Ο Γκάντι κάθεται σταυροπόδι στη γωνία του και διαλογίζεται. Ο Ραντζσάντρα, ο προπονητής του και μέντοράς του, ψιθυρίζει πράγματα στο αυτί του που κανένας δεν μπορεί να ακούσει. Του λέει: “Δεν έπρεπε να νηστέψεις για τον αγώνα. Έχεις μείνει 38 κιλά. Είσαι δύο κατηγορίες κάτω από τη σκύλα”. Ο Γκάντι δεν φαίνεται να ακούει.
Η σκύλα στέκεται στον απέναντι γωνία και έχει γυρισμένη την πλάτη στον αντίπαλό της. Κάτω από το ρινγκ περνούν μικρά μαύρα παιδάκια και ένα ένα απλώνει το χέρι προς το μέρος της και η Μητέρα Τερέζα του κάνει εμβόλιο. “Αγώνας ξε-αγώνας, το έργο του Θεού πρέπει να συνεχιστεί”, λέει η Μητέρα Τερέζα, ή Μάδερ Τι, όπως είναι το αγωνιστικό της όνομα. Το αγωνιστικό όνομα του Γκάντι είναι Ρόκι.
Ξαφνικά, τα φώτα στο Μάντισον Σκουέαρ Γκάρντεν σβήνουν και ο Νέλσον Μαντέλα, ο διαιτητής του αγώνα, ανεβαίνει στο ρινγκ. Το πλήθος που έχει γεμίσει το στάδιο χειροκροτεί με σεβασμό. “Κυρίεεεεες καιιιιι κύριοιιιιιιιι” φωνάζει ο Μαντέλα στο μικρόφωνο που κατεβαίνει από την οροφή, τραβώντας το τελευταίο φωνήεν κάθε λέξης μέχρι να ξεχειλώσει. “Είμαστε έτοιμοι για το μεγάλο αγώνα”. Το πλήθος ζητωκραυγάζει με ενθουσιασμό. “Στη μπλε γωνία…”, οι προβολείς φωτίζουν τη μπλε γωνία, “…το απόλυτο σύμβολο της ειρήνης, ο πρεσβευτής της μη-βίας, ο ελευθερωτής της Ινδίας, με βάρος 40 κιλά και ύψος 1.56, από το Πομπαντάρ της δυτικής Ινδίας, ο ΡΟΚΙ!” Ο Μοχάντας Καράμτσαντ Γκάντι ισιώνει το σεντόνι που φορά και σηκώνει τις γροθιές του στον αέρα απολαμβάνοντας τις επευφημίες του κόσμου. “Στην κόκκινη γωνία”, φωνάζει ο Μαντέλα και οι προβολείς φωτίζουν την κόκκινη γωνία, “η σύντροφος των φτωχών, η σωτήρας των απόρων, η Αρχόντισσα του Λωτού, με βάρος 47 κιλά και ύψος 1.53, από τα Σκόπια της πΓΔΜ, η ΜΑΔΕΡ ΤΙ!” Η Άγκνες Γκότζα Μπογιάτζου, η Τερέζα της Καλκούτας, σηκώνει το μαντήλι από τα μάτια της και δείχνει το κοινό που την επευφημεί, που όμως είναι διαφορετικό από το κοινό που επευφημούσε τον Γκάντι.
Η πόλωση που επικρατεί στην εξέδρα είναι φοβερή, τα ποσά που έχουν παιχτεί σε στοιχήματα είναι τεράστια, και οι διοργανωτές έχουν χωρίσει τους οπαδούς αφήνοντας μερικές εξέδρες κενές. Το κλίμα είναι πολύ τεταμένο. Τα συνθήματα έχουν αρχίσει να πέφτουν σαν χαλάζι στο τετράγωνο ρινγκ. “Γκάντι, μπ***, πουτ**** γιέ!’ φωνάζουν από τη μία. “Μάδερ Τι, Μάδερ Τι, της μαμάς σου το μ****!” απαντούν από την άλλη.
Ο Μαντέλα φωνάζει δυνατά για να σκεπάσει τις βρισιές. “Σας θυμίζω!”, λέει, “Πρόκειται για αγώνα με γύρους των δύο λεπτών! Δεν υπάρχει όριο γύρων! Νικητής θα είναι…” μικρή παύση, “…αυτός που θα μείνει ζωντανός!!!” Το πλήθος ξεσπά σε ένα αμόκ ενθουσιασμού. “Και ο μόνος κανόνας είναι…” συνεχίζει ο Μαντέλα, κάνοντας άλλη μια μικρή παύση, “…ότι δεν υπάρχουν κανόνες!!!”.
Τα φώτα τώρα φωτίζουν μόνο το ρινγκ. Το πλήθος παραληρεί. Οι προπονητές, ο Ραντζσάντρα και ο Πάπας Ιωάννης Παύλος ο Β’, βγαίνουν από τα σκοινιά και στο υπερυψωμένο καναβάτσο βρίσκονται τώρα οι δύο μαχητές, ο Μαντέλα και η Πάμελα Άντερσον με ένα μικροσκοπικό ροζ μαγιό, που περιφέρει μια καρτέλα που γράφει “1” και υποδηλώνει τον αριθμό του γύρου. Ο θόρυβος από το πλήθος είναι εκκωφαντικός.
Οι δύο πολεμιστές πλησιάζουν στο κέντρο του ρινγκ. Ο Μαντέλα σκύβει και τους λέει χαμηλόφωνα: “Σκοτωθείτε, αλλά σκοτωθείτε θεαματικά”. Σηκώνει πάλι το ψηλόλιγνο κορμί του, κάνει ένα βήμα πίσω, το καμπανάκι ακούγεται, και λέει δυνατά: “Παλέψτε!”. Ο αγώνας αρχίζει.
Οι δύο αντίπαλοι περνούν λίγα δευτερόλεπτα κοιτώντας ο ένας τον άλλο, μετρώντας τις δυνάμεις τους. “Η σαμαμπχάβα, η αταραξία, μου επιτρέπει να αντιμετωπίζω γαλήνιος τη νίκη ή την ήττα, τον πόνο ή την χαρά, να αγωνίζομαι για τα ιδανικά μου χωρίς φόβο”, λέει ο Γκάντι. Η Μάδερ Τι απαντά με ένα απότομο αριστερό κροσέ που πετυχαίνει το στόχο του. Ο Γκάντι τρεκλίζει προς τα πίσω, ενώ τα γυαλιά του πέφτουν σπασμένα στο καναβάτσο. Κύματα ηδονής σαρώνουν το μαινόμενο πλήθος από τη μια μεριά του σταδίου, ενώ από την άλλη η οργή ξεχειλίζει. Η γιαγιά Τερέζα σπεύδει να εκμεταλλευτεί το ξάφνιασμα του αντιπάλου της και εξαπολύει άλλη μια επίθεση από αριστερά, με ένα συνδυασμό ντιρέκτ και ανάποδης κλωτσιάς. Ο Ρόκι βρίσκει την αυτοσυγκέντρωσή του και αποφεύγει μαεστρικά τη γροθιά, ενώ μπλοκάρει την κλωτσιά παγιδεύοντας για ένα δευτερόλεπτο το λεπτό πόδι της Τερέζας στον αέρα. Αρκεί. Με τρομερή ταχύτητα κλωτσά το γόνατο του άλλου ποδιού της στο πλάι. Το πόδι γυρίζει και η Τερέζα βρίσκεται στο έδαφος. Ο ενθουσιασμός του πλήθους μεταφέρεται στο άλλο μισό του σταδίου, που πια έχει πάρει φωτιά.
