Στις 15 Μαΐου του 2020, καθώς τα μέτρα στην Ελλάδα είχαν αρχίσει να χαλαρώνουν και δειλά βγαίναμε από την καραντίνα, ζήτησα από τους αναγνώστες του νιουζλέτερ μου να μου στείλουν δυο λόγια απαντώντας στο ερώτημα “τι σας έχει λείψει”; Έχοντας ήδη καταγράψει μερικές ιστορίες από την καραντίνα, τώρα ο σκοπός ήταν να αποτυπώσουμε όλοι μαζί το συλλογικό μας τραύμα, απαριθμώντας τις βασικότερες επιπτώσεις, όπως τις αντιλαμβάνεται ο καθένας και η καθεμία προσωπικά. Να έχουμε αυτές τις βασικές ελλείψεις μαζεμένες σε ένα μέρος για να τις διαβάζουμε μετά από χρόνια και να θυμόμαστε πώς ήμασταν, τι σκεφτόμασταν και τι μας ενδιάφερε τότε, την αξέχαστη άνοιξη του 2020.
Τις επόμενες ημέρες μου έγραψαν 260 αναγνώστες, άλλοι μόνο μια φράση, πολλοί πολύ εκτενέστερα κείμενα. Υπάρχουν, όπως αντιλαμβάνεστε, πολλά κοινά στοιχεία στις απαντήσεις. Στους περισσότερους έλειψαν τα ίδια πράγματα. Μία λέξη, μάλιστα, εμφανίζεται με αξιοσημείωτη συχνότητα. Ήταν το πράγμα που έλειψε περισσότερο από όλα, από σχεδόν όλους. Μαντεύετε ποια είναι.
Αρχίζει από “α”.
Κατά τα άλλα, όπως θα διαπιστώσετε και παρακάτω, το Μάιο το τραύμα ήταν ακόμη πολύ φρέσκο κι έντονο. Οι άνθρωποι έκτοτε πιθανότατα έχουν προσαρμοστεί λίγο, έχουν επανέλθει σε κάποιο επίπεδο κανονικότητας, καθώς σιγά σιγά όλα (σχολεία, δουλειές, μαγαζιά, εστιατόρια) άνοιξαν. Ο φόβος και η επιφυλακτικότητα είναι ακόμα εδώ (τέλη Ιουλίου 2020 που γράφονται αυτά) αλλά η κατάσταση έχει αλλάξει αρκετά από τα μέσα του Μαΐου, όταν μου τα έγραφαν αυτά που θα διαβάσετε παρακάτω.
Επέλεξα και παραθέτω αυτούσια τριάντα εννέα από τα κείμενα που μου έστειλαν. Όλα μαζί φωτογραφίζουν μια περίοδο που θα μας μείνει αξέχαστη για πάντα.
“Μου λείπουν οι γονείς μου, που θα έβλεπα φέτος το καλοκαίρι, αλλά επειδή μένουν σε νησί δεν θα διακινδυνεύσω να πάω. Μου λείπει το παιδί μου να κάνει παρέα με τον παππού του και να τον βλέπω να τον καμαρώνει. Μου λείπει να πάω με το παιδί μου σε θέατρα και μουσεία. Μου λείπει να πάμε μαζί μια άσκοπη βόλτα στο μετρό. Μου λείπει η χαρά του να σχεδιάζεις για το καλοκαίρι και να διαλέγεις μαγιό. Μου λείπει το να γυρίσω από το σουπερμάρκετ και απλά να χώσω όλα τα πράγματα στο ψυγείο και όχι να κάνω διαδικασίες λες και πρόκειται να βάλω το γάλα εμφύτευμα σε καρδιοπαθή”.
—
“Η προηγούμενη “κανονικότητα” της ζωής μας και ο σύντροφός μου που μένει σε άλλο νομό κι έχω να τον δω 3 μήνες“.
