Κάθε τρία χρόνια χιλιάδες 15χρονα από μερικές δεκάδες χώρες του κόσμου λαμβάνουν μέρος σε μια σειρά από εξετάσεις με κοινά θέματα, στα μαθηματικά, την κατανόηση κειμένου και σε κάτι άλλο (για την εξέταση του 2022, το έξτρα θέμα ήταν η επιστήμη). Τα θέματα αυτά δεν αντιστοιχούν σε κάποιο συγκεκριμένο βιβλίο ή σε κάποια δεδομένη ύλη, αλλά είναι σχεδιασμένα για να εξετάζουν τις γενικές γνώσεις, τη συνδυαστική σκέψη και την αντιληπτική ικανότητα των παιδιών. Το αν και κατά πόσο έχουν τις ικανότητες και τα εργαλεία για να ανταπεξέλθουν στις ανάγκες του σύγχρονου κόσμου. Οι εξετάσεις αυτές, η διάσημη “PISA” που σχεδιάζονται και διεξάγονται από τον ΟΟΣΑ, αποτελούν έναν καλό δείκτη για το επίπεδο των μαθητών μιας χώρας. Η δική μας χώρα συμμετέχει από το 2000 και τα αποτελέσματα των Ελλήνων 15χρονων ήταν διαχρονικά κακά, συγκριτικά με τα αποτελέσματα μαθητών από άλλες χώρες. Έχω γράψει για τα αποτελέσματα προηγουμένων ετών εδώ, εδώ κι εδώ. Σήμερα βγήκαν τα αποτελέσματα των εξετάσεων που διεξήχθησαν το 2022, μετά από αναβολές και μετά από την τρομερή αναστάτωση (και στα εκπαιδευτικά θέματα) που προκάλεσε η πανδημία. Πώς τα πήγαν αυτή τη φορά τα 15χρονα ελληνόπουλα;
Ακόμα χειρότερα.
Συγκεκριμένα, φέτος είχαν τη χειρότερη μέση βαθμολογία που έχουν εμφανίσει σε όλα τα θέματα, ποτέ. Οι σημερινοί (περυσινοί) 15χρονοι τα πήγαν χειρότερα από όλους τους 15χρονους που έχουν προηγηθεί.
Οι μαθητές και οι μαθήτριες στη χώρα μας πέτυχαν επίδοση που ήταν κάτω από το μέσο όρο των 81 χωρών που συμμετείχαν και στα τρία μαθήματα. Βεβαίως, και όλες τις προηγούμενες φορές ήταν κάτω από το μέσο όρο. Αλλά φέτος ήταν ακόμα πιο κάτω. Σε σχέση με τα αποτελέσματα των 15χρονων το 2012, δέκα χρόνια πριν, είναι περίπου 20 μονάδες κάτω σε όλα τα θέματα. Στον τρόπο βαθμολόγησης της PISA, οι 20 μονάδες αντιπροσωπεύουν πάνω-κάτω τις γνώσεις και τις ικανότητες που αποκτά μια 15χρονη μαθήτρια ή ένας μαθητής σε ένα χρόνο φοίτησης του σχολείου. Αυτό σημαίνει ότι τα σημερινά παιδιά είναι σαν να έχουν πάει σχολείο ένα χρόνο λιγότερο από ό,τι τα παιδιά δέκα χρόνια πριν. Ίσως αυτή η κατάρρευση να εξηγείται εν μέρει από έναν παράγοντα εξωγενή, αλλά αυτό θα το πούμε παρακάτω. Ας δούμε μερικά ενδεικτικά αποτελέσματα.
Στα μαθηματικά, οι Ελληνίδες μαθήτριες και οι Έλληνες μαθητές πήραν βαθμολογία παρόμοια με τη βαθμολογία μαθητών από τη Σερβία, τη Ρουμανία, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και το Καζαχστάν. 21 μονάδες λιγότερες από τα παιδιά της Τουρκίας (που είναι επίσης κάτω από το μέσο όρο), 42 μονάδες λιγότερες από τα παιδιά της Πορτογαλίας (που είναι στο μέσο όρο) και 62 μονάδες λιγότερες από τα παιδιά της Ιρλανδίας (που είναι πάνω από το μέσο όρο).