Η Τερέζα σηκώνεται γρήγορα με μια ανάποδη τούμπα και χρησιμοποιεί την απόσταση από τον αντίπαλό της για να ανασυγκροτηθεί και να σχεδιάσει την επόμενη επίθεσή της. Πριν προλάβει να την ξεδιπλώσει όμως, αναγκάζεται να πισωπατήσει περισσότερο καθώς ο Γκάντι πέφτει πάνω της σαν λυσσασμένος ταύρος με ένα μπαράζ χτυπημάτων από κάθε πλευρά. Η Τερέζα πασχίζει να αποκρούει όλα τα χτυπήματα, και σύντομα βρίσκεται να παλεύει με την πλάτη στα σχοινιά. Ο Γκάντι έχει ιδρώσει από την υπερπροσπάθεια και έχει λυσσάξει από την ικανότητα της αντιπάλου του να τον αποκρούει. Τελικά καταφέρνει να περάσει ένα χτύπημα στο στομάχι. Η Μητέρα Τερέζα διπλώνεται από τον πόνο, αν και είχε προλάβει να σφίξει τους κοιλιακούς της. Ο Γκάντι κάνει το μοιραίο λάθος να διακόψει την επίθεσή του, ενθουσιασμένος ίσως από το πετυχημένο του χτύπημα, και για ένα κρίσιμο δευτερόλεπτο αδρανεί. Αρκεί. Η Μητέρα Τερέζα σηκώνεται απότομα και του ρίχνει μια τρομερή κλωτσιά στα γεννητικά όργανα, κατευθείαν από κάτω, με το πόδι της να μπαίνει κάτω από το σεντόνι και να βρίσκει ότι ο απελευθερωτής της Ινδίας δεν φορά εσώρουχα, ούτε κανένα προστατευτικό.
Ο Γκάντι πέφτει προς τα πίσω κρατώντας τα πολύτιμα στολίδια του και σφαδάζοντας από πόνο. Ακριβώς εκείνη τη στιγμή, το καμπανάκι ηχεί.
Στην γωνία της Μητέρας Τερέζας επικρατεί ενθουσιασμός για το επιτυχημένο χτύπημα. Ο Πάπας Ιωάννης Παύλος ο Β’, εκστατικός, φτύνει σάλια ενώ μιλάει. “Τον γ*&ησες τον π*&στη. Του έλιωσες τα π%$άρια. Σκίστον τώρα. Γ$μα του τον κ#λο” λέει στην αθλήτριά του. “Θα το γ$%ήσω το μ%$#όπανο”, απαντά λαχανιασμένη η Μάδερ Τι. Γυρνά από την άλλη και συνεχίζει να κάνει εμβόλια στα μαύρα παιδάκια. “Φάτονα μάνα” της λένε. “Σκίστου την κ%^ήθρα”.
Στην άλλη γωνία ο Ρατζσάντρα τα ‘χει πάρει στο κρανίο. “Μωρή παλιοαδερφάρα, οδοντογλυφίδα του κώλου, κάθεσαι και τις τρως από τη γριά π%$τάνα”. Ο Ρόκι δεν απαντά – μόνο κρατά ένα μικρό σακούλι γεμάτο πάγο πάνω στους όρχεις του, αυτούς που έδιωξαν τους Άγγλους από τη χώρα, αλλά τώρα πονούν από την κοκαλιάρικη κλωτσιά της δειλής καλόγριας. Ο Ρόκι δεν απαντά. Μόνο κοιτάζει με βλέμμα γεμάτο μίσος στην απέναντι γωνία.
Η Πάμελα Άντερσον περιφέρει την καρτέλα με το νούμερο “2”. Ο Μαντέλα της τσιμπά τον ποπό όταν περνά κοντά του και δέχεται το χειροκρότημα του πλήθους. Το καμπανάκι ακούγεται και ο δεύτερος γύρος αρχίζει. Η Μάδερ Τι αφήνει τα εμβόλια και γυρίζει για να δει τον αντίπαλό της. Ο Γκάντι σηκώνεται αργά, και με μια αποφασιστική κίνηση κατεβάζει το σεντόνι. από τους ώμους, αποκαλύπτοντας τον κορμό του. Οι γυναίκες που έχουν έρθει με τους συνοδούς τους και δεν ενδιαφέρονται για τον αγώνα αρχίζουν να μετρούν τα πλευρά του για να περάσει η ώρα. Την ίδια ώρα, Πακιστανοί και πολιτικοί αναλυτές στο πλήθος παθαίνουν αμόκ, βλέποντας την αριστερή ωμοπλάτη του Ινδού ηγέτη. Εκεί υπάρχει ένα τατουάζ που απεικονίζει το χάρτη της Ινδίας και γύρω του έχει τα εξής γράμματα: “INDIA RULEZ”. Στο χάρτη της Ινδίας περιέχεται ξεκάθαρα η περιοχή του Κασμίρ. Οι Πακιστανοί στο πλήθος παραληρούν από εθνικιστικό μίσος, ενώ οι πολιτικοί αναλυτές σπεύδουν στα laptops τους.
Οι δύο μαχητές πλησιάζουν, έτοιμοι για νέες φάπες. Με μια αστραπιαία κίνηση ο Ρόκι ρίχνει ένα τρομερό χαστούκι στο αριστερό μάγουλο της Μάδερ Τι. Το χαστούκι ακούγεται μέχρι την τελευταία σειρά καθισμάτων. Η Μάδερ Τι δεν γυρνά και το άλλο μάγουλο. Αφήνοντας μια πολεμική κραυγή εξαπολύει επίθεση στο πάνω μέρος του σώματος του αντιπάλου, χρησιμοποιώντας κινήσεις Μάι Τάι. Ο Γκάντι είναι έτοιμος και αποφεύγει τις επιθέσεις σκύβοντας χαμηλά. Οι προσεκτικοί θεατές τον βλέπουν να ενώνει και να τεντώνει τα δάκτυλα του δεξιού χεριού και να τα καρφώνει ακαριαία κάτω από το αριστερό στήθος της Μητέρας Τερέζας. Η γριά καλόγρια αφήνει μια κραυγή πόνου, καθώς νιώθει την πίεση στο πνευμόνι της. Ο πόνος δεν την καταβάλει: την πορώνει. Η Μητέρα Τερέζα αφήνει το Μάι Τάι και σφίγγει τις γροθιές της. Ο Γκάντι είναι ακόμα χαμηλά, και δέχεται το δεξί κροσέ της γριάς στο αριστερό μάτι. Αμέσως μετά, ένα αριστερό ντιρέκτ από την οστεώδη γροθιά της μικρής γιαγιάς σακατεύει τη μύτη του και τον ρίχνει προς τα πίσω. Αίμα αναβλύζει και τρέχει άφθονο στο πρόσωπό του. Είναι όρθιος και ζαλισμένος τώρα, και υποχωρεί προς τα σχοινιά. Η Μάδερ Τι, με τον πόνο από το σπασμένο πλευρό να τη σουβλίζει, ορμά κατά πάνω του και θρυμματίζει και τα τελευταία κόκαλα της γροθιάς της πάνω στο στόμα του. Ο Γκάντι φτύνει αίμα και δόντια, πιτσιλίζοντας το διοργανωτή του αγώνα, τον Χένρι Κίσινγκερ, που κάθεται στην πρώτη σειρά των καθισμάτων. Οι οπαδοί της Τερέζας έχουν παραδοθεί σε ένα ντελίριο ενθουσιασμού.