—
“Η δυνατότητα να ταξιδέψεις με αεροπλάνο εκτός εθνικών συνόρων, όποτε θέλεις. Είτε από την Ελλάδα προς τα έξω, είτε αντίστροφα. Με δυο άμεσα μέλη της οικογένειας μόνιμα εκτός συνόρων, ένα στις ΗΠΑ ένα στο ΗΒ, η δυνατότητα αυτή, που επί 50 χρόνια τουλάχιστον δεν σταμάτησε παρά λίγες μέρες το 2001 και θεωρούσαμε δεδομένη, είναι η έλλειψη που ανατρέπει σχέδια και προϋπολογισμούς, μου δημιουργεί καθημερινή ανασφάλεια και την αίσθηση περιορισμού και έλλειψης επιλογών για ένα υποφερτό μέλλον!”
—
“Μου έλειψε να πάω μια βόλτα μόνο με τη γυναίκα μου. Όχι τόσο έξοδος σε μαγαζί. Απλά έναν περίπατο μόνοι μας. Χωρίς τα δύο μας παιδιά που εδώ και δύο μήνες, λόγω του ιού, δεν τα έχουμε αφήσει καθόλου σε παππούδες”.
—
“Κι όμως, η δουλειά μου! Να ντύνομαι, να βάφομαι, οι συνάδελφοι μου, αγκαλιές, φιλιά, κουτσομπολιά πριν την πτήση στο κτίριο, οι επιβάτες, οι επαγγελματίες, οι φοιτητές, οι γονείς τους που πάνε να τους βρουν, οι τουρίστες, τα χαμόγελα. Τι θα είναι ίδιο μετά;” (Αεροσυνοδός με αναστολή μέχρι 01/06)
—
“Το κάμπινγκ. Να μπω στο αυτοκίνητο και να οδηγήσω μέχρι το κάμπινγκ. Τα παραθαλάσσια ταβερνάκια κοντά στο κάμπινγκ”.
—
“Οι ανέμελες βόλτες, οι αγκαλιές, οι σφιχτές χειραψίες εμπιστοσύνης αλλά πιο πολύ απ’ όλα ο άντρας μου (ναυτικός εγκλωβισμένος στο εξωτερικό)”.
—
“Η ανθρώπινη επαφή. Αυτό μου λείπει περισσότερο. Όχι με τον χυδαίο τρόπο. Μια απλή, δυνατή, χαλαρή, φιλική, άβολη, τρυφερή, γνωριμίας, αποχαιρετισμού, αδελφική χειραψία ή/και αγκαλιά. Η ασυναίσθητη ανάγκη να πλησιάσεις τον άλλον, να του πεις (στ’ αλήθεια ή στην πλάκα) ένα μυστικό στο αυτί, να γελάσετε, να τον σκουντήξεις, να τον πιάσεις απ’ το πρόσωπο, να τον χαϊδέψεις με ανθρώπινη συναίσθηση, να του πεις τον πόνο σου και να κλάψετε μαζί αγκαλιά, να κρατήσεις αγκαζέ τον δικό σου άνθρωπο, να πάμε μια βόλτα ή να μαζευτούμε όλη η παρέα σε ένα σπίτι, να ζήσουμε ανέμελα και δίχως τη συνεχή και ψυχολογική εξάρτηση της ιδέας μην και κολλήσουμε τον ιό και τον μεταφέρουμε σε δικά μας ευπαθή άτομα. Γιατί τους αγαπάμε και δεν θέλουμε να πάθουν το παραμικρό. Έστω κι αν η πιθανότητα είναι μικρή. Ή μεγάλη. Πια κανείς δεν ξέρει. Κανείς δεν είναι σίγουρος για τίποτα και κανέναν. Σκέφτομαι πως κάποια στιγμή βέβαια θα περάσει όλο αυτό. Θα «κάνει τον