Το 47% των παιδιών στην Ελλάδα κατατάχθηκαν στη χαμηλότερη κατηγορία βαθμολογίας που υπάρχει στα μαθηματικά, πράγμα που σημαίνει ότι δεν μπορούν να αποτυπώσουν ούτε τις απλούστερες καταστάσεις με μαθηματικούς όρους. Σχεδόν τα μισά 15χρονα παιδιά στην Ελλάδα είναι ανίκανα να κάνουν απλά πράγματα, όπως να μετατρέψουν ποσά από το ένα νόμισμα στο άλλο, ή να συγκρίνουν αποστάσεις δύο διαφορετικών διαδρομών. Το ποσοστό των παιδιών που έχουν τουλάχιστο αυτές τις βασικές δεξιότητες φτάνει μόλις το 53%, ενώ ο μέσος όρος στις χώρες του ΟΟΣΑ είναι 69% και στην Εσθονία 85%.
Μα, θα πει κάποιος, αφού τα ελληνόπουλα κερδίζουν σε τόσες μαθηματικές ολυμπιάδες. ΟΚ. Σωστό. Υπάρχουν όντως μαθητές και μαθήτριες που τα πάνε πάρα πολύ καλά και πετυχαίνουν το ανώτατο επίπεδο και στην PISA. Αλλά είναι μόλις το 2% του συνόλου. Ο μέσος όρος του ΟΟΣΑ είναι 9%. Στην Κορέα το 23% των παιδιών κατατάσσεται σε αυτή την κατηγορία.
Στην κατανόηση κειμένου, το 38% των παιδιών στην Ελλάδα κατατάσσεται στον πάτο, στη χαμηλότερη κατηγορία. Δεν μπορούν να εντοπίσουν το κεντρικό νόημα ή να αντλήσουν πληροφορίες από κείμενα μεσαίου μεγέθους, ούτε να εξηγήσουν ή να αξιολογήσουν πτυχές κειμένων όταν τους ζητηθεί. Κι εδώ, μόλις το 2% των παιδιών κατατάσσεται στην ανώτατη κατηγορία (στον ΟΟΣΑ ο μέσος όρος είναι 7%).
Στην επιστήμη; Μήπως είναι καλύτερα τα πράγματα; Όχι, τα ίδια είναι. Το 37% των παιδιών δεν μπορούν να εξηγήσουν ή να σχολιάσουν κοινά επιστημονικά φαινόμενα. Εδώ, μάλιστα, μόνο 1% πήραν άριστα ή σχεδόν άριστα (7% στις άλλες χώρες του ΟΟΣΑ).
Τι σημαίνουν αυτά τα αποτελέσματα; Είναι τα ελληνόπουλα στουρνάρια; Είναι τόσο προβληματικό το εκπαιδευτικό μας σύστημα; Η απάντηση είναι: περίπου. Διαφορετικά εκπαιδευτικά συστήματα δίνουν έμφαση σε διαφορετικά πράγματα, οπότε το ότι οι μαθητές και οι μαθήτριες από τη Σιγκαπούρη έχουν αποκτήσει εξαιρετικές δεξιότητες στην ηλικία των 15 ακολουθώντας εξαιρετικά αυστηρά (ίσως και ψυχοφθόρα) προγράμματα σπουδών δεν μας λέει όλη την ιστορία για την ευημερία και την ολοκληρωμένη ψυχική και γνωσιακή ωρίμανση των παιδιών. Από την άλλη, μια ματιά στο ερωτηματολόγιο της PISA μπορεί να πείσει ακόμα και τον πιο δύσπιστο ότι τα 15χρονα παιδιά θα έπρεπε να τα ξέρουν αυτά τα πράγματα. Στο σχολείο, στο σπίτι, στο περιβάλλον τους, στο ίντερνετ, θα έπρεπε να τις έχουν βρει αυτές τις πληροφορίες, θα έπρεπε να μπορούν να κάνουν βασικά, βασικότατα πράγματα. Το ότι ένα τεράστιο, ιλιγγιώδες ποσοστό παιδιών δεν μπορούν, σημαίνει ότι υπάρχει πρόβλημα. Και μάλιστα, ένα πρόβλημα που θα το βρούμε μπροστά μας. Τα παιδιά που τα πήγαν κάτω από το μέσο όρο το 2000 τώρα πλησιάζουν τα 40. Τα παιδιά που πατώνουν σήμερα και δεν μπορούν να κάνουν τα βασικά, είναι οι μελλοντικοί, ανίκανοι στα βασικά ενήλικες. Θυμάμαι μια φορά που έδινα μια συνέντευξη στο ραδιόφωνο για τα ευρήματα μιας PISA και είχα δώσει ένα παράδειγμα μιας από τις ερωτήσεις της εξέτασης. Ο δημοσιογράφος δεν ήξερε την απάντηση.
