Το αγόρι, αφού ακούμπησε το δίχτυ δίπλα στη βάρκα του, πήρε τον χουζούρη του αγκαλιά και προχώρησε προς την άκρη του μόλου. Τέτοια ώρα του άρεσε να κάθεται κάτω από τον φάρο, στην άκρη του κυματοθραύστη, και να παρακολουθεί το ηλιοβασίλεμα και τις τελευταίες βάρκες που έρχονταν από τα πιο μακρινά πόστα. Αφού κάθισε, έβγαλε τα σανδάλια του και βούτηξε τα πόδια στο παγωμένο νερό. Ο χουζούρης πιτσιλίστηκε και γουργούρισε ευχαριστημένος. Στο βάθος, μακριά στον ορίζοντα, τα κατάμαυρα σύννεφα σκίζονταν από λαμπερούς, στιγμιαίους κεραυνούς. Ένας γλάρος ήρθε και κούρνιασε στην κορυφή του φάρου. Ανοιγόκλεινε το στόμα και έκανε περίεργους ήχους, σαν να μουρμουρίζει. Το αγόρι άκουγε το μουρμουρητό του γλάρου και τον παφλασμό των κυμάτων και σκεφτόταν.
Όταν ο ήλιος βούλιαξε πίσω από την αιώνια καταιγίδα μακριά στον ορίζοντα, και όταν όλες οι βάρκες είχαν επιστρέψει, πήρε το δρόμο για το σπίτι μαζί με τον Θεμιστοκλή, τον λιμενάρχη, που είχε και καθήκοντα φαροφύλακα, και που είχε έρθει για να ανάψει τον φάρο.
«Γιατί δεν μένεις να φυλάξεις τον φάρο; Τι σόι φαροφύλακας είσαι;», τον ρώτησε.
«Γιατί έχω γυναίκα και τρία παιδιά που με χρειάζονται και γιατί εδώ έξω έχει ψύχρα. Επίσης, γιατί εδώ και είκοσι χρόνια που είμαι λιμενάρχης και φαροφύλακας κανένας δεν έχει πειράξει το φάρο, ποτέ.»
«Κι αν πέσει κεραυνός και σβήσει ο φάρος;»
«Αν σβήσει ο φάρος, οι μόνοι που θα το καταλάβουν είναι οι γλάροι. Κανένας δεν βγαίνει στο πέλαγος τη νύχτα, τι ναυτικός είσαι, δεν το ξέρεις;»
«Κι αν κάποιος έχει βγει στο πέλαγος τη μέρα και αργήσει να γυρίσει; Πώς θα βρει το δρόμο του αν σβήσει ο φάρος;»
Ο ηλικιωμένος φαροφύλακας κοίταξε το αγόρι στα μάτια και αναστέναξε.
«Κάνεις πολλές ερωτήσεις, αγόρι. Ο χουζούρης σου είναι πολύ ήσυχος. Δεν ξέρει τι είναι ο φάρος ή ποιος ψαρεύει νύχτα στο πέλαγος, γι’ αυτό είναι ευτυχισμένος.»
Έβαλε τα γέλια και έστριψε στο δρομάκι που οδηγούσε στο σπίτι του. Το αγόρι συνέχισε στο δρόμο του, ρίχνοντας κλεφτές ματιές προς τον φάρο. Του φάνηκε ότι αναβόσβηνε πιο αργά από ό,τι συνήθως.
Το αγόρι έμενε σε μια χαμηλή καλύβα, χτισμένη από λάσπη και πέτρα. Από έξω φαινόταν μικρούλα και ασήμαντη, ίσα που ξεχώριζε ανάμεσα στα πρώτα δέντρα του δάσους. Από μέσα, όμως, ήταν ευρύχωρη και άνετη, με ξύλινα πατώματα και υφασμάτινα καλύμματα στους τοίχους.
Μια ευχάριστη ζέστη υποδέχτηκε το αγόρι μόλις άνοιξε τη βαριά ξύλινη πόρτα. Ο παππούς του είχε ανάψει το τζάκι, πρώτη φορά φέτος, και η γιαγιά είχε φτιάξει καρυδόπιτες που μοσχοβολούσαν. Τους χαιρέτησε χαρούμενα και πήγε να πλυθεί, για να φύγει η ψαρίλα. Φόρεσε καθαρά ρούχα και γύρισε στο μεγάλο δωμάτιο. Ο χουζούρης είχε φωλιάσει μπροστά στη φωτιά, και εξασκούσε το δεύτερο αγαπημένο του χόμπι: κοιμόταν. Ο παππούς καθόταν στην αγαπημένη του πολυθρόνα, που την είχε φτιάξει ο ίδιος όταν ήταν νέος, και πάσχιζε να διαβάσει το Βιβλίο του. Δυσκολευόταν, γιατί δεν φορούσε τα γυαλιά του. Η γιαγιά τριγυρνούσε στο σπίτι κάνοντας μικροδουλειές. Φαινόταν ασυνήθιστα νευρική.