κύκλο του», θα βρεθεί ένα φάρμακο, κάποιο εμβόλιο, θα στεγνώσουν τα δάκρυα όσων θα έχουν χάσει τους ανθρώπους τους, οι άνθρωποι θα κυκλοφορούν κανονικά, λες και δεν συνέβη ποτέ τίποτα. Θα είναι όμως τα πράγματα στ’ αλήθεια ίδια; Θα επιστρέψουμε στην και καλά κανονικότητα που τόσο καιρό μασάμε σαν καραμέλα; Θα θέλουμε να αγκαλιάσουμε ξανά έναν δικό μας άνθρωπο, δίχως μια δεύτερη σκέψη; Θα θέλουμε να κάνουν χειραψία με κάποιον που μόλις γνώρισαμε, θα λέμε «έλα κάτσε εδώ» στον φίλο που μόλις ήρθε και θα χτυπάμε με εκείνο το ανυπόμονο κάλεσμα την θέση δίπλα τους για να κάτσει κάποιος άλλος, θα πλησιάζουμε τον περαστικό που μας ρώτησε κάτι επειδή δεν ακούσαμε ή για να δούμε αν «σπυράκι είναι αυτό;» στο πρόσωπο της φίλης μας; Θα ξαναφτιάξουμε το τσουλούφι που πετάει στον συνάδελφο; Θα κρατάμε την πόρτα στην τράπεζα για να περάσει ο κυριος ετών 70; Θα σταματήσουμε οι άνθρωποι να φοβόμαστε τον κάθε άλλο όταν σταματήσει και φύγει πια όλο αυτό; Ή ο φόβος της επαφής θα μας κρατήσει σε μια συναισθηματική καραντίνα; Έρχονται πολύ περίεργες μέρες”.
—
“Η ευκολία του να παίρνω το Χ95, να πηγαίνω στο αεροδρόμιο, να μπαίνω σε ένα αεροπλάνο και να πηγαίνω κάθε φορά σε μία διαφορετική χώρα. 45 μέρες καραντίνα, 2 ακυρωμένα ταξίδια και δεν ξέρουμε αν θα βρούμε σύντομα το κουράγιο να ξαναμπούμε στο Χ95″.
—
“Η αίσθηση ότι έχω τον έλεγχο”.
—
“Ο χορός. Δεν ξέρω αν θα χορέψω με τους φίλους μου σύντομα. ‘Ήμασταν μια ωραία ομάδα που χορεύαμε παραδοσιακούς χορούς και πιανόμασταν, αγκαλιαζόμασταν. Τώρα όλα αυτά μου φαίνονται επιστημονική φαντασία. Κι άλλα πολλά μου λείπουν. Το θέατρο, οι συναυλίες και τα φεστιβάλ. Αλλά πιο πολύ απ’ όλα μου λείπει η αυθόρμητη σωματική επαφή. Χωρίς δεύτερες σκέψεις, χωρίς αμηχανία. Και μου λείπουν επίσης κάποιοι φίλοι που φοβούνται λίγο παραπάνω ή φυλάγονται για προσωπικούς λόγους. Φοβάμαι την απομόνωση. Και θα πω και κάτι πιο ρηχό. Μου λείπει που δεν μπορώ ακόμη να βάλω πιο καλά ρούχα και να βγω μια βραδινή έξοδο. Η δουλειά από το σπίτι καλή δεν λέω, αλλά τα ρούχα στην ντουλάπα μου κάθονται και περιμένουν να τα φορέσω. Πού να τα φορέσω; Όλο με φόρμες και κολάν και τώρα που έπιασε η ζέστη άντε με καμιά βερμούδα κυκλοφορώ. Γι’ αυτό τώρα που θα ανοίξουν τα θερινά, θα σπεύσω από τους πρώτους”.
