Ο Φραντς Κάφκα έγραψε το μικροσκοπικό διηγηματάκι “Ποσειδώνας” το 1920. Τις προάλλες το βρήκα στα γερμανικά και στα εγγλέζικα εδώ. Καθώς τη στιγμή που το βρήκα είχα πολλές και πιεστικές επαγγελματικές εκκρεμότητες, αποφάσισα να κάνω διάλειμμα και να καθίσω και να το μεταφράσω στα ελληνικά.
Ο Ποσειδώνας καθόταν στο γραφείο του κάνοντας υπολογισμούς. Η διαχείριση όλων των θαλασσών ήταν δουλειά ατελείωτη. Θα μπορούσε να έχει πολλούς βοηθούς, όσους ήθελε -και είχε, πράγματι, αρκετούς-, αλλά επειδή έπαιρνε τη δουλειά του στα σοβαρά, τελικά κατέληγε να κάνει τους υπολογισμούς μόνος του, κι έτσι οι βοηθοί δεν του ήταν πάρα πολύ χρήσιμοι. Δεν μπορεί να πει κανείς ότι απολάμβανε το αντικείμενό του. Το έκανε μόνο και μόνο επειδή του είχε ανατεθεί. Είχε ήδη καταθέσει πολλές αιτήσεις για πιο ευχάριστες -έτσι το είχε θέσει- δουλειές, αλλά κάθε φορά που του προσφερόταν κάτι διαφορετικό, αποδεικνυόταν πως τίποτε δεν του ταίριαζε περισσότερο από την τωρινή του θέση. Και ήταν ούτως ή άλλως αρκετά δύσκολο να του αναθέσει κανείς, ας πούμε, μια συγκεκριμένη θάλασσα. Εκτός από το ότι η δουλειά με τα νούμερα και τους υπολογισμούς δεν θα γινόταν λιγότερη, αλλά μόνο πιο ευτελής, ο μέγας Ποσειδών δεν θα μπορούσε παρά να έχει θέση διευθυντική. Κι όταν του προσφερόταν μια δουλειά μακριά από το νερό αρρώσταινε και μόνο με την ιδέα, η θεϊκή του ανάσα κοβόταν, το μπρούτζινο στέρνο του έτρεμε. Εξάλλου τις διαμαρτυρίες του δεν τις έπαιρνε κανένας στα σοβαρά -όταν ένας από τους ισχυρούς είναι δυσαρεστημένος, πρέπει να φανεί ότι γίνεται προσπάθεια να καθησυχαστεί, ακόμα κι αν η περίπτωσή του δεν επιδέχεται λύσης. Στην πραγματικότητα μια αλλαγή θέσης ήταν αδιανόητη για τον Ποσειδώνα -είχε διοριστεί Θεός της Θάλασσας, και Θεός της Θάλασσας θα έπρεπε να παραμείνει.
Αυτό που τον ενοχλούσε περισσότερο -και ήταν αυτό που ευθυνόταν κυρίως για το ότι δεν ήταν ικανοποιημένος με τη δουλειά του- ήταν το να ακούει τις αντιλήψεις που υπήρχαν για τον ίδιο: ότι περιφερόταν στις παλίρροιες με την τρίαινά του. Την ώρα που ο ίδιος καθόταν στα βάθη του παγκόσμιου ωκεανού κάνοντας υπολογισμούς ασταμάτητα, με μόνο σποραδικά ταξίδια στο Δία να σπάνε τη μονοτονία -ταξίδια, επιπλέον, από τα οποία συνήθως επέστρεφε έξαλλος. Έτσι είχε δει ελάχιστα τη θάλασσα -την είχε δει φευγαλέα, κατά τις βιαστικές ανόδους του στον Όλυμπο, και δεν είχε ποτέ ταξιδέψει μέσα της. Συνήθιζε να λέει πως αυτό που περίμενε ήταν το τέλος του κόσμου. Τότε, πιθανότατα, θα βρισκόταν μια ήσυχη στιγμή κατά την οποία, λίγο πριν το τέλος, κι αφού είχε ελέγξει και την τελευταία σειρά των αριθμών, θα μπορούσε να κάνει μια μικρή, γρήγορη περιήγηση.
Ο Ποσειδώνας τη βαρέθηκε τη θάλασσα. Άφησε την τρίαινά του να πέσει. Σιωπηλά κάθησε στη βραχώδη ακτή κι ένας γλάρος, θαμπωμένος από την παρουσία του, σχημάτισε πετώντας διστακτικά τρεμάμενους κύκλους πάνω απ’ το κεφάλι του.