχει ως αφορμή την εμπλοκή του ονόματος του Προέδρου της Βουλής σε μέγα σκάνδαλο αρπαγής εκατομμυρίων, το επονομαζόμενο Καρούζος-gate. Αυτό που προκάλεσε τη μεγαλύτερη εντύπωση δεν είναι το σκάνδαλο καθαυτό, βεβαίως, από σκάνδαλα και διεφθαρμένους πολιτικούς άλλο τίποτα, αλλά ο τρόπος με τον οποίο ανταλλάσσουν τα βέλη οι δύο τσακωμένοι. Η φρασεολογία πεζοδρομίου που αποδίδεται στο Βαγγέλη το Μεϊμαράκη -η οποία ταιριάζει απόλυτα με την πρότερη σταδιοδρομία του- και η οποία συνεχίζεται και στις απαντήσεις του Χατζηνικολάου, η γεμάτη με βρισιές, επικλήσεις γεννητικών οργάνων και εικόνες ομοφυλοφιλικού πάθους, προκάλεσε μια κάποια φρίκη σε όποιον μεγαλώνοντας είχε ένα ή περισσότερα πρόσωπα να τον διδάξουν τι λένε τα καλά παιδιά και τι όχι.
Το βίντεο που είδα είναι ένα πάρα πολύ περίεργο ντοκιμαντέρ για την Ελλάδα, που περιλαμβάνει μια συνέντευξη ενός Έλληνα λέκτορα στο πανεπιστήμιο του Σάσεξ και εικόνες από επεισόδια και εξαθλίωση στο κέντρο της Αθήνας.
[field id=”1″]
Δεν είμαι απολύτως σίγουρος τι έλεγε ο λέκτορας καθισμένος στο σαλόνι του στο Σάσεξ, καθώς η προφορά του στα αγγλικά ήταν απόρθητη, και δεν υπήρχαν και υπότιτλοι. Δεν κατάλαβα επίσης τι προσπαθεί να πει το βίντεο μέσα από αυτή την παρέλαση της βίας και της πίκρας. Περίπου στο 10′ σταμάτησα την προσπάθεια. Αυτό που πρόσεξα περισσότερο όμως και ο λόγος για τον οποίο αναφέρω το βίντεο εδώ, είναι μια σκηνή στο 2:55 περίπου. Η σκηνή δείχνει μια κυρία (υπολογίζω γύρω στα 40) η οποία βρίσκεται μπροστά σε μια σειρά από αστυνομικούς και κοιτάζει προς το κοινοβούλιο. Είναι πολύ ταραγμένη και απ’ ό,τι φαίνεται κλαίει. Κάποια στιγμή, κατεβάζει το κασκόλ της και αρχίζει να μιλάει.
Αποκαλεί κάποιον (τον πρωθυπουργό;) “μαλάκα” και υπόσχεται “θα σας πιούμε το αίμα”. Μια άλλη κυρία από πίσω υπόσχεται κάτι άλλο: “Τα παιδιά μας θα σας γαμήσουνε”. Έτσι ακριβώς.
Οι κανόνες της καλής συμπεριφοράς δεν είναι τίποτα το δύσκολο ή το καταπιεστικό, δεν αφορούν πλούσιους αστούς, δεν περιλαμβάνουν την τοποθέτηση του σερβίτσιου ή ενδυματολογικούς κανόνες και δεν χρειάζεται να γραφτούν σε βιβλία. Είναι απλοί, λίγοι, άγραφοι και, για όποιον έχει μεγαλώσει σε ένα περιβάλλον όπου το σωστό και το λάθος είναι καλά διαχωρισμένα, αυτονόητοι. Το πώς εκφράζεται ο καθένας απέναντι στους άλλους και απέναντι στον εαυτό του είναι θέμα ανατροφής και ποιότητας, όχι χρημάτων ή κοινωνικής τάξης. Η ευγένεια είναι εγγενές χαρακτηριστικό της ανθρώπινης φύσης, συγγενές με την αισθητική και εξαρτημένο απ’ την παιδεία.
Δυστυχώς στη δικιά μας κοινωνία είναι σπάνιο.