—
“1. Η ανεμελιά
2. Η κυρία που καθάριζε το σπίτι”
—
“Μου λείπει πάρα πολύ μια εκδρομή! Μου λείπει εξαιρετικά πάρα πολύ ένα τραπέζι με φίλους και γέλια μέχρι το πρωί στην άβολη ψάθινη καρέκλα της ψαροταβέρνας. Και τέλος μου λείπει ένα θερινό σινεμά με μπύρα, μυρωδιά από αντικουνουπικό και τα πατατάκια να “γυριζουν” 😉”
—
“Μου λείπει η -αφελής όπως αποδείχθηκε- Φουκουγιάμεια πεποίθηση της γενιάς μου (γεννήθηκα το 1990) οτι η Ιστορία Τελείωσε, και οτι υπάρχει ένας νόμος του σύμπαντος που πολύ βολικά προβλέπει οτι η κάθε γενιά -άκουσον άκουσον- θα ζει καλύτερα απο την προηγούμενη, γιατί η πρόοδος, σου λέει, είναι ένα εγγενές χαρακτηριστικό των σύγχρονων κοινωνιών, ανεξάρτητα απο αστάθμητους παράγοντες. Αμ δε, όπως απέδειξε και ο ιός. Μου λείπει η άγνοια και η αίσθηση ασφάλειας του να βλέπω δυστοπικές ταινίες για ξεσπάσματα πανδημιών, και να μην τις απολαμβάνω πραγματικά, γιατί η πίστη μου οτι κάτι τέτοιο δεν μπορεί πρακτικά να συμβεί στον κόσμο του 21ου αιώνα, μου χαλούσε το suspension of disbelief. Πριν, είχα την αισιοδοξία του Ήλον Μασκ, τώρα έχω την απαισιοδοξία (και τα νεύρα) του Νασίμ Ταλέμπ, γιατί τη γενιά μου την έφαγαν οι Μαύροι Κύκνοι. Έχοντας σπουδάσει οικονομικά, από εδω και στο εξής το προσωπικό μου μόττο είναι: “Οι προηγούμενες αποδόσεις δεν διασφαλίζουν τις μελλοντικές”. Για κάθε τομέα της ζωής. Πως δεν το είχα σκεφτεί πριν;”
—
“Η σκυλίτσα μου. Πέθανε ξημερώματα 12 Μαρτίου. Η επόμενη ημέρα, Παρασκευή, ήταν η τελευταία μέρα της παλαιάς κανονικότητας. Συνέπεσε απλώς αλλά είμαι μέσα σ’ ένα σπίτι άδειο απ’ την παρουσία της”.
—
“Δεν μου λείπει τίποτα, ίσως λιιιιγο το να μπορώ να πάω σε εστιατόρια. Πιο ωραία ήταν στην καραντίνα“.
—
“Φέτος μετά απο 10 χρόνια μετανάστευσης στην Αυστραλία, είχαμε αποφασίσει να κάνουμε ενα ταξίδι για 6 εβδομάδες να δούμε μετά απο 10 χρόνια τους δικούς μας και τα μέρη που στερηθήκαμε. Το διάστημα αυτό δεν έχουμε πάει πουθενά, ούτε για long weekend που λένε, γιατι βάλαμε το κεφάλι κάτω να φτιάξουμε σπίτι και να σταθούμε στα πόδια μας μετά απο το reset της μετανάστευσης. Η πανδημία μας άλλαξε τα σχέδια, όπως και η πολιτική της Αυστραλίας για τα ταξίδια. Τώρα ακούμε οτι το 2023 θα επιτραπούν ταξίδια προς την Ελλάδα, οπότε θα πιάσουμε τα 13 χρόνια για να μπορέσουμε να δούμε τους δικούς μας που είναι πιά μεγάλοι στην ηλικία και ανησυχούμε οτι ίσως και να μην τους προλάβουμε. Οπότε το τι μας λείπει πιο πολύ είναι η αγκαλιά τους και τα χέρια τους που θέλουμε να φιλήσουμε. Κατα τα άλλα η ζωή για εμάς δεν εχει αλλάξει απο τις απαγορεύσεις της πανδημίας μιας και απο την μετανάστευση και μετά, η ζωή είναι δουλειά-σπίτι, δραστηριότητες των παιδιών, ψώνια για τις ανάγκες και πολύ διάβασμα, στο repeat”.
—
“Ζω μόνη μου χρόνια, και οι αγκαλιές ήταν λίγες πριν, αλλά τώρα δε υπάρχουν καθόλου. Δύσκολο να ζεις χωρίς την γλύκα και την θέρμη μιας αγκαλιάς”.
—
“Θα είναι το πρώτο καλοκαίρι στη ζωή μου χωρίς θάλασσα”.