Στο τραπέζι, το αγόρι τους περιέγραψε το σαλάχι που είδε το πρωί.
«Ήταν τεράστιο! Τουλάχιστον δύο φορές μεγαλύτερο από τη βάρκα μου.»
«Χμ», είπε ο παππούς, με τη βαθιά φωνή του.
«Αλήθεια λεω. Μπορεί να ήταν και τριπλάσιο.»
«Πιστεύω ότι αυτό είδες. Πρέπει όμως να θυμάσαι πάντα ότι η θάλασσα τα μεγεθύνει όλα. Μπορεί το σαλάχι να ήταν απλά πολύ βαθιά και η απόσταση να το έκανε να φαίνεται τεράστιο.»
Το αγόρι μπούκωσε το στόμα του με καρυδόπιτα και σκέφτηκε πολύ σοβαρά αυτή την ενδιαφέρουσα παρατήρηση.
Μετά το φαγητό, η γιαγιά του έφερε το περυσινό γενέθλιο κερί για να το σβήσει. Το αγόρι έβγαλε από τον σάκο του το καινούριο και τα έβαλαν δίπλα-δίπλα. Το παλιό κερί είχε μικρύνει και χάσει το σχήμα του. Το αγόρι θυμόταν ότι παρίστανε έναν γαλάζιο κύκνο, και το είχε φτιάξει μόνο του, στο εργαστήρι του Συνεταιρισμού, στα καλούπια που χρησιμοποιούσαν για να δώσουν σχήμα και μορφή στο γυαλί. Ένας χρόνος, όμως, είχε περάσει, και η μικρή φωτιά που έκαιγε συνέχεια είχε λειώσει το κερί, και είχε αλλοιώσει τελείως τη μορφή του κύκνου. Το αγόρι δεν στενοχωρήθηκε γιατί ήξερε ότι τίποτα δεν κρατάει παντοτινά και ότι ο χρόνος είναι αμείλικτος.
Το καινούριο κερί δεν το είχε φτιάξει μόνος του γιατί από τότε που είχε αρχίσει να ψαρεύει δεν είχε πια πολύ χρόνο. Του το είχε δώσει η Άρτεμη, που δούλευε στο κλωστοϋφαντουργείο του Συνεταιρισμού. Η ίδια δεν χρειαζόταν γενέθλιο κερί γιατί είχε ήδη γίνει δεκαοχτώ χρονών, της άρεσε όμως να φτιάχνει κεριά και να τα δωρίζει. Αυτό που είχε φτιάξει για το αγόρι ήταν μακρόστενο, δεν απεικόνιζε κάτι συγκεκριμένο, αλλά ήταν πολύ αρμονικό. Ήταν λευκό με χρωματιστές φλέβες βαθιά μέσα στη μάζα του, γαλάζιες, μοβ, και πράσινες, που ιρίδιζαν στο φως. Το αγόρι δεν μπορούσε να καταλάβει πώς το είχε κάνει, αλλά δεν νοιαζόταν και πολύ. Ήξερε ότι τα όμορφα πράγματα είναι όμορφα μόνο για έναν λόγο: επειδή μας αρέσουν.
Το αγόρι πέρασε τη φλόγα από το παλιό στο καινούριο κερί και μετά έσβησε τη φλόγα του παλιού. Ευχαριστημένος χάζεψε το παιχνίδισμα της φλόγας με τα χρώματα.
«Τώρα είσαι δεκατεσσάρων χρονών», ρώτησε η γιαγιά. «Πώς νιώθεις;»
«Το ίδιο όπως ένιωθα όταν ήμουν δεκατριών», είπε το αγόρι. «Δηλαδή θέλω κι άλλη καρυδόπιτα.»
Και έφαγε άλλο ένα κομμάτι, απολαμβάνοντας τη ζεστασιά του μικρού σπιτιού και των ανθρώπων που τον αγαπούσαν, το λαμπύρισμα του όμορφου κεριού που συμβόλιζε το ότι μεγαλώνει, και τη γλυκιά γεύση της καρυδόπιτας. Θα μπορούσε να είναι μια στιγμή μικρής ευτυχίας για το αγόρι και τους παππούδες του. Αλλά δεν ήταν.
«Πάω για ύπνο», είπε το αγόρι μετά από λίγο. Πήρε τον χουζούρη του, προσεκτικά για να μην τον ξυπνήσει, και κλείστηκε στο δωμάτιό του. Ήταν νωρίς ακόμα και δεν ήταν και πολύ κουρασμένος. Συνήθως τέτοια ώρα πήγαινε μια βόλτα ή διάβαζε το Βιβλίο μπροστά στο τζάκι. Ποτέ δεν κοιμόταν τόσο νωρίς. Η γιαγιά και ο παππούς το καληνύχτισαν, όμως, χωρίς να κάνουν κανένα σχόλιο.