Δυο ακόμα πράγματα θέλω να σας πω σήμερα εδώ.
Πρώτον, πως ένα θετικό με την PISA είναι το ότι εκτός από τα τεστ περιλαμβάνει και πλούσια ερωτηματολόγια για τη ζωή των παιδιών εντός και εκτός σχολείου. Θέλει διάβασμα και επεξεργασία για να βγουν τα πιο ζουμερά συμπεράσματα από αυτά τα αποτελέσματα, αλλά ως προς τα βασικά, αξίζει να κρατήσετε τα εξής:
Στην Ελλάδα τα αγόρια και τα κορίτσια τα πηγαίνουν παρόμοια στα μαθηματικά (αντίθετα με τις περισσότερες άλλες χώρες) αλλά στην κατανόηση κειμένου τα κορίτσια τα πηγαίνουν σημαντικά καλύτερα -25 μονάδες διαφορά. Τα παιδιά μεταναστών τα πηγαίνουν χειρότερα από τα παιδιά γηγενών, ακόμα κι αν λάβει κανείς υπόψιν το κοινωνικο-οικονομικό υπόβαθρο της οικογένειας, κάτι που σε άλλες χώρες δεν συμβαίνει. Το 14% των μαθητών και των μαθητριών δηλώνουν ότι νιώθουν μοναξιά στο σχολείο, το 16% ότι νιώθουν ότι δεν ανήκουν, και το 19% ότι δεν είναι ικανοποιημένες και ικανοποιημένοι από τη ζωή τους. Το 38% δηλώνουν ότι χρησιμοποιούν ηλεκτρονικές συσκευές στο μάθημα, το 35% ότι δεν ακούνε τον καθηγητή. Το 11% δεν νιώθουν ασφαλείς στο σχολείο. Το 19% των κοριτσιών και το 28% των αγοριών δηλώνουν ότι έχουν υποστεί bullying.
Το δεύτερο πράγμα που ήθελα να σας πω, δε, είναι ότι αυτή η εξέταση επηρεάστηκε πάρα πολύ από την πανδημία. Κανονικά η εξέταση ήταν προγραμματισμένη να γίνει το 2021, αλλά αναβλήθηκε. Έγινε μετ’ εμποδίων το 2022, αποτυπώνοντας έτσι και τα γνωσιακά κενά που είχε προκαλέσει η πανδημία. Εξηγεί αυτό τη βουτιά των αποτελεσμάτων των Ελλήνων και Ελληνίδων 15χρονων; Αν ήταν έτσι, με δεδομένο ότι στις περισσότερες χώρες του κόσμου τα σχολεία έκλεισαν, δεν θα βλέπαμε παρόμοιες βουτιές και στις άλλες χώρες; Και η απάντηση είναι: ναι. Γιατί όντως είδαμε βουτιά και στις άλλες χώρες. Και μάλιστα, πρόκειται για μια τάση που πιθανότατα επηρεάστηκε από την πανδημία πολύ, αλλά μάλλον προϋπήρχε, και έχει και άλλα αίτια. Ίσως αυτό να είναι το γενικότερο, κυρίαρχο συμπέρασμα από τα αποτελέσματα της φετινής PISA. Κάτι συμβαίνει εδώ. Κάτι μεγαλύτερο από τα προβλήματα του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος, ή τις προτεραιότητες των ελληνικών οικογενειών. The kids are not alright. Κάτι γίνεται λάθος.