—
“Μου λείπει η ανεμελιά στα μικρά και ανούσια καθημερινά πράγματα. Ας πούμε, να μην ανησυχώ συνεχώς αν τα χέρια μου είναι υπερκαθαρά πριν πιάσω τη μύτη μου. Να μην μπαίνω στο σούπερ μάρκετ με μάσκα και να μην καθαρίζω τις συσκευασίες με χλωρινόνερο (ή όπως το αποκαλώ “το διάλυμα του Τσιόδρα”). Γενικά με έχει κουράσει η καθαριότητα και η αγωνία αν αυτό που έπιασα είναι καθαρό. Αναπολώ αυτό το άγγιγμα χωρίς “συνέπειες”. Μου λείπει να αγκαλιάσω και να φιλήσω 2-3 ανθρώπους που είναι περιβόλια και μόλις τους δεις σου βγαίνει αυθόρμητα η διάθεση για σωματική επαφή. Να μπορείς να σχεδιάσεις τι θα κάνεις το ΣΚ ή στις καλοκαιρινές διακοπές χωρίς να σκέφτεσαι ότι δεν ξέρεις τι σου ξημερώνει. Για εμένα που ποτέ δεν προγραμμάτιζα το μέλλον μου βάζοντας μπροστά τη φράση “πρώτα ο Θεός”, τώρα στα 45 μου καταλαβαίνω πόσο φιλοσοφημένη είναι αυτή η έκφραση. “Πρώτα ο Θεός” ή μάλλον “πρώτα ο κορωνοϊός” όλα θα πάνε καλά”.
—
“Να πάω σε μία συναυλία, να χαθώ μέσα στο πλήθος και να χορεύω κοιτώντας τ’αστέρια”.
—
“Το παιδί μου που εργάζεται στο εξωτερικό. Ούτε πήγα, ούτε ήρθε, τα σχέδια ναυάγησαν. Όταν γύρω μου ανατρέπονται όλα, τι θα πω ότι μου λείπει; Ο καφές η το φαγητό; Όχι βέβαια. Αυτό που με αναστατώνει είναι ότι δε γίνεται να κάνω σχέδια και προγραμματισμό για το αύριο γιατί δε ξέρω τι μου ξημερώνει. Τα σχέδια και τα πράγματα που έβαζα στη σειρά, σταμάτησαν.Μου λείπει το παιδί μου, θέλω να ακούσω “μαμά, ερχόμαστε” και να κάνω τις ετοιμασίες που θέλω”.
—
“Τιποτα! ‘Ολο αυτό το διάστημα ηρέμησα πολύ και ήρθα πιο κοντά με την οικογένειά μου. Ανακάλυψα ότι πολλοί από τους φίλους μου δε μου έλειψαν καθόλου και δε ξόδεψα άσκοπα χρήματα. Με αυτούς που ήθελα να επικοινωνήσω κάναμε συναντήσεις zoom και ήταν μια χαρα”.
—
“Ξεγνοιασιά. Αυτό μου λείπει.Να μπορώ να πλησιάσω τους γονείς μου, τα πεθερικά μου και όχι να αποφεύγω να τους συναντήσω. Να πηγαίνω στην δουλειά και να μην ντύνομαι σαν αστροναύτης, να μην κοιτάω τον άλλο, και να μην με κοιτάει με τρόμο πολλές φορές αν τύχει ένας από τους δυο να βήξει ή να φτερνιστεί. Αγκαλιά. Μου λείπει να αγκαλιάσω και να φιλήσω ανθρώπους που αγαπώ, να χώσω το πρόσωπο μου και να τους ψιθυρίζω στο αυτί. Παραλογισμός. Ήταν που ήταν οι Έλληνες σαλταρισμένοι από την κρίση, τώρα με τον ιό έχει φτάσει η βλακεία στο φεγγάρι. Το τι ακούς και διαβάζεις είναι απίστευτο”.
