Σύμφωνα με ένα νούμερο που βρήκα πριν από λίγους μήνες στη Wall Street Journal, έως και 500.000 Έλληνες εργαζόμενοι (που δηλαδή δεν προσμετρούνται στον αριθμό των ανέργων) έχουν τουλάχιστον τρεις μήνες καθυστέρηση στις πληρωμές των μισθών τους. Κι αυτό είναι νούμερο από την περασμένη άνοιξη. Είναι βέβαιο ότι σήμερα ο αριθμός τους είναι μεγαλύτερος, και η καθυστέρηση στις πληρωμές τους επίσης. Οι εργαζόμενοι στα ναυπηγεία Σκαραμαγκά, που εισέβαλλαν τις προάλλες στο Υπουργείο Αμύνης, σύμφωνα με όσα διάβασα είναι έξι μήνες απλήρωτοι.
Αυτή την εποχή πολλοί εργοδότες αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα. Σε πολλές περιπτώσεις θα μπορούσε να πει κανείς ότι δεν φταίνε οι ίδιοι για τα προβλήματα αυτά. Η αγορά στην οποία δραστηριοποιούνται καταρρέει. Η κατανάλωση έχει καταβαραθρωθεί. Μπορεί να τους χρωστάνε λεφτά πελάτες. Μπορεί να τους χρωστάει λεφτά το κράτος. Πολλοί εργοδότες παραπονούνται γι’ αυτή την κατάσταση, και οι περισσότεροι λένε αλήθεια. Δεν έχουν έσοδα για να πληρώσουν τους εργαζόμενους. Κι όταν λένε ότι δεν φταίνε, έχουν εν μέρει δίκιο.
Αλλά μόνο εν μέρει.
Η σχέση του Έλληνα με την επιχειρηματικότητα, απ’ ό,τι έχω μάθει τα τελευταία χρόνια, δεν είναι και πολύ υγιής. Οι περισσότεροι Έλληνες επιχειρηματίες έχουν τρομερή όρεξη και φιλοδοξία, αλλά κάνουν πολλά προφανή πράγματα λάθος, συχνά λόγω ασχετοσύνης, πολύ συχνά λόγω ραθυμίας -αυτό ισχύει πιο πολύ για τους κρατικοδίαιτους- και πάρα πολύ συχνά λόγω εγωισμού. Το σίγουρο είναι ότι, όπως συμβαίνει σε πολλές άλλες κατηγορίες, υπάρχουν καλοί επιχειρηματίες και υπάρχουν και κακοί.
Οι κακοί, προφανώς, δεν αντιμετωπίζουν την κρίση με τον καλύτερο δυνατό τρόπο.
<παρένθεση>Το ότι η παραγωγικότητά του εργατικού δυναμικού αυτής της χώρας είναι στο ναδίρ την ώρα που η εργατικότητά μας είναι στο ζενίθ δεν οφείλεται μόνο στους πολιτικούς και την κρατικοδίαιτη οικονομία: Οφείλεται και στους κακούς επιχειρηματίες.</παρένθεση>
Το θέμα του εγωισμού είναι πολύ σημαντικό. Ο Έλληνας επιχειρηματίας βλέπει την επιχείρησή του ως παιδί του. Ή μάλλον όχι: τη βλέπει ως μέλος του σώματός του. Η αγάπη των περισσότερων επιχειρηματιών που έχω γνωρίσει για την επιχείρησή τους είναι απόλυτα ειλικρινής και πολύ μεγάλη, αλλά ταυτόχρονα είναι και παραμορφωτική. Τους κάνει να τη βλέπουν πιο μεγάλη και ωραία απ’ ό,τι είναι.
Και σχεδόν ποτέ δεν καταλαβαίνουν ότι έχει έρθει το τέλος. Γιατί όταν δεν έχεις λεφτά για να πληρώσεις τους υπαλλήλους σου στο τέλος του μήνα -και μετά και του επόμενου μήνα (για να μην πούμε για τα δάνεια, τους προμηθευτές, το δημόσιο και τις άλλες δευτερεύουσες υποχρεώσεις), το τέλος έχει έρθει. Ή μάλλον: Έχει παρέλθει. Είσαι μετά το τέλος. Το τέλος είναι μια ανάμνηση.
Και δεν υπάρχει επιστροφή.
Τα πράγματα, δυστυχώς, έχουν ως εξής: Η κρίση δεν θα σταματήσει. Η κατάσταση δε θα βελτιωθεί. Οι πελάτες που χρωστάνε δεν θα αρχίσουν να πληρώνουν. Το δάνειο από την τάδε τράπεζα, που η διοίκηση περιμένει να εγκριθεί ή να εκταμιευτεί ή ό,τι άλλο ακούγεται στους διαδρόμους, πιθανότατα δεν θα έρθει ποτέ, κι αν έρθει (με κάποιο πιθανότατα σκοτεινό και μυστήριο τρόπο, καθώς και οι τράπεζες με δεκανίκια επιβιώνουν) δεν θα φτάνει για να καλύψει τα χρεωστούμενα. Τα οποία εν τω μεταξύ θα αυξάνονται.