Το πρόσωπο του Γκάντι έχει γίνει κιμάς. Το αίμα στάζει άφθονο στο στήθος του, το σεντόνι του και το καναβάτσο. Το καμπανάκι ηχεί και το προπονητικό τιμ τον φέρνει με κόπο στο σκαμνάκι της γωνίας του. Η Μάδερ Τι κρατά την καρδιά της και με το άλλο χέρι δείχνει τους οπαδούς σας φωνάζοντας “Δικό σας ήταν αυτό”.
Ενώ οι δύο μαχητές ξεκουράζονται, πίνουν λίγο νεράκι, και ακούνε τις βρισιές των προπονητών τους, στο πλήθος η αγωνία έχει φτάσει στο κατακόρυφο. Στους VIP, το σχετικά πιο ήρεμο κομμάτι της εξέδρας, οι συζητήσεις δίνουν και παίρνουν. “Είναι προφανές ότι η στρατηγική που ακολουθεί ο Γκάντι είναι πρωτόγονη και απερίσκεπτη. Δεν μπορεί να αντιμετωπίζεις μια τόσο καλά προετοιμασμένη αντίπαλο με ωμή δύναμη, ειδικά όταν δεν έχεις καθόλου μυς”. Η φωνή ανήκει στον στρατηγό Μοντγκόμερι, που έχει μπροστά του ένα μικρό διάγραμμα με τις θέσεις που θα έπρεπε να πάρει ο μικρόσωμος Ινδός στο ρινγκ, για να εκμεταλλευτεί τη ταχύτητά του. Ο Ιντιάνα Τζόουνς και ο Καρίμ Αμπντούλ Τζαμπάρ τον παρακολουθούν με ενδιαφέρον. Πιο δίπλα, ο Νόαμ Τσόμσκι λέει στην Γενική Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών Κλώντια Σίφερ ότι η δύναμη των μέσων μαζικής ενημέρωσης έχει τεθεί de facto στην υπηρεσία της παγκοσμιοποίησης, και ότι το παλτό της είναι πολύ ωραίο, τι είναι, Prada; Όρθιος δίπλα στο ρινγκ περιδιαβαίνει ανήσυχος ο υπεύθυνος ασφάλειας της βραδιάς, ο επιθεωρητής Ο’ Χάρα. Κοιτάζει προς την οροφή του σταδίου, όπου το πρωτοπαλίκαρο του, ο Μπάτμαν, εποπτεύει την κατάσταση. Ο φανατισμός στις εξέδρες είναι πολύ μεγάλος, και ο επιθεωρητής, που φοβάται μια τρομοκρατική επίθεση, έχει αρχίσει να ανησυχεί και για τη συμπεριφορά του κόσμου. Ο επόμενος γύρος ίσως και να είναι ο τελευταίος – ποιος ξέρει τι θα κάνουν οι φανατικοί οπαδοί του ηττημένου.
Στην πρώτη σειρά επικρατεί επίσης ανησυχία. Ο Κίσινγκερ, εμφανώς ερεθισμένος από το αίμα που τον πιτσίλισε, επιστρέφει από τις τουαλέτες στη θέση του μαζί με τον Ιωσήφ Στάλιν, που έχει περάσει την περισσότερη ώρα στην τουαλέτα και δεν έχει δει σχεδόν καθόλου αγώνα. “Σου λέω η κόκα σας είναι η καλύτερη που υπάρχει, αλλά το μαύρο σας δεν πίνεται με τίποτα”, λέει στον Κίσινγκερ, που νεύει με κατανόηση. “Κοίταξε, στη δεκαετία του ’60 προσπάθησα να οργανώσω κάποια κανάλια προμήθειας από τη νοτιοανατολική Ασία…” αρχίζει να εξηγεί ο διοπτροφόρος διπλωμάτης, αλλά ο πατερούλης ξεσπά σε ένα αμόκ φταρνίσματος που κάνει όλη την εξέδρα των VIP να γυρίσει να τον κοιτάξει. “Ωπα ρε Τζο, κούλαρε με την κόκα”, του φωνάζει η Μάργκαρετ Θάτσερ και ξεσπά σε χάχανα με το συνοδό της, τον Αντόνιο Μπαντέρας.
Από την άλλη πλευρά, στα καθίσματα των λιγότερο σημαντικών VIP, ο Φοξ Μώλντερ τρώει τον παραδοσιακό πασατέμπο που έχει στην τσέπη του από το 1993 και κοιτάζει τριγύρω με σκεφτικό βλέμμα. “Το πρώτο πράγμα που με ενόχλησε”, λέει, “είναι τα παιδάκια”. Δείχνει προς τη γωνία της Μάδερ Τι, όπου τα μαύρα παιδάκια περνάνε και δέχονται το τσίμπημα του εμβολίου. Από την πρώτη στιγμή όλοι πρόσεξαν ότι τα παιδάκια ήταν τρία όλα κι όλα. Περνάνε μπροστά από την Αρχόντισσα του Λωτού, κάνουν εμβόλιο, και μετά ξαναγυρνάνε στην αρχή της μικρής σειράς και ξανακάνουν εμβόλιο. Κάθε παιδάκι έχει δεχθεί γύρω στο ενάμισι λίτρο εμβόλιο από την αρχή του αγώνα και τα χέρια του μοιάζουν με τα χέρια ηρωινομανή που έχει περάσει τέσσερις γεμάτες ζωές στην πρέζα. Κανένα τσίμπημα δεν έχει βρει φλέβα. Το εμβόλιο είναι σκέτο νερό. Είναι εμβόλιο κατά της αφυδάτωσης. “Κάτι δεν πάει καλά”, λέει ο Μώλντερ. “Κάτι δεν πάει καθόλου καλά”. “Καθόλου καλά”, λέει η Σκάλι.
“Η μάνα σου έχει πάει με τη μισή Ινδία. Ο πατέρας σου έχει πάει με την ίδια μισή Ινδία. Εσύ τον παίρνεις από τη μισή Ινδία. Η μισή Ινδία είναι πεντακόσια εκατομμύρια πέη. Τα έχετε πάρει όλα”. Ο Ραντζσάντρα, ο προπονητής του Γκάντι, ακολουθεί μια ανορθόδοξη τακτική για να ντοπάρει ψυχολογικά τον αθλητή του. Η τακτική του δεν είναι επιτυχημένη. Ο Γκάντι – Ρόκι γυρίζει το πρησμένο του μάτι προς τον προπονητή του. “Σύντροφε και μέντορά μου”, λέει, “απολύεσαι”. Ο Νέλσον Μαντέλα τρέχει στην μπλε γωνία για να τραβήξει τον σεβάσμιο Ινδό γκουρού που έχει ορμήσει να πνίξει το μικροκαμωμένο αθλητή του. Ένας μικρός πανικός επικρατεί, άντρες της ασφάλειας σπεύδουν να χωρίσουν τους δύο άντρες, αλλά είναι περίπου είκοσι και δεν μπορούν να φτάσουν όλοι αρκετά κοντά, οπότε αυτοί που είναι στην εξωτερική στοιβάδα του μπουλουκιού αποφασίζουν να πλακωθούν μεταξύ τους. Ο Στάλιν, ο Φέρις Μπιούλερ και η Μαίρη απ’ το Big Brother πετάγονται από τα καθίσματά τους και σπεύδουν να ρίξουν φάπες στον χαμό. Σύσσωμη η κερκίδα των VIP τους ακολουθεί. Η Πάμελα Άντερσον βγάζει το σουτιέν του μικροσκοπικού μαγιό της, χωρίς λόγο. Οι φίλαθλοι, οι πιο ηλίθιοι από τους οποίους έχουν πληρώσει μέχρι και εκατό εκατομμύρια ευρώ για να εξασφαλίσουν μια θέση, χειροκροτούν ενθουσιασμένοι από το καταπληκτικό θέαμα που παρακολουθούν.