—
“Ποτέ πριν δεν μου άρεσε η πολυκοσμία και η φασαρία. Τώρα όμως νοσταλγώ καθώς βγαίναμε από ένα στάδιο μετά τη συναυλία ή καθώς μπαίναμε σε ένα καφέ ή ταβερνείο το χειμώνα που ήταν γεμάτο κόσμο. Μου λείπουν τα ραντεβού με τους φίλους όταν μαζευόμαστε καμιά δεκαριά και δεν μπορούσαμε να αποφασίσουμε πού να πάμε. Μου λείπει η άγνοια του κινδύνου που είχαμε για τους ιούς. Πόσο εύκολα λέγαμε “μια ίωση είναι, θα περάσει”.
—
“Ο πατέρας μου είναι ο πιο ευγενικός και τρυφερός άνθρωπος που έχω γνωρίσει στη ζωή μου και πριν τον κορωνοϊό, τον αγκάλιαζα κάθε φορά που τον έβλεπα και καθόμουν δίπλα του για να τον βοηθάω σε ό,τι χρειάζεται και να τον νιώθω κοντά μου. Συνήθως βλέπαμε μαζί κάποια ταινία ή έναν ποδοσφαιρικό αγώνα. Έχω πάνω από 2,5 μήνες να τον πλησιάσω, τον έχω δει 2 ή 3 φορές αυτό το διάστημα και αυτό από απόσταση και για λίγο, φορώντας μάσκα και γάντια, καθώς μου έλεγε βουρκωμένος ότι του λείπω πολύ. Τώρα είναι στο νοσοκομείο επειδή έσπασε το πόδι του, κάτι που αυξάνει την ανησυχία μου πολύ περισσότερο. Ευτυχώς η μητέρα μου είναι συνεχώς μαζί του. Είναι 89 ετών“.
—
“Μου λείπει να μην νιώθω φυλακισμένος. 2 μήνες, για ένα έγκλημα που δεν έκανα ποτέ”.
—
“Να χουφτουνίζω μικρά παιδάκια (τα ξένα, των φίλων, τα ανιψάκια… το δικό μου έχει μεγαλώσει): να τα παίρνω αγκαλίτσα, να τα ζουπάω να τους λέω μυστικά στο αυτί, να κάνουμε συνωμοσίες, γαργαλητά, κυνηγητά… Οι αγκαλίτσες γενικότερα (αυτό δεν ξέρω πόσο σύντομα θα ξανάρθει). Και η ξενοιασιά: να μη σε νοιάζει, πόσο ξυστά πέρασες στο δρόμο ή την παραλία, ποιόν άγγιξες, αν καθάρισες πριν, αν το παιδί παίζει Playstation μούρη-με-μούρη με τον κολλητό του στο κλειστό (επαρκώς αεριζόμενο;) δωμάτιο”.
—
“Το να φάω από το ίδιο πιάτο στη μέση με τους φίλους μου, πίνοντας τσίπουρα και γελώντας δυνατά. Τα απλά και τόσο δεδομένα, για έναν μεσογειακό λαό που η επαφή ήταν μέρος της κουλτούρας μας. Αυτά προσμένω :)”
—
“Μου λείπει να μην ανησυχώ για τη ζωή των αγαπημένων μου. Εκτός αυτού, τίποτε άλλο! Δε μου λείπει καθόλου ο παράλογος ρυθμός της προηγούμενης μας ζωής. Από όπου κι αν το πιάσω – καταναλωτισμός, φόρτο εργασίας, ανάλωση σε networking – διαπιστώνω εξυπηρετεί παρά μόνο τους υψηλούς δείκτες οικονομικής ανάπτυξης, εις βάρος της ανθρώπινης σκέψης, των σχέσεων μας, και του περιβάλλοντος. Τώρα μπορεί να ακούγομαι σαν 50αρα που νοσταλγεί τα 80s αλλά είμαι 21 ετών και πρώτη φορά βιώνω έναν υγιή ρυθμό ζωής :)”
—
“Μου λείπει η καλύτερη μου φίλη. Που γέννησε τη Δευτέρα 11 Μαΐου. Και είχα να την δω από 9 Μαρτίου. Εκτός από μια σύντομη βόλτα στον λόφο δύο μέρες πριν γεννήσει που καθήσαμε στη γνωστή απόσταση και δεν μπόρεσα ούτε να χαϊδέψω την κοιλιά της. Πορευόμαστε μαζί από τα 13 μας. Και σε λίγες μέρες γινόμαστε 39 με διαφορά 9 ημερών. Θα ανησυχώ και θα χαίρομαι για το παιδί της όπως ακριβώς για το δικό μου παιδί. Και δεν έχω ιδέα πότε δεν θα φοβόμαστε για να τον γνωρίσω. Να μας ζήσει”.
