“Φωτιά είναι αυτό;” ρώτησε η κυρία το σερβιτόρο του μπιτς μπαρ. “Όχι όχι”, τη διαβεβαίωνε αυτός. “Μάλλον κάποιος καίει χόρτα στην αυλή, το κάνουν μερικές φορές”. Ήταν ένα γλυκό σαββατιάτικο καλοκαιρινό απόγευμα, αν εξαιρούσε κανείς το μανιασμένο αέρα. Βεβαίως, ο καπνός δεν ήταν “κάποιος που καίει χόρτα”. Μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα είχε λαμπαδιάσει ολόκληρη η πλαγιά πάνω από το χωριό Ράμος της Σερίφου. Μια πολύ περίεργη αλλά αναπάντεχα μεγάλη πυρκαγιά είχε ξεκινήσει μπροστά στα μάτια μας. Θα συνέχιζε να καίει όλο το απόγευμα, το βράδυ και τη νύχτα, μέχρι να σβήσει μόνη της λίγο πριν απ’ το ξημέρωμα. Την παρακολούθησα για αρκετή ώρα, και την επόμενη ημέρα περιηγήθηκα στις καμένες εκτάσεις. Έμαθα διάφορα ενδιαφέροντα πράγματα, τα οποία θα μοιραστώ μαζί σας εδώ.
Ένα πράγμα που πιθανότατα γνωρίζετε για τη Σέριφο ακόμα κι αν δεν την έχετε επισκεφτεί ποτέ είναι το εξής: έχει ελάχιστα δέντρα. Όπως οι περισσότερες Κυκλάδες, είναι ένα ξερό, ανεμοδαρμένο μέρος. Για κάποιους αυτό είναι μέρος της γοητείας. Αλλά οι καφετιοί λόφοι δεν είναι μόνο βράχοι και χώμα. Είναι και χορτάρια, βάτα και θάμνοι, που το καλοκαίρι ξεραίνονται. Αυτά κάηκαν στη Σέριφο ένα Σαββατοκύριακο στα τέλη του Ιουνίου του 2024. Μια δασική πυρκαγιά χωρίς δάσος.
Η κλιματική αλλαγή δεν προκαλεί τις δασικές πυρκαγιές. Αλλά εξαιτίας της ξεσπάνε συχνότερα και καίνε μεγαλύτερες εκτάσεις. Στην καυτή εποχή μας κάθε Ιούνιο ξεσπάνε 400-500 δασικές πυρκαγιές, αλλά ο Ιούνιος που μόλις τελείωσε ήταν ένας από τους πιο θερμούς μήνες στην ιστορία της Ελλάδας. Μετά κι από έναν από τους θερμότερους χειμώνες, και μια ακόμα πιο καυτή άνοιξη, ολόκληρη η χώρα ήταν κατάξερη. Εύφλεκτη. Οπότε αυτό τον Ιούνιο δεν ξέσπασαν 400 ή 500 πυρκαγιές. Ξέσπασαν 1300. Μια από τις τελευταίες την είδαμε να ανάβει το Σάββατο.
Μόλις καταλάβαμε ότι αυτό δεν είναι μικρή φωτίτσα, ότι ο αέρας φυσάει υπερβολικά δυνατά, και ότι αυτή η ζεστασιά που έρχεται κατά δω δεν είναι από τον ήλιο αλλά από μια πηγή πολύ πιο κοντινή, πήρα το αυτοκίνητο και ανέβηκα το δρόμο που ενώνει το χωριό Ράμος και την παραλία Λειβαδάκια με το Λιβάδι, το λιμάνι του νησιού. Στο διάσελο είχε μαζευτεί κόσμος. Άνθρωποι από τα ξενοδοχεία έφερναν εδώ όλους τους πυροσβεστήρες που βάσει νόμου είχαν σε κάθε δωμάτιο, και νεαροί με μηχανάκια πέρναγαν και τους έπαιρναν για να τους πάνε πιο πάνω, στο μέτωπο. Το “μέτωπο” ήταν οφθαλμοφανές: φλεγόμενα βάτα και θάμνοι που καρβούνιαζαν κι έδιναν τη θέση τους σε άλλα φλεγόμενα βάτα και θάμνους, παραδίπλα, προς τη φορά του άερα. Η πλαγιά ήταν διάστικτη, φυσικά, με σπίτια. Άλλα παλιά χωριατόσπιτα, αλλά τα περισσότερα φρεσκοχτισμένα ενοικιαζόμενα, βαμμένα στο οικείο εκτυφλωτικό λευκό, ή πέτρινα. Στις αυλές είχαν βγει άνθρωποι και ράντιζαν με λάστιχα τους φράχτες και τα διπλανά χωράφια, για να προλάβουν τις εστίες. Η φωτιά έφτασε μέχρι 20 μέτρα από το δρόμο και μετά, αφήνοντας μαυρισμένα κλαδάκια και χόρτα να καπνίζουν, έφυγε, προχώρησε προς τα δυτικά. Ο άερας φυσούσε μανιασμένα, οι ριπές φούντωναν τις κοντές φλόγες και τις καθοδηγούσαν γεωγραφικά, και καταλάβαινες: δεν σταματιέται αυτό. Η εύφλεκτη ύλη της φωτιάς ήταν κοντή, μικρή, λίγη, αλλά ήταν όλα ξερά, κι ο αέρας πάρα πολύ δυνατός. Πώς αποφεύγεται κάτι τέτοιο; Πώς καθαρίζεις από εύφλεκτη ύλη, από όλα τα ξερόχορτα και τα γαϊδουράγκαθα ολόκληρη την επιφάνεια ενός νησιού; Δεν γίνεται. Και κανένας υπουργός, κανένα πυροσβεστικό αεροπλάνο δεν μπορεί να το σταματήσει αυτό το πράγμα.