Το ξύλο διαρκεί για περίπου ένα τέταρτο καταιγιστικής δράσης, μέχρι που ο Μαντέλα βρίσκει πάλι το μικρόφωνο που κρέμεται από το ταβάνι και φωνάζει: “Επιστρέψτε αμέσως στις θέσεις σας! Επιστρέψτε στις θέσεις σας και η Πάμελα Άντερσον θα βγάλει και το από κάτω!”. Το ξύλο σταματάει αμέσως και οι θεατές, οι προπονητές και οι μπάτσοι τακτοποιούνται στις θέσεις τους με τάξη και ηρεμία. Η Πάμελα Άντερσον βγάζει και το από κάτω και όλοι χειροκροτούν ικανοποιημένοι. Ο Στάλιν πηγαίνει στην τουαλέτα. Η Μάργκαρετ Θάτσερ τον ακολουθεί. Ο Μαντέλα λέει στον Ραντζσάντρα: “Ο αθλητής σας σας απέλυσε. Αυτό είναι κάτι που προβλέπεται από το άρθρο 17 του κανονισμού. Έχει κάθε δικαίωμα να αλλάξει προπονητή στη μέση του αγώνα. Δυστυχώς, για εσάς το άρθρο προβλέπει το θάνατό”. Ο Μαντέλα βγάζει ένα οπλοπολυβόλο από μια κρύπτη κάτω από το ρινγκ και γαζώνει τον άτυχο Ινδό με εννέα χιλιάδες σφαίρες. Το πτώμα του Ραντζσάντρα πέφτει έξω από το ρινγκ και, ακολουθώντας το σήμα του σκηνοθέτη της βραδιάς Στίβεν Σπίλμπεργκ, τα παιδάκια και η γυναίκα του αφήνουν τις θέσεις τους και τρέχουν κοντά του. Τα παιδάκια κλαίνε πολύ πειστικά και η γυναίκα του μοιρολογεί μελωδικά με τη βοήθεια του auto cue.
Ο Μαντέλα κοιτάζει το ρολόι του – η διακοπή στον αγώνα κοντεύει να φτάσει τη μισή ώρα. “Τώρα ο Ρόκι θα επιλέξει το νέο του προπονητή”, φωνάζει στο μικρόφωνο. “Όση ώρα διαρκεί η επιλογή, θα σας κρατήσει συντροφιά ο τροβαδούρος του έρωτα, ο λαϊκός βάρδος της αγάπης, ο Βασίλης Τερλέγκας!”. Το πλήθος χειροκροτεί με ενθουσιασμό και ανυπομονησία, σε μια γωνία μικρά κορίτσια, φανατικές οπαδοί του σούπερ σταρ, ουρλιάζουν υστερικά από συγκίνηση και σκίζουν τα ρούχα τους, ενώ σε μια άλλη γωνία μικρά αγόρια, φανατικοί οπαδοί του σούπερ σταρ, ουρλιάζουν υστερικά από συγκίνηση και σκίζουν τα ρούχα τους.
Εν τω μεταξύ στη μπλε γωνία ο Χένρι Κίσινγκερ συνομιλεί με τον Ρόκι. “Ποιος θέλετε να είναι ο νέος σας προπονητής;” του λέει. “Σύμφωνα με τους κανονισμούς πρέπει να αποφασίσετε μέσα σε έντεκα δευτερόλεπτα, αλλιώς θα σας σκοτώσουμε”. Ο Ρόκι κοιτάζει τους υποψηφίους ατάραχος, αλλά σκεφτικός. Τελικά επιλέγει τον Μίστερ Μιγιάγκι. Ο Γιόντα και ο Φράντς Μπεκενμπάουερ επιστρέφουν στις θέσεις τους απογοητευμένοι. “Έχετε τρία λεπτά με τον προπονητή σας, για να συζητήσετε την περαιτέρω στρατηγική του αγώνα. Αν αργήσετε παραπάνω, θα σας σκοτώσουμε”, λέει ο Κίσινγκερ και φεύγει για την τουαλέτα. Ο Νέλσον Μαντέλα που παρακολουθούσε τις εξελίξεις ενημερώνει την Πάμελα Άντερσον, που βγάζει το σουτιέν της. Την ίδια στιγμή στο κέντρο του ρινγκ ο Βασίλης Τερλέγκας ερμηνεύει τη μεγάλη του επιτυχία “Η φωτογραφία” σε ένα αισθαντικό ντουέτο με την Μπρίτνεϋ Σπίαρς.
“Ποια στρατηγική θέλεις ακολουθήσουμε;” ρωτάει ο Μίστερ Μιγιάγκι το νέο μαθητή του. “Πάντα στη ζωή μου ακολουθούσα τη μη-βία”, λέει με επικό ύφος ο Γκάντι. “Φτάνει πια” (γυρνάει προς την κάμερα) “Ήρθε η ώρα για βία”. Ο Μίστερ Μιγιάγκι παίρνει το αμυδρό, μυστηριώδες χαμόγελό του και τρίβει τα χέρια. Σκύβει στο αυτί του μαθητή του και του ψιθυρίζει λόγια που κανείς άλλος δεν μπορεί να ακούσει.
Καθ’ όλη τη διακοπή η Μητέρα Τερέζα συνέχιζε να κάνει εμβόλια στο μοναδικό παιδάκι που είχε μείνει ζωντανό. Μία στο ένα χέρι, μία στο άλλο. Ο Πάπας Ιωάννης Παύλος ο Β’, ο προπονητής της, της δείχνει σχηματισμούς επίθεσης που θα έπρεπε να ακολουθήσει στην άσπρη πλακέτα στην οποία σημειώνει με μαρκαδόρο. Η Μάδερ Τι κοιτάζει φευγαλέα πότε πότε στην πλακέτα, ρίχνει κλεφτές ματιές και απέναντι, να δει τι κάνει ο εχθρός, βλέπει τον Γκάντι γονατιστό να τρίβει το καναβάτσο με μια πατσαβούρα στο κάθε χέρι, wax on, wax off, χαμογελά ικανοποιημένη και επιστρέφει στο ανθρωπιστικό της έργο. Το σπασμένο της πλευρό έχει τρυπήσει τον πνεύμονα και κάθε λίγο φτύνει αίμα, αλλά νιώθει δυνατή και σίγουρη ότι θα προλάβει να λιώσει το μικρό βρωμιάρη γέρο πριν παραδώσει την ψυχή της στον Κύριο. “Ο επόμενος γύρος θα είναι ο τελευταίος” λέει στον Πάπα. “Το ξέρω”, λέει ο Πάπας. “Όλοι το ξέρουν”.