—
“Πριν την καραντίνα έκανα μαθήματα skateboard σε παιδιά σε προσφυγικά camps στην Αττική. Τα παιδιά μάθαιναν ότι δεν πειράζει να πέσεις, αρκεί να ξανασηκωθείς και κέρδιζαν ώρες ανεμελιάς σε μια δύσκολη πραγματικότητα. Εγώ πάλι, ένοιωθα ότι κάνω κάτι ουσιώδες, ότι προσφέρω σε κάτι μεγαλύτερο από εμένα. Τα παιδικά χαμόγελα είναι αυτό που μου λείπει περισσότερο και η αγάπη των παιδών αυτών”.
—
“Πριν λίγες ημέρες είχε γενέθλια ο μεγάλος γιος μου, μπήκε στα 17. Δεν μπόρεσα να φιλήσω το ίδιο μου το παιδί για τα γενέθλιά του“.
—
“Ως δάσκαλος σε δημοτικό σχολείο, τα παιδάκια της τάξης μου. Πας το πρωί, τα βλέπεις να τρέχουν, να πηδάνε, να γελάνε, να φωνάζουν και για λίγο ξεφεύγεις από τον κόσμο των μεγάλων, των προβλημάτων, της σοβαροφάνειας και βρίσκεσαι σε έναν κόσμο γεμάτο με παιδικά χαμόγελα και όμορφες φατσούλες. Αυτό μου λείπει! ΠΟΛΥ!”
—
“Το γυμναστήριο. Η μανούλα μου. Η δουλειά από το γραφείο χωρίς παιδιά μέσα στα πόδια μου. Η διάθεση μου για να ζω την κάθε μέρα όσο περισσότερο γίνεται. Η αισιοδοξία μου και η ελπίδα μου για το μέλλον. Το κοντινό, το καλοκαιράκι. Το μεσοπρόθεσμο, ο επόμενος χειμώνας. Το μακροπρόθεσμο, η υπόλοιπη ζωή μου“.
—
“Η ελευθερία να ανοίξω την πόρτα και να πάω όπου θέλω τελευταία στιγμή, χωρίς να το έχω κανονίσει από πριν και να έχω σκεφτεί τα διαδικαστικά. Να πάρω ένα φίλο βγαίνοντας στο κινητό και να του πω “ραντεβού σε μισή ώρα στο τάδε καφέ”. Μια ελευθερία της οποίας μπορεί να μην κάνω χρήση, αλλά να ξέρω ότι υπάρχει”.
—
“Είμαι άνθρωπος που τον συνομιλητή μου θα τον ακουμπήσω. Δεν το είχα συνειδητοποιήσει πόσο πολύ το έκανα μέχρι που ήρθαν αυτοί οι δύο μήνες. Θα γελούσαμε; Θα σε έσπρωχνα. Θα χαιρετιόμασταν; Θα σου έδινα το χέρι μου ή θα ακουμπούσα τον ώμο σου. Θα μου έλεγες κάτι δυσάρεστο; Θα ακουμπουσα τον αγκώνα σου”.
—
“Να αγκαλιαστώ με τους δικούς μου ανθρώπους χωρίς δεύτερες σκέψεις και ενοχές, να μοιραστώ το ίδιο ποτήρι κρασί (έλα δοκίμασε και το δικό μου είναι καλό), να περπατάω και να μυρίζω λουλούδια και όχι αντισηπτικά και εν γένει να νιώθω ελεύθερη, ξένοιαστη και ασφαλής”.
—
“Πώς θα ζήσουμε χωρίς αγκαλιές;”
—