Αυτό είναι το πρώτο μάθημα που παίρνει όποιος κι όποια βλέπει μια δασική πυρκαγιά από κοντά. Είναι ένα πανίσχυρο φαινόμενο που ξεπερνά τα ανθρώπινα μέτρα. Δεν σταματιέται έτσι απλά. Μπροστά στη θέα της γιγάντιας φλόγας καταλαβαίνεις ότι εμείς, οι άνθρωποι, έχουμε πολύ περιορισμένο έλεγχο απέναντι σε ένα τέτοιο φαινόμενο. Όποιος πιστεύει ότι με περισσότερα πυροσβεστικά αεροπλάνα ή ελικόπτερα θα γλιτώναμε τις δασικές πυρκαγές, απλά δεν ξέρει τι του γίνεται.
Το απόγευμα του Σαββάτου στην πλαγιά υπήρχε το αίσθημα της ανημπόριας και της απώλειας του ελέγχου, αλλά θέλω να σας πω ότι δεν υπήρχε το αίσθημα της απόλυτης απουσίας του κράτους ή κάποιας κοινωνικής αντίδρασης. Κανένας δεν έμοιαζε αβοήθητος, κανένα δεν είδα πανικόβλητο. Το 112 έστειλε τρία εκκωφαντικά μηνύματα (τα οποία πάντως μάλλον δεν υπάκουε -το πρώτο έδινε και λάθος οδηγίες) υπενθυμίζοντας και στους πιο αφηρημένους να βρίσκονται σε μια κάποια εγρήγορση. Μέσα σε μιάμιση ώρα είχε εμφανιστεί από κάπου ένα γιγάντιο ελικόπτερο με διπλή έλικα και τη δεξαμενή σαν κόκκινο μπαλόνι να κρέμεται από κάτω του. Παρακολουθούσαμε το ελικόπτερο να βυθίζει το μπαλόνι του στα ανοιχτά της παραλίας για να το γεμίσει, και στη συνέχεια να κατευθύνεται προς το μέτωπο της πυρκαγιάς. Η όλη απόπειρα έμοιαζε ταυτόχρονα φιλόδοξη, γενναία και ανώφελη. Το μέτωπο πια είχε περάσει πίσω απ’ το βουνό και προχωρούσε νοτιοδυτικά, ακολουθώντας πιστά τις ριπές του αέρα. Το ελικόπτερο έριχνε το φορτίο απ’ το μπαλόνι του, το οποίο έμοιαζε με αραιή ομίχλη από μακριά, στην οποία οι ριπές ζωγράφιζαν γραμμές και γρήγορα τη διέλυαν. Ήταν σαν ούτε σταγόνα να κατέληγε, τελικά, στο έδαφος. Και η φωτιά προχωρούσε. Αργότερα άρχισαν να εμφανίζονται από κάπου πυροσβεστικά οχήματα, και υδροφόρες κάθε μορφής και μεγέθους. Κόσμος πηγαινοερχόταν. Τη νύχτα μια πορτοκαλιά λάμψη φώτιζε πίσω απ’ το βουνό, ορατή κι από το Λιβάδι και από τη Χώρα.
Το επόμενο πρωινό η φωτιά είχε σβήσει. Το νησί πια, δώδεκα ώρες μέτα την έναρξη της πυρκαγιάς, είχε γεμίσει αστραφτερά και γιγάντια πυροσβεστικά οχήματα, που στέκονταν σε διάφορες γωνίες, σαν σε επιφυλακή. Η φωτιά είχε κάψει λίγο-πολύ ανεξέλεγκτη, αλλά η καταστροφή δεν ήταν μεγάλη. Ήταν, όμως, περίεργη. Μόνο ένα μικρό μέρος του νησιού είχε μαυρίσει ολοσχερώς: η περιοχή γύρω από την (καταπληκτική, παρεμπιπτόντως) παραλία Καλό Αμπέλι. Εκεί οι λόφοι ήταν κατάμαυροι και ο τόπος μύριζε φρεσκοσβησμένο κάρβουνο. Εκεί, επίσης, υπήρχε και ο ΧΥΤΑ του νησιού. Άκουσα στις κουβέντες των ντόπιων ότι η φωτιά στη χωματερή βρήκε μπόλικη καύσιμη ύλη για να κάψει -“κερδίσαμε δυο χρόνια” ήταν το σχόλιο ενός ντόπιου. Εννοούσε ότι ο ΧΥΤΑ άδειασε λίγο, και θα χωράει περισσότερα σκουπίδια απ’ τους τουρίστες. Αλλά ακόμα και εκεί, μέσα στις μαυρισμένες πλαγιές πάνω απ’ το Καλό Αμπέλι, υπήρχαν αλώβητα μπαλώματα, οικόπεδα χτισμένα με πολυτελείς επαύλεις, στα οποία δεν είχε καεί ούτε φύλλο. Και παντού στο τοπίο έβλεπες το πιο περίεργο φαινόμενο: πότε πότε, ένα μοναχικό και ξέμπαρκο δέντρο, το οποίο η χαμηλή φωτιά προσπέρασε τόσο γρήγορα που δεν πρόφτασε να τ’ απανθρακώσει, να στέκει πράσινο και θαλερό, μέσα στη μαυρίλα.