Όλοι το υποπτεύονται και όλοι το μουρμουρίζουν. Ο Άλαν Γκρίνσπαν έχει σταματήσει να δέχεται στοιχήματα πια. Κανείς δεν θέλει να ποντάρει στον ισχνό Ινδό με τη σακατεμένη μούρη. Ο Φοξ Μώλντερ λέει: “Έχουμε δύο λεπτά για να ξεσκεπάσουμε τη συνομωσία, Σκάλι. Ίσως λιγότερο”. “Ίσως λιγότερο”, λέει η Σκάλι. Η προετοιμασία του Γκάντι ολοκληρώνεται και ο Χένρι Κίσινγκερ δίνει το σύνθημα στο Νέλσον Μαντέλα να ξεκινήσει πάλι ο αγώνας. Οι θεατές επιστρέφουν στις θέσεις τους και κάθονται, ακόμα και ο Στάλιν, που επιστρέφει από την τουαλέτα με τα παχιά του μουστάκια άσπρα από τη σκόνη. Για πρώτη φορά εδώ και πολλές ώρες, μια ησυχία απλώνεται στο Madison Square Garden. Μια απόκοσμη ησυχία. Η Πάμελα Άντερσον επιστρέφει στο ρινγκ και περιφέρει την καρτέλα με τον αριθμό “3” όπως μόνο αυτή ξέρει και μπορεί. Πολύ λιγότεροι ξαναμμένοι έφηβοι την χειροκροτούν. Για πρώτη φορά εδώ και πολλές ώρες, η καρμική συνειδητοποίηση της ιστορικής μοναδικότητας της στιγμής γίνεται αντιληπτή από το κοινό, ακόμα κι από τον τελευταίο θεατή, ακόμα και από το μαστουρωμένο Στάλιν, ακόμα και από την Πάμελα Άντερσον. Όλοι καταλαβαίνουν τι είναι αυτό που βλέπουν και το βουλώνουν, για να το απολαύσουν απερίσπαστοι από το θόρυβο της ομιλίας και της σκέψης. Ο Μαντέλα πιάνει το μικρόφωνο, αλλά αποφασίζει να μην πει τίποτα και το αφήνει να ανέβει προς το ταβάνι πάλι. Κάνει νόημα στους προπονητές να βγουν από το ρινγκ. Κάνει ένα βήμα πίσω. Το καμπανάκι ηχεί.
Ηρεμία.
Οι δύο μαχητές μένουν στις γωνίες τους. Μόνο κοιτάζονται. Ο Γκάντι κοιτάζει τη Μάδερ Τι και η Μητέρα Τερέζα κοιτάζει τον Ρόκι. “Τώρα τελειώνουμε”, λέει η Μητέρα Τερέζα και η φωνή της ακούγεται μέχρι την τελευταία σειρά καθισμάτων. “Τελειώνουμε” λέει ο Γκάντι και η φωνή του ακούγεται μέχρι την τελευταία σειρά καθισμάτων. “Τελειώνουμε”, λέει και η Σκάλι και η φωνή της ακούγεται μέχρι την τελευταία σειρά καθισμάτων. Και αυτή που επιτίθεται, είναι η Μάδερ Τι. Κάνει τον πόνο της θυμό, και τον θυμό καύσιμο, και παίρνει φόρα και τρέχει. Τα γηραλέα λεπτά ποδαράκια της διασχίζουν σαν τον άνεμο τα επτά μέτρα που τη χωρίζουν από τον εχθρό. Η Μάδερ Τι τρέχει, καλπάζει, ορμά προς τον εχθρό με όλο της το είναι, και γίνεται μια ανθρώπινη ρουκέτα που εκτοξεύεται κατά του ημίγυμνου μαυριδερού γέρου που τόσο αγαπούσε και τόσο μισεί. Τον πλησιάζει. Τον φτάνει. Η Μάδερ Τι θα πέσει πάνω στον Γκάντι και θα τον σαρώσει. Το βλέπουν όλοι. Το περιμένουν. Και τότε γίνεται κάτι άλλο.
Ο Γκάντι περιμένει την επίθεση της Μάδερ Τι ακίνητος. Ατάραχος. Η σαμαμπχάβα του είναι το όπλο που του επιτρέπει να παραμένει ήρεμος, παρά τον πόνο και την αδυναμία. Η σαμπαμπχάβα είναι το μόνο πράγμα που έχει. Και μαζί κάτι άλλο.
Περιμένει τη Μάδερ Τι να φτάσει αρκετά κοντά. Τόσο κοντά που να μην υπάρχει πια άλλη επιλογή, τόσο κοντά που η σύγκρουση και η ήττα του να είναι το μόνο φαινομενικό ενδεχόμενο. Περιμένει. Και τότε, όταν η Μάδερ Τι φτάνει τόσο κοντά που σχεδόν μπορεί να μυρίσει τη βρωμερή ανάσα της, κάνει την κίνησή του.
Δύο κινήσεις. Ή μία κίνηση, σε δύο χρόνους. Αστραπιαία, αλλά ξεκάθαρη. Τόσο ξεκάθαρη που την βλέπει μέχρι και ο τελευταίος θεατής, στην τελευταία σειρά καθισμάτων. Τα χέρια σε χαλαρή έκταση. Ο κορμός ελαφρά λυγισμένος μπροστά. Το ένα πόδι σηκωμένο κοντά στο στήθος. Το άλλο πόδι λυγισμένο στο έδαφος. Η στάση του γερανού. Ο Γκάντι παίρνει τη στάση του γερανού για ένα κλάσμα του δευτερολέπτου.
Ο Μίστερ Μιγιάγκι χαμογελά. Ο Πάπας γουρλώνει τα μάτια. Ο Φοξ Μώλντερ στραβοκαταπίνει τον πασατέμπο. Όλοι οι θεατές παίρνουν ταυτόχρονα μια απότομη εισπνοή έκπληξης. Ο χρόνος ξαφνικά παγώνει, με τον κόσμο να παρακολουθεί με ανοιχτό το στόμα, τη Μάδερ Τι να ορμά στον αντίπαλο, ελάχιστα εκατοστά μακριά του, και τον Μοχάντας Καράμτσαντ Γκάντι στη στάση του γερανού. Η Μάδερ Τι βλέπει την κίνηση του αντιπάλου. Την βλέπει και ξέρει ότι είναι πολύ αργά για οποιαδήποτε αντίμετρα, για οποιαδήποτε κίνηση. Την βλέπει και στο απειροελάχιστο διάστημα που περνά διαπιστώνει ότι ξαφνικά είναι όλα πάλι ανοιχτά, ότι δεν υπάρχουν πια επιλογές και κινήσεις και τακτικές, πως ότι είναι να γίνει θα γίνει, ότι τώρα, αμέσως, θα τελειώσουν όλα.
Ο Ρόκι κινείται. Αστραπιαία σηκώνει το πόδι από το έδαφος, το ελαφρύ, κοκαλιάρικο, κοντό πόδι, το σηκώνει και το φέρνει μπροστά και το φέρνει ψηλά και το τεντώνει. Με μία αστραπιαία κίνηση το τεντώνει ψηλά και μπροστά και μακριά, το τεντώνει με ορμή εκεί που με ορμή έρχεται το κεφάλι της Μητέρας Τερέζας, και οι ορμές προστίθενται, και οι ορμές γίνονται τεράστιες, και γίνονται βίαιη πίεση, και πιέζουν το κεφάλι της Μητέρας Τερέζας προς τα πίσω, και το κεφάλι της Μητέρας Τερέζας πέφτει προς τα πίσω και ο λαιμός της λυγίζει σε μια αφύσικη γωνία και σπάει, και η Μητέρα Τερέζα σωριάζεται με έναν κούφιο γδούπο στο καναβάτσο, πρώτα το σώμα και μετά το κεφάλι, που μοιάζει ξένο από το υπόλοιπο κορμί, και τσουλάει πέρα δώθε, και μετά ο Ρόκι προσγειώνεται ξανά, με το ένα πόδι, με το ίδιο πόδι που σηκώθηκε και τεντώθηκε και χτύπησε και νίκησε.
Και όλα τελειώνουν.
Περίπου.
Ο Νέλσον Μαντέλα αρπάζει το μικρόφωνο. Ο Μίστερ Μιγιάγκι μπαίνει μέσα στο ρινγκ και αγκαλιάζει τον πρωταθλητή του. Ο Χένρι Κίσινγκερ μπαίνει στο ρινγκ και αγκαλιάζει τον Μαντέλα. Ο Στάλιν μπαίνει στο ρινγκ και αγκαλιάζει την Πάμελα Άντερσον. Ο Πάπας Ιωάννης Παύλος ο Β’ βγάζει αφρούς από το στόμα και πλακώνει το μαύρο παιδάκι στο ξύλο. Ο Φοξ Μώλντερ ξερνάει τον πασατέμπο που στραβοκατάπιε και η Σκάλι ξερνάει για συμπαράσταση. Η Θάτσερ φασώνεται με τον Αντόνιο Μπαντέρας. Η Γενική Γραμματέας των Ηνωμένων Εθνών Κλώντια Σίφερ φασώνεται με τον Νόαμ Τσόμσκι. Εκατοντάδες κοριτσάκια ορμάνε στο Βασίλη Τερλέγκα. Εκατοντάδες αγοράκια ορμάνε στο Βασίλη Τερλέγκα. Η Μπρίτνεϋ Σπίαρς ορμάει στο Βασίλη Τερλέγκα. Οι οπαδοί του Γκάντι προσπαθούν να ανέβουν στο ρινγκ για να συμμετάσχει στο χαμό. Κάπου ξεσπά ένας τουρτοπόλεμος. Ο πρωταθλητής Γκάντι σηκώνει τα χέρια μέσα στο πλήθος και φωνάζει “Άντριαν! Άντριαν!”.
Τότε, με μια συντονισμένη κίνηση υπό την καθοδήγηση του στρατηγού Μοντγκόμερι, οι θεατές που είχαν στοιχηματίσει στην Τερέζα, οι πιο ηλίθιοι από τους οποίους είχαν στοιχηματίσει εκατό εκατομμύρια ευρώ, τα σπίτια τους, τα παιδιά τους και τα PlayStation2 τους, περικυκλώνουν τους ενθουσιασμένους οπαδούς του Γκάντι και ορμούν να τους κατασπαράξουν.
Μπουνιές, κλωτσιές, μαλλιοτραβήγματα, τσιμπήματα, δαγκώματα ξεσπούν σε χιλιάδες μικρές ατομικές μάχες παντού στο στάδιο. Κανείς δεν μπορεί να ελέγξει τίποτα, ο επιθεωρητής Ο’ Χάρα φωνάζει στον Μπάτμαν να κάνει κάτι επιτέλους και ο Μπάτμαν κατεβαίνει από την οροφή και σπάει στο ξύλο τον επιθεωρητή Ο’ Χάρα.
Την ίδια ώρα, ο Χένρι Κίσινγκερ έχει ρίξει τον πρωταθλητή Ρόκι στο καναβάτσο και τον κλωτσάει στην κοιλιά, κανείς δεν ξέρει γιατί, ενώ Μίστερ Μιγιάγκι του πατάει το κεφάλι. Ο Νέλσον Μαντέλα τα έχει βάλει με το μαύρο παιδάκι, το οποίο βαρέθηκε να βαράει ο Πάπας. Ο Πάπας συμμαχεί με τη Μαίρη από το Big Brother και τα βάζουν με το δίδυμο Μπρίτνεϋ Σπίαρς – Φραντς Μπεκενμπάουερ. Ο Μώλντερ έχει πετάξει κάτω τη Σκάλι και κάθεται με το γόνατο πάνω στο στήθος της και την ταράζει στα χαστούκια. Ο Άλαν Γκρίνσπαν είναι στη μέση μιας παρέας εκατόν πενήντα ατόμων και τις τρώει από όλους ταυτόχρονα και από τον καθένα ξεχωριστά. Τότε, μια βόμβα σκάει.
Το ρινγκ γεμίζει καπνούς από την έκρηξη και όλοι κάνουν πίσω. Οι μάχες σταματάνε και όλοι γυρίζουν να κοιτάξουν τι συνέβη. Ο καπνός διαλύεται, ο θόρυβος καταλαγιάζει και τρεις άνδρες εμφανίζονται, σαν από το πουθενά. Τρεις άνδρες στέκονται στο κέντρο του ρινγκ, κοιτούν τριγύρω, και βλέπουν μόνο εχθρούς. “Μα τον Αλλάχ! Είναι ο Οσάμα Μπιν Λάντεν!” φωνάζει ο Κίσινγκερ. “Μα τον Μαρξ! Είναι ο Χάνιμπαλ Λέκτερ”, φωνάζει ο Στάλιν. “Μα τον Τουτάτη! Είναι ο Νταρθ Βέηντερ!” φωνάζει ο Μώλντερ. “Ο Νταρθ Βέηντερ!” φωνάζει η Σκάλι.
Οι τρεις κακοί κοιτάζουν τους εχθρούς. Ο Νταρθ Βέηντερ βγάζει από τη μπέρτα του ένα χαρτί και διαβάζει τη διακήρυξη των κακών: “Γεια σας” λέει με τη βαθιά φωνή του, βαριανασαίνοντας. “Είμαστε οι Κακοί. Ήρθαμε να σας σκοτώσουμε γιατί δεν ακολουθείτε το δρόμο του Αλλάχ, και γιατί πεινάμε. Η Σκοτεινή Πλευρά της Δύναμης είναι πιο ισχυρή και ο Αλλάχ είναι μεγάλος. Και πεινάμε. Αυτά”.
Ο Ντάρθ Βέηντερ διπλώνει το χαρτί και ανάβει το φωτόσπαθό του. Ο Μπιν Λάντεν οπλίζει το Καλάσνικοφ. Ο Χάνιμπαλ βγάζει τα μαχαιροπήρουνα. Η Πάμελα Άντερσον βγάζει το σουτιέν της. Μια εκκωφαντική παύση απλώνεται. Ξαφνικά, με μια φωνή και έναν αλαλαγμό οι χιλιάδες φίλαθλοι ενώνονται στο όνομα της καλοσύνης και της ειρήνης και επιτίθενται στους εκπροσώπους του φονταμενταλισμού, της Σκοτεινής Πλευράς και της εκκεντρικής γαστριμαργίας. Δεκαπέντε χιλιάδες άνθρωποι ρίχνονται με λύσσα πάνω στους τρεις – ή πάνω σε όποιον βρίσκεται στη γενικότερη κατεύθυνση των τριών.
Με μια κίνηση, ο Νταρθ Βέηντερ πηδά στον αέρα και εξαφανίζεται στις δαιδαλώδεις σκαλωσιές της οροφής, σαρώνοντας δυο πυροσβέστες και τον Ρόμπιν που βρίσκονται εκεί. Ο Χάνιμπαλ εκμεταλλεύεται την κάπως mainstream εμφάνισή του και χάνεται στο πλήθος, με τα όπλα του καλά κρυμμένα στην κωλότσεπη. Ο Μπιν Λάντεν, λιγότερο διακριτικός, ανοίγει έναν κύκλο φωτιάς πυροβολώντας τυχαία γύρω γύρω με το Καλάσνικοφ. Οι νεκροί αρχίζουν να σχηματίζουν βουναλάκια γύρω από τον παρανοϊκό Σαουδάραβα, που ξεσπά σε ένα σατανικό γέλιο που παγώνει το αίμα. Κόσμος αρχίζει να φωνάζει τρομαγμένος και η επιθετικότητα του λυσσασμένου πλήθος αρχίζει να μετατρέπεται σε πανικό. Ο στρατηγός Μοντγκόμερι προσπαθεί να συγκεντρώσει μια χούφτα γενναίους στρατιώτες, για να τους δει να λιποτακτούν τρομαγμένοι στη θέα του παρανοϊκού Οσάμα. Το αίμα των θυμάτων του έχει αρχίσει να πιτσιλίζει τα πάντα και η ηδονική λάμψη στα μάτια του κάνει τις ευαίσθητες κυρίες και τον Μώλντερ να πέσουν λιπόθυμοι. Μέσα στον πανικό, εμφανίζεται και ο Νταρθ Βέηντερ που πέφτει ξαφνικά από τα σκοτάδια του ταβανιού και σαρώνει το ζευγαράκι Νόαμ Τσόμσκι – Κλόντια Σίφερ με μια κίνηση του φωτόσπαθου.
Ο Χάνιμπαλ κυνηγά την Άννα Νικόλ Σμιθ-Ζολώτα φωνάζοντας “Μια μπουκίτσα καλέ! Μια μπουκίτσα καλέ!”. Η Άννα Νικόλ ουρλιάζει από τρόμο και φωνάζει τον άντρα της: “Ξενοφών! Ξενοφών! Σώσε με!”. Αλλά ο Ξενοφών δεν είναι εκεί. Είναι στις τουαλέτες με τον Στάλιν. Πολύς κόσμος προσπαθεί να φύγει από το στάδιο αλλά όλοι διαπιστώνουν ότι κάποιος έχει κλειδώσει όλες τις εξόδους. Όλοι συνειδητοποιούν ότι είναι καταδικασμένοι να πεθάνουν πολύ σύντομα από σφαίρα, φωτόσπαθο ή πιρούνι, και αντιμετωπίζουν την κατάσταση ο καθένας με τον τρόπο του. Ο Στάλιν, κρυμμένος στις τουαλέτες, παίρνει την Απόλυτη Μυτιά, τρία κιλά μονορούφι, και περιμένει το θάνατο που πάντα ονειρευόταν. Η Σκάλι φιλάει τον λιπόθυμο Μώλντερ στο στόμα, βγάζει το υπηρεσιακό της όπλο και ετοιμάζεται να τον πυροβολήσει. Ο Βασίλης Τερλέγκας τραγουδά το κύκνειο άσμα του και μαζεύει κοντά τους φανς του, για να αυτοκτονήσουν όλοι μαζί με το τέλος του τραγουδιού. Η Μπρίτνεϊ Σπίαρς γδύνεται και χάνει την παρθενιά της από τον Πάπα. Ο θριαμβευτής Γκάντι μετανιώνει και κλαίει πάνω από το κεφάλι της Μητέρας Τερέζας, που κατά τη διάρκεια του χαμού είχε αποκολληθεί, και ζητά συγχώρεση. Ο Χένρι Κίσινγκερ ετοιμάζει ένα κείμενο συμβιβασμού με τους κακούς. Ο Άλαν Γκρίνσπαν έχει ήδη πεθάνει από τους λυσσασμένους τζογαδόρους που έχασαν τα λεφτά τους στον αγώνα. Ο Νέλσον Μαντέλα ανεβαίνει στα σκοινιά του ρινγκ και φωνάζει «Στη φυλακή με τάιζαν καπνιστό σολομό!». Η Πάμελα Άντερσον βγάζει το σουτιέν της, ακριβώς την κατάλληλη στιγμή για να αποσπάσει την προσοχή του Μπιν Λάντεν που πυροβολούσε, του Χάνιμπαλ Λέκτερ που τσιμπολογούσε το ακέφαλο πτώμα της Μητέρας Τερέζας και του Ντάρθ Βέηντερ, που συνέθλιβε το λαρύγγι της Μάργκαρετ Θάτσερ από μακριά, υπό τις αυθόρμητες επευφημίες μιας ομάδας άγγλων μεταλλωρύχων. Η ξαφνική σαστιμάρα των τριών κακών μπροστά στο σιλικονούχο θέαμα δεν περνά απαρατήρητη. Την βλέπει ο στρατηγός Μοντγκόμερι, που δίνει οδηγίες στο στρατό του, δηλαδή το μαύρο παιδάκι της Μητέρας Τερέζας και τον Φραντς Μπεκενμπάουερ. Την βλέπει ο επιθεωρητής Ο’ Χάρα, που είχε αρπάξει τον Μπάτμαν από τα κέρατα για να μην τον αφήσει να φύγει από το στάδιο. Την βλέπει ο όχλος που είχε μαζευτεί μπροστά στις θύρες και καταλαβαίνει ότι εδώ υπάρχει μια ευκαιρία, ότι για μια μόνο στιγμή οι κακοί είναι ευάλωτοι, και όλοι μαζί από μέσα τους εύχονταν να το είχαν προβλέψει, να ήξεραν ότι αυτή η στιγμή θα έρθει, να είχαν προετοιμαστεί και να μπορούσαν να το εκμεταλλευτούν, αντί να περιμένουν άπραγοι να τους προσπεράσει, όπως έκαναν τώρα. Η σαστιμάρα των κακών φαίνεται μέχρι την τελευταία σειρά καθισμάτων. Και τότε όλα αλλάζουν.
Όλες αυτές τις ώρες, οι υπερασπιστές του κόσμου κάθονταν σιωπηροί στην τελευταία σειρά των καθισμάτων. Έβλεπαν, όμως, τα πάντα. Όσα χρειάζονταν να δουν. Και τώρα, τώρα που ερχόταν η ώρα να δράσουν, ήταν έτοιμοι. Γιατί αυτοί είχαν προβλέψει την αδράνεια των κακών, ήξεραν ότι αυτή η στιγμή θα έρθει, και ετοιμάζονταν για να την εκμεταλλευτούν. Και η στιγμή ήρθε.
Πρώτο έρχεται το ορφανό αγόρι με τη σκούπα. Οι πρώτοι που τον βλέπουν να πετά στην οροφή του σταδίου δείχνουν με το δάχτυλο. Η ησυχία της στιγμιαίας αναμονής αντικαθίσταται από το μουρμουρητό της ελπίδας, καθώς ο Χάρι Πότερ κάνει μια θεαματική στροφή και πέφτει με ιλιγγιώδη ταχύτητα πάνω στον Οσάμα Μπιν Λάντεν. Η άκρη της σκούπας του μαγκώνει το λουρί του Καλάσνικοφ του παρανοϊκού σπηλαιόβιου δισεκατομμυριούχου και το παίρνει μαζί του. Ο μικρός μάγος απογειώνεται τραβώντας πίσω του τον Σαουδάραβα τρομοκράτη, που κρέμεται ανήμπορος από το λουρί του όπλου του, πιτσιλισμένος με αίμα αθώων και ενόχων. Ο Οσάμα Μπιν Λάντεν αφήνει μια κραυγή και λέει τα πρώτα λόγια που ακούστηκαν ποτέ ζωντανά από το στόμα του στο δυτικό κόσμο: «Μη! Μη καλέ! Φοβάμαι τα ύψη!» Ο Χάρι Πότερ δεν ακούει, και σκαρφαλώνει με τη σκούπα του ψηλά, προς την οροφή του σταδίου. Κι ενώ όλοι τον κοιτούν να ανεβαίνει, ένας άλλος ήχος ακούγεται από το ρινγκ και κάνει τα βλέμματα όλων να στραφούν ξανά προς τα εκεί.
Η πανύψηλη πριγκίπισσα με τα μαύρα μαλλιά και τα γαλανά μάτια στέκεται πίσω από τον πανύψηλο Άρχοντα των Σιθ. Ο Ντάρθ Βέηντερ ακούει την κραυγή της και γυρνά. Είναι πολύ αργά. Η Ζίνα κατεβάζει με δύναμη το πανίσχυρο ξίφος της στο κράνος του Σκοτεινού Άρχοντα και το κόβει στα δύο. Ο Βέηντερ πέφτει αβοήθητος στο καναβάτσο, το κράνος του ανοίγει σαν καρυδότσουφλο και τα μυαλά του χύνονται από το γέρικο κεφάλι του. Την ίδια στιγμή ο Χάρι αφήνει τον τρομοκρατημένο τρομοκράτη να πέσει από ύψος τριάντα μέτρων πάνω στο μεταλλικό κουφάρι του συμμάχου του από ένα γαλαξία πολύ πολύ μακριά. Οι χιλιάδες θεατές χαζεύουν έκπληκτοι το σύμπλεγμα των δύο πεθαμένων εχθρών της ανθρωπότητας. Περιμένοντας σιωπηρά να τριτώσει το καλό, αναβάλλουν για λίγο τις σκέψεις για αυτοκτονίες και ξεπαρθενιάσματα. Ο Χάρι Πότερ κατεβαίνει απαλά με τη σκούπα και κολλά την παλάμη του στην απλωμένη παλάμη της Ζίνα. Και οι δύο κοιτούν προς την πλευρά του Χάνιμπαλ Λέκτερ, που βρίσκεται πάνω από το πτώμα της Μητέρας Τερέζας και σκουπίζει το πηγούνι του, προσπαθώντας να δείχνει αθώος, σχιζοφρενής και παρανοϊκός, αλλά αποτυγχάνοντας οικτρά γιατί γνωρίζει ότι είναι ένοχος, σχιζοφρενής και παρανοϊκός και επιπλέον ότι δεν έχει ούτε μαγικές ικανότητες, ούτε κανένα όπλο, παρά μόνο ένα αξιοζήλευτο λέγειν και πολλές χιλιάδες εχθρούς.
Οι δύο ήρωες δεν κάνουν καμιά κίνηση να επιτεθούν στον τελευταίο εχθρό, μόνο χαμογελούν μυστηριωδώς, και περιμένουν. Όλοι περιμένουν, και όλοι ξέρουν ότι αυτό που περιμένουν είναι κάτι ευχάριστο, ότι πια όλα τελειώνουν καλά και ότι ουσιαστικά αυτό που περιμένουν είναι το τελικό γεγονός, η τελική αφορμή για να ξεσπάσουν σε ζητωκραυγές. Και αυτό που περιμένουν έρχεται, και ακούγεται σαν ρόδες που τσουλάνε. Από την κορυφή του κάτω διαζώματος, με πολύ μεγάλη φόρα, έρχεται ένα καροτσάκι. Στο καροτσάκι κάθεται ο τρίτος ήρωας, με ένα κουμπί κάτω από τα λεπτά του δάχτυλα, με ένα αθώο αλλά αποφασιστικό βλέμμα και ένα παραμορφωμένο χαμόγελο ζωγραφισμένο στα χείλη.
Ο Στίβεν Χώκινγκ τσουλά προς τον σαστισμένο Χάνιμπαλ Λέκτερ, τσουλά σαν τον άνεμο, τρέχει, πετάει, μέχρι που φτάνει σε απόσταση ενός μέτρου, οπότε πατάει του κουμπί που βρίσκεται κάτω από το δάχτυλό του. Μια τεράστια μπουνιά εκτοξεύεται από το μπράτσο του καροτσιού του και πετυχαίνει τον παρανοϊκό ψυχίατρο στο κέντρο του προσώπου. Ο Χάνιμπαλ πετάγεται πίσω και πέφτει νεκρός πάνω στα πτώματα των συμμάχων του. Ο Στίβεν Χώκινγκ τσουλά αργά στην αγκαλιά του Χάρι και της Ζίνα, ενώ ο ενθουσιασμός του πλήθους ξεσπά και το στάδιο γεμίζει ζητωκραυγές ευτυχίας. Ο κόσμος μαζεύεται γύρω από το ρινγκ όπου βρίσκονται οι ήρωές του και τους αποθεώνει. Όλοι αγκαλιάζουν όλους. Η Σκάλι χοροπηδά πυροβολώντας στον αέρα ενώ ο Μώλντερ χορεύει κλακέτες. Η Μπρίτντεϊ Σπίαρς ανακοινώνει στον Πάπα ότι τώρα θα πρέπει να παντρευτούν. Η Πάμελα Άντερσον, που έπαιξε τον δικό της, σημαντικό ρόλο στα γεγονότα γίνεται αντικείμενο λατρείας από το πλήθος και βγάζει το σουτιέν της. Ο Νέλσον Μαντέλα θυμίζει ότι «ο σολομός ήταν ληγμένος», ενώ ο Στάλιν παίρνει άλλη μια Απόλυτη Μυτιά για να το γιορτάσει. Ο Βασίλης Τερλέγκας μετατρέπει το κύκνειο άσμα του σε all time best medley και πολύ σύντομα ολόκληρο το στάδιο, χιλιάδες άνθρωποι, φτιαγμένοι από σάρκα και οστά, από το ίδιο υλικό, με τα ίδια όνειρα και τις ίδιες αναζητήσεις, με την ίδια μοίρα κάτω από τα αστέρια, στον μικρό γαλάζιο πλανήτη, κρατιούνται από τα χέρια και αγκαλιάζονται και τραγουδούν “We are the world”.
Και σε μια γωνιά, αγκαλιά με το κεφάλι της γυναίκας που κάποτε τον πρόδωσε και πήγε με άλλον, ο Μοχάντας Καράμτσαντ Γκάντι, ο ελευθερωτής της Ινδίας, κλαίει και ζητάει συγνώμη από το Θεό, ή από ότι άλλο μπορεί να τον συγχωρέσει για το κακό που έκανε. Αλλά δεν μπορεί να κάνει τίποτα για να αλλάξει τα πράγματα, γιατί έτσι γίνεται και έτσι είναι ο κόσμος.