Η εταιρεία δεν θα σωθεί.
Δυστυχώς έτσι είναι η κατάσταση σε όλες τις αγορές για τις οποίες έχω (αναπόφευκτα αποσπασματική, μα νομίζω επαρκή) εικόνα, και υποθέτω και στις υπόλοιπες.
Ως εκ τούτου, η κατάσταση στην οποία βρίσκονται αυτή τη στιγμή εκατοντάδες χιλιάδες συμπολίτες μας είναι κάτι παραπάνω από οδυνηρή. “Οδυνηρή” δεν φτάνει. Χρειάζεται μια λέξη άλλη για να τη χαρακτηρίσει. Γιατί δεν είναι καθαρή. Είναι θολή. Ο άνεργος έχει την απελπισία του, μα ο εργαζόμενος που δεν πληρώνεται έχει μια απελπισία πιο ασαφή. Βρίσκεται σε ένα μεταίχμιο, σε ένα εργατικό καθαρτήριο, μετέωρος. Του στερείται το ίδιο το δικαίωμα του αυτοπροσδιορισμού. Δεν ξέρει τι είδους αυτολύπηση να νιώσει.
Είναι μια κατάσταση πάρα πολύ περίεργη που, παρ’ όλο που την αντιμετωπίζουν τόσοι άνθρωποι σήμερα, δεν έχει συζητηθεί ιδιαίτερα. Τα θύματά της είναι κάπως βουβά, κατάπληκτα.
Αν μπορώ -με όλο το θάρρος- να δώσω μια συμβουλή σε έναν από αυτούς τους εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους που εδώ και μερικούς μήνες δουλεύουν χωρίς να πληρώνονται, αυτή είναι η εξής: Φύγε.
Μη συνεχίσεις να δουλεύεις εκεί. Αφού δεν “δουλεύεις”. Αυτό που κάνεις δεν λέγεται δουλειά. Λέγεται άρνηση.
Αν θέλεις να δώσεις λίγο χρόνο επειδή το αφεντικό σου στο ζητάει και το εμπιστεύεσαι, κάντο, αλλά να είσαι έτοιμος για το επόμενο στάδιο στην περίπτωση που συνεχίσει να είναι ασυνεπής. Το επόμενο στάδιο είναι το εξής: Διεκδίκησε τα δεδουλευμένα σου και την όποια αποζημίωση (π.χ. από υπόλοιπα αδειών κλπ.) δικαιούσαι. Αν δεν σου τα δώσουν, κινήσου νομικά. Είναι δικά σου λεφτά. Κάνε ό,τι χρειάζεται να κάνεις για να τα πάρεις, και φύγε.
Η εταιρεία στην οποία δούλευες έχει σχεδόν σίγουρα ήδη χαθεί και οι προσπάθειές σου δεν μπορούν να αλλάξουν τη μοίρα της. Μην αφιερώσεις άλλο χρόνο. Μπορεί να μη φταίνε, σύμφωνοι, αλλά πρέπει να προχωρήσεις παρακάτω, αν μπορείς, γιατί τα πράγματα θα πάνε χειρότερα, και αργότερα θα είναι ακόμα πιο δύσκολα. Κάθε μέρα που περνάει δυσκολεύουν. Είναι πολύ πιθανό να μην μπορέσεις να ξαναβρεις δουλειά αντίστοιχη μ’ αυτή που έκανες μέχρι πριν από λίγους μήνες, όταν πληρωνόσουν. Όσο περνάει ο καιρός θα γίνεται ακόμα πιο δύσκολο. Μέχρι τώρα κωλυσιεργούσες. Τώρα πρέπει να βιαστείς.
Επίσης, μ’ αυτό τον τρόπο πιθανότατα βοηθάς και τον επιχειρηματία. Ναι, κι όμως.
Ο επιχειρηματίας που αποσβολωμένος βλέπει την εταιρία του να συρρικνώνεται και να καταρρέει, το παιδί του, το μέλος του κορμιού του, πρέπει να καταλάβει με κάποιον τρόπο ότι σ’ αυτή τη χώρα, μ’ αυτές τις συνθήκες, σ’ αυτή την αγορά που κανείς δεν τον πληρώνει, δεν μπορεί να συνεχίσει να ελπίζει σε ένα φανταστικό δάνειο ή έναν από μηχανής θεό. Πρέπει να καταλάβει τι του συμβαίνει, να κάνει το σωστό, και να πάει παρακάτω.
Το πόσο θα αργήσει να έρθει αυτό το “παρακάτω” για όλους μας (σε μια χώρα με κατεστραμμένο ιδιωτικό τομέα, που δεν παράγει σχεδόν τίποτα, και όπου σύντομα οι μόνοι άνθρωποι που θα πληρώνονται κάθε μήνα θα είναι οι δημόσιοι υπάλληλοι), ε,
αυτό είναι ένα καλό ερώτημα.
φωτογραφία από καμένο δάσος στους πρόποδες της Πάρνηθας
συμβολισμός προφανής