Η ευγένεια εκπορεύεται από μια υγιή αντίληψη του εαυτού μας και έναν ουσιαστικό σεβασμό προς τους άλλους ανθρώπους και την κοινωνία στην οποία συμμετέχουμε. Ο ευγενικός άνθρωπος δεν είναι θύμα, ούτε ηλίθιος. Εκνευρίζεται και αντιδρά και διεκδικεί τα δίκια του και διατυπώνει τις ενστάσεις του, αλλά το κάνει με αισθητική και με ποιότητα και με ευγένεια. Αυτά στο δικό μας δημόσιο διάλογο -ή, καλύτερα, την υποτυπώδη διασταύρωση αέναων μονολόγων– δεν υπάρχει. Πώς θα μπορούσε να υπάρχει. Αφού δεν υπάρχει σεβασμός προς τους άλλους, δεν υπάρχει αυτογνωσία, δεν υπάρχει παιδεία, δεν υπάρχει αισθητική και δεν υπάρχει ανατροφή. Αυτός που παρκάρει στη θέση για ΑμεΑ εννοείται ότι θα βρίζει χυδαία και θα εκφράζεται με αγένεια και περιφρόνηση προς τους άλλους όποτε του δίνεται η ευκαιρία. Έτσι ξέρει. Αυτό είναι.
[field id=”2″]
Παλιότερα είχα δει ένα βιντεάκι με τα επεισόδια στην Αργεντινή μετά το corralito του 2001, και μου είχε κάνει εντύπωση η ποιότητα του λόγου κάποιων αγανακτισμένων πολιτών. Είχαν οργή στα μάτια, και απόγνωση βαθιά, χαρακτηριστικά πια γνώριμα και για εμάς, μα η έκφρασή τους είχε ήθος και ευγένεια. Ήταν εξοργισμένοι, μα δεν έβριζαν. Τα λόγια τους μιλούσαν για την ουσία του θυμού τους. Στο αποπάνω ντοκιμαντέρ σε κάποιο σημείο βλέπεις έναν ταραγμένο μεσήλικο κύριο με δάκρυα στα μάτια, και ο πόνος τους είναι σπαραχτικός κι αυθεντικός, μα στη μία στιγμιαία αναφορά που κάνει σ’ “αυτούς” (που τον έφεραν σ’ αυτή την κατάσταση), δε χάνει την ευκαιρία να τους αποκαλέσει “καργιόληδες”.
Μπορεί πολλοί να πιστεύουν πως οι απεγνωσμένοι άνθρωποι δικαιούνται να συμπεριφέρονται όπως τους οδηγεί το ένστικτο, ότι δεν έχουν τον πλήρη έλεγχο της κατάστασής τους και έτσι λίγη αγένεια παραπάνω είναι δικαιολογημένη, και σε κάποιο βαθμό αυτό μπορεί να είναι σωστό. Μα η αληθινή ευγένεια δεν είναι κάτι στην επιφάνεια της ύπαρξης που, αν πας λίγο παρακάτω, εξαφανίζεται. Υπάρχει εγκυστωμένη ή καθόλου. Για τον αληθινά ευγενή άνθρωπο που μιλάει σε μια κάμερα ή στο προαύλιο της Βουλής των Ελλήνων, πολλοί μπορεί να είναι άδικοι, ανίκανοι, εγκληματίες, συκοφάντες ή κλέφτες, αλλά κανένας δεν είναι “καργιόλης”, κανενός το αίμα δεν θα πιούν, και από κανένα δεν θα ζητήσουν να τους γλείψει τα γεννητικά όργανα (με υβριστική διάθεση, τουλάχιστον).
Η απλή, αυτονόητη ευγένεια δεν το επιτρέπει.
Δυστυχώς κάθε μέρα η πραγματικότητα επιβεβαιώνει πως η ευγένεια εδώ δεν είναι ενδημική. Αύριο θα μου το αποδείξει κάποιος άλλος, οπωσδήποτε. Χτες μου το έδειξαν οι κυρίες που έβριζαν χυδαία προς το κοινοβούλιο και ο Πρόεδρός του.
Τουλάχιστον μεταξύ τους συνεννοούνται. Μιλάνε την ίδια